Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σελίδα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σελίδα, η, ουσ. [<αρχ. σελίς], η σελίδα· σημαντική, σπουδαία περίοδος ή γεγονός στη ζωή κάποιου ατόμου, ενός λαού, ενός έθνους: «οι ένδοξες σελίδες της ελληνικής ιστορίας». (Λαϊκό τραγούδι: ξεφυλλίζοντας απόψε τα όνειρά μου, να περάσει όπως όπως η βραδιά μου, στη δική σου τη σελίδα εσταμάτησα και θυμάμαι πως για σένανε εδάκρυσα
- αλλάζω σελίδα, καταπιάνομαι με άλλη υπόθεση με άλλο θέμα: «απ’ τη στιγμή που εξαντλήσαμε αυτό το θέμα, ας αλλάξουμε σελίδα για κάτι καινούργιο»· βλ. και φρ. γυρίζω σελίδα·
- ανοίγω νέα σελίδα, α. δημιουργώ νέες προοπτικές: «η ισχυροποίηση της δραχμής άνοιξε νέα σελίδα στο εμπόριο». β. ανοίγω νέους δρόμους, νεωτερίζω: «το  Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης άνοιξε νέα σελίδα στην επιστημονική έρευνα»·
- γυρίζω σελίδα, α. αλλάζω τακτική προς το καλό ή προς το κακό: «αφού μου φέρεσαι σκάρτα, θα γυρίσω κι εγώ σελίδα». β. υπαναχωρώ: «ενώ ήταν έτοιμος να υπογράψει το συμβόλαιο, την τελευταία στιγμή γύρισε σελίδα και χάλασε η δουλειά». γ. επιχειρώ καινούρια αρχή διαγράφοντας όλα τα προηγούμενα, ιδίως τα κακά: «αποφάσισε να γυρίσει σελίδα και να ξαναφτιάξει τη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: γύρισα σελίδα στην καρδιά, έκλεισα την πόρτα στα παλιά, άλλαξα συνήθεια και ζωή, ήμουν αϊτός μέσ’ στο κλουβί)· βλ. και φρ. αλλάζω σελίδα·
- έχασες σελίδες, λέγεται συνήθως με κάποια ειρωνική διάθεση σε άτομο που για κάποιο λόγο δεν είναι γνώστης όλων των επίμαχων πτυχών κάποιας υπόθεσης ή διαμάχης: «πότε παντρεύονται οι τάδε; -Έχασες σελίδες, γιατί αυτοί χώρισαν εδώ και πολύ καιρό || μόνοιασαν τ’ αδέρφια; -Φαίνεται, έχασες σελίδες, γιατί αυτοί είναι στα δικαστήρια». Συνήθως η φρ. κλείνει με το δικέ μου. Συνών. έχασες επεισόδια / έχασες τεύχη·  
- λευκή σελίδα, α. λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος ή κάτι παρουσιάζει αγνότητα, καθαρότητα ή απειρία ή λέγεται για άπραγο άτομο, που δεν έχει μπει ακόμη στις δυσκολίες της ζωής, που δεν έχει πονηρευτεί: «το πήρε το κοριτσάκι λευκή σελίδα και την κατάντησε την πιο περπατημένη της πιάτσας». β. λέγεται σε περιπτώσεις κάποιας αρχής, κάποιου ξεκινήματος εκ του μηδενός: «τώρα που είσαι ακόμη στη λευκή σελίδα, πρόσεξε πολύ τις κινήσεις σου, γιατί πρέπει να αποδείξεις τι αξίζεις»·
- μαύρη σελίδα της ζωής, συγκεκριμένη περίοδος στη ζωή κάποιου που αμαυρώθηκε: «οπωσδήποτε μια κατάχρηση αποτελεί μαύρη σελίδα της ζωής».