Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σβήνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σβήνω, ρ. [από το νέο αόρ. ἔσβησαν, γ΄ πλ. του αρχ. αορ. του ρ. σβέννυμι], σβήνω. 1. ακυρώνω, διαγράφω: «είχα έναν γνωστό στην Τροχαία κι έσβησε την κλήση που μου έδωσε κάποιος τροχονόμος για παράνομη στάθμευση || επειδή είναι φίλος μου και μ’ αγαπάει, έσβησε όλα όσα του χρωστούσα». (Λαϊκό τραγούδι: σβήσε με κυρά μου απ’ τα τεφτέρια σου κι άντε ν’ ανταμώσεις ξανά τα ταίρια σου). 2. χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ: «εκεί που καθόμασταν και μιλούσαμε ήσυχα ήσυχα, ξαφνικά έσβησε ο άνθρωπος κι έπεσε κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα θα πάω, σβήνω και σκορπάω, κοίτα τι τραβάω για την πάρτη σου). 3. χάνω τη δύναμη, την ορμή που έχω: «σε λίγο έσβησε η φωνή του και δεν ακουγόταν το παραμικρό». (Λαϊκό τραγούδι: σε γέλασαν οι φίλοι σου, δε ζεις μες στα στολίδια κι αν έσβησε η νιότη σου, για μένα είσαι ίδια). 4. χάνω τις αισθήσεις μου από ερωτική υπερένταση ή έντονη σεξουαλική ηδονή: «έσβηνα την ώρα που τέλειωνα». (Τραγούδι: ανατολίτισσα, ανατολίτισσα για το χατίρι σου, αγόρι μου, θα γίνω, ανατολίτισσα, ανατολίτισσα, εσύ να με φιλάς κι εγώ να σβήνω). 5. πεθαίνω: «κάποια μέρα έσβησε στα βαθιά του γεράματα ανάμεσα στην οικογένειά του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, ταχυδρόμε, έσβησε η μάνα η πονεμένη, ούτε παιδί πια καρτερεί ούτε γραφή προσμένει). 6. εξαλείφω: «τον έσβησα απ’ τη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι στη ζωή σου ο ένας, δε με σβήνει κανένας, κι αν με άλλους γυρνάς κι ώρες ώρες γελάς, κατά βάθος πονάς, γιατί σκέφτεσαι μένα). 7. ξεχνώ, λησμονώ: «σ’ αγάπησα τόσο πολύ, που δε θα σβήσεις ποτέ απ’ τη μνήμη μου». (Λαϊκό τραγούδι: είπα να σβήσω τα παλιά, να σκίσω τα τεφτέρια, και σαν δυο φίλοι γκαρδιακοί να δώσουμε τα χέρια). 8. παύω να υφίσταμαι, παύω να κατέχω μια συναισθηματική θέση σε κάποιον: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε, έσβησε για μένα». (Τραγούδι: έσβησε ένας μεγάλος έρωτας μια θλιβερή βραδιά). 9. καταστρέφομαι οικονομικά ή κοινωνικά: «κάποτε ήταν μεγάλος και τρανός, αλλά κάποια μέρα έσβησε με τις βλακείες που έκανε || έσβησε ως έμπορος || έσβησε ως δικηγόρος || έσβησε ως πολιτικός». 10. λέγεται και για κάτι που χάνεται, που εξαφανίζεται, που παύομε πια να ελπίζουμε σε αυτό: «έσβησαν πια οι ελπίδες πως θα βρεθούν κι άλλοι ζωντανοί κάτω απ’ ερείπια». (Τραγούδι: πάν’ οι λεπίδες τα όνειρα σβήσαν).11. ρίχνω κάποιον στην αφάνεια, καταστρέφω κάποιον οικονομικά ή κοινωνικά: «κάποτε ήταν μεγάλος εργοστασιάρχης, αλλά τον έσβησαν οι παλιοπαρέες». 12. καταπραΰνω τον πόνο ή την ερωτική έξαψη κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: σβήσε τη φλόγα για σένα που έχω, θα πεθάνω δεν αντέχω). 13. λέγεται για κάτι που ξεπερνιέται με το πέρασμα του χρόνου, που πέφτει στην αφάνεια, που χάνει την επικαιρότητά του: «η αγάπη μας δε θα σβήσει ποτέ». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου, Μάνθο μου ντερβίση, ο τεκές σου δε θα σβήσει). (Ακολουθούν 32 φρ.)·
- έσβησε η αγάπη, βλ. λ. αγάπη·
- έσβησε σαν όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- έσβησε τ’ άστρο του, βλ. λ. άστρο·
- έσβησε το καντήλι του, βλ. λ. καντήλι·
- θα σε σβήσω! θα σε καταστρέψω οικονομικά, θα σε ρίξω στην αφάνεια: «αν φύγεις από μένα και πας και δουλέψεις σ’ άλλο μαγαζί, να ’σαι σίγουρος πως αργά ή γρήγορα θα σε σβήσω!»·
- θα σε σβήσω απ’ το χάρτη, βλ. λ. χάρτης·
- όνειρο ήταν κι έσβησε, βλ. λ. όνειρο·
- όταν κλάνεις, σβήνει η λάμπα; βλ. λ. λάμπα·
- σβήνει σαν αγιοκέρι ή σβήνει σαν τ’ αγιοκέρι, βλ. λ. αγιοκέρι·
- σβήνει το καντήλι μου, βλ. λ. καντήλι·
- σβήνω απ’ τα κιτάπια μου, βλ. λ. κιτάπι·
- σβήνω απ’ το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- σβήνω απ’ το νου μου, βλ. λ. νους·
- σβήνω απ’ το τεφτέρι μου, βλ. λ. τεφτέρι·
- σβήνω απ’ το χάρτη (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. χάρτης·
- σβήνω απ’ τον πόθο, βλ. λ. πόθος·
- σβήνω με το σφουγγάρι (κάτι), βλ. λ. σφουγγάρι·
- σβήνω τα παλιά, βλ. λ. παλιός·
- σβήνω τη δίψα μου, βλ. λ. δίψα·
- σβήνω τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- σβήνω τη φλόγα, βλ. λ. φλόγα·
- σβήνω την τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
- σβήνω το ραδιόφωνο, βλ. λ. ραδιόφωνο·
- σβήνω το φαγητό (με κάποιο ποτό), βλ. λ. φαγητό·
- σβήνω το φως, βλ. λ. φως·
- σβήνω τον πόνο μου, βλ. λ. πόνος·
- σβήνω τον ασβέστη, βλ. λ. ασβέστη·
- σβήσε με απ’ το χάρτη ή σβήστε με απ’ το χάρτη, βλ. λ. χάρτης·
- σβήσ’ τα όλα, βλ. λ. όλος·
- στο άψε σβήσε, βλ. λ. άψε σβήσε·
- τα σβήνω με το σφουγγάρι, βλ. λ. σφουγγάρι·
- τον σβήνω, α. είμαι κατά πολύ καλύτερός του, ανώτερός του, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συγκριθεί μαζί μου: «ξέρει πως τον σβήνω, γι’ αυτό δεν τολμάει να συγκριθεί μαζί μου». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τον  εξουδετερώνω εντελώς: «ο αμυντικός μας έσβησε τον αντίπαλο γκολτζή»·
- τους σβήσαμε, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η ομάδα μας κατανίκησε την αντίπαλη ομάδα, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομαδάρα μας που τους σβήσαμε».

αγιοκέρι

αγιοκέρι, το, ουσ. [<αγιο- + κερί], το κερί που ανάβουμε στην εκκλησία·
- έγινε σαν αγιοκέρι ή έγινε σαν τ’ αγιοκέρι, αδυνάτισε πάρα πολύ από μακροχρόνια αρρώστια, υπερβολική κούραση, δίαιτα ή νηστεία: «έμεινε δυο μήνες στο νοσοκομείο κι έγινε σαν αγιοκέρι || όλη τη Σαρακοστή την πέρασε με νερόβραστα κι έγινε σαν τ’ αγιοκέρι || είπαμε, ρε παιδάκι μου, να κάνεις δίαιτα, εσύ όμως το παράκανες κι έγινες σαν αγιοκέρι!». Από το ότι, το κερί που ανάβει κανείς στην εκκλησία, έχει λεπτό κορμό, εκτός βέβαια, αν πρόκειται για τάμα, οπότε ανάβει λαμπάδα·
- έλιωσε σαν αγιοκέρι ή έλιωσε σαν τ’ αγιοκέρι, α. καταταλαιπωρήθηκε από πολύωρη ορθοστασία: «την περίμενε δυο ώρες στη γωνία κι έλιωσε σαν τ’ αγιοκέρι ο άνθρωπος!». Από το ότι, το κερί που ανάβει κανείς στην εκκλησία, το ακινητοποιεί μέσα σε άμμο ή σε ειδικές υποδοχές που υπάρχουν στο μανουάλι. β. πέθανε ύστερα από μακροχρόνια και εξαντλητική αρρώστια: «χρόνια τώρα βασανιζόταν απ’ την κακιά κι έλιωσε σαν τ’ αγιοκέρι ο καημένος». Από το ότι, το κερί που ανάβει κανείς στην εκκλησία, λιώνει αργά αργά μέχρι να το μαζέψει ο καντηλανάφτης· βλ. και φρ. έγινε σαν αγιοκέρι·                                              
- σβήνει σαν αγιοκέρι ή σβήνει σαν τ’ αγιοκέρι, πεθαίνει αργά και βασανιστικά, αργοπεθαίνει: «είναι χτυπημένος απ’ την κακιά και σβήνει σαν αγιοκέρι».

καντήλι

καντήλι, το, ουσ. [<μσν. κανδήλι(ο)ν, υποκορ. του μτγν. ουσ. κανδήλη]. 1. μικρή καντήλα, που είτε κρεμιέται στα εικονίσματα είτε (παλιότερα) χρησιμοποιούνταν για ηλεκτροφώτιση: «η μητέρα άναψε το καντήλι και το τοποθέτησε μπροστά στο εικόνισμα || στα χρόνια μας διαβάζαμε με το φως του καντηλιού». 2. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) μεγάλη σούζα με τη μοτοσικλέτα: «αυτός ο μηχανόβιος είναι και ο πρώτος στα καντήλια». Υποκορ. καντηλάκι, το. Μεγεθ. καντήλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- ανάβουν τα καντήλια μου, κυριεύομαι από οργή, εξαγριώνομαι: «κάποια στιγμή, απ’ το πες πες, άναψαν τα καντήλια μου και τα ’κανα όλα μπάχαλο»·
- γαμώ τα καντήλια μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ τα καντήλια μου, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν;». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. λ. γαμώ·
- γαμώ το καντήλι μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Ίσως αναφορά στο ύψωμα Καντήλι, που βρίσκεται στην περιοχή του Μεγάλου Πεύκου και που είναι περιοχή ασκήσεων για τους λοκατζήδες. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ·
- γαμώ τα καντήλια σου! ή γαμώ το καντήλι σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! ή σου γαμώ το καντήλι! α. επιθετική έκφραση εναντίου κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «πάψε, γαμώ τα καντήλια σου, γιατί μ’ έπρηξες με τις βλακείες σου! || κάτσε καλά, γιατί σου γαμώ τα καντήλια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. λ. γαμώ· 
- έσβησε το καντήλι του, πέθανε: «ύστερα από μια ήρεμη νύχτα έσβησε το καντήλι του»·
- κατεβάζω καντήλια, βρίζω ασύστολα, ιδίως τα θεία: «είναι κλεισμένος στο γραφείο του και κατεβάζει καντήλια, γιατί απ’ το πρωί τίποτα δεν πάει καλά στη δουλειά». Συνών. κατεβάζω Χριστοπαναγίες / κατεβάζω Χριστούς και Παναγίες·
- ρίχνω καντήλια, βλ. φρ. κατεβάζω καντήλια·
- σβήνει το καντήλι μου, βρίσκομαι στα τελευταία μου, είμαι ετοιμοθάνατος, πεθαίνω. (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή εδώ τελειώνει, σβήνει το καντήλι μου κι η ψυχή σαν χελιδόνι φεύγει απ’ τα χείλη μου
- σώθηκε το καντήλι του, βλ. συνηθέστ. σώθηκε το λάδι του, λ. λάδι·
- του ανάβω καντήλι, τον ευγνωμονώ: «όσο ζω, θα του ανάβω καντήλι αυτού του ανθρώπου, γιατί κάποτε με βοήθησε και με γλίτωσε από μεγάλες περιπέτειες»·
- του γαμώ τα καντήλια, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «μπήκα μέσα στο μπαράκι που συχνάζει κι εκεί μπροστά στον κόσμο, του γάμησα τα καντήλια». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε τα καντήλια». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. λ. γαμώ.

λάμπα

λάμπα, η, ουσ. [<ιταλ. lampa <λατιν. lampas <ελλ. λαμπάς], η λάμπα· το κάθε φωτιστικό σώμα: «λάμπα φθορίου || αγόρασε μια ωραία λάμπα για το σαλόνι». (Λαϊκό τραγούδι: κι έχω το φως να καίει για να δεις πως δεν κοιμάμαι, όμως τζάμπα καίει η λάμπα, τζάμπα σε θυμάμαι). Υποκορ. λαμπάκι, το (βλ. λ.) και λαμπίτσα, η·
- ανάβω λάμπα, (στη γλώσσα της αργκό) δημιουργώ φασαρίες, δυσάρεστες καταστάσεις: «κάρφωσε στη γυναίκα μου πως έχω γκόμενα και μ’ άναψε λάμπα ο παλιοκαργιόλης». Από την αίσθηση του ατόμου που κάνει κάτι ύποπτο ή παράνομο στα σκοτεινά και κάποιος ανάβει απότομα τη λάμπα. Συνών. ανάβω δαδί / ανάβω καντήλα / ανάβω λαμπάδα / ανάβω φιτίλια / ανάβω φόκο / ανάβω φωτιά (β)·
- κάηκε η λάμπα, α. (στη νεοαργκό)μέθυσε πάρα πολύ από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή χρήση ναρκωτικού και έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας, και δεν ξέρει τι του γίνεται: «τι έπαθες ρε και σταμάτησες, κάηκε η λάμπα και ψάχνεις ανταλλακτικό;». β. έχει διανοητικά προβλήματα, δε στέκει καλά στα μυαλά του: «παράβλεψε τις ανοησίες που λέει, γιατί κάηκε η λάμπα του φουκαρά». Από το ότι, όταν καεί η λάμπα και ιδίως η ραδιοφωνική λυχνία, παύει να λειτουργεί το ραδιόφωνο. Συνών. έκαψε φλάντζα / κάηκαν τα καλώδια / κάηκε η ασφάλεια / το ’καψε το ρημάδι·
- όταν κλάνεις, σβήνει η λάμπα; εξυπνακίστικη ή ειρωνική ερώτηση σε κάποιον, που γίνεται περισσότερο για να τον προσβάλλουμε. Όταν όμως ο συνομιλητής μας είναι γνώστης της λαϊκής παιδείας, μας απαντάει: σπάει και το λαμπόγυαλο·
- την έκανα λάμπα, (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «μόλις άρχισε να κατηγορεί το φίλο μου, την έκανα λάμπα και τον πλάκωσα στο ξύλο». Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / βάρεσα βαλβίδα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κεφάλι / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα λαχείο (α) / την έκανα λώλα (α) / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ.

όνειρο

όνειρο, το, πλ. όνειρα κ. ονείρατα, τα, ουσ. [<αρχ. ὄνειρον], το όνειρο. 1. μεγάλη επιθυμία ή φιλοδοξία, ο κύριος στόχος, η βασική επιδίωξη: «τ’ όνειρό του είναι να πάει στο Παρίσι || τ’ όνειρό του είναι να γίνει δικηγόρος». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τα φτωχά μου όνειρα ένα σωστό δε βγαίνει, όλα τα σκόρπισες εσύ φτώχεια κατηραμένη). 2. λέγεται για κάτι που είναι πολύ ωραίο, πολύ ευχάριστο: «αγόρασα ένα διαμερισματάκι όνειρο || το πάρτι του τάδε ήταν όνειρο». 3. σε θέση επιρρ., πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ ωραία, εξαίσια, ονειρεμένα, θαυμάσια: «στην εκδρομή που πήγαμε περάσαμε όνειρο». (Ακολουθούν 70 φρ.)·
- αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θάμα ή αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θαύμα, λέγεται με πικρία ή με παράπονο, όταν κάτι αναμενόμενο ή επιθυμητό συμβαίνει σε κάποιον άλλον. Συνών. αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες·
- απατηλό όνειρο, ευχάριστη φαντασίωση για να ξεφύγει κανείς από τη σκληρή πραγματικότητα. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό, ξεκινήσαμε οι δυο μας, μα στου δρόμου τα μισά σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά ξαφνικά από τον ουρανό μας
- άπιαστο όνειρο, καθετί που δεν μπορεί να εκπληρωθεί, που δεν εκπληρώθηκε: «λογάριαζα κι εγώ φέτος το καλοκαίρι να πάω με την οικογένειά μου στα νησιά, αλλά αποδείχτηκε άπιαστο όνειρο, γιατί δεν μπόρεσα να βρω τα λεφτά»·
- άσχημο όνειρο, που μας προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα, που μας δημιουργεί κλίμα απαισιοδοξίας ή που προφητεύει κάτι κακό: «είδα ένα άσχημο όνειρο χτες βράδυ και δεν μπορώ ακόμη να συνέλθω!»·
- βγήκε τ’ όνειρο, επαληθεύτηκε: «είδα χτες βράδυ στον ύπνο μου πως κέρδισα το λαχείο και σε μια βδομάδα βγήκε τ’ όνειρο»·
- βλέπει όνειρα, φαντάζεται πως μπορεί να πραγματοποιήσει πράγματα που στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθούν: «τον συμβούλεψα πως δεν μπορεί με τόσα λίγα χρήματα να ξεκινήσει τη δουλειά που θέλει, αλλά να δεις που θα το επιχειρήσει, γιατί βλέπει όνειρα και δεν ακούει κανέναν»·
- βλέπω όνειρα, συνήθως ονειρεύομαι κατά τη διάρκεια του ύπνου μου: «από μικρός βλέπω όνειρα απ’ τα οποία άλλα είναι ευχάριστα κι άλλα εφιάλτες»·
- βλέπω όνειρο, ονειρεύομαι: «χτες βράδυ είδα όνειρο πως ήμουν αστροναύτης». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω απ’ το σβηστό φανάρι κοιμάται κάποιο παλικάρι, με δίχως φράγκο μες στην τσέπη, τι όνειρο άραγε να βλέπει
- βλέπω στ’ όνειρό μου (κάποιον ή κάτι), ονειρεύομαι κάποιον ή κάτι: «κάθε τόσο βλέπω στ’ όνειρό μου τον πεθαμένο πατέρα μου || χτες βράδυ στ’ όνειρό μου είδα το χωριό μου». (Λαϊκό τραγούδι: σε ζητούσε η καρδιά μου, σ’ έβλεπα στα όνειρά μου, σκλάβα σου πιστή θα μείνω, και ακόμη να με διώχνεις, αχ! πασά μου, δε σ’ αφήνω
- βρίσκω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- βρίσκω τον άντρα των ονείρων μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- γκρέμισαν τα όνειρά μου, δεν πραγματοποιήθηκαν για κάποιο λόγο: «η δουλειά δεν πήγε καθόλου καλά κι έτσι γκρέμισαν τα όνειρά μου να γίνω κι εγώ εργοστασιάρχης». (Λαϊκό τραγούδι: στη ζωή μ’ έχω πονέσει κι έχω κουραστεί, γκρέμισαν τα όνειρά μου, όλ’ οι πόθοι της καρδιάς μου, το κουράγιο κι η ελπίδα έχουν πια σβηστεί
- γκρέμισε τα όνειρά μου (κάποιος ή κάτι), δεν τα άφησε να πραγματοποιηθούν: «ο πατέρας του του γκρέμισε τα όνειρά του, γιατί δεν τον άφησε να γίνει ηθοποιός || η χρεοκοπία του πατέρα γκρέμισε τα όνειρά μου, γιατί δεν μπόρεσα να τελειώσω τις σπουδές μου». (Λαϊκό τραγούδι: κοινωνία άδικη, εσύ μου ’χεις γκρεμίσει όλα μου τα όνειρα σε τούτη τη ζωή κι από την αγάπη μου εσύ μ’ έχεις χωρίσει κι άδικα με τυραννάς βράδυ και πρωί
- γλυκό όνειρο, που ήταν πολύ ευχάριστο: «είδα ένα πολύ γλυκό όνειρο, πως ήμουν, λέει, ξάπλα σε μια απ’ τις πανέμορφες παραλίες της Χαλκιδικής»·
- γνωρίζω τη γυναίκα των ονείρων μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- γνωρίζω τον άντρα των ονείρων μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- έγινε ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), λέγεται για επιδίωξη, για στόχο που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, που είναι απραγματοποίητος: «έπεσαν έξω οι δουλειές του πατέρα του και το ταξίδι στο εξωτερικό έγινε γι’ αυτόν ένα όνειρο»· 
- είδα άσχημο όνειρο, επιθετική έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου με την έννοια πως θα φερθεί παράλογα ή δυναμικά εναντίον του ατόμου που τον ενοχλεί. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το πρόσεχε γιατί ή το κάτσε καλά γιατί· 
- είδα κακό όνειρο, βλ. φρ. είδα άσχημο όνειρο·
- είδα στ’ όνειρό μου ότι…, ονειρεύτηκα ότι…: «χτες βράδυ είδα στ’ όνειρό μου ότι κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το λέει· 
- είναι ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), βλ. φρ. έγινε ένα όνειρο·
- έμεινε ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), βλ. φρ. έγινε ένα όνειρο· 
- έρχομαι στα όνειρα (κάποιου), με ονειρεύεται: «χωρίσαμε πριν από πολύ καιρό, όμως έρχεται συχνά στα όνειρά μου». (Τραγούδι: γεια σου, φεύγω σήμερα μακριά σου, θα ’ρχομαι στα όνειρά σου, γεια σου, γεια σου
- έσβησε σαν όνειρο, λέγεται για πολύ ευχάριστη κατάσταση που τερματίστηκε: «όλο το καλοκαίρι το πέρασα σαν πρίγκιπας στο τάδε νησί, αλλά έσβησε σαν όνειρο και μπλέχτηκα πάλι στα γρανάζια της δουλειάς». (Λαϊκό τραγούδι: φεύγει κι αυτό το καλοκαίρι κι όσα ζήσαμε μαζί, μοιάζουν σαν όνειρα που σβήνουν το πρωί
- έχει μεγάλα όνειρα, στοχεύει ψηλά, επιδιώκει να πραγματοποιήσει σημαντικά πράγματα: «αυτό το παιδί θα προκόψει στη ζωή του, γιατί από μικρό έχει μεγάλα όνειρα». (Λαϊκό τραγούδι: η βάρκα μου η Μαριωρή είναι το πιο μικρό σκαρί, μα έχει όνειρα μεγάλα σαν και μένα, και φεύγουμε τα δειλινά για ξένα πόρτα μακρινά και για χαμόγελα γλυκά κι ονειρεμένα
- ζει με όνειρα, βλ. φρ. τρέφεται με όνειρα·
- ζει στο όνειρο, φαντάζεται σπουδαία πράγματα, ευτυχισμένες καταστάσεις: «με δυο τρία ποτηράκια αυτός ο άνθρωπος, ζει στο όνειρο»·
- ζει το όνειρο, βιώνει σπουδαίες, ευτυχισμένες καταστάσεις: «είναι ο πρώτος καιρός που κέρδισε το λαχείο κι ακόμα ζει το όνειρο. (Λαϊκό τραγούδι: μη βάζεις μέσα σου καημούς, ποτέ μη συλλογιέσαι. Γιατί το όνειρο το ζεις, το παραμύθι της ζωής, και μη στενοχωριέσαι
- ήταν ένα άσχημο όνειρο, βλ. φρ. ήταν ένα κακό όνειρο·
- ήταν ένα κακό όνειρο, λέγεται για παροδικές δυσάρεστες καταστάσεις: «ήταν μεγάλη συμφορά αυτό που σε βρήκε, αλλά ήταν ένα κακό όνειρο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το πες πως και κλείνει με το που πέρασε·
- θα σου εξηγήσω τ’ όνειρο αύριο ή θα σου εξηγήσω αύριο τ’ όνειρο, προειδοποιητική έκφραση σε κάποιον που μας συμπεριφέρεται άσχημα πως θα του ανταποδώσουμε μελλοντικά τα ίσα: «τώρα με κοροϊδεύεις, αλλά θα σου εξηγήσω τ’ όνειρο αύριο»·
- θρέφει όνειρα, βλ. φρ. τρέφει όνειρα·
- θρέφεται με όνειρα, βλ. φρ. τρέφεται με όνειρα·
- κακό όνειρο, βλ. λ. άσχημο όνειρο·
- καλό όνειρο, που είναι ευχάριστο ή ευοίωνο: «απ’ το πρωί είναι ευδιάθετος, γιατί χτες βράδυ είδε ένα καλό όνειρο»·
- κάνει μεγάλα όνειρα, βλ. φρ. έχει μεγάλα όνειρα·
- κάνω όνειρα, δημιουργώ με την φαντασία μου ευχάριστες καταστάσεις, ονειρεύομαι: «όλο το χειμώνα έκανα όνειρα πώς θα περάσω το καλοκαίρι». (Λαϊκό τραγούδι: το ένα τ’ άλογο να είναι άσπρο, όπως τα όνειρα που έκανα παιδί, το άλλο τ’ άλογο να είναι μαύρο, σαν την πικρή μου την κατάμαυρη ζωή
- κάνω τρελά όνειρα, σκέφτομαι διάφορες ευχάριστες καταστάσεις που δεν έχω τη δυνατότητα να πραγματοποιήσω. (Τραγούδι: θωρακισμένη Μερσεντές δεν ονειρεύτηκα ποτές, μην κάνεις όνειρα τρελά, μαζί μου θα ’χεις λίγα και καλά
- μακρινό όνειρο, βλ. φρ. άπιαστο όνειρο·
- μου φαίνεται σαν όνειρο, λέγεται για καταστάσεις ονειρικές, εξωπραγματικές που μας είναι αδύνατο να τις πιστέψουμε: «μου φαίνεται σαν όνειρο που ξαναβρήκα ένα φίλο μετά από τριάντα χρόνια || μου φαίνεται σαν όνειρο που κάνω διακοπές σ’ αυτό το εξωτικό νησί»·
- μου φαίνεται σαν σε όνειρο! λέγεται για πράγματα, για καταστάσεις που υπάρχουν αμυδρά στη σκέψη μας, που αποτελούν μια αμυδρή ανάμνηση: «μου φαίνεται σαν σε όνειρο που παίζαμε παιδιά στη φτωχογειτονιά μας!»·
- όνειρα βλέπεις; έκφραση με την οποία θέλουμε να επαναφέρουμε κάποιον στην πραγματικότητα: «αποφάσισα με πεντακόσια ευρώ να κάνω το γύρο του κόσμου. -Όνειρα βλέπεις;»·
- όνειρα γλυκά! ευχετική έκφραση σε κάποιον την ώρα που πηγαίνει να κοιμηθεί. Πολλές φορές, η φρ. πιο ολοκληρωμένη και με κάποια δόση πειράγματος: όνειρα γλυκά και απονήρευτα! ή όνειρα γλυκά και ασκανδάλιστα! όπου το απονήρευτα ή το ασκανδάλιστα υπονοεί ερωτικές φαντασιώσεις·
- όνειρο ήταν και πάει, βλ. φρ. όνειρο ήταν κι έσβησε·
- όνειρο ήταν και πέρασε, βλ. φρ. όνειρο ήταν κι έσβησε. (Λαϊκό τραγούδι: μακριά κι οι φίλοι, με γελάσανε, όνειρα ήταν και περάσανε)·
- όνειρο ήταν και χάθηκε, βλ. φρ. όνειρο ήταν κι έσβησε·
- όνειρο ήταν κι έσβησε, α. λέγεται με παράπονο για ευχάριστη κατάσταση που είχε μικρή διάρκεια, που ήταν παροδική, εφήμερη: «περάσαμε πάρα πολύ ωραία τρεις μέρες στη Χαλκιδική, όμως όνειρο ήταν κι έσβησε, γιατί πρωί πρωί τη Δευτέρα ξαναγυρίσαμε στη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: περασμένες μου αγάπες όνειρα που σβήσατε. Με το πέρασμα του χρόνου την ανάμνηση του πόνου στην καρδιά αφήσατε, περασμένες μου αγάπες όνειρα που σβήσατε).β. λέγεται με παράπονο για ευχάριστη κατάσταση που τη ζήσαμε μόνο με τη φαντασία μας: «είχα σκοπό να περάσω το καλοκαίρι σε κανένα νησί, όμως όνειρο ήταν κι έσβησε, γιατί μου προέκυψαν ένα σωρό έξοδα που δεν τα υπολόγιζα κι έτσι έμεινα χωρίς φράγκο»·
- όνειρο θερινής νυκτός, λέγεται στην περίπτωση που κάποια επιθυμία ή επιδίωξή μας δεν πραγματοποιήθηκε: «σκόπευα κι εγώ φέτος να πάω διακοπές στα νησιά, αλλά ήταν όνειρο θερινής νυκτός, γιατί δε μου ’ρθαν τα λεφτά που περίμενα». Αναφορά στο ομώνυμο έργο του Ουίλ. Σαίξπηρ·
- πιστεύει σε όνειρα ή πιστεύει στα όνειρα, έχει την εντύπωση πως μπορούν να πραγματοποιηθούν πράγματα δύσκολα, ανέφικτα: «ξεκίνησε να χτίσει ολόκληρο εργοστάσιο χωρίς ευρώ. -Πιστεύει σε όνειρα»·
- πιστεύει στα όνειρα, έχει την εντύπωση πως τα όνειρα όντως κάτι προαναγγέλλουν, πως είναι προφητικά, σημαδιακά: «είδε στ’ όνειρό του ψάρι, που σημαίνει μεγάλη λαχτάρα, κι είναι μέσα στη στενοχώρια του, γιατί πιστεύει στα όνειρα»·
- πλάθω όνειρα, βλ. φρ. κάνω όνειρα. (Λαϊκό τραγούδι: γιατί με τη μητέρα σου τα βάσανά μας λέμε, όνειρα πλάθουμε για σας και κάπου κάπου κλαίμε
- προφητικό όνειρο, που έχει χαρακτήρα προφητείας, που προλέγει το μέλλον: «έγινε μεγάλος και τρανός κι ήταν προφητικό το όνειρο που είχε δει η μάνα του τη μέρα που τον γέννησε»·
- σαν όνειρο, δηλώνει κάτι εξαιρετικό, πολύ ευχάριστο, εξαίσιο που μας συμβαίνει ή που μας συνέβη: «η εκδρομή ήταν σαν όνειρο». (Τραγούδι: πάμε μια βόλτα στο Φαληράκι, μη μου χαλάσεις την καρδιά, κι όταν σου δίνω κανένα φιλάκι, θα ’ναι σαν όνειρο η βραδιά)· βλ. και φρ. σαν σε όνειρο(!)·
- σαν σε όνειρο! έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως θυμόμαστε κάτι πολύ αμυδρά: «σαν σε όνειρο βλέπω τον εαυτό μου στην παιδική του ηλικία»· βλ. και φρ. σαν όνειρο και του ονείρου·
- σημαδιακό όνειρο, που αποδεικνύεται μοιραίο ή που έχει το χαρακτήρα του οιωνού: «ήταν σημαδιακό το όνειρο που είδα κι ήμουν έτοιμος για ό,τι ήθελε συμβεί»·
- σκόρπισαν τα όνειρά μου, διαλύθηκαν, δεν πραγματοποιήθηκαν: «με την αναδουλειά που υπάρχει, σκόρπισαν τα όνειρά μου για καλοκαιρινές διακοπές». (Λαϊκό τραγούδι: μάτια μου, θάλασσες, το βλέμμα σου ταξίδι, τα όνειρά μου σκόρπισες στης μοίρας το παιχνίδι
- στ’ όνειρό σου το είδες; βλ. συνηθέστ. στον ύπνο σου το είδες; λ. ύπνος·
- τ’ όνειρό του έγινε πραγματικότητα, βλ. λ. πραγματικότητα·
- τ’ όνειρό του είναι να…, η βασική του επιδίωξη, ο κύριος στόχος του είναι να…: «από μικρό παιδί τ’ όνειρό του είναι να γίνει ένας πετυχημένος γιατρός»·
- το ’δα ’γω τ’ όνειρο! ή το ’χα δει ’γω τ’ όνειρο! λέγεται από άτομο που έρχεται αντιμέτωπο με κάποια δυσάρεστη κατάσταση ή που του ανακοινώνουν κάτι κακό που υποπτευόταν πως θα του συμβεί: «αφεντικό, όσο λείπατε στην τράπεζα ήρθε μια ομάδα από εφοριακούς που σας περιμένει στο γραφείο σας. -Το ’δα ’γω τ’ όνειρο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το αμ ή το μωρέ ή το να το· βλ. και φρ. είδα κακό όνειρο·
- του ονείρου, (στη νεοαργκό) δηλώνει κάτι εξαιρετικό, πολύ ευχάριστο, εξαίσιο: «γνώρισα μια γυναίκα του ονείρου || αγόρασε ένα αυτοκίνητο του ονείρου || έφαγα μια μακαρονάδα του ονείρου»· 
- του ψαλιδίζω τα όνειρα, με λόγια ή πράξεις γίνομαι ανασταλτικός παράγοντας στην πραγματοποίηση των στόχων του, των επιθυμιών του: «μόλις δει κάποιον νέο, του ψαλιδίζει τα όνειρα και τον προσγειώνει στη σκληρή πραγματικότητα»·
- τρελό όνειρο, πόθος που δεν εκπληρώθηκε. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό, ξεκινήσαμε οι δυο μας, μα στου δρόμου τα μισά σβήσαν τ’ άστρα τα χρυσά ξαφνικά από τον ουρανό μας
- τρέφει όνειρα, μάταια φαντάζεται πως θα πετύχει ή θα αποκτήσει κάτι: «απ’ τη μέρα που πήρε το δίπλωμα του γιατρού, τρέφει όνειρα να δημιουργήσει μια μοντέρνα κλινική, αλλά δεν έχει ούτε ευρώ ο καημένος»·
- τρέφεται με όνειρα, μάταια υπολογίζει σε κάτι: «έχει την εντύπωση πως θα περάσει στο πανεπιστήμιο, αλλά, απ’ τη στιγμή που δεν ανοίγει βιβλίο τρέφεται με όνειρα»·
- τρομερό όνειρο, ο εφιάλτης: «χτες βράδυ είδα ένα τρομερό όνειρο κι ακόμη δεν μπορώ να συνέλθω»·
- των ονείρων μου, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως επιθυμούμε κάποιον ή κάτι πάρα πολύ: «αυτή που βλέπεις είναι η γυναίκα των ονείρων μου || αυτό το μοντέλο είναι τ’ αυτοκίνητο των ονείρων μου»·
- φοβερό όνειρο, βλ. φρ. τρομερό όνειρο·
- χάθηκε σαν όνειρο, βλ. φρ. έσβησε σαν όνειρο·
- χτίζω όνειρα, ονειρεύομαι ευχάριστα πράγματα: «μόλις πήρε το δίπλωμα του γιατρού, άρχισε να χτίζει όνειρα για το μέλλον του». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγάπησα, σε πίστεψα, δε μου ’πες την αλήθεια, μαζί κι αν χτίζαμε όνειρα,εβγήκαν παραμύθια
- ψαλιδίστηκαν τα όνειρά μου, δεν πραγματοποιήθηκαν: «ήθελα να γίνω γιατρός, αλλά ψαλιδίστηκαν τα όνειρά μου, γιατί για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή μου άφησα τις σπουδές μου στη μέση».

πόθος

πόθος, ο, ουσ. [<αρχ. πόθος], ο πόθος·
- ευσεβείς πόθοι, βλ. λ. ευσεβής·
- λιώνω απ’ τον πόθο, βλ. φρ. σβήνω απ’ τον πόθο·
- ο πόθος μου είναι να…, επιθυμώ, λαχταρώ πολύ να…: «ο πόθος μου είναι να χτίσω ένα σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα || ο πόθος μου είναι να κάνω ένα ταξίδι στην Ινδία»·
- σβήνω απ’ τον πόθο, νιώθω έντονη ερωτική επιθυμία: «σβήνω απ’ τον πόθο γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: γιαλελέλι, γιαλελέλι, γιαλελέλι α, σβήνω απ’ τον πόθο,μ’ άλλον σαν σε νιώθω, αχ Τζαΐρα μου γλυκιά).

τεφτέρι

τεφτέρι κ. ντεφτέρι κ. δεφτέρι, το, ουσ. [<όψιμο μσν. τεφτέρι <τουρκ. tefter και defter <μσν. ελλ. διφθέριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. διφθέρα (= δέρμα, βιβλίο δερμάτινο)]. 1. μικρό σημειωματάριο: «όταν σκεφτεί κάτι καλό, το σημειώνει στο τεφτέρι που έχει πάντα μαζί του». 2. συνήθως στον πλ. τα τεφτέρια, α. τα λογιστικά βιβλία επιχείρησης, τα βιβλία της εφορίας, τα βιβλία όπου καταγράφονται οι διάφοροι λογαριασμοί από διάφορες συναλλαγές: «κάθε βράδυ, πριν κλείσει το μαγαζί του, ενημερώνει τα τεφτέρια του». β. αρχείο δημόσιας αρχής ή επιχείρησης: «πήγε στο δήμο να πάρει ένα πιστοποιητικό γεννήσεως και δεν τον είχαν γραμμένο στα τεφτέρια τους». γ. κέντρο πληροφοριών κάποιας δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας για τα στοιχεία ή τη διαγωγή κάποιου ατόμου: «όλοι οι απατεώνες είναι σημειωμένοι στα τεφτέρια της Ασφάλειας || απ’ τα τεφτέρια του Τειρεσία μπορεί να μάθει κανείς αν είναι κάποιος φερέγγυος ή όχι». δ. (στη γλώσσα της αργκό) τα νομικά βιβλία: «διάβασε ο σαγγελέας τα τεφτέρια του και του ’ριξε πέντε χρονάκια». Συνών. βιβλία / κατάστιχα / κιτάπια. Υποκορ. τεφτεράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αγοράζω με το τεφτέρι, αγοράζω με πίστωση, ιδίως τρόφιμα, από συνοικιακό μπακάλικο: «υπάρχει τέτοια φτώχεια σήμερα στον κόσμο μ’ αυτό το παλιοευρώ, που αρχίσαμε πάλι ν’ αγοράζουμε με το τεφτέρι»·
- ανοίγω τεφτέρι, αρχίζω να ψωνίζω από κάποιο μαγαζί με πίστωση: «ευτυχώς που δέχτηκε ο μπακάλης της γειτονιάς μας ν’ ανοίξω τεφτέρι στο μαγαζί του κι έτσι βολευόμαστε, όταν δεν έχω λεφτά»·
- ανοίγω τα παλιά τεφτέρια, α. επανέρχομαι σε παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν τακτοποιηθεί: «αν ανοίξουμε τα παλιά τεφτέρια, θα φανεί ποιος απ’ τους δυο χρωστάει στον άλλον». β. επανέρχομαι σε παλιές διαφορές, σε παλιές έχθρες: «δεν υπάρχει λόγος ν’ ανοίξουμε τα παλιά τεφτέρια τώρα που μονοιάσαμε». Συνών. ανοίγω τα παλιά βιβλία / ανοίγω τα παλιά κατάστιχα / ανοίγω τα παλιά κιτάπια·
- γράφω στο τεφτέρι, κάνω πίστωση, πιστώνω κάποιον: «απ’ τη μέρα που άρχισα να γράφω στο τεφτέρι, κινδυνεύω να χρεοκοπήσω»· βλ. και φρ. τον γράφω στο τεφτέρι·
- είναι γραμμένος στα τεφτέρια ή είναι γραμμένος στο τεφτέρι, είναι γνωστός στην Ασφάλεια, έχει φάκελο στην Ασφάλεια, είναι σεσημασμένος: «όποια παρανομία και να γίνει στη γειτονιά μας, τον πρώτο που τσιμπάνε είναι ο τάδε, γιατί είναι γραμμένος στα τεφτέρια»·
- κλείνω τα τεφτέρια ή κλείνω τα παλιά τεφτέρια, α. διευθετώ παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς: «νομίζω πως είναι καιρός που πρέπει να κλείσουμε τα παλιά τεφτέρια». β. διευθετώ παλιές διαφορές, παλιές έχθρες: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβαν πως με τα γινάτια δε βγαίνει τίποτα, αποφάσισαν να κλείσουν τα παλιά τεφτέρια και να μονοιάσουν». (Λαϊκό τραγούδι: είπα να σβήσω τα παλιά, να κλείσω τα δεφτέρια και σαν δυο φίλοι καρδιακοί να δώσουμε τα χέρια
- κρατώ τεφτέρι, βλ. συνηθέστ. γράφω στο τεφτέρι·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, σκαλίζει τα παλιά του τεφτέρια, βλ. λ. δουλειά·
- ο μουφλούζης, αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει, βλ. λ. μουφλούζης·
- ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει), τα παλιά τεφτέρια πιάνει, βλ. λ. Εβραίος·
- σβήνω απ’ το τεφτέρι μου, διαγράφω από τη ζωή μου κάποιον ή κάτι: «δεν μπορώ να σου συγχωρήσω αυτό που μου ’κανες, γι’ αυτό σε σβήνω απ’ το τεφτέρι μου εδώ και τώρα || αυτό είναι πολύ ακριβό αυτοκίνητο για μένα, γι’ αυτό το σβήνω απ’ το τεφτέρι μου || έσβησα απ’ το τεφτέρι μου όλα τα χρέη του». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό να φύγεις και να βρεις το ταίρι σου και σβήσε με εμένα απ’ το τεφτέρι σου). Συνών. σβήνω απ’ τα κιτάπια μου·
- σκαλίζω τα παλιά τεφτέρια, βλ. φρ. ανοίγω τα παλιά τεφτέρια·
- σταμπάρω στο παλιό μου το τεφτέρι (κάποιον), λέγεται σε περίπτωση που σημειώνω κάποιον για να τον εκδικηθώ με την πρώτη ευκαιρία. (Λαϊκό τραγούδι: Λευτέρη Λευτέρη Λευτέρη σ' έχω σταμπάρει στο παλιό μου το τεφτέρι). Από την εικόνα του παράνομου που, κάθε δραστηριότητά του είναι καταγεγραμμένη στο φάκελό του στην Ασφάλεια·
- τα γράφω όλα στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω όλα γραμμένα στο παλιό μου το τεφτέρι, δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα: «ό,τι και να γίνεται σήμερα στον κόσμο, τα έχω γραμμένα όλα στο παλιό μου το τεφτέρι». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω γραμμένα στο παλιό μου το τεφτέρι (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), δεν τα υπολογίζω, δεν τα παίρνω διόλου υπόψη μου: «πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί ό,τι μου λες τα γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·  
- τον γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι ή τον έχω γραμμένο στο παλιό μου το τεφτέρι, α. αδιαφορώ, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «δε με νοιάζει η γνώμη του τάδε, γιατί τον γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι». β. δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι καθόλου: «ό,τι ώρα θέλει, παλεύω μαζί του, γιατί τον έχω γραμμένο στο παλιό μου το τεφτέρι». Για συνών. βλ. φρ. τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τον γράφω στο τεφτέρι ή τον έχω γραμμένο στο τεφτέρι, υποθετικό τεφτέρι στο οποίο σημειώνουμε τις κακές ενέργειες κάποιου ή κάποιων για να τους τιμωρήσουμε ή να τους εκδικηθούμε με την πρώτη ευκαιρία: «από δω και πέρα να του πείτε να φυλάγεται, γιατί τον έγραψα στο τεφτέρι και θα ’ρθει ο καιρός που θα τον περιποιηθώ κατάλληλα». Από την εικόνα του μπακάλη που σημειώνει τα βερεσέδια κάποιου πελάτη του στο κατάστιχό του. Συνών. τον γράφω στη μαύρη λίστα ή τον έχω γραμμένο στη μαύρη λίστα / τον γράφω στο μαύρο πίνακα ή τον έχω γραμμένο στο μαύρο πίνακα / τον γράφω στο μαυροπίνακα ή τον έχω γραμμένο στο μαυροπίνακα.