Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
σήμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

σήμα, το, ουσ. [<αρχ. σῆμα], το σήμα. 1. συνθηματική χειρονομία, συνθηματικό νόημα, συνθηματικό σημάδι, που γίνεται από μακριά ή από κοντά, το σινιάλο: «χωρίς κανένα σήμα κατάλαβε πως βρισκόμουν σε δύσκολη θέση, κι έτρεξε να με βοηθήσει». 2. διακριτική παράσταση σωματείων, ομάδων, κομμάτων κ.λπ.: «ο δικέφαλος αετός, είναι το σήμα της Α.Ε.Κ. και του Π.Α.Ο.Κ. || το σήμα του Κ.Κ.Ε. είναι το σφυροδρέπανο και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ένας ανατέλλων ήλιος». 3. οδική ένδειξη της Τροχαίας: «λίγο πριν απ’ τη στροφή υπήρχε σήμα πως στένευε ο δρόμος». 4. (στη γλώσσα του στρατού) το αναγνωριστικό, το διακριτικό σημάδι του κάθε όπλου ή του κάθε σώματος, που είναι ραμμένο στο μανίκι λίγο πιο κάτω από τον ώμο, για να διακρίνεται: «επειδή ήταν ξηλωμένο το σήμα μου, ο λοχαγός μου ’ριξε καμπάνα». 5. επίσημη ειδοποίηση που στέλνεται στο στράτευμα: «ήρθε σήμα απ’ τη μεραρχία πως στις γιορτές των Χριστουγέννων θα χαριστούν οι ποινές»·
- κάνω σήμα, με συνθηματική χειρονομία, νόημα ή σημάδι, προσπαθώ να δώσω σε κάποιον να καταλάβει κάτι, χωρίς να γίνει αντιληπτό από άλλους: «μια ώρα του κάνω σήμα να διώξει την γκόμενα, γιατί έρχεται η γυναίκα του, κι αυτός δεν παίρνει χαμπάρι»·
- κάνω σήματα μορς, βλ. λ. μορς·
- πέφτει σήμα, ειδοποιούνται διάφορα άτομα, ιδίως μέσω τηλεφώνου: «κάθε φορά, που έρχεται αυτός ο παλιόφιλος στην πόλη μας, πέφτει σήμα και μαζεύεται όλη η παρέα στο γνωστό μας μπαράκι || ήρθε ο τάδε απ’ το εξωτερικό κι αμέσως έπεσε σήμα να μαζευτούμε όλοι στο μπαράκι μας»·
- σήμα κατατεθέν, α. παράσταση ή διακριτικό σημείο, που διακρίνει ένα εμπορικό ή βιομηχανικό προϊόν και που έχει κατατεθεί στο υπουργείο Εμπορίου για κατοχύρωση, ώστε να χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο από την εταιρεία που της ανήκει: «το σήμα κατατεθέν του καφέ Λουμίδη είναι ο παπαγάλος». β. ιδιαίτερο γνώρισμα τόπου ή ατόμου ή ομάδας ατόμων: «το σήμα κατατεθέν της Θεσσαλονίκης είναι ο Λευκός Πύργος || το ψέμα είναι το σήμα κατατεθέν αυτού του ανθρώπου || το σήμα κατατεθέν των αναρχικών είναι ένα κεφαλαίο άλφα μέσα σ’ έναν κύκλο».

μορς

μορς, άκλ. [<αγγλ. morse, από το όν. του Αμερικανού εφευρέτη Samuel Morse, που ανακάλυψε τον τηλέγραφο], το μορς·
- κάνω σήματα μορς, α. κάνω συνθηματικές χειρονομίες σε κάποιον για να του δώσω να καταλάβει κάτι, χωρίς να το αντιληφθούν οι παρευρισκόμενοι: «πού να καταλάβω τι ήθελες να μου πεις με κείνα τα σήματα μορς που μου ’κανες;». β. (για χαρτοπαίγνιο) κάθομαι πίσω από κάποιον χαρτοπαίχτη και με συνθηματικές χειρονομίες μαρτυρώ τα φύλλα του σε αντίπαλο χαρτοπαίχτη. Το νόημα της κάθε χειρονομίας είναι από πριν συμφωνημένο κι έτσι, όταν αυτός που κάνει τα σήματα μορς πιάσει το δεξί του αφτί, σημαίνει το τάδε φύλλο, όταν πιάσει το αριστερό του αφτί, σημαίνει το άλλο φύλλο, όταν πιάσει τη μύτη του ή όταν κλείσει το μάτι του, αριστερό ή δεξιό, όταν ξεροβήξει κ.λπ., σημαίνει κάθε φορά και κάποιο φύλλο. Γι’ αυτό και οι χαρτοπαίχτες, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, δε δέχονται να κάθονται πίσω τους άτομα που δεν τα γνωρίζουν ή που δεν τα έχουν εμπιστοσύνη. Συνών. κάνω σινιάλα.