Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ρόδα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ρόδα, ουσ. [<βενετ. roda]. 1.  ο τροχός: «η πίσω δεξιά ρόδα του αυτοκινήτου μου θέλει άλλαγμα». 2. το αυτοκίνητο, ιδίως το ιδιωτικό, η κούρσα, η λιμουζίνα: «όταν διαθέτει κανείς ρόδα, μπορεί να βγάλει πιο εύκολα γκόμενα». 3. (γενικά) το αυτοκίνητο: «αγόρασε κι αυτός μια ρόδα, γιατί του ήταν απαραίτητη για τη δουλειά του». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν κάθε βράδυ ξενυχτώ στη ρόδα, στο τιμόνι, μη μου παραπονιέσαι και μη στενοχωριέσαι που μένεις πάντα μόνη
- έχω ρόδα, διαθέτω ιδιωτικό αυτοκίνητο: «πριν από χρόνια, όταν είχε κάποιος ρόδα, ήταν περιζήτητος απ’ τις γυναίκες»·
- πήρε ρόδα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, αγόρασε αυτοκίνητο: «απ’ τη μέρα που πήρε κι αυτός ρόδα, νομίζει πως έπιασε τον πάπα απ’ τα γένια». Συνών. πήρε σασί (β)·
- ρόδα είναι και γυρίζει, στο κύκλο της ζωής μας οι καταστάσεις είναι ευμετάβλητες και αβέβαιες και διαδέχονται συνεχώς η μια την άλλη, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά: «μη χαίρεσαι τώρα που είσαι πλούσιος στη ζωή, γιατί ρόδα είναι και γυρίζει». (Λαϊκό τραγούδι: ο κόσμος είναι ρόδα και γυρίζει,μάτια μου, θα ’ρθεις μετανιωμένος στα σκαλοπάτια μου).