Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ρουλέτα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ρουλέτα, η, ουσ. [<γαλλ. roulette], η ρουλέτα·
- ρωσική ρουλέτα, α. είδος επικίνδυνου στοιχήματος ανάμεσα σε δυο παίχτες. Σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού τοποθετείται μια σφαίρα στο μύλο ενός περιστρόφου και αφού γυρίσουν το μύλο, ώστε να μην ξέρει κανείς από τους δυο παίχτες πού βρίσκεται η σφαίρα, ο καθένας με τη σειρά του ακουμπάει την κάνη του περιστρόφου στον κρόταφό του και πατάει τη σκανδάλη και, κατ’ επέκταση, δηλώνει κάθε εγχείρημα με επικίνδυνες προεκτάσεις. β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) λέγεται η διαδικασία των πέντε πέναλτι που χτυπάνε εναλλάξ οι παίχτες από την κάθε ομάδα για την ανάδειξη του νικητή, όταν και μετά την ημίωρη παράταση που δόθηκε μετά τα ενενήντα λεπτά του κανονικού παιχνιδιού οι δυο ομάδες εξακολουθούν να είναι ισόπαλες. Στην περίπτωση που και μετά το χτύπημα των πέναλτι το αποτέλεσμα εξακολουθεί να είναι ισόπαλο, τότε η κάθε ομάδα χτυπάει από ένα πέναλτι εναλλάξ και νικητής αναδεικνύεται η ομάδα που θα πετύχει πρώτη γκολ: «ύστερα από το ισόπαλο αποτέλεσμα των ομάδων και μετά τη λήξη της παράτασης, παίχτες και φίλαθλοι υποβλήθηκαν στη βασανιστική διαδικασία της ρωσικής ρουλέτας»·
- το ρίχνω στη ρουλέτα, είμαι τόσο απογοητευμένος, τόσο απελπισμένος από τη ζωή μου, που τα πάντα τα εναποθέτω στη θεά τύχη: «έχει απελπιστεί τόσο πολύ απ’ τη ζωή του, που το ’χει ρίξει στη ρουλέτα». Από το ότι η ρουλέτα είναι ένα τυχερό παιχνίδι που παίζεται κυρίως στα καζίνο.