Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ρολόγι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ρολόγι, το, ουσ. [<μτγν. ὡρολόγιον], το ρολόι (βλ. λ.)