πότης
πότης, ο, θηλ.
πότρια, η, ουσ. [<αρχ. πότης], ο πότης·
- άλλο πότης κι άλλο ιππότης, βλ. λ. ιππότης.
ιππότης
ιππότης,
ο, ουσ.
[<αρχ. ἱππότης], ο ιππότης. α. άνθρωπος με ιδιαίτερα ευγενικά
αισθήματα, με γενναιόδωρη συμπεριφορά, ειλικρίνεια και θάρρος: «σ’ όλα του
αυτός ο άνθρωπος είναι ιππότης». (Λαϊκό τραγούδι: μέσ’ απ’ το τσούρμο του
είναι όλοι ιππότες, έξι απ’ την Κούλουρη και έξι Αϊβαλιώτες). β. άντρας
που συμπεριφέρεται με πολύ λεπτότητα, με μεγάλη ευγένεια, ιδίως στις γυναίκες:
«έχουν να το λένε όλες για τον τάδε πως είναι μεγάλος ιππότης»·
-
άλλο πότης κι άλλο ιππότης, λέγεται
ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή
λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε
δυο πράγματα ή καταστάσεις: «δεν μπορείς να συγκρίνεις το χωριουδάκι σου με την
πόλη μου, γιατί άλλο πότης κι άλλο ιππότης». Για συνών. βλ. φρ. άλλο ναύτης
κι άλλο καντηλανάφτης, βλ. άλλος.