Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πόσος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πόσος, -η, -ο, αντων. [<αρχ. πόσος], πόσος. (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- ανάθεμά το το μουνί πόσα κακά που σέρνει, βλ. λ. μουνί·
- βλέπεις πόσα γράφει εδώ; (ενν. χτυπήματα), βλ. λ. γράφω·
- βλέπεις πόσες γράφει εδώ; (ενν. ξυλιές, μπάτσες), βλ. λ. γράφω·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. λ. χαντούμης·
- θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα, βλ. λ. κουμπί·
- θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, βλ. λ. λαγός·
- θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα, βλ. λ. κουμπί·
- θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, βλ. λ. λαγός·
- κατά πόσο, σε τι βαθμό, σε τι έκταση: «δεν ξέρω κατά πόσο κατάλαβες αυτά που σου είπα || η έρευνα θ’ αποδείξει κατά πόσο έχει διαφθαρεί η δημόσια διοίκηση»·
- πάντα δείχνε πόσος είσαι και κομμάτι παρακάτου, βλ. λ. παρακάτω·
- πόσα βγάζεις; βλ. λ. βγάζω·
- πόσα θες να μας τρελάνεις; βλ. λ. τρελαίνω·
- πόσα και πόσα (ενν. άτομα) δε(ν)…, βλ. φρ. πόσοι και πόσοι (ενν. άνθρωποι) δε(ν…)·
- πόσα κομμάτια θα γίνω; ή πόσα κομμάτια να γίνω; βλ. λ. κομμάτι·
- πόσα παίρνεις; βλ. λ. παίρνω·
- πόσα πόσα; ερώτηση σε κάποιον για να μας πληροφορήσει το αποτέλεσμα ενός ποδοσφαιρικού ή μπασκετικού αγώνα: «πόσα πόσα έληξε το ματς;»·
- πόσες φορές σου το ’πα! βλ. λ. φορά·
- πόσο έχει; βλ. λ. έχω·
- πόσο κάνει; βλ. λ. κάνω·
- πόσο πάει; βλ. λ. πάει·
- πόσο πάει ο μήνας; βλ. λ. μήνας·
- πόσο πάει το μαλλί; βλ. λ. μαλλί·
- πόσο πόσο; βλ. φρ. πόσα πόσα(;)·
- πόσο (σου) βγήκε το κουστούμι; βλ. λ. κουστούμι·
- πόσο (σου) πήγε το κουστούμι; βλ. λ. κουστούμι·
- πόσο τραβάει ο μήνας; βλ. λ. μήνας·
- πόσοι και πόσοι (ενν. άνθρωποι) δε(ν)…, πάρα πολλοί: «πόσοι και πόσοι δε σκοτώνονται κάθε χρόνο σε τροχαία ατυχήματα! || πόσοι και πόσοι δεν έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία κατά τη δεκαετία του 1950 και του 1960!»·
- χίλια και χίλια πόσα κάνουν ή χίλια και χίλια πόσο κάνουν; βλ. λ. χίλιοι·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά.

αλφαβήτα

αλφαβήτα, η, ουσ. [<άλφα + βήτα], το αλφάβητο. (Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα: πες μας, πες μας την αλφαβήτα κι έλα κόψε μας την πίτα). Πρβλ.: άλφα βήτα το ρο ρο, το κεφάλι σ’ το ξερό (Παιδικό)·
- βρίσκομαι στην αλφαβήτα, βλ. συνηθέστ. βρίσκομαι στο άλφα. λ. άλφα·
- δεν ξέρει ούτε την αλφαβήτα, είναι εντελώς αγράμματος: «βέβαια, δεν ξέρει ούτε την αλφαβήτα, αλλά είναι ο πρώτος μηχανικός αυτοκινήτων»·
- είμαι στην αλφαβήτα, βλ. συνηθέστ. είμαι στο άλφα, λ. άλφα·
- θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, α. από τη στιγμή που θα καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «με τα λόγια είναι όλα εύκολα, όταν όμως βγεις στην αγορά για να πουλήσεις αυτό το προϊόν, θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «μέχρι τώρα σε τάιζαν οι γονείς, απ’ τη στιγμή όμως που έφυγες απ’ το σπίτι σου για να ζήσεις ανεξάρτητος, θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα. Συνών. θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο·     
- θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν ξαναπειράξεις το φίλο μου, θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα. Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα σου δείξω πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο ή θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο·
- όταν φύγει ο γάτος απ’ την τρύπα, παίζει ο ποντικός την αλφαβήτα, βλ. λ. γάτος.

απίδι

απίδι, το, ουσ. [<μτγν. ἀπίδιον, υποκορ. του αρχ. ἄπιον], ο καρπός της απιδιάς, το απίδι·
- θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, α. από τη στιγμή που θα καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, αν όμως επιχειρήσεις ν’ ασχοληθείς κι εσύ μ’ αυτή τη δουλειά, θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «όσο καιρό σε τάιζαν οι γονείς σου, ήταν όλα εύκολα, αφού όμως αποφάσισες να ζήσεις μόνος σου, θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα. Συνών. θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο·
- θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν μου πουν πως με κατηγόρησες ξανά, θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος». Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρήμα της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα σου δείξουν πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο η θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο.

βγάζω

βγάζω κ. βγάνω, ρ. [<μσν. ἐβγάζω < αρχ. εκβιβάζω], βγάζω. 1. κερδίζω: «βγάζω αρκετά χρήματα από την καινούρια μου δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στη λαχαναγορά να ζουν τα μαναβάκια, που όσα βγάζουν τ’ ακουμπούν τα βράδια στα γλεντάκια). 2. εξαρθρώνω: «έβγαλα το χέρι μου || έβγαλα τον ώμο μου». 3. παράγω: «έχει μια βιοτεχνία και βγάζει κάλτσες || αυτή η περιοχή βγάζει βαμβάκι || τι βγάζει αυτό το εργοστάσιο;». 4. προσφέρω: « η μητέρα έβγαλε στους επισκέπτες γλυκό του κουταλιού». 5. εκλέγω: «στο νομό μας βγάλαμε πέντε βουλευτές». 6. αγοράζω, αποκτώ, γίνομαι κάτοχος: «έβγαλα καινούριο αυτοκίνητο || πόσα πλήρωσες για να το βγάλεις;». 7. συμπεραίνω: «απ’ όσα μου λες, βγάζω το παρακάτω νόημα». 8. διακρίνω: «δε βγάζω τα γράμματά σου». 9. αντεπεξέρχομαι: «κανείς δε θα μπορούσε να βγάλει τέτοια φτώχεια!». (Λαϊκό τραγούδι: κοντά σε μένα έβγαλες τα μπατιρήματά σου, να φύγεις τώρα και θα δω τ’ αποτελέσματά σου). 10. οδηγώ, καταλήγω κάπου: «πού βγάζει αυτός ο δρόμος;». 11. εξάγω σε άλλη χώρα: «κάθε χρόνο βγάζει στη Γερμανία πολλούς τόνους ροδάκινα». 12. καταλαβαίνω, κατανοώ: «μου τα ’πες τόσο μπερδεμένα, που δεν έβγαλα νόημα». 13. δίνω σε κάποιον ένα καινούριο όνομα, του κολλώ ένα παρατσούκλι: «επειδή έχει μεγάλη μύτη, τον βγάλαμε μυταρά || επειδή έχει μεγάλα αφτιά, τον βγάλαμε αφταρά». 14. δίνω όνομα: «ο νονός της την έβγαλε Χρυσούλα». 15. αφαιρώ: «κάποιος έβγαλε το κάδρο απ’ τον τοίχο». 16. καλύπτω χρονικά: «σε πόση ώρα βγάζεις αυτή την απόσταση;». 17. (για γυναίκες) γεννώ: «μπορεί να είναι μικροκαμωμένη, αλλά έβγαλε πέντε παιδιά». (Λαϊκό τραγούδι: ήτανε ανάγκη να με βγάλεις, σε φουρτούνες τόσες να με βάλεις). (Ακολουθούν 565 φρ.)·
- ακόμη δεν έβγαλε γένια, βλ. λ. γένια·
- ακόμη δεν έβγαλε μουστάκι ή ακόμη δεν έβγαλε μουστάκια, βλ. λ. μουστάκι·
- ακόμη δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, βλ. λ. αρχίδι·
- ακόμη δεν έβγαλες φρονιμίτη; βλ. λ. φρονιμίτης·
- ακόμη δεν τον είδαμε και Γιάννη τονε βγάλαμε, βλ. λ. Γιάννης·
- αντί για λαγό, έβγαλε αρκούδα (ενν. το κυνηγετικό σκυλί), βλ. λ. αρκούδα·
- από σπανό τρίχα δύσκολα βγάζεις, βλ. λ. σπανός·
- ας βγάλουν τα μάτια τους ή δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους, βλ. λ. μάτι·
- αυτή η στάνη αυτό το τυρί βγάνει, βλ. λ. στάνη·
- βγάζει αγγέλους, (για τραγουδιστές) βλ. λ. άγγελος·
- βγάζει αέρα λεφτά, βλ. λ. αέρας·
- βγάζει αίμα, (για πληγές ή μύτες) βλ. λ. αίμα·
- βγάζει άντερα, (για μουσικούς) βλ. λ. άντερο·
- βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
- βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι απ’ το κουνούπι ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- βγάζει ατμούς, βλ. λ. ατμός·
- βγάζει αφρούς (απ’ το στόμα του), βλ. λ. αφρός·
- βγάζει γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- βγάζει γλυκά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει γλυκό χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- βγάζει δόντια, (για βρέφη) βλ. λ. δόντι·
- βγάζει ζεστά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει ζεστό χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- βγάζει καλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει καρφί, βλ. λ. καρφί·
- βγάζει (κι) απ’ τη μύγα ξίγκι, βλ. λ. μύγα·
- βγάζει (κι) απ’ την πέτρα λάδι, βλ. λ. πέτρα·
- βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- βγάζει λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει λεφτά με ουρά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει λεφτά με τη σέσουλα, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει λίρα με ουρά ή βγάζει λίρες με ουρά, βλ. λ. λίρα·
- βγάζει μάτι, βλ. λ. μάτι·
- βγάζει μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά, βλ. λ. παράς·
- βγάζει πιστόλι, βλ. λ. πιστόλι·
- βγάζει πολλά, βλ. λ. πολύς·
- βγάζει σπίθες, βλ. λ. σπίθα·
- βγάζει τα κέρατά του, βλ. λ. κέρατο·
- βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του, βλ. λ. μαλλί·
- βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του, βλ. λ. μαλλιοκέφαλα·
- βγάζει την παιδική (ενν. αρρώστια), (για νήπια) βλ. λ. παιδικός·
- βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγιά·
- βγάζει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, βλ. λ. φλόγα·
- βγάζει φωτιά ή βγάζει φωτιές (κάτι), βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές (κάποιος), βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές απ’ το στόμα του, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει χολή (εναντίον κάποιου), βλ. λ. χολή·
- βγάζει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζει χοντρό χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- βγάζει χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- βγάζει χρήμα με ουρά, βλ. λ. χρήμα·
- βγάζουν τα πόδια μου φωτιά ή βγάζουν τα πόδια μου φωτιές, βλ. λ. πόδι·
- βγάζουν το νεκρό, βλ. λ. νεκρός·
- βγάζω αβγό, βλ. λ. αβγό·
- βγάζω αίμα, βλ. λ. αίμα·
- βγάζω άκρη, βλ. λ. άκρη·
- βγάζω άμυνα, (για βολεϊμπολίστες) βλ. λ. άμυνα·
- βγάζω ανακοινωθέν, βλ. λ. ανακοινωθέν·
- βγάζω απ’ τη μέση, βλ. λ. μέση·
- βγάζω απ’ τη ναφθαλίνη, βλ. λ. ναφθαλίνη·
- βγάζω απ’ την κυκλοφορία, βλ. λ. κυκλοφορία·
- βγάζω απ’ το κεφάλι μου (κάτι), βλ. λ. κεφάλι·
- βγάζω απ’ το μαντρί, βλ. λ. μαντρί·
- βγάζω απ’ το μυαλό μου (κάτι), βλ. λ. μυαλό·
- βγάζω απ’ το νου μου (κάτι), βλ. λ. νους·
- βγάζω απ’ το συρτάρι, βλ. λ. συρτάρι·
- βγάζω απ’ το τούνελ (κάποιον), βλ. λ. τούνελ·
- βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο (κάτι) ή βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- βγάζω από πάνω μου, (για ρούχα) βλ. λ. πάνω·
- βγάζω αράχνες, βλ. λ. αραχνιάζω·
- βγάζω βαθμό, βλ. λ. βαθμός·
- βγάζω βρόμα, βλ. λ. βρόμα·
- βγάζω βρομιά, βλ. λ. βρομιά·
- βγάζω γαζέτα, βλ. λ. γαζέτα·
- βγάζω γένια, βλ. λ. γένια·
- βγάζω γκολ, (για ποδοσφαιριστές) βλ. λ. γκόλ·
- βγάζω γκόμενα, (για άντρες)βλ. λ. γκόμενα·
- βγάζω γκόμενο, (για γυναίκες) βλ. λ. γκόμενος·
- βγάζω γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- βγάζω γλώσσα ένα πήχη ή βγάζω γλώσσα μια πήχη, βλ. λ. γλώσσα·
- βγάζω γλώσσα μια πιθαμή, βλ. λ. γλώσσα·
- βγάζω γούστα, βλ. λ. γούστο·
- βγάζω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βγάζω δεκατριάρι, βλ. λ. δεκατριάρι·
- βγάζω δελτίο, βλ. λ. δελτίο·
- βγάζω δίσκο, βλ. λ. δίσκος·
- βγάζω δόντια, βλ. λ. δόντι·
- βγάζω δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- βγάζω δωδεκάρι, βλ. λ. δωδεκάρι·
- βγάζω είδηση (για δημοσιογράφους) βλ. λ. είδηση·
- βγάζω εκτός μάχης (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάχη·
- βγάζω έναν δεκάρικο (ενν. λόγο), βλ. λ. δεκάρικος·
- βγάζω εξάρι, βλ. λ. εξάρι·
- βγάζω έξω, βλ. λ. έξω·
- βγάζω εφημερίδα, βλ. λ. εφημερίδα·
- βγάζω ιλαρά, βλ. λ. ιλαρά·
- βγάζω καζίκια, βλ. λ. καζίκι·
- βγάζω καντήλες, βλ. λ. καντήλα·
- βγάζω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- βγάζω καταδίκη, βλ. λ. καταδίκη·
- βγάζω κέρδος, βλ. λ. κέρδος·
- βγάζω κοκοράκια, βλ. λ. κοκοράκι·
- βγάζω κορόνα ή βγάζω κορόνες, βλ. λ. κορόνα·
- βγάζω λαβράκι, (στη γλώσσα των δημοσιογράφων) βλ. λ. λαβράκι·
- βγάζω λαγό, (στη γλώσσα των δημοσιογράφων) βλ. λ. λαγός·
- βγάζω λεφτά απ’ την τράπεζα, βλ. λ. λεφτά·
- βγάζω λόγο, βλ. λ. λόγος·
- βγάζω με τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- βγάζω μεγάλο κανάλι, βλ. λ. κανάλι·
- βγάζω μια φωνή, βλ. λ. φωνή·
- βγάζω (μια) φωτογραφία, βλ. λ. φωτογραφία·
- βγάζω μονάχος μου τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- βγάζω μπαλκόνι, βλ. λ. μπαλκόνι·
- βγάζω μπιμπίκια, βλ. λ. μπιμπίκι·
- βγάζω μπουρμπουλήθρες, βλ. λ. μπουρμπουλήθρα·
- βγάζω μπούτι (για γυναίκες) βλ. λ. μπούτι·
- βγάζω νερό, βλ. λ. νερό·
- βγάζω ντελάλη, βλ. λ. ντελάλης·
- βγάζω όνομα, βλ. λ. όνομα·
- βγάζω όρντινο, βλ. λ. όρντινο·
- βγάζω παλικάρι (κάποιον ή κάποια), βλ. λ. παλικάρι·
- βγάζω παράρτημα, βλ. λ. παράρτημα·
- βγάζω πενταροδεκάρες, βλ. λ. πενταροδεκάρες·
- βγάζω πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
- βγάζω πλάκα ή βγάζω πλάκες, βλ. λ. πλάκα·
- βγάζω ρίζες, βλ. λ. ρίζα·
- βγάζω σπυράκια, βλ. λ. σπυράκι·
- βγάζω σπυριά, βλ. λ. σπυρί·
- βγάζω στα φόρα, βλ. λ. φόρα2·
- βγάζω στη βίζιτα, βλ. λ. βίζιτα·
- βγάζω στη λοταρία, βλ. λ. λοταρία·
- βγάζω στη μέση, βλ. λ. μέση·
- βγάζω στη φόρα, βλ. λ. φόρα2·
- βγάζω στην αγορά, βλ. λ. αγορά·
- βγάζω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- βγάζω στην επιφάνεια, βλ. λ. επιφάνεια·
- βγάζω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- βγάζω στην μπουρού, βλ. λ. μπουρού·
- βγάζω στην πιάτσα, βλ. λ. πιάτσα·
- βγάζω στο γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- βγάζω στο επάγγελμα, βλ. λ. επάγγελμα·
- βγάζω στο κλαρί, βλ. λ. κλαρί·
- βγάζω στο κουρμπέτι, βλ. λ. κουρμπέτι·
- βγάζω στο λότο, βλ. λ. λότος·
- βγάζω στο μεϊντάνι, βλ. λ. μεϊντάνι·
- βγάζω στο πανί, βλ. λ. πανί·
- βγάζω στο σφυρί, βλ. λ. σφυρί·
- βγάζω στο τσόλι, βλ. λ. τσόλι·
- βγάζω στο φως (κάτι), βλ. λ. φως·
- βγάζω στον τάκο, βλ. λ. τάκος·
- βγάζω τ’ άντερα (κάποιου μηχανήματος), βλ. λ. άντερο·
- βγάζω τ’ άντερά μου, βλ. λ. άντερο·
- βγάζω τ’ άπλυτά του στη φόρα, βλ. λ. άπλυτα·
- βγάζω τ’ άπλυτά του στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
- βγάζω τ’ απωθημένα μου, βλ. λ. απωθημένο·
- βγάζω τ’ όνομα (κάποιου, ιδίως κοριτσιού), βλ. λ. όνομα·
- βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), βλ. λ. όνομα·
- βγάζω τα έξοδά μου, βλ. λ. έξοδο·
- βγάζω τα εσώψυχά μου, βλ. λ. εσώψυχα·
- βγάζω τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. κάστανο·
- βγάζω τα λυσσ(ι)ακά μου, βλ. λ. λυσσ(ι)ακά·
- βγάζω τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. λ. μάτι·
- βγάζω τα μαύρα, βλ. λ. μαύρος·
- βγάζω τα μέσα μου ή βγάζω το μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- βγάζω τα ντούκα, βλ. λ. ντούκα·
- βγάζω τα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- βγάζω τα ραφτικά, βλ. λ. ραφτικά·
- βγάζω τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
- βγάζω τα σπασμένα, βλ. λ. σπασμένα·
- βγάζω τα σπλάχνα μου, βλ. λ. σπλάχνο·
- βγάζω τα συκώτια μου, βλ. λ. συκώτι·
- βγάζω τα σωθικά μου, βλ. λ. σωθικά·
- βγάζω τα τζιγέρια μου, βλ. λ. τζιγέρι·
- βγάζω τα τζίτζιλα, βλ. λ. τζίτζιλο·
- βγάζω τα τσιγάρα μου, βλ. λ. τσιγάρο·
- βγάζω τα χαρτιά μου, βλ. λ. χαρτί·
- βγάζω τα ψαλτικά, βλ. λ. ψαλτικά·
- βγάζω ταχύτητα, βλ. λ. ταχύτητα·
- βγάζω τη βρόμα, βλ. λ. βρόμα·
- βγάζω τη βρομιά, βλ. λ. βρομιά·
- βγάζω τη γάτα απ’ το σακί, βλ. λ. γάτα·
- βγάζω τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- βγάζω τη μαμαλίγκα, βλ. λ. μαμαλίγκα·
- βγάζω τη μαρμίτα, βλ. λ. μαρμίτα·
- βγάζω τη μάσκα, βλ. λ. μάσκα·
- βγάζω τη μέση μου, βλ. λ. μέση·
- βγάζω τη μούγγα, βλ. λ. μούγγα·
- βγάζω τη σκούφια μου και την πατώ, βλ. λ. σκούφια·
- βγάζω τη σούμα, βλ. λ. σούμα·
- βγάζω τη φασουλάδα, βλ. λ. φασουλάδα·
- βγάζω τη χρυσή, βλ. λ. χρυσή·
- βγάζω τη χρυσή απ’ το κακό μου, βλ. λ. χρυσή·
- βγάζω (την) άδεια, βλ. λ. άδεια·
- βγάζω την αμπάρα, βλ. λ. αμπάρα·
- βγάζω την κουραμάνα, βλ. λ. κουραμάνα·
- βγάζω την μπαρούφα, βλ. λ. μπαρούφα·
- βγάζω την μπέμπελη, βλ. λ. μπέμπελη·
- βγάζω την ουρά μου απ’ έξω, βλ. λ. ουρά·
- βγάζω την υποχρέωση, βλ. λ. υποχρέωση·
- βγάζω τις άδειες (ενν. του γάμου μου), βλ. λ. άδεια·
- βγάζω τις παρωπίδες, βλ. λ. παρωπίδα·
- βγάζω το άχτι μου, βλ. λ. άχτι·
- βγάζω το καθημερινό μου, βλ. λ. καθημερινό·
- βγάζω το καπέλο μου και το πατώ, βλ. λ. καπέλο·
- βγάζω το καρβέλι, βλ. λ. καρβέλι·
- βγάζω το λεκέ από πάνω μου, βλ. λ. λεκές·
- βγάζω το μάνταλο, βλ. λ. μάνταλο·
- βγάζω το ξεροκόμματο, βλ. λ. ξεροκόμματο·
- βγάζω το πανεπιστήμιο, βλ. λ. πανεπιστήμιο·
- βγάζω το προσωπείο, βλ. λ. προσωπείο·
- βγάζω το ράσο ή βγάζω τα ράσα, βλ. λ. ράσο·
- βγάζω το στομάχι μου, βλ. λ. στομάχι·
- βγάζω το σύρτη, βλ. λ. σύρτης·
- βγάζω το σχολείο, βλ. λ. σχολείο·
- βγάζω το φαΐ μου, βλ. λ. φαΐ·
- βγάζω το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. φίδι·
- βγάζω το χακί, βλ. λ. χακί·
- βγάζω το χρυσό δοντάκι ή βγάζω χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
- βγάζω το ψωμί μου, βλ. λ. ψωμί·
- βγάζω το ψωμί (μου) με αίμα και ιδρώτα ή βγάζω το ψωμί (μου) με ιδρώτα και αίμα, βλ. λ. ψωμί·
- βγάζω το ψωμοτύρι μου, βλ. λ. ψωμοτύρι·
- βγάζω τον άρτον τον επιούσιον, βλ. λ. άρτος·
- βγάζω τον επιούσιο, βλ. λ. επιούσιος·
- βγάζω (τον) καρκίνο, βλ. λ. καρκίνος·
- βγάζω τον τραχανά, βλ. λ. τραχανάς·
- βγάζω τρίχες στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- βγάζω τρίχες, βλ. λ. τρίχα·
- βγάζω φαΐ, βλ. λ. φαΐ·
- βγάζω φιρμάνι, βλ. λ. φιρμάνι·
- βγάζω φλας, βλ. λ. φλας·
- βγάζω φρονιμίτη, βλ. λ. φρονιμίτης·
- βγάζω φτερά, βλ. λ. φτερά·
- βγάζω φωνή μεγάλη, βλ. λ. φωνή·
- βγάζω φωτογραφία (κάποιον), βλ. λ. φωτογραφία·
- βγάζω φωτογραφίες (ιδίως για γυναίκα), βλ. λ. φωτογραφία·
- βγάζω χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- βγάζω χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
- βγάλ’ το απ’ το κεφάλι σου, βλ. λ. κεφάλι·
- βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- βγάλ’ το απ’ το νου σου, βλ. λ. νους·
- βγάλε με απέξω, βλ. λ. απέξω·
- βγάλε τα μάτια σου, βλ. λ. μάτι·
- βγάλε τη μούγγα, βλ. λ. μούγγα·
- βγάλε τη σκούφια σου και βάρα τον, βλ. λ. σκούφια·
- βγάλε το σκασμό, βλ. λ. σκασμός·
- βγάλε τον αγλέουρα, βλ. λ. αγλέουρας·
- βγάλε τον περίδρομο, βλ. λ. περίδρομος·
- βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί θα βγάλει, βλ. λ. ζευγάρωμα·
- για να βγάλω το άχτι μου, βλ. λ. άχτι·
- γιατί τον έβγαλες απ’ τη γυάλα; βλ. λ. γυάλα·
- δε βγάζει πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- δε βγάζει σε άκρη (κάτι), βλ. λ. άκρη·
- (δε) βγάζω άκρη, βλ. λ. άκρη·
- δε βγάζω άκρη (με κάποιον), βλ. λ. άκρη·
- δε βγάζω άχνα, βλ. λ. άχνα·
- δε βγάζω δεκάρα, βλ. λ. δεκάρα·
- δε βγάζω δραχμή, βλ. λ. δραχμή·
- δε βγάζω κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δε βγάζω λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δε βγάζω λέξη απ’ τα χείλη μου, βλ. λ. λέξη·
- δε βγάζω λέξη απ’ το στόμα μου, βλ. λ. λέξη·
- δε βγάζω μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
- δε βγάζω νόημα, βλ. λ. νόημα·
- δε βγάζω τα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- δε βγάζω τα γράμματά του ή δεν τα βγάζω τα γράμματά του, βλ. λ. γράμμα·
- δε βγάζω τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δε βγάζω φράγκο, βλ. λ. φράγκο·
- δε θα βγάλεις άχνα, βλ. λ. άχνα·
- δε θα βγάλεις κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δε θα βγάλεις λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δε θα βγάλεις μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
- δε θα βγάλεις τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δε θα βγάλεις τσιμουδιά, βλ. λ. τσιμουδιά·
- δεν έβγαλα γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν έβγαλε αχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει αχ, βλ. λ. αχ·
- δεν έβγαλε άχνα, βλ. λ. άχνα·
- δεν έβγαλε γρυ ή δεν πρόλαβε να βγάλει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν έβγαλε κιχ ή δεν πρόλαβε να βγάλει κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δεν έβγαλε κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν έβγαλε λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν έβγαλε μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
- δεν έβγαλε τσιμουδιά, βλ. λ. τσιμουδιά·
- δεν ξέρω πού θα βγάλει ή δεν ξέρω τι θα βγάλει, έκφραση που δηλώνει άγνοια για το αποτέλεσμα μιας ενέργειάς μας: «έριξα ένα σωρό λεφτά σ’ αυτή την επιχείρηση, αλλά δεν ξέρω τι θα βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: με τους καβγάδες στήσαμε κι οι δυο ψιλό γαζί, η γκρίνια που αρχίσαμε δεν ξέρω τι θα βγάλει)· βλ. και φρ. πού θα μας βγάλει·
- δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! βλ. λ. μάτι·
- (δεν) τα βγάζω (ενν. τα γράμματα), (δεν) δυσκολεύομαι να διαβάσω ένα χειρόγραφο κείμενο, (παρόλο που) γιατί έχει δυσανάγνωστα γράμματα: «δεν τα βγάζω έτσι όπως το ’χεις γραμμένο»·
- δεν τα βγάζω απ’ την κοιλιά μου, βλ. λ. κοιλιά·
- δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- δεν τα βγάζω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- δεν τη βγάζουμε, (για ζευγάρι) θα πάψουμε να είμαστε μαζί, θα χωρίσουμε: «όπως πάνε τα πράγματα δεν τη βγάζουμε για πολύ καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: με το πείσμα το δικό μου και με το δικό σου βέτο, οπωσδήποτε παρέα δεν τη βγάζουμε εφέτο
- δεν τη βγάζω (ενν. καθαρή), βλ. φρ. (δεν) τη βγάζω καθαρή. (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνω ντου βρε πονηρή στα στέκια που αράζεις κι αν σε τρακάρω πουθενά μ’ αυτόν τον άνθρωπο ξανά, στο λέω δεν τη βγάζεις)·
- δεν τη βγάζω ή δεν τη βγάζουμε, α. δεν τα καταφέρνω να ζω κάπως υποφερτά στη ζωή μου, δεν περνώ μεγάλες δυσκολίες, μεγάλες φτώχειες: «δεν μπορώ να πω ότι ζω άνετα, αλλά τη βγάζω || απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, δεν τη βγάζω». β. δε θα καταφέρω να μείνω στη ζωή, θα πεθάνω: «από κάτι μισόλογα του γιατρού μου κατάλαβα πως δε τη βγάζω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν τη βγάζω (ενν. τη ζωή), βρίσκομαι από άποψη υγείας σε άσχημη κατάσταση κι επικρατεί η γνώμη πως θα πεθάνω: «οι γιατροί μου είπαν πως δε τη βγάζω»·
- (δεν) τη βγάζω καθαρή, βλ. λ. καθαρός·
- δεν τον βγάζει το μήνα, βλ. λ. μήνας·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. τρελός·
- έβαλαν τον τρελό να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. τρελός·
- έβγαλα γένια, βλ. λ. γένια·
- έβγαλα το λαιμό μου, βλ. λ. λαιμός·
- έβγαλα το λαρύγγι μου, βλ. λ. λαρύγγι·
- έβγαλα τον γκιρλατάνο, βλ. λ. γκιρλατάνος·
- έβγαλαν καντήλες τα πόδια μου, βλ. λ. καντήλα·
- έβγαλαν τα μαχαίρια, βλ. λ. μαχαίρι·
- έβγαλαν φτερά, βλ. λ. φτερό·
- έβγαλε αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έβγαλε η γλώσσα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- έβγαλε κακό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έβγαλε μια γλώσσα να! ή έβγαλε μια γλώσσα σαν παντόφλα ή έβγαλε μια γλώσσα σαν παπούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), βλ. λ. κώλος·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, βλ. λ. κώλος·
- έβγαλε σκουλήκια, βλ. λ. σκουλήκι·
- έβγαλε στο πλύσιμο (για ρούχα) βλ. λ. πλύσιμο·
- έβγαλε τα παπούτσια του και μπήκε, βλ. λ. παπούτσι·
- έβγαλε το στόμα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- είπαμε του τρελού να χέσει, έβγαλε και τ’ άντερά του, βλ. λ. χέζω·
- έναν (μία) έβγαλε το εργοστάσιο κι ύστερα έκλεισε, βλ. λ. εργοστάσιο·
- η γλυκιά η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. γλώσσα·
- η καλή η γλώσσα βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. γλώσσα·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, βλ. λ. κότα·
- η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη, βλ. λ. νύχτα·
- η νύχτα δε βγάζει σε καλό, βλ. λ. νύχτα·
- η παλάμη του έχει βγάλει κάλο ή η παλάμη του έχει βγάλει κάλους, βλ. λ. κάλος·
- η χούφτα του έχει βγάλει κάλο ή η χούφτα του έχει βγάλει κάλους, βλ. λ. κάλος·
- θα βγάλεις σκουλήκια! βλ. λ. σκουλήκι·
- θα βγάλω το άχτι μου απάνω σου, βλ. λ. άχτι·
- θα βγάλω φτερά, βλ. λ. φτερό·
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, βλ. λ. μάτι·
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε βγάλω στην τηλεόραση, βλ. λ. τηλεόραση·
- θα σε βγάλω στις ειδήσεις, βλ. λ. είδηση·
- θα σου βγάλω τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
- θα σου βγάλω τ’ αφτί ή θα σου βγάλω τ’ αφτιά ή θα στα βγάλω τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- θα σου βγάλω τα τζίτζιλα, βλ. λ. τζίτζιλο·
- θα σου βγάλω τις κωλότριχες, βλ. λ. κωλότριχα·
- θα σου βγάλω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- θα σου βγάλω το παντελόνι ή θα σου βγάλω τα παντελόνια, βλ. λ. παντελόνι·
- θα σου βγάλω το τσουλούφι, βλ. λ. τσουλούφι·
- και βγάλε με για ψεύτη ή και βγάλε με και ψεύτη ή και βγάλε με ψεύτη, βλ. λ. ψεύτης·
- κι από στέρφα γίδα βγάζει γάλα, βλ. λ. γίδα·
- κι όπου με βγάλει, βλ. λ. όπου·
- κι όπου με βγάλει η άκρη, βλ. λ. άκρη·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βλ. λ. κόρακας·
- μ’ έβγαλε απ’ τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
- μ’ έβγαλε έξω, βλ. λ. έξω·
- μας έβγαλαν γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ·
- μας έβγαλε άλλο φασούλι ή μας έβγαλε καινούριο φασούλι ή μας έβγαλε κι άλλο φασούλι ή μας έβγαλε νέο φασούλι, βλ. λ. φασούλι·
- μασάει σίδερα και βγάζει πινέζες, βλ. λ. σίδερο·
- με βγάζει παλικάρι (κάτι), βλ. λ. παλικάρι·
- με βγάζει (στην) αναφορά, βλ. λ. αναφορά·
- με βγάζει ψεύτη, βλ. λ. ψεύτης·
- με βγάζουν ανίκανο, βλ. λ. ανίκανος·
- με βγάζουν απέξω, βλ. λ. απέξω·
- με βγάζουν αράουτ, βλ. λ. αράουτ·
- με βγάζουν αφρό, βλ. λ. αφρός·
- με βγάζουν λάδι, βλ. λ. λάδι·
- μέχρι αύριο θα βγάλουμε παπά, βλ. λ. παπάς·
- μη βγάλεις άχνα! βλ. λ. άχνα·
- μη βγάλεις κιχ! βλ. λ. κιχ·
- μη βγάλεις λέξη! βλ. λ. λέξη·
- μη βγάλεις μιλιά! βλ. λ. μιλιά·
- μη βγάλεις τσιμουδιά! βλ. λ. τσιμουδιά·
- μου βγάζει τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
- μου βγάζουν τ’ όνομα, βλ. λ. όνομα·
- μου βγάζουν το λάδι, βλ. λ. λάδι·
- μου ’βγαλε τ’ άντερα, (για τροχοφόρα) βλ. λ. άντερο·
- μου ’βγαλε το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μου το ’βγαλε απ’ τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- μου το ’βγαλε ξινό ή μου το ’βγαλε σε ξινό, βλ. λ. ξινός·
- μπορεί να βγει έτσι δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- να βγάλεις τη φάγουσα, βλ. λ. φάγουσα·
- να βγάλεις το σκασμό, βλ. λ. σκασμός·
- να βγάλεις τον περίδρομο, βλ. λ. περίδρομος·
- να δούμε η μέρα τι θα βγάλει ή να δούμε τι θα βγάλει η μέρα, βλ. λ. μέρα·
- να τον μαχαιρώσεις αίμα δε θα βγάλει, βλ. λ. αίμα·
- ο (ακολουθεί όνομα ή επώνυμο) βγάζει δήμαρχο, βλ. λ. δήμαρχος·
- ο δημοσιογράφος πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που γράφει, βλ. λ. δημοσιογράφος·
- ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, βλ. λ. Θεός·
- ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, βλ. λ. κώλος·
- ο ράφτης, όταν κόβει την τσόχα, τη δική του βγάζει πρώτα, βλ. λ. ράφτης·
- όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει, βλ. λ. χειμώνας·
- όταν βγάλει ο σπανός γένια, βλ. λ. σπανός·
- όταν ο σάλιαγκας ζητεί ν’ αλλάξει το καυκί του, πρώτα βγάζει τα κέρατα κι έπειτα το κορμί του, βλ. λ. σάλιαγκας·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
- πόσα βγάζεις;(ενν. χρήματα), πόσα χρήματα κερδίζεις (ιδίως επί μηνιαίας βάσεως) από τη δουλειά σου ή ποιος είναι ο μισθός σου: «πόσα βγάζεις εσύ που είσαι έμπορος και πόσα βγάζω εγώ που είμαι μισθωτός;»·
- πού θα μας βγάλει ή πού θα με βγάλει, ποια θα είναι η κατάληξη (συνήθως αρνητική, δυσάρεστη): «κανείς δεν ξέρει αυτή η ακρίβεια πού θα μας βγάλει || έκανα ένα λάθος στη δουλειά και δεν ξέρω πού θα με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: ζημιά απόψε έπαθα μεγάλη· να δω πού θα με βγάλει). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. δεν ξέρω πού θα βγάλει·
- πρόσεξε μη βγάλεις κανένα σαγόνι, βλ. λ. σαγόνι·
- πώς τη βγάζεις; πώς εξυπηρετείς τις βιοτικές ή σεξουαλικές ανάγκες σου(;): «δε μου ’πες, πώς τη βγάζεις; Έχεις λεφτά; || από σεξ πώς τη βγάζεις; Υπάρχει καμιά γκόμενα;»·  
- σαν βγάλει τρίχες η απαλάμη μου ή σαν βγάλει η απαλάμη μου τρίχες, βλ. λ. τρίχα·
- τα βγάζει απ’ την κοιλιά του, βλ. λ. κοιλιά·
- τα βγάζει απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- τα βγάζει απ’ το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- τα βγάζει απ’ το νου του, βλ. λ. νους·
- τα βγάζει απ’ το τσεπάκι του, βλ. λ. τσεπάκι·
- τα βγάζει τα λεφτά του, βλ. λ. λεφτά·
- τα βγάζω (ενν. τ’ αρχίδια μου), τα επιδεικνύω για να αποδείξω ότι είμαι άντρας μετά την προκλητική προτροπή κάποιου βγάλ’ τα (ενν. τ’ αρχίδια σου) για να πιστοποιήσει ότι είμαι άντρας. Η ουσία όμως της υπόθεσης δεν είναι να πιστοποιηθεί η ύπαρξη των αρχιδιών μου, γιατί, όσοι έχουν αρχίδια δεν παναπεί πως είναι και άντρες, αλλά, αν έχω το θάρρος να τα επιδείξω, πράγμα που θεωρείται τόλμη και, κατ’ επέκταση, ανδρισμός·
- τα βγάζω άκρη, βλ. λ. άκρη·
- τα βγάζω δεν τα βγάζω (ενν. τα έξοδα μου), μόλις και μετά βίας κατορθώνω να αντεπεξέρχομαι στα έξοδά μου: «τον τελευταίο καιρό έπεσε τέτοια αναδουλειά, που τα βγάζω δεν τα βγάζω»·
- τα βγάζω πέρα, βλ. λ. πέρα·
- τα βγάζω πέρα (με κάποιον), βλ. λ. πέρα·
- τα έξοδα του γάμου η νύφη δεν τα βγάζει, βλ. λ. νύφη·
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές, βλ. λ. μάτι·
- τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. λ. μάτι·
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- τα ψάρια έβγαλαν φτερά, βλ. λ. ψάρι·
- τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. παντζάρι·
- τη βγάζει δεν τη βγάζει, είναι αμφίβολο αν θα επιζήσει: «οι γιατροί ανακοίνωσαν στους οικείους πως ο ασθενής τη βγάζει δεν τη βγάζει»·
- τη βγάζει σαν αγάς, βλ. λ. αγάς·
- τη βγάζει σαν βασιλιάς, βλ. λ. βασιλιάς·
- τη βγάζει σαν μπέης, βλ. λ. μπέης·
- τη βγάζει σαν πασάς, βλ. λ. πασάς·
- τη βγάζω, α. καταφέρνω και ζω και επιζώ παρ’ όλη τη φτώχεια ή τις δυσκολίες που περνώ, ζω υποφερτά: «μετά τη χρεοκοπία του μόλις που κατορθώνει και τη βγάζει». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, ν’ αρρωστήσει ο Άγιος Πέτρος, να τη βγάλουμε και φέτος). β. περνώ κάπου ένα χρονικό διάστημα: «κάθε Κυριακή τη βγάζω στο σπίτι με την οικογένειά μου || το καλοκαίρι τη βγάζω στο εξοχικό που έχω στη Χαλκιδική»·
- τη βγάζω διπλοπόδι, βλ. λ. διπλοπόδι·
- τη βγάζω ζάχαρη, βλ. λ. ζάχαρη·
- τη βγάζω καθαρή, βλ. λ. καθαρός·
- τη βγάζω κοτσάνι, βλ. λ. κοτσάνι·
- τη βγάζω λούφα ή τη βγάζω στη λούφα, βλ. λ. λούφα·
- τη βγάζω με ψωμί κι ελιά ή τη βγάζω με ψωμί κι ελιές, βλ. λ. ψωμί·
- τη βγάζω με ψωμοτύρι, βλ. λ. ψωμοτύρι·
- τη βγάζω μέσα, βλ. λ. μέσα·
- τη βγάζω ξεροσφύρι, βλ. λ. ξεροσφύρι·
- τη βγάζω όμορφα, βλ. λ. όμορφος·
- τη βγάζω όμορφα και φίνα, βλ. λ. όμορφος·
- τη βγάζω όμορφα κι ωραία, βλ. λ. όμορφος·
- τη βγάζω ποδαράτα, βλ. λ. ποδαράτα·
- τη βγάζω σπαρτιάτικα, βλ. λ. σπαρτιάτικα·
- τη βγάζω σταυροπόδι, βλ. λ. σταυροπόδι·
- τη βγάζω στεγνά, βλ. λ. στεγνός·
- τη βγάζω στη μαρμίτα, βλ. λ. μαρμίτα·
- τη βγάζω στη στέγνα, βλ. λ. στέγνα·
- τη βγάζω στη φτώχεια, βλ. λ. φτώχεια·
- τη βγάζω στην ξενέρα, βλ. λ. ξενέρα·
- τη βγάζω στην ξέρα, βλ. λ. ξέρα·
- τη βγάζω στο καλντερίμι, (για γυναίκες) βλ. λ. καλντερίμι·
- τη βγάζω στο πεζοδρόμιο, (για γυναίκες) βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- τη βγάζω στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- τη βγάζω στο τζάμπα ή τη βγάζω τζάμπα, βλ. λ. τζάμπα·
- τη βγάζω τζάμι, βλ. λ. τζάμι·
- τη βγάζω τζαμπατζίδικα, βλ. λ. τζαμπατζίδικος·
- τη βγάζω φακιρικά, βλ. λ. φακιρικός·
- τη βγάζω φίνα, βλ. λ. φίνος·
- τη βγάζω φίνα κι ωραία, βλ. λ. φίνος·
- τη βγάζω ωραία, βλ. λ. ωραίος·
- την έβγαλα στο πόδι, (για αρρώστιες) βλ. λ. πόδι·
- την έβγαλα φτηνά ή φτηνά την έβγαλα, βλ. λ. φτηνός·
- της βγάζω τ’ όνομα, βλ. λ. όνομα·
- της αρκούδας άμα της βγάλεις το χαλκά, βλέπεις αν είναι ήμερη ή άγρια, βλ. λ. αρκούδα·
- της έβγαλα τα μάτια απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. μάτι·
- τι έχουν τα έρμα και ψοφάν; Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, βλ. λ. έρμος·
- τι να σε βγάλω; ή τι να σε βγάλουμε; λέγεται σε άτομο που μας επισκέπτεται συνήθως στο σπίτι, με την έννοια τι να σου προσφέρω, τι να σε κεράσω, τι να σε τρατάρω(;): «βρε, καλώς το φίλου μου! Κάθισε, τι να σε βγάλω;». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα άτομο·
- τι φρούτα βγάζει η Καλαμάτα; βλ. λ. φρούτο·
- το βγάζω μπιελάρ, (για μηχανήματα) βλ. λ. μπιελάρ·
- το βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) βλ. λ. μάτι·
- το βγάζω οφ, (για μηχανήματα) βλ. λ. οφ·
- το γινάτι βγάζει μάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, βλ. λ. άλογο·
- το στόμα του βγάζει φωτιές, βλ. λ. στόμα·
- το χέρι του έχει βγάλει κάλο ή το χέρι του έχει βγάλει κάλους, βλ. λ. κάλος·
- τον βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), βλ. λ. κουνουπίδι·   
- το(ν) βγάζουμε μονοκούκι, βλ. λ. μονοκούκι·
- τον βγάζω, τον κερδίζω, τον νικώ: «κάθε φορά που παίζουμε τάβλι, τον βγάζω»·
- τον βγάζω απ’ τα ρούχα του, βλ. λ. ρούχο·
- τον βγάζω απ’ τα συγκαλά του, βλ. λ. συγκαλά·
- τον βγάζω απ’ τη γραμμή του, βλ. λ. γραμμή·
- τον βγάζω απ’ τη μέση, βλ. λ. μέση·
- τον βγάζω απ’ τη φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- τον βγάζω απ’ την κυκλοφορία, βλ. λ. κυκλοφορία·
- τον βγάζω απ’ το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- τον βγάζω απ’ το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- τον βγάζω απ’ το νου μου, βλ. λ. νους·
- τον βγάζω απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- τον βγάζω απέξω, βλ. λ. απέξω·
- τον βγάζω αράουτ, βλ. λ. αράουτ·
- τον βγάζω ασπροπρόσωπο, βλ. λ. ασπροπρόσωπος·
- τον βγάζω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- τον βγάζω γκόλ, βλ. λ. γκολ·
- τον βγάζω έξω, βλ. λ. έξω·
- τον βγάζω (έξω) απ’ το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- τον βγάζω λάδι, βλ. λ. λάδι·
- τον βγάζω μπιελάρ, βλ. λ. μπιελάρ·
- τον βγάζω νοκάουτ, βλ. λ. νοκάουτ·
- τον βγάζω οφ, βλ. λ. οφ·
- τον βγάζω παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- τον βγάζω περίπατο, βλ. λ. περίπατος·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον βγάζω στη μέση, βλ. λ. μέση·
- τον βγάζω στη σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
- τον βγάζω στη σκηνή, βλ. λ. σκηνή·
- τον βγάζω στο γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- τον βγάζω στο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- τον βγάζω στο πανί, βλ. λ. πανί·
- τον βγάζω στο σανίδι, βλ. λ. σανίδι·
- τον βγάζω τάρκασι, βλ. λ. τάρκασι·
- τον βγάζω φωτογραφία, βλ. λ. φωτογραφία·
- τον βγάζω ψεύτη, βλ. λ. ψεύτης·
- τον έβγαλα απ’ τη ζωή μου, βλ. λ. ζωή·
- τον έβγαλα απ’ την καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- τον έβγαλα καροτσάκι, βλ. λ. καροτσάκι·
- τον (την) έβγαλαν (ακολουθεί κάποιο όνομα), τον (την) βάφτισαν και τον (την) ονόμασαν, τον (της) έδωσαν κάποιο όνομα: «βάφτισε την κόρη του και την έβγαλε Χρυσούλα || βάφτισε το γιο του και τον έβγαλε Βασίλη»·
- τον έβγαλαν σηκωτό, βλ. λ. σηκωτός·
- τον έβγαλε σαν την τρίχα απ’ το προζύμι, βλ. λ. τρίχα·
- του βγάζεις τα λόγια με την πένσα, βλ. λ. λόγος·
- του βγάζεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. λ. λόγος·
- του βγάζεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. λ. λόγος·
- του βγάζεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. λ. λόγος·
- του βγάζεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. λ. λόγος·
- του βγάζω αβανιά ή του βγάζω την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του βγάζω γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- του βγάζω κίτρινη κάρτα, βλ. λ. κάρτα·
- του βγάζω κόκκινη κάρτα, βλ. λ. κάρτα·
- του βγάζω παρατσούκλι ή του βγάζω το παρατσούκλι, βλ. λ. παρατσούκλι·
- του βγάζω τ’ άπλυτα στη φόρα, βλ. λ. άπλυτα·
- του βγάζω τ’ άπλυτα στο δρόμο, βλ. λ. άπλυτα·
- του βγάζω τ’ απωθημένα, βλ. λ. απωθημένο·
- του βγάζω τ’ απωθημένα μου, βλ. λ. απωθημένο·
- του (της) βγάζω τ’ όνομα, βλ. λ. όνομα·
- του βγάζω τα δόντια, βλ. λ. δόντι·
- του βγάζω τα δόντια ένα ένα, βλ. λ. δόντι·
- του βγάζω τα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- του βγάζω τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- του βγάζω τα νύχια, βλ. λ. νύχι·
- του βγάζω τα νύχια ένα ένα, βλ. λ. νύχι·
- του βγάζω τα νύχια μου, βλ. λ. νύχι·
- του βγάζω τη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- του βγάζω τη γλώσσα (απ’) έξω (απ’ όξω), βλ. λ. γλώσσα·
- του βγάζω τη γλώσσα ανάποδα, βλ. λ. γλώσσα·
- του βγάζω τη γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- του βγάζω τη μάσκα, βλ. λ. μάσκα·
- του βγάζω τη ρετσινιά, βλ. λ. ρετσινιά·
- του βγάζω την Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
- του βγάζω την Παναγία ανάποδα, βλ. λ. Παναγία·
- του βγάζω την Παναγία στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω την πίστη, βλ. λ. πίστη·
- του βγάζω την πίστη ανάποδα, βλ. λ. πίστη·
- του βγάζω την πίστη στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω την ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- του βγάζω την ψυχή ανάποδα, βλ. λ. ψυχή·
- του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα, βλ ψυχή·
- του βγάζω την ψυχή στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- του βγάζω το Θεό ανάποδα, βλ. λ. Θεός·
- του βγάζω το καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- του βγάζω το λάδι, βλ. λ. λάδι·
- του βγάζω το προσωπείο, βλ. λ. προσωπείο·
- του βγάζω το Χριστό, βλ. λ. Χριστός·
- του βγάζω το Χριστό ανάποδα, βλ. λ. Χριστός·
- του βγάζω τον αδόξαστο, βλ. λ. αδόξαστος·
- του βγάζω τον αδόξαστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω τον αντίθεο, βλ. λ. αντίθεος·
- του βγάζω τον αντίθεο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω τον αντίχριστο, βλ. λ. αντίχριστος·
- του βγάζω τον αντίχριστο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του βγάζω τον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. κώλος·
- του βγάζω τον πάτο, βλ. λ. πάτος·
- του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. λ. πάτος·
- του ’βγαλα τ’ αφτί ή του ’βγαλα τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- του ’βγαλε τ’ άντερα, βλ. λ. άντερο·
- του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ’βγαλε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. λ. μαλλί·
- του ’βγαλε το τσουλούφι, βλ. λ. τσουλούφι·
- του τα βγάζεις ένα ένα με την πένσα ή του τα βγάζεις με την πένσα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. πένσα·
- του τα βγάζεις ένα ένα με την τανάλια ή του τα βγάζεις με την τανάλια (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τανάλια·
- του τα βγάζεις ένα ένα με την τσιμπίδα ή του τα βγάζεις με την τσιμπίδα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιμπίδα·
- του τα βγάζεις ένα ένα με το τιρμπουσόν ή του τα βγάζεις με το τιρμπουσόν (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τιρμπουσόν·
- του τα βγάζεις ένα ένα με το τσιγκέλι ή του τα βγάζεις  με το τσιγκέλι (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιγκέλι·
- του το ’βγαλα απ’ τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- τους βγάζω απ’ το σπίτι, (για οικογένειες) βλ. λ. σπίτι·
- τους βγάζω έξω, (για οικογένεια) βλ. λ. έξω.
- τους βγάζω στο δρόμο, (για οικογένειες) βλ. λ. δρόμος·
- τους βγάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ.

γράφω

γράφω, ρ. [<αρχ. γράφω], γράφω. 1. χρεώνω: «δεν έγραψα το δεύτερο μπουκάλι ουίσκι που παραγγείλατε». 2. σημειώνω: «κάπου έγραψα τον αριθμό του τηλεφώνου του». (Λαϊκό τραγούδι: με πούλησες για χρήματα στο καταχείμωνο, για σένα γράψε κρίμα για μέν’ αλίμονο). 3. κληροδοτώ: «πριν πεθάνει ο πατέρας του, του ’γραψε όλη την περιουσία του». 4. (για τροχονόμους) σημειώνω κάποιον για τροχαία παράβαση: «μ’ έγραψε ο τροχονόμος για αντικανονικό παρκάρισμα». 5. εγγράφομαι ως μέλος σε ένα οργανωμένο σύνολο: «θέλω να γραφώ κι εγώ στο κόμμα». 6. ασχολούμαι με τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων: «είναι χρόνια τώρα που γράφει, αλλά δεν έγινε ακόμα κανένα βιβλίο του επιτυχία». 7. εξετάζομαι γραπτά: «αύριο γράφω μαθηματικά». 8. στον αόρ. έγραψε, (στη νεοαργκό) εντυπωσίασε πολύ με αυτό που είπε ή έκανε: «έγραψε πάλι με τον τρόπο που μίλησε στο διευθυντή του || έγραψε πάλι με τη στάση που κράτησε». Συνών. ζωγράφισε / μέτρησε. (Ακολουθούν 91 φρ.)·
- αν …, γράψε μου ή αν…, γράψε μας, δηλώνει πως ποτέ δε θα πραγματοποιηθεί η υποθετική πρόταση που διατύπωσα: «αν ξανάρθει μετά απ’ αυτά που του ’πες, γράψε μου || αν σου επιστρέψει τα δανεικά που του ’δωσες, γράψε μου || αν με ξαναδείς στο κωλομάγαζό σου, γράψε μου. Πολλές φορές, μετά την υποθετική πρόταση ακούγεται το εμένα ή το τότε εμένα και είναι φορές που το χέρι μιμείται τις κινήσεις του ατόμου που γράφει.Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. αν…, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις / αν…, να με φτύσεις / αν…, να με χέσεις / αν…, να μου περάσεις χαλκά στη μύτη / αν…, να μου τρυπήσεις τη μύτη·
- βλέπεις πόσα γράφει εδώ; (ενν. χτυπήματα), απειλητική έκφραση σε άτομο που ατακτεί με παράλληλη επίδειξη της παλάμης μας. Το πόσα ανταποκρίνεται στον αριθμό των δαχτύλων και υποδηλώνει ότι τόσα θα είναι και τα χτυπήματα που θα φάει, όσα δηλαδή και τα δάχτυλα·
- βλέπεις πόσες γράφει εδώ; (ενν. ξυλιές, μπάτσες), βλ. φρ. βλέπεις πόσα γράφει εδώ(;)· 
- βλέπεις τι γράφει εδώ; βλ. φρ. βλέπεις πόσα γράφει εδώ(;)·  
- για να γράφει το κοντέρ, βλ. λ. κοντέρ·
- για να γράφει το ταξίμετρο, βλ. λ. ταξίμετρο·
- γράφ’ τα και κλάφ’ τα ή γράψ’ τα και κλάψ’ τα (ενν. τα χρήματα, τα δανεικά), λέγεται ειρωνικά σε άτομο που δάνεισε σε κάποιον χρήματα και θεωρούμε βέβαιο πως δε θα του τα επιστρέψει, δανεικά και αγύριστα: «αφού δάνεισες λεφτά σ’ αυτόν τον απατεώνα, γράφ’ τα και κλάφ’ τα»·
- γράφ’ τα στο χιόνι ή γράψ’ τα στο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·  
- γράφ’ το ή γράψ’ το (ενν. στο μυαλό σου), εντύπωσέ το στη μνήμη σου, να το θυμάσαι: «και γράφ’ το, γιατί αυτό που μου ’κανες, δε θα περάσει έτσι». Λέγεται και με απειλητική διάθεση·
- γράφ’ το ή γράψ’ το (ενν. στο τεφτέρι), πίστωσέ το: «βάλε μου ένα κιλό τυρί και γράψ’ το»· για πολλά γράφ’ τα ή γράψ’ τα·
- γράφ’ το και κλάφ’ το ή γράψ’ το και κλάψ’ το (κάτι), λέγεται ειρωνικά σε άτομο στην περίπτωση που προφανώς δε θα πληρωθεί για το προϊόν που πούλησε με πίστωση σε κάποιον: «αφού έδωσες πράμα σ’ αυτόν τον μπαταχτσή, γράψ’ το και κλάψ’ το»·
- γράφ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράφ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά στο μυαλό σου ή γράψ’ το καλά μέσ’ στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- γράφ’ το στ’ όνομα του… ή γράψ’ το στ’ όνομα του… (ακολουθεί κύριο όνομα), βλ. λ. όνομα·
- γράφ’ τον ή γράψ’ τον (ενν. στ’ αρχίδια σου, στον πούτσο σου, στον ψώλο σου, στην πούτσα σου, στην ψωλή σου, στο πέος σου, στο καυλί σου, στα παλιά σου τα παπούτσια, στα παλιά σου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων σου, στο παλιό σου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δεν πιάνει μελάνι), μην τον υπολογίζεις καθόλου, περιφρόνησέ τον τελείως, αγνόησέ τον: «γράψ’ τον, που κάθεσαι και στενοχωριέσαι γι’ αυτό το υποκείμενο!». Συνήθως μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μωρέ·
- γράφει με τα πόδια, βλ. λ. πόδι·
- γράφει στο γόνατο, βλ. λ. γόνατο·
- γράφει στο νερό και σπέρνει στη λίμνη, βλ. λ. λίμνη·
- γράφει στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- γράφω (κάτι), δε με νοιάζει, αδιαφορώ τελείως γι’ αυτό. (Λαϊκό τραγούδι: ε, ρε, και να ’χαμε, το χρήμα λέει να ’χαμε, και τη μιζέρια μας, να δεις πού θα τη γράφαμε
- γράφω ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- γράφω με χρυσά γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), βλ. λ. όνομα·
- γράφω στο γόνατο (κάτι), βλ. λ. γόνατο·
- γράφω στο ενεργητικό (κάποιου κάτι), βλ. λ. ενεργητικό·
- γράφω στο καθαρό, βλ. λ. καθαρός·
- γράφω στο καλό, βλ. λ. καλός·
- γράφω στο παθητικό (κάποιου κάτι), βλ. λ. παθητικό·
- γράφω στο πόδι (κάτι), βλ. λ. πόδι·
- γράφω στο τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- γράφω τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- γράψε αλίμονο! βλ. λ. αλίμονο·
- γράψε λάθος! βλ. λ. λάθος·
- γράψε μείον! βλ. λ. μείον·
- δε γράφει στο γυαλί (κάποιος), βλ. λ. γυαλί·
- δε μου γράφει, δεν αλληλογραφεί μαζί μου: «ο γιος μου σπουδάζεις το εξωτερικό κι ανησυχώ πολύ, γιατί τον τελευταίο καιρό δε μου γράφει». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω το γιο μου τ’ Ανεστάκι που ’ναι στην ξενητιά, αχ το μικρό μου καπετανάκι που δε μου γράφει πια 
- δε σου γράφω γράμμα! βλ. λ. γράμμα·
- δεν το γράφουν τα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- εγώ μιλώ κι εσύ μας γράφεις ή εγώ μιλώ κι εσύ με γράφεις (ενν. στ’ αρχίδια σου, στον πούτσο σου, στον ψώλο σου, στην πούτσα σου, στην ψωλή σου, στο πέος σου, στο καυλί σου, στα παλιά σου τα παπούτσια, στα παλιά σου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων σου, στο παλιό σου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δεν πιάνει μελάνι), δεν προσέχεις αυτά που σου λέω, δεν τα υπολογίζεις, τα αγνοείς, είτε γιατί δε σε ενδιαφέρουν είτε γιατί έχεις αλλού το νου σου: «προσπαθώ μια ώρα να σου δώσω να καταλάβεις το πρόβλημά μου, αλλά εγώ σου μιλώ κι εσύ με γράφεις»·
- θα γραφεί στα χρονικά! βλ. λ. χρονικό·
- θα γράψεις κάσα, βλ. λ. κάσα·
- θα μας γράψουν οι εφημερίδες! βλ. λ. εφημερίδα·
- (και) να μας γράφεις, ειρωνική έκφραση που απευθύνουμε σε άτομο που απειλεί πως θα αποχωρήσει από την παρέα μας, πράγμα που μας αφήνει αδιάφορους ή και μας χαροποιεί. Συνών. κι αέρα στα πανιά σου / κι απ’ το πεζοδρόμιο·
- κι ύστερα (εσύ) μου λες για(τί) δε σου γράφω! έκφραση απηυδισμένου ανθρώπου από τις αδικίες της ζωής ή από τη σκανδαλώδη εύνοια της τύχης σε ορισμένους ανθρώπους: «του ’πεσε το λαχείο, κέρδισε το τζόκερ, του ’ρθε καπάκι μια κληρονομιά, εγώ δεν έχω να φάω κι ύστερα εσύ μου λες γιατί δε σου γράφω!»·
- μου έγραψε η μοίρα ή μου το ’γραψε η μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- μου έγραψε το ριζικό μου ή μου το ’γραψε το ριζικό μου, βλ. λ. ριζικό·
- ο δημοσιογράφος πιο πολλά βγάζει απ’ αυτά που δε γράφει παρά απ’ αυτά που γράφει, βλ. λ. δημοσιογράφος·
- ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει, βλ. λ. ό,τι·
- πάρε κόλλα και γράφε, βλ. λ. κόλλα·
- πέντε γράφει εδώ, απειλητική έκφραση σε άτομο που ατακτεί, με παράλληλη επίδειξη της παλάμης μας: «κάτσε καλά γιατί πέντε γράφει εδώ». Το πέντε ανταποκρίνεται στον αριθμό των δακτύλων και υποδηλώνει ότι τόσα θα είναι και τα χτυπήματα, που θα φάει όσα δηλαδή και τα δάχτυλα. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για δες·
- ποια χαρτιά το γράφουν, βλ. λ. χαρτί·   
- πόσα γράφει το κοντέρ; ή πόσα έγραψε το κοντέρ; βλ. λ. κοντέρ·
- πόσα γράφει το ταξίμετρο; ή πόσα έγραψε το ταξίμετρο; βλ. λ. ταξίμετρο·
- πού το γράφει αυτό; έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράδοξο που μας λένε ή για κάτι παράλογο που μας ζητάνε: «πού το γράφει αυτό, να σου δώσω χωρίς λόγο ένα εκατομμύριο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το και·
- πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά; βλ. λ. χαρτί·
- τα γράφω (ενν. όλα στ’ αρχίδια μου, στον πούτσο μου, στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου, στα παλιά μου τα παπούτσια, στα παλιά μου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων μου, στο παλιό μου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δε πιάνει μελάνι), δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως: «ό,τι και να γίνεται σήμερα στον κόσμο, τα γράφω»·
- τα γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. μελάνι·
- τα γράφω όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τα γράφω όλα στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·  
- τα γράφω όλα στα παλιά μου υποδήματα ή τα γράφω όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα γράφω όλα στα τελευταία των υποδημάτων μου, βλ. λ. υπόδημα·
- τα γράφω όλα στο μουνί μου, βλ. λ. μουνί·
- τα γράφω όλα στο παλιό μου το τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τα γράφω όλα στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου), βλ. λ. πούτσος·
- τα γράφω όλα στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος·
- τα γράφω στ’ αρχίδια μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. αρχίδι·
- τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. παπούτσι·
- τα γράφω στα παλιά μου υποδήματα ή τα γράφω στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα γράφω στα τελευταία των υποδημάτων μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. υπόδημα·
- τα γράφω στο μουνί μου (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. μουνί·
- τα γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), τεφτέρι·
- τα γράφω στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου) (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. πούτσος·
- τα γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), βλ. λ. διάβολος·
- τι γράφει εδώ; βλ. φρ. βλέπεις τι γράφει εδώ(;)·
- το γράφει η μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- το γράφει η μοίρα μου, βλ. λ. μοίρα·
- το γράφει στην ούγια; βλ. λ. ούγια·
- το γράφει το ριζικό μου, βλ. λ. ριζικό·
- τον γράφω (ενν. στ’ αρχίδια μου, στον πούτσο μου, στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου, στα παλιά μου τα παπούτσια, στα παλιά μου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων μου, στο παλιό μου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δεν πιάνει μελάνι), δεν τον υπολογίζω καθόλου, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «εσένα σ’ εκτιμώ βαθύτατα, αλλά το φίλο σου τον γράφω»·
- τον γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- τον γράφω στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
- τον γράφω στα παλιά μου υποδήματα ή τον γράφω στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα γράφω στα τελευταία των υποδημάτων μου, βλ. λ. υπόδημα·
- τον γράφω στη μαύρη λίστα, βλ. λ. λίστα·
- τον γράφω στο μαύρο πίνακα, βλ. λ. πίνακας·
- τον γράφω στο μαυροπίνακα, βλ. λ. μαυροπίνακας·
- τον γράφω στο μουνί μου, βλ. λ. μουνί·
- τον γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τον γράφω στο τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τον γράφω στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου), βλ. λ. πούτσος·
- τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος·
- τον έγραψα (ενν. στ’ αρχίδια μου, στον πούτσο μου, στον ψώλο μου, στην πούτσα μου, στην ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου, στα παλιά μου τα παπούτσια, στα παλιά μου υποδήματα, στα τελευταία των υποδημάτων μου, στο παλιό μου το τεφτέρι, στου διαβόλου το κατάστιχο, εκεί που δεν πιάνει μελάνι), α. δεν πήγα στο ραντεβού που είχα μαζί του: «είχα ραντεβού μαζί του στις οχτώ, αλλά επειδή μου ’πεσε μια καλή γκόμενα τον έγραψα». β. τον αγνόησα: «τον είδα καθώς ερχόμουν, αλλά, τον έγραψα και τον προσπέρασα, χωρίς να τον χαιρετίσω»·
- τον έγραψα κανονικά, βλ. λ. κανονικός.

κουμπί

κουμπί, το, ουσ. [<μσν. κομβίον, υποκορ. του αρχ. κόμβος], το κουμπί. 1. το ευαίσθητο σεξουαλικό σημείο του ανθρωπίνου σώματος: «αφού λες πως την πήδηξες, πες μας πιο είναι το κουμπί της;». 2. το ευαίσθητο σημείο του χαρακτήρα ενός ανθρώπου: «αν τον ξέρεις τόσο καλά όσο μας λες, ποιο είναι το κουμπί του;». 3. το μέσο ή ο τρόπος για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «πες μου, επιτέλους, το κουμπί για να τελειώσω πιο γρήγορα τη δουλειά!». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να στρώσεις ένα σχέδιο μεγάλο, να βρεις τον τρόπο, το λεγόμενο κουμπί, γιατί, αν τύχει και σου βρει αυτή τον κάλο, θα στον πατήσει δυνατά όσο μπορεί!). 4. (στη νεοαργκό) είδος του χαπιού έκσταση και γενικά το ναρκωτικό χάπι: «είχε την τσέπη του γεμάτη με κουμπιά και κάθε τόσο κατάπινε κι από ένα». Από τη σχηματική παρομοίωση του χαπιού με το κουμπί. 5. στον πλ. τα κουμπιά, (στη γλώσσα της αργκό) το σημείο δυο που παρουσιάζουν οι ορατές επιφάνειες των ζαριών, όταν ριχτούν από τον παίχτη, ζαριά που θεωρείται κακή: «δεν μπόρεσα να πάρω παιχνίδι, γιατί έφερνα συνέχεια κουμπιά». Συνών. διπλές / δυάρες. Υποκορ. κουμπάκι, το·
- βρίσκω το κουμπί, βρίσκω το μέσο, τον τρόπο για να πετύχω ή για να φέρω σε πέρας κάτι: «αν δε βρεις το κουμπί της δουλειάς, θα σκοτώνεσαι χωρίς να μπορέσεις να καταφέρεις τίποτα»·
- βρίσκω το κουμπί της, (για γυναίκες) βρίσκω το ευαίσθητο σεξουαλικό σημείο στο κορμί της: «απ’ τη στιγμή που βρήκα το κουμπί της, τρέχει σαν σκυλάκι από πίσω μου»·
- βρίσκω το κουμπί του, (για άντρες) βρίσκω το ευαίσθητο σημείο του χαρακτήρα του: «απ’ τη μέρα που βρήκε το κουμπί του, τον έχει ταράξει στα δανεικά». (Τραγούδι: αστραπή, αστραπή, αστραπή μου στο λαιμό, στο σφυγμό, στη σιωπή μου αστραπή μου εσύ έχεις βρει το κουμπί μου)· 
- γαμώ τα κουμπιά της Αλέξαινας, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου. Συνήθως η φρ. ξανακλείνει με το ρ. γαμώ: «γαμώ τα κουμπιά της Αλέξαινας, γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα, α. από τη στιγμή που θα καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «με τα λόγια είναι όλα εύκολα, αν σου αναθέσουν όμως να διευθύνεις μια τόσο μεγάλη επιχείρηση, θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «απ’ τη στιγμή που αποφάσισες να κάνεις οικογένεια, θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το τώρα. Συνών. θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος / θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο·
- θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομα της αδερφής μου στο στόμα σου, θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα». Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα σου δείξω πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο ή θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο· 
- σύρε με νονέ και φέρε με κουμπάρε, βλ. λ. νονός·
- του γαμώ τα κουμπιά της Αλέξαινας, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον βρήκε στο καφενείο κι εκεί μπροστά στον κόσμο του γάμησε τα κουμπιά της Αλέξαινας». β. τον τιμωρώ σκληρά: «όταν γύρισε στο σπίτι, ο πατέρας του του γάμησε τα κουμπιά της Αλέξαινας». γ. τον κατανικώ: «τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε τα κουμπιά της Αλέξαινας».

κουστούμι

κουστούμι, το, κ. κοστούμι, το, ουσ. [<ιταλ. costume], το κουστούμι·
- κόβω κουστούμι, ράβω κουστούμι σε ράφτη κατά παραγγελία: «κόβει καινούριο κουστούμι για το γάμο του»·
- μου ’ρθε κουστούμι, (για υποθέσεις ή καταστάσεις) όπως διαμορφώθηκε, με ευνοεί, με εξυπηρετεί, με συμφέρει απόλυτα: «το κλείσιμο της τάδε επιχείρησης μου ’ρθε κουστούμι, γιατί θα είμαι ο μοναδικός που θα εισάγω το συγκεκριμένο προϊόν». Συνών. μου ’ρθε αλφάδι / μου ’ρθε γάντι / μου ’ρθε καπάκι / μου ’ρθε λαχείο· βλ. και φρ. μου ’ρχεται κουστούμι·
- μου ’ρχεται κουστούμι, (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) εφαρμόζει ακριβώς στο σώμα μου, έρχεται ακριβώς στα μέτρα μου: «είναι έτσι το κορμί μου, που, ό,τι και να φορέσω μου ’ρχεται κουστούμι». Συνών. μου ’ρχεται αλφάδι / μου ’ρχεται γάντι / μου ’ρχεται καλούπι / μου ’ρχεται κουτί· βλ. και φρ. μου ’ρθε κουστούμι·
- πόσο (σου) βγήκε το κουστούμι; πόσο σου κόστισε, πόσα πλήρωσες για την αγορά που έκανες(;): «άλλαξα όλα τα έπιπλα του σαλονιού μου. -Πόσο σου βγήκε το κουστούμι;»·
- πόσο (σου) πήγε το κουστούμι; βλ. φρ. πόσο (σου) βγήκε το κουστούμι(;)·
- ράβει κουστούμι, προετοιμάζεται για κάποια υψηλή πολιτική θέση: «τον τελευταίο καιρό πηγαινοέρχεται στο γραφείο του πρωθυπουργού, κι όλοι είναι σίγουροι πως σε λίγο θ’ αρχίσει να ράβει κουστούμι»· 
- του κόβω κουστούμι, δίνω σε κάποιον να πληρώσει φουσκωμένο λογαριασμό, τον χρεώνω παραπάνω από το κανονικό: «όλο το βράδυ γλεντούσε στα μπουζούκια, αλλά του ’κοψαν ένα κουστούμι, που τραβούσε τα μαλλιά του». Από το ότι το ράψιμο ενός κουστουμιού κατά παραγγελία σε ράφτη είναι πολύ πιο ακριβό από ένα έτοιμο.

λαγός

λαγός, ο, ουσ. [<μσν. λαγός <αρχ. λαγωός], ο λαγός. 1. άνθρωπος δειλός, φοβητσιάρης: «είναι τόσο λαγός, που, μόλις τον αγριέψεις λιγάκι, τρέμει απ’ το φόβο του». Από την εικόνα του λαγού, που σκιάζεται με τον παραμικρό θόρυβο. 2. λέγεται για άτομο που έχει κάποια υψηλή δημόσια θέση και δημοσιοποιεί κάποια ακραία πρόταση, για να δει τις γενικές αντιδράσεις των ενδιαφερομένων, οι οποίες, αν είναι έντονες, την αποσύρει: «ο υπουργός αποδείχτηκε λαγός, γιατί ανασκεύασε την ανακοίνωση που είχε κάνει για την ιδιωτικοποίηση του κρατικού οργανισμού». 3. (στη γλώσσα του αθλητισμού) αθλητής δρόμου χωρίς μεγάλη αντοχή που από την αρχή του αγώνα τρέχει πολύ γρήγορα για να παρασύρει και τους άλλους αθλητές σε μια γρήγορη κούρσα και εφόσον το επιτύχει αποσύρεται: «μετά την τέταρτη στροφή οι αθλητές έφτασαν και ξεπέρασαν το λαγό, ο οποίος αποχώρησε απ’ τον αγώνα». 4. (ειδικά) κινητό τηλέφωνο το οποίο επιλέγεται τυχαία από ένα κέντρο υποκλοπών, για να επιβεβαιωθεί η δυνατότητα υποκλοπής των συνομιλιών του κατόχου του: «κατάλαβε πως το κινητό του ήταν λαγός, γιατί κάθε τόσο έπιανε διάφορα μυστήρια σήματα που δεν μπορούσε να τα εξηγήσει». Η λ. σε χρήση από τις αρχές Φεβρουαρίου του 2006, μετά την αποκάλυψη του μεγάλου σκανδάλου των υποκλοπών των κινητών τηλεφώνων του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, πολλών υπουργών της κυβέρνησης, καθώς και άλλων σημαντικών προσώπων της ελληνικής πολιτικής και δημοσιογραφικής ζωής του τόπου. Με τη λ. λαγός, υπάρχει και η εξής δίστιχο εν είδει ταχταρίσματος σε μωρό: πάει λαγός να πιει νερό απ’ του (της) (ακολουθεί όνομα του μωρού ή, αν είναι αβάφτιστο, το μπέμπης ή μπέμπα) το λαιμό γκίλι γκίλι γκίλι γκίλι γκίλι· βλ. και λ. γκίλι. Υποκορ. λαγουδάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, βλ. λ. μάτι·
- αν κυνηγάς δύο λαγούς, θα χάσεις και τους δύο, βλ. φρ. όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν·
- αντί για λαγό, έβγαλε αρκούδα (ενν. το κυνηγετικό σκυλί), βλ. λ. αρκούδα·
- απ’ τα χαμόκλαδα που δεν περιμένεις, βγαίνει ο λαγός, πολλές φορές η επιτυχία, το κέρδος έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις, που δεν το υπολογίζεις: «περίμενα από έναν γνωστό μου να πάρω τη δουλειά, αλλά στο τέλος μου την ανέθεσε κάποιος, που είχαμε γνωριστεί τυχαία σ’ ένα μπαρ γιατί, πολλές φορές, απ’ τα χαμόκλαδα που δεν περιμένεις, βγαίνει ο λαγός»·
- άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες, λέγεται στην περίπτωση που, όσο και αν επιχειρεί κάποιος να καταφέρει κάτι, αποδεικνύεται πως ματαιοπονεί·
- βάζω το λαγό στο φούρνο, επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «είδα τον τάδε με τη δικιά του, που πήγαινε στην γκαρσονιέρα για να βάλει το λαγό στο φούρνο»·
- βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του, κατορθώνει απίθανα, ανέλπιστα πράγματα, κατορθώνει τ’ ακατόρθωτα: «όσο δύσκολη κι αν είναι η δουλειά, αυτός σίγουρα θα την καταφέρει, γιατί είναι τύπος που βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του». Αναφορά σε ένα από τα κόλπα ταχυδακτυλουργού· βλ. και φρ. είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του·
- βγάζω λαγό, (στη γλώσσα των δημοσιογράφων) πετυχαίνω ενδιαφέρουσα είδηση, περίπτωση, ανακαλύπτω σπουδαίο μυστικό ή σκάνδαλο: «είναι το καμάρι της εφημερίδας μας, γιατί κάθε τόσο βγάζει κι από έναν λαγό». Από την εικόνα του κυνηγετικού σκυλιού, που ξετρυπώνει μέσα από τους θάμνους το λαγό·
- έγινε  λαγός, έφυγε τρέχοντας, ιδίως από φόβο: «μόλις έμαθε πως ερχόταν να τον πιάσουν, έγινε λαγός». (Λαϊκό τραγούδι: πού να το ’ξευρες καημένε Μουσουλίνι ο στόλος σου και ο στρατός λαγός πως θε να γίνει
- είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του, είχε κάποιο ατού που το χρησιμοποίησε την κατάλληλη στιγμή προς όφελός του: «είχα την εντύπωση πως του είχα αρπάξει τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια του, αλλά αποδείχτηκε πως είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του κι έτσι ανέλαβε πανηγυρικά τη δουλειά»· βλ. και φρ. βγάζει λαγούς απ’ το καπέλο του·
- έχει καρδιά λαγού, είναι δειλός, φοβητσιάρης: «δεν είναι σωστό να τα βάλω μαζί του, γιατί έχει καρδιά λαγού κι όσοι με δουν θα με κοροϊδεύουν!»·
- θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, α. από τη στιγμή που θα καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «απ’ το γραφείο σου μπορείς να λες ό,τι θες, όταν κατεβείς όμως να δουλέψεις κι εσύ στην οικοδομή, θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «μέχρι τώρα σε τάιζαν οι γονείς σου, απ’ τη στιγμή όμως που έκανες δικό σου σπίτι, θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα». Συνών. θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο·    
- θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά:, ιδίως με ξυλοδαρμό «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα σου, θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα». Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα / θα σου δείξω πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο ή θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο· 
- λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του ή λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του, λέγεται ειρωνικά για άτομα που είναι τα ίδια υπαίτια για το κακό που παθαίνουν, για την καταστροφή τους: «μα είναι δυνατόν αυτό τ’ ανθρωπάκι να θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα; -Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του»·
- μυρίστηκε λαγό, ενδιαφέρεται πολύ σοβαρά για μια δουλειά ή υπόθεση, γιατί έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει πως θα έχει σπουδαίο όφελος: «αυτός για να θέλει να συνεταιριστεί με τον τάδε, προκειμένου ν’ αναλάβουν τη δουλειά, σίγουρα μυρίστηκε λαγό, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, είναι κατά των συνεταιρισμών». Από την εικόνα του κυνηγητικού σκυλιού, που επιδεικνύει έντονη κινητικότητα, όταν μυριστεί λαγό·
- ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να κρύψει τα εμφανή ελαττώματά του ή τις εμφανείς αδυναμίες του, δε θα τα καταφέρει: «εσύ παραπατάς και μου λες πως έκοψες το πιοτό, αλλά ο λαγός κι αν κρύβεται, τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν || λέει πως δεν είναι ομοφυλόφιλος, αλλά ο λαγός κι αν κρύβεται τ’ αφτιά του ξεχωρίζουν, γιατί περπατάει πάντα κουνιστός και λυγιστός»·
- όποιος κυνηγάει δυο λαγούς, κανέναν δε βαρά, βλ. φρ. όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν·
- όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν, το άτομο που επιδιώκει να πετύχει πολλά πράγματα συγχρόνως, αποτυχαίνει σε όλα: «θα πρέπει ν’ ασχοληθείς αποκλειστικά με τη δουλειά που ξεκίνησες και μην καταπιάνεσαι προς το παρόν με άλλα πράγματα, γιατί, όποιος κυνηγάει πολλούς λαγούς, δεν πιάνει κανέναν»·
- σέρνει ο λαγός το λέοντα με το χρυσό το ράμμα, βλ. λ. ράμμα·
- σηκώνω λαγό, α. κατορθώνω κάτι που μου αποφέρει γενική καταξίωση: «σήκωσε λαγό, αφού κατάφερε να πάρει συνέντευξη από κοτζάμ πλανητάρχη!». Από την εικόνα του κυνηγού, που πιάνει το λαγό που σκότωσε από τα αφτιά του και τον σηκώνει ικανοποιημένος. β. σκοτώνω λαγό κατά τη διάρκεια κυνηγιού: «τόσα χρόνια κυνηγός, πρώτη φορά μου κατάφερα να σηκώσω λαγό»· βλ. και φρ. βγάζω λαγό·
- τάζω λαγούς με πετραχήλια, για να πετύχω κάποιο σκοπό μου υπόσχομαι πολλά και δυσεκπλήρωτα πράγματα: «της έταζε λαγούς με πετραχήλια για να του πει το ναι». (Λαϊκό τραγούδι: πάψε να τάζεις λαγούς με πετραχήλια, δεν κολατσίζεις από τα δικά μου χείλια). Συνών. τάζω τον ουρανό με τ’ άστρα·
- τρέχει σαν λαγός, είναι πολύ ταχύς, τρέχει πολύ γρήγορα: «δεν πιάνεται εύκολα, γιατί τρέχει σαν λαγός». Από το ότι ο λαγός έχει πολύ γρήγορο τρέξιμο.

ξυλιά

ξυλιά, η, ουσ. [<ξύλο + κατάλ. -ιά], χτύπημα με κάποιο όργανο, ιδίως με βέργα από ξύλο και, κατ’ επέκταση, ο ξυλοδαρμός. (Λαϊκό τραγούδι: μια ξυλιά με το καμτσίκι είν’ αιώνιο ρεζιλίκι) και συνήθ. στον πλ. οι ξυλιές·
- δίνω ξυλιές, δέρνω κάποιον: «κάποια στιγμή αρπάχτηκαν στα χέρια και του ’δωσε τόσες ξυλιές, που θα κάνει μέρες να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι του»·
- καλύτερα η αγάπη ενός γέρου, παρά οι ξυλιές ενός νέου, βλ. λ. νέος·
- ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δε μετράει, βλ. λ. γάιδαρος·
- τρώω ξυλιές, με δέρνει κάποιος: «ήθελε να τα βάλει μαζί μου όμως έφαγε ξυλιές κι ησύχασε». (Λαϊκό τραγούδι: μα τα σημερινά όμως τ’ αγόρια είναι μαγκάκια, δε σηκώνουν πονηριές, κι αφού -λεν- βγήκε απ’ τον παράδεισο το ξύλο, θα πρέπει και να τρων κάποιες ξυλιές
-χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, το πάθημα του διπλανού μας μας αφήνει αδιάφορους από τη στιγμή που δεν έχει αντίκτυπο σε βάρος μας: «τι με νοιάζει κι αν χρεοκόπησε ο τάδε, αφού χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε». Συνών. σε ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο πόσες παράδες κάνουν; βλ. φρ. χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε.

παίρνω

παίρνω, ρ. [<μσν. παίρνω <ἐπαίρνω <αρχ. ἐπαίρω], παίρνω. 1. (και για τα δυο φύλα), παντρεύομαι: «πήρε μια πάρα πολύ καλή κοπέλα». (Δημοτικό τραγούδι: δεν την παίρνω, θα την πάρεις, άλλα λόγια λέτε βρε παιδιά, τι καμώματα είναι τούτα, με το ζόρι παντρειά). 2. αισθάνομαι, δοκιμάζω: «πήρα τέτοια χαρά, που δε θα την ξεχάσω ποτέ! || πήρα τέτοιο φόβο, που ακόμα τρέμω!». 3. αγοράζω: «πήρα καινούριο αυτοκίνητο || πήρα καινούρια τηλεόραση || πήρα δυο κιλά ντομάτες». (Νησιώτικο τραγούδι: πόσο πουλιέται το φιλί στη Δύση, στην Ανατολή; Της παντρεμένης τέσσερα, της χήρας δεκατέσσερα, της λεύτερης το πιο γλυκό το παίρνεις με το χωρατό).4. τρώω ή πίνω: «πήρα μόνο ένα μεζεδάκι, γιατί ήμουν χορτάτος || όσο σε περίμενα να ’ρθεις, πήρα δυο ουισκάκια». 5. νικώ κάποιον αντίπαλο σε πάλη: «παλέψαμε και τον πήρα μέσα σε δυο λεπτά». 6. νικώ, κερδίζω κάποιον αντίπαλο σε κάποιο παιχνίδι, ιδίως επιτραπέζιο (χαρτιά, τάβλι, σκάκι, κ.λπ.) ή σε κάποιο άλλο αθλητικό παιχνίδι (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ, κ.λπ.): «παίξαμε μια μπιρίμπα και τον πήρα || παίξαμε τάβλι και τον πήρα || την προηγούμενη φορά που παίζαμε με την ομάδα τους, τους πήραμε πανηγυρικά». 7. (για τάβλι), βλ. συνηθέστ. μαζεύω. 8. εισπράττω, κερδίζω χρήματα από τη δουλειά μου, την εργασία μου ή από κάποιο τυχερό παιχνίδι: «εργάζομαι σ’ ένα τεχνικό γραφείο και κάθε μήνα παίρνω διακόσιες χιλιάδες καθαρά || παίζαμε πόκα και πήρα εκατό χιλιάρικα». (Λαϊκό τραγούδι: πήρα δεκαοχτώ χιλιάδες απ’ τον μπακαρά, να γλεντήσω με ζουρνάδες θέλω μια φορά). 9. αρπάζω, κλέβω: «μέσα στο συνωστισμό, του πήραν το πορτοφόλι χωρίς να το καταλάβει». 10. εκπορθώ, κυριεύω, κατακτώ: «οι Τούρκοι πήραν την Πόλη στις 29 Μαΐου του 1453». (Τραγούδι: βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια την ψηλή του μ’ όλα τα φτερά, κι ένα βράδυ με φεγγάρι την Ελλάδα πάει να πάρει, βρε το φουκαρά). Πρβλ.: πήραν την Πόλη, πήρα την, πήραν τη Σαλονίκη (Δημοτικό). 11. στο α΄ πλ. πρόσ. του αορ. πήραμε, λέγεται συνήθως επαναλαμβανόμενο ως ειρωνική άρνηση σε κάποιον που μας προτείνει να αγοράσουμε κάτι ή που μας προτείνει κάτι που καταφανέστατα είναι σε βάρος μας. Συνών. δώσαμε. (Ακολουθούν 940 φρ.)·     
- αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, βλ. λ. κρόκος·
- αν δε φυσάει, δεν παίρνει δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- απ’ την πόρτα με πήρες, βλ. λ. πόρτα·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, βλ. λ. διάβολος·
- απ’ το στόμα μου το πήρες, βλ. λ. στόμα·
- αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά, βλ. λ. σάρκα·
- ας τα πάρει το ποτάμι! βλ. λ. ποτάμι·
- ας το πάρει το ποτάμι! βλ. λ. ποτάμι·
- αφήνω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- βράδυ πήρες το δίπλωμα; βλ. λ. βράδυ·
- για ποιον με παίρνεις; βλ. λ. ποιος·
- για ποιον με πήρες; βλ. λ. ποιος·
- γιατί, φάρμακο θα πάρεις; βλ. λ. φάρμακο·
- γιατί, χάπι θα πάρεις; βλ. λ. χάπι·
- γίνε προφήτης και πάρε τα μισά, βλ. λ. προφήτης·
- δε θα πάρει ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- δε θα σε πάρω στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- δε θα τα πάρεις μαζί σου (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), λέγεται ειρωνικά σε άτομο που από τσιγκουνιά δεν απολαμβάνει τα χρήματα που κερδίζει: «γλέντα τη ζωή σου, βρε βλάκα, γιατί δε θα τα πάρεις μαζί σου». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να κάνει αδικίες, μα κι όσοι ζουν με την ψευτιά, μαζί τους δεν τα παίρνουν και στη ζωή μας μοναχά οι καλοσύνες μένουν). Πολλές φορές, στον τύπο, μαζί σου θα τα πάρεις; Δε θα τα πάρεις μαζί σου, που είναι ερώτηση και απάντηση από το ίδιο πρόσωπο·
- δε θα το πάρω κι επί πόνου, βλ. λ. πόνος·
- (δε) με παίρνει, (δε) μου είναι δυνατό, (δε) μου είναι επιτρεπτό: «δε με παίρνει να πάω σ’ αυτό το ξενοδοχείο γιατί είναι πανάκριβο || δε με παίρνει να κάνω το μάγκα, γιατί αυτός που ήρθε δε σηκώνει τ’ αστεία || όταν καταλαβαίνω ότι με παίρνει να πω κι εγώ κάτι, δε χάνω την ευκαιρία»·
- δε με παίρνει άλλο, βλ. λ. άλλος·
- δε με παίρνει η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- δε με παίρνει ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- δε με παίρνει ο ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- δε με παίρνει ο χρόνος, βλ. λ. χρόνος·
- δεν έχω (το) κουράγιο να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. κουράγιο·
- δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. άλλος·
- δεν παίρνει άλλο νερό, βλ. λ. νερό·
- δεν παίρνει αναβολή (κάτι), βλ. λ. αναβολή·
- δεν παίρνει (από) κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνει από λόγια, βλ. λ. λόγος·
- δεν παίρνει από παρακάλια, βλ. λ. παρακάλι·
- δεν παίρνει από συμβουλές, βλ. λ. συμβουλή·
- δεν παίρνει γιατρειά, βλ. λ. γιατρειά·
- δεν παίρνει γρήγορα μπρος, βλ. λ. μπρος·
- δεν παίρνει γρήγορα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- δεν παίρνει εύκολα μπρος, βλ. λ. μπρος·
- δεν παίρνει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- δεν παίρνει η κόκα του, βλ. λ. κόκα2·
- δεν παίρνει κάβο, βλ. λ. κάβος·
- δεν παίρνει κρέας απάνω του, βλ. λ. κρέας·
- δεν παίρνει με το καλό, βλ. λ. καλός·
- δεν παίρνει μερεμέτι, βλ. λ. μερεμέτι·
- δεν παίρνει στροφές (ενν. το μυαλό του), βλ. λ. στροφή·
- δεν παίρνει στροφές το μυαλό του ή το μυαλό του δεν παίρνει στροφές, βλ. λ. στροφή·
- δεν παίρνει χαμπάρι, βλ. λ. χαμπάρι·
- δεν παίρνεις κουβέντα απ’ το στόμα του, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν παίρνεις απ’ τα χείλη του, βλ. λ. λέξη·
- δεν παίρνεις λέξη απ’ το στόμα του, βλ. λ. λέξη·
- δεν παίρνω αναπνοή ή δεν προλαβαίνω να πάρω αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- δεν παίρνω ανάσα ή δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δεν παίρνω από αστεία, βλ. λ. αστείο·
- δεν παίρνω γιατρειά, βλ. λ. γιατρειά·
- (δεν) παίρνω είδηση, βλ. λ. είδηση·
- δεν παίρνω μπάζα, βλ. λ. μπάζα1·
- δεν παίρνω μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- δεν παίρνω όρκο, βλ. λ. όρκος·
- δεν παίρνω πίσω την υπογραφή μου ή δεν παίρνω την υπογραφή μου πίσω, βλ. λ. υπογραφή·
- δεν παίρνω πίσω το λόγο μου ή δεν παίρνω το λόγο μου πίσω, βλ. λ.λόγος·
- δεν παίρνω φυλλωσιά, βλ. λ. φυλλωσιά·
- δεν παίρνω χαρτωσιά, βλ. λ. χαρτωσιά·
- δεν πήρα αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- δεν πήρα ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δεν τα παίρνει (ενν. τα λεφτά), δε δωροδοκείται, δε χρηματίζεται: «μην προσπαθήσεις να του τα χώσεις, γιατί δεν τα παίρνει»·
- δεν τα παίρνει (ενν. τα γράμματα), δεν έχει ευκολία στη μάθηση: «ο πατέρας του ήθελε να τον σπουδάσει, αλλά, μια κι είδε πως δεν τα ’παιρνε, τον έβαλε να μάθει μια τέχνη»·
- δεν τα παίρνει η γκλάβα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. γκλάβα·
- δεν τα παίρνει η κεφάλα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κεφάλα·
- δεν τα παίρνει τα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- δεν τα παίρνει η κόκα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κόκα2·
- δεν τα παίρνει η κούτρα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κούτρα·
- δεν τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κεφάλι·
- δεν τα παίρνει το μυαλό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. μυαλό·
- δεν τα παίρνει το νιονιό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. νιονιό·
- δεν τα παίρνει το ξερό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. ξερό·
- δεν του παίρνεις λέξη, βλ. λ. λέξη·
- διαλέγετε και παίρνετε, βλ. λ. διαλέγω·
- δίνει και παίρνει, βλ. λ. δίνω·
- δίνω και παίρνω, βλ. λ. δίνω·
- δίνω παίρνω, βλ. λ. δίνω·
- δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, βλ. λ. δρόμος·
- δώσ’ του να πάρει μια βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- εεε, οοο, το πήραμε, το πήραμε το ευρωπαϊκό! βλ. λ. ευρωπαϊκός·
- είναι πάρ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι πάρε όλα τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι, βλ. λ. βόδι·
- έλα να δεις και μην πάρεις, βλ. λ. έλα·
- έλα ύπνε και πάρε το, βλ. λ. ύπνος·
- έτσι θα πάρουμε την Πόλη; βλ. λ. Πόλη·
- ευχαριστώ, δε θα πάρω! βλ. λ. ευχαριστώ·
- ευχή γονέων πάρε και στα βουνά περπάτα, βλ. λ. ευχή·
- έχει πάρει (ενν. σασί), α. είναι ελαττωματικός στο μυαλό, είναι λειψός, βλαμμένος, φαντασιόπληκτος: «μην τον παρεξηγείς για τα καμώματά του, γιατί έχει πάρει ο άνθρωπος». β. (για αυτοκίνητα) το σασί του έχει χάσει την ευθυγράμμισή του έπειτα από τρακάρισμα και κινείται ελαττωματικά: «το ’χεις τρακάρει άσχημα τ’ αυτοκίνητο, γιατί απ’ ό,τι βλέπω έχει πάρει»·
- έχει πάρει σασί ή πήρε σασί, βλ. λ. σασί·
- η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα, βλ. λ. νύφη·
- ήρθα να πάρω τα χαλιά, βλ. λ. χαλί·
- θα πάρεις τη γλύκα! βλ. λ. γλύκα·
- θα πάρεις το βραβείο ή θα πάρεις το βραβείο της ανοιχτής παλάμης ή θα πάρεις το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά, βλ. λ. βραβείο·
- θα πάρεις το μεγαλόσταυρο, βλ. λ. μεγαλόσταυρος·
- θα πάρεις το παράσημο ή θα πάρεις το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- θα πάρεις τον αργυρό σταυρό, βλ. λ. σταυρός·
- θα πάρεις φόρα και θα μας (μου) τα κλάσεις με την όπισθεν! (ενν. τ’ αρχίδια), βλ. λ. φόρα1·
- θα πάρω πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω, βλ. λ. καπελάκι·
- θα πάρω το καπέλο μου και θα φύγω, βλ. λ. καπέλο·
- θα σε πάρει και θα σε σηκώσει! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, πως θα του συμπεριφερθούμε πολύ αυστηρά, πώς θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά: «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομα της οικογένειάς μου στο στόμα σου, θα σε πάρει και θα σε σηκώσει!»·
- θα σε πάρει ο διάβολος και θα σε σηκώσει! βλ. λ. διάβολος·
- θα σε πάρει ο μπόγιας, βλ. λ. μπόγιας·
- θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. γράμμα·
- θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, βλ. λ. διάβολος·
- θα σου πάρω τα μέτρα! βλ. λ. μέτρο·
- θα σου πάρω το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- θα σου πάρω το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- θα σου πάρω το σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα το πάρω ντέρτι! βλ. λ. ντέρτι·
- θα τον πάρει ο αέρας, βλ. λ. αέρας·
- θα τον (την) πάρει ο μπόγιας, βλ. λ. μπόγιας·
- … και πάρ’ τον κάτω, βλ. λ. κάτω·
- και να μου το χάριζαν, δε θα το ’παιρνα, βλ. λ. χαρίζω·
- και πάρε και δρόμο! βλ. λ. δρόμος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του παρ’ τα όλα! βλ. λ. γιος·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του παρά την υπογραφή του, βλ. λ. λόγος·
- κάτι πήρε τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- κάτι πήρε το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- κι όποιον πάρει η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- κι όποιον πάρει η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- κι όποιον πάρει ο χάρος, βλ. λ. χάρος·
- κι όποιον πάρει το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- κόβω τα πάρε δώσε (με κάποιον), βλ. λ. κόβω·
- λεφτά θα πάρεις, βλ. λ. λεφτά·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μαζί σου θα τα πάρεις; (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), βλ. φρ. δε θα τα πάρεις μαζί σου·
- μαθημένο το αρνί να του παίρνουν το μαλλί, βλ. λ. αρνί·
- μας πήρανε μονότερμα, βλ. λ. μονότερμα·
- μας πήρε (το) κεφάλι ή μου πήρε (το) κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μας πήρε μονότερμα, βλ. λ. μονότερμα·
- μας πήρε όλους το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- μας τα πήρε μέχρι φράγκο ή μου τα πήρε μέχρι φράγκο, βλ. λ. φράγκο·
- με παίρνει; μου είναι δυνατό, επιτρεπτό να ενεργήσω με τον τρόπο που θέλω, που επιθυμώ(;): «με παίρνει να ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια; || με παίρνει να πω κι εγώ δυο κουβέντες για την υπόθεση;»·
- με παίρνει για..., έχει τη γνώμη ότι είμαι…, με θεωρεί, νομίζει: «με παίρνει για χαζό και θέλει να με ξεγελάσει». (Τραγούδι: χωρίς λεφτά, χωρίς σταυρό, άλλοι με παίρνουν για μωρό κι άλλοι για δολοφόνο).Συνών. με περνάει για(…)·
- με παίρνει το παράπονο, βλ. λ. παράπονο·
- με παίρνουν κι εμένα τα σκάγια, βλ. λ. σκάγι·
- με παίρνουν στρατιώτη, βλ. λ. στρατιώτη·
- με παίρνουν τα αίματα, βλ. λ. αίμα·
- με παίρνουν τα δάκρυα ή με παίρνει το δάκρυ, βλ. λ. δάκρυ·
- με παίρνουν τα ζουμιά, βλ. λ. ζουμί·
- με παίρνουν τα κλάματα ή με παίρνει το κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- με παίρνουν τα πετμέζια, βλ. λ. πετμέζι·
- με παίρνουν τα σκάγια, βλ. λ. σκάγι·
- με παίρνουν τα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- με παίρνουν φαντάρο, βλ. λ. φαντάρος·
- με πήραν είδηση, βλ. λ. είδηση·
- με πήραν οι σάλτσες, βλ. λ. σάλτσα·
- με πήραν πρέφα, βλ. λ. πρέφα·
- με πήραν τα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- με πήρε, (για χρονικό διάστημα) διέθεσα, ξόδεψα: «με πήρε δυο μήνες μέχρι να τελειώσω τη δουλειά || με πήρε ένας μήνας μέχρι να τον πείσω ν’ αποσύρει τη μήνυση»·
- με πήρε από κάτω, βλ. λ. κάτω·
- με πήρε από κάτω η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- με πήρε από… μέχρι…, διάρκεσε κάποια προσπάθειά μου από… μέχρι…: «τον έψαχνα σ’ όλη την πόλη και για να τον βρω με πήρε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ || για να τελειώσω τη δουλειά με πήρε απ’ τη Δευτέρα μέχρι την Παρασκευή»·     
- με πήρε για τον..., νόμισε πως ήμουν ο..., με εξέλαβε για τον...: «με είδε από μεγάλη απόσταση και με πήρε για τον τάδε»·
- με πήρε είδηση, βλ. λ. είδηση·
- με πήρε η μέρα, βλ. λ. μέρα·
- με πήρε η μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- με πήρε η νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- με πήρε και με σήκωσε, α. ταλαιπωρήθηκα πολύ: «μπλέχτηκα με μια δουλειά, που με πήρε και με σήκωσε, μέχρι να την παραδώσω». β. με καθύβρισε κάποιος: «με τσάκωσε ο διευθυντής μου να πηγαίνω καθυστερημένος στη δουλειά και με πήρε και με σήκωσε»·
- με πήρε μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- με πήρε ο Θεός τα μυαλά, βλ. λ. Θεός·
- με πήρε ο ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- με πήρε πρέφα, βλ. λ. πρέφα·
- με πήρε στο λαιμό του, βλ. λ. λαιμός·
- με πήρε το μεσημέρι, βλ. λ. μεσημέρι·
- με πήρε το ρέμα, βλ. λ. ρέμα·
- με το κουτάλι μου το δίνει, με τη χουλιάρα μου το παίρνει, βλ. λ.χουλιάρα·
- με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι, βλ. λ. τομάρι·
- μήπως πήρε τ’ αφτί σου, βλ. λ. αφτί·
- μήπως πήρε το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- μου παίρνει το ψωμί (μου), βλ. λ. ψωμί·
- μου παίρνει χρόνο (κάτι), βλ. λ. χρόνος·
- μου παίρνουν αίμα, βλ. λ. αίμα·
- μου παίρνουν βεντούζες, βλ. λ. βεντούζα·
- μου παίρνουν τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- μου πήραν και τα ρούχα, βλ. λ. ρούχο·
- μου πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια ή μου πήραν τ’ αβγά και τα πασχάλια, βλ. λ. αβγό·
- μου πήραν τη φάτσα, βλ. λ. φάτσα·
- μου πήρε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου πήρε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου πήρε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου πήρε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. στόμα·
- μου πήρε παρθενιά ή μου πήρε την παρθενιά ή πήρε την παρθενιά μου, βλ. λ. παρθενιά·
- μου πήρε τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μου πήρε τα μυαλά ή μου πήρε το μυαλό ή μου ’χει πάρει τα μυαλά ή μου ’χει πάρει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- μου πήρε την καρδιά ή μου ’χει πάρει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου πήρε το κεφάλι ή μου ’χει πάρει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μου πήρε το νου ή μου ’χει πάρει το νου, βλ. λ. νους·
- μου τα παίρνει, μου αποσπά συστηματικά χρήματα: «έχω μια μικρούλα που μου τα παίρνει, αλλά χαλάλι της». (Λαϊκό τραγούδι: μην κάνεις κόλπα ψεύτικα και λες πως με λατρεύεις, γιατί σε σακουλεύτηκα πως θες να μου τα παίρνεις
- μου τα παίρνουν, μου κερδίζουν συστηματικά τα χρήματα, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «τον τελευταίο καιρό έχω γκίνια και μου τα παίρνουν, θα γυρίσει όμως το φύλλο και θα τους τα πάρω πίσω». (Λαϊκό τραγούδι: μου τα ’παίρναν και γυρνούσα με τα πόδια στις Συκιές, και δεν είχα να γουστάρω στα μπουζούκια δυο πενιές
- μου ’φαγε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου ’φαγε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- να με πάρ’ η ευχή! βλ. λ. ευχή·
- να με πάρ’ η οργή! βλ. λ. οργή·
- να με πάρ’ ο δαίμονας! βλ. λ. δαίμονας·
- να με πάρ’ ο διάβολος! βλ. λ. διάβολος·
- να με πάρ’ ο κόρακας! βλ. λ. κόρακας·
- να παρ’ η ευχή! βλ. λ. ευχή·
- να παρ’ η οργή! βλ. λ. οργή·
- να παρ’ ο δαίμονας! βλ. λ. δαίμονας·
- να παρ’ ο διάβολος! βλ. λ. διάβολος·
- να πάρ’ ο κόρακας! βλ. λ. κόρακας·
- να σε πάρ’ η ευχή! βλ. λ. ευχή·
- να σε πάρ’ η οργή! βλ. λ. οργή·
- να σε πάρ’ ο δαίμονας! βλ. λ. δαίμονας·
- να σε πάρ’ ο διάβολος! βλ. λ. διάβολος·
- να σε πάρ’ ο κόρακας! βλ. λ. κόρακας·
- να τα πάρει το ποτάμι! βλ. λ. ποτάμι·
- να το πάρει το ποτάμι; βλ. λ. ποτάμι·
- να το πάρεις το κορίτσι, βλ. λ. κορίτσι·
- νύχτα πήρες το δίπλωμα; βλ. λ. νύχτα·
- νύχτα πήρες το πτυχίο; βλ. λ. πτυχίο·
- ο βλάχος κι αν αγίασε, σκατένια δόξα πήρε, βλ. λ. βλάχος·
- ο Γρηγόρης εγρηγόρα, κι ο Μελέτης εμελέτα, κι ο Γρηγόρης μας επήρε του Μελέτη τη γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- όλοι παίρνουν δυο μέτρα γη, βλ. λ. γη·
- όποιος πολύ διαλέγει, τ’ αποδιαλεγούδια παίρνει, βλ. λ. αποδιαλεγούδι·
- όπως θες (θέλεις) πάρ’ το, βλ. λ. όπως·
- όπως και να το πάρει κανείς ή όπως και να το πάρεις, βλ. λ. όπως·
- όπως το πάρει κανείς, ανάλογα πως θα το αξιολογήσει κανείς: «το δικό μου τ’ αυτοκίνητο είναι πολύ καλύτερο απ’ το δικό σου. -Όπως το πάρει κανείς». Συνών. όπως το δει κανείς·
- όσα δίνεις, τόσα παίρνεις, βλ. λ. όσος·
- όσο δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. όσος·
- όσο παίρνει, βλ. λ. όσος·
- όσο παίρνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, βλ. λ. Θεός·
- ό,τι δίνεις, παίρνεις, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι, λέγεται στην περίπτωση που πρέπει να εκμεταλλευτούμε αμέσως την ευκαιρία που μας δίνεται, αν θέλουμε να πετύχουμε κάτι: «κοίταξε τώρα που υπάρχει αναμπουμπούλα να κερδίσεις όσα μπορείς, γιατί σήμερα η ζωή είναι ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά και η λεχώνα στο κρεβάτι». Από το έθιμο που εξακολουθεί να υπάρχει στην ευλογημένη επαρχία, να πετούν οι συγγενείς και οι φίλοι χρήματα ή χρυσαφικά στο νυφικό κρεβάτι την παραμονή του γάμου, ή από το έθιμο να κάνουν διάφορα δώρα στη νύφη οι συγγενείς και οι φίλοι που παραβρέθηκαν στην εκκλησία κατά το μυστήριο του γάμου (χρυσαφικά, που της τα κρεμούν στο λαιμό, ή χαρτονομίσματα, που τα καρφιτσώνουν στο νυφικό της), τη στιγμή που τη χαιρετούν για να της ευχηθούν βίον ανθόσπαρτον, καθώς και στη λεχώνα, που μετά τη γέννα δε βγαίνει για σαράντα μέρες από το σπίτι της, κι έτσι πηγαίνουν οι διάφοροι συγγενείς και φίλοι να δουν αυτή και το μωρό της, προσκομίζοντας και τα απαραίτητα δώρα τους· βλ. και φρ. η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα, λ. νύφη· 
- όχι δε θα πάρω ή όχι δε θα πάρουμε, βλ. λ. όχι·
- πάει να πάρει τον αέρα του, βλ. λ. αέρας·
- παίρνει αέρα, βλ. λ. αέρας·
- παίρνει αμέσως φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίρνει έκταση (κάτι), βλ. λ. έκταση·
- παίρνει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίρνει κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- παίρνει μάκρος η δουλειά ή παίρνει σε μάκρος η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνει με το πρώτο φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίρνει μυαλά, βλ. λ. μυαλό·
- παίρνει στροφές στον αέρα, βλ. λ. στροφή·
- παίρνει στροφές το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- παίρνει τρεις κι εξήντα, βλ. λ. τρεις·
- παίρνει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- παίρνει τρελό μισθό, βλ. λ. μισθός·
- παίρνει ύφος δέκα καρδιναλίων, βλ. λ. ύφος·
- παίρνει ύφος δικαστή, βλ. λ. δικαστής·
- παίρνει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- παίρνει χοντρό μισθό, βλ. λ. μισθός·
- παίρνει χρόνο (κάτι), βλ. λ. χρόνος·
- παίρνει ώρα ή παίρνει ώρες (κάτι), βλ. λ. ώρα·
- παίρνουν κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- παίρνω αβίζο, βλ. λ. αβίζο·
- παίρνω άδεια ή παίρνω την άδειά μου, βλ. λ. άδεια·
- παίρνω άδεια απ’ τη σημαία, βλ. λ. άδεια·
- παίρνω αέρα, βλ. λ. αέρας·
- παίρνω αίμα, βλ. λ. αίμα·
- παίρνω αμπάριζα, βλ. λ. αμπάριζα·
- παίρνω αμπάριζα και βγαίνω, βλ. λ. αμπάριζα·
- παίρνω αναβολή, βλ. λ. αναβολή·
- παίρνω αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- παίρνω ανάποδες (ενν. στροφές), βλ. λ. ανάποδος·
- παίρνω ανάποδες στροφές, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- παίρνω ανάστημα, βλ. λ. ανάστημα·
- παίρνω ανοιχτά τη στροφή ή παίρνω τη στροφή ανοιχτά, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω απ’ το χέρι (χεράκι) (κάποιον), βλ. λ. χέρι·
- παίρνω απάντηση, βλ. λ. απάντηση·
- παίρνω απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- παίρνω απάνω μου τη δουλειά ή παίρνω τη δουλειά απάνω μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω απάνω μου το βάρος ή παίρνω το βάρος απάνω μου, βλ. λ. βάρος·
- παίρνω απάνω μου το παιχνίδι ή παίρνω το παιχνίδι απάνω μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίρνω απάνω μου το ρίσκο ή παίρνω το ρίσκο απάνω μου, βλ. λ. ρίσκο·
- παίρνω από αίσθημα, (και για τα δυο φύλα), βλ. λ. αίσθημα·
- παίρνω απόσταση (από κάτι), βλ. λ. απόσταση·
- παίρνω απουσία, βλ. λ. απουσία·
- παίρνω απουσίες, βλ. λ. απουσία·
- παίρνω απόφαση ή παίρνω την απόφαση, βλ. λ. απόφαση·
- παίρνω άριστα, βλ. λ. άριστα·
- παίρνω άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο το δρόμο, βλ. λ. άσχημος·
- παίρνω άφεση αμαρτιών, βλ. λ. αμαρτία·
- παίρνω βαθιά αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
- παίρνω βαθιά ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- παίρνω βαθμό, βλ. λ. βαθμός·
- παίρνω βάρος, βλ. λ. βάρος·
- παίρνω βήμα, βλ. λ. βήμα·
- παίρνω βίζα, βλ. λ. βίζα·
- παίρνω βίζιτα, βλ. λ. βίζιτα·
- παίρνω βράση, (ιδίως για φαγητό), βλ. λ. βράση·
- παίρνω γαλόνι, (στη γλώσσα του στρατού), βλ. λ. γαλόνι·
- παίρνω γεύση, (για φαγητά) βλ. λ. γεύση·
- παίρνω γι’ αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- παίρνω γι’ αστεία ή παίρνω γι’ αστείο, βλ. λ. αστείο·
- παίρνω γουρούνι στο σακί, βλ. λ. γουρούνι·
- παίρνω γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- παίρνω γύρα, βλ. λ. γύρα·
- παίρνω δέκα, (ιδίως για μαθητική βαθμολογία) βλ. λ. δέκα·
- παίρνω δελτίο, βλ. λ. δελτίο·
- παίρνω δημοσιότητα, βλ. λ. δημοσιότητα·
- παίρνω διορία, βλ. λ. διορία·
- παίρνω δίπλα τα βουνά, βλ. λ. βουνό·
- παίρνω δουλειά στο σπίτι, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω δύναμη ή παίρνω δυνάμεις, βλ. λ. δύναμη·
- παίρνω είδηση, βλ. λ. είδηση·
- παίρνω εκδίκηση, βλ. λ. εκδίκηση·
- παίρνω ελαφρά (κάτι), βλ. λ. ελαφρός·
- παίρνω ένα καλό μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω ένα μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω (ένα) μπίστο, βλ. λ. μπίστο·
- παίρνω ένα πανί (κάτι), βλ. λ. πανί·
- παίρνω έναν υπνάκο, βλ. λ. υπνάκος·
- παίρνω έναν ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- παίρνω έτσι ή παίρνω στο έτσι, βλ. λ. έτσι·
- παίρνω ζαλίκα (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. ζαλίκα·
- παίρνω θάρρος, βλ. λ. θάρρος·
- παίρνω θέση, βλ. λ. θέση·
- παίρνω ιδιαίτερα, βλ. λ. ιδιαίτερος·
- παίρνω ίσες αποστάσεις, βλ. λ. απόσταση·
- παίρνω ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω κάβο, βλ. λ. κάβος·
- παίρνω και τα ρέστα του, βλ. λ. ρέστα·
- παίρνω κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον κακό, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό δρόμο ή παίρνω τον καλό το δρόμο ή παίρνω το δρόμο τον καλό, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω καπάρο, βλ. λ. καπάρο·
- παίρνω κατά γράμμα, βλ. λ. γράμμα·
- παίρνω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- παίρνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- παίρνω κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
- παίρνω κεφτέ, βλ. λ. κεφτές·
- παίρνω κιλά, βλ. λ. κιλό·
- παίρνω κλειστά τη στροφή ή παίρνω τη στροφή κλειστά, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω κόζι, βλ. λ. κόζι·
- παίρνω κουλούρα (κουλουράκι), βλ. λ. κουλούρα·
- παίρνω κουλούρι (κουλουράκι), βλ. λ. κουλούρι·
- παίρνω κουράγιο, βλ. λ. κουράγιο·
- παίρνω κουταλιά ή παίρνω κουταλιές, βλ. λ. κουταλιά·
- παίρνω κουτρουβάλες, βλ. λ. κουτρουβάλα·
- παίρνω κώλο, βλ. λ. κώλος·
- παίρνω κωλοτούμπες, βλ. λ. κωλοτούμπα·
- παίρνω λαφριά (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. λαφρύς·
- παίρνω λαχτάρα ή παίρνω τη λαχτάρα, βλ. λ. λαχτάρα·
- παίρνω λίγο αέρα, βλ. λ. αέρας·
- παίρνω μαθήματα, βλ. λ. μάθημα·
- παίρνω μάτι, βλ. λ. μάτι·
- παίρνω με το μέρος μου, βλ. λ. μέρος·
- παίρνω μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- παίρνω μεζεδάκι, βλ. λ. μεζεδάκι·
- παίρνω μερεμέτι, βλ. λ. μερεμέτι·
- παίρνω μέρος, βλ. λ. μέρος·
- παίρνω μέτρα, βλ. λ. μέτρο·
- παίρνω μηδέν, βλ. λ. μηδέν·
- παίρνω μια βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- παίρνω μια γύρα, βλ. λ. γύρα·
- παίρνω μια γυροβολιά, βλ. λ. γυροβολιά·
- παίρνω μια θέση, βλ. λ. θέση·
- παίρνω μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- παίρνω μια κατρακύλα, βλ. λ. κατρακύλα·
- παίρνω μια λαχτάρα! βλ. λ. λαχτάρα·
- παίρνω μια πίπα, βλ. λ. πίπα·
- παίρνω μια στροφή, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω μια τούμπα, βλ. λ. τούμπα·
- παίρνω μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- παίρνω μπαξίσι, βλ. λ. μπαξίσι·
- παίρνω μπόι, βλ. λ. μπόι·
- παίρνω μπόσικα (κάτι), βλ. λ. μπόσικος·
- παίρνω μπρος, βλ. λ. μπρος·
- παίρνω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- παίρνω μυρουδιά, βλ. λ. μυρουδιά·
- παίρνω ναρκωτικά, βλ. λ. ναρκωτικό·
- παίρνω νόγα, βλ. λ. νόγα·
- παίρνω ντουμάνι, (για φωτιά), βλ. λ. ντουμάνι·
- παίρνω ξυστρί, βλ. λ. ξυστρί·
- παίρνω όρκο, βλ. λ. όρκος·
- παίρνω παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
- παίρνω παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- παίρνω παραμάζωμα, βλ. λ. παραμάζωμα·
- παίρνω παραμάζωμα (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. παραμάζωμα·
- παίρνω παραμάσχαλα, βλ. λ. παραμάσχαλα·
- παίρνω παράσημο, βλ. λ. παράσημο·
- παίρνω παράτα, βλ. λ. παράτα1·
- παίρνω παρθενιά ή παίρνω την παρθενιά, βλ. λ. παρθενιά·
- παίρνω παρουσίες, βλ. λ. παρουσία·
- παίρνω παρτούζα (με κάποιον), βλ. λ. παρτούζα·
- παίρνω πάσα, βλ. λ. πάσα·
- παίρνω πασαπόρτι ή παίρνω το πασαπόρτι μου, βλ. λ. πασαπόρτι·
- παίρνω πενταροδεκάρες, βλ. λ. πενταροδεκάρες·
- παίρνω πεσκέσι, βλ. λ. πεσκέσι·
- παίρνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- παίρνω πίσω την υπογραφή μου ή παίρνω την υπογραφή μου πίσω, βλ. λ. υπογραφή·
- παίρνω πίσω το αίμα μου ή παίρνω το αίμα μου πίσω, βλ. λ. αίμα·
- παίρνω πίσω το δίκιο μου ή παίρνω το δίκιο μου πίσω, βλ. λ. δίκιο·
- παίρνω πίσω το λόγο μου ή παίρνω το λόγο μου πίσω, βλ. λ. λόγος·
- παίρνω πόδι, βλ. λ. πόδι·
- παίρνω πόζα, βλ. λ. πόζα·
- παίρνω πόντους, βλ. λ. πόντος·
- παίρνω πρέζα, βλ. λ. πρέζα·
- παίρνω πρέφα, βλ. λ. πρέφα·
- παίρνω πρωτιά ή παίρνω την πρωτιά, βλ. λ. πρωτιά·
- παίρνω ραπόρτο, βλ. λ. ραπόρτο·
- παίρνω ροδέλα, βλ. λ. ροδέλα·
- παίρνω ρότα, βλ. λ. ρότα·
- παίρνω σβάρνα, βλ. λ. σβάρνα·
- παίρνω σειρά, βλ. λ. σειρά·
- παίρνω σεντράρισμα, βλ. λ. σεντράρισμα·
- παίρνω σικτίρ πιλάφ, βλ. λ. σικτίρ πιλάφ·
- παίρνω σινιάλο, βλ. λ. σινιάλο·
- παίρνω σκούπα (κάτι), βλ. λ. σκούπα·
- παίρνω σουτ, βλ. λ. σουτ·
- παίρνω σουτάρισμα, βλ. λ. σουτάρισμα·
- παίρνω στ’ αλήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- παίρνω στ’ αστεία ή παίρνω στ’ αστείο, βλ. λ. αστείο·
- παίρνω στα γιούχα ή παίρνω στο γιούχα, βλ. λ. γιούχα·
- παίρνω στα μπαγάζια μου, βλ. λ. μπαγάζια·
- παίρνω στα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- παίρνω στη σειρά, βλ. λ. σειρά·
- παίρνω στην ποδιά μου, βλ. λ. ποδιά·
- παίρνω στην τύχη, βλ. λ. τύχη·
- παίρνω στο κατόπι, βλ. λ. κατόπι·
- παίρνω στο μεζέ, βλ. λ. μεζές·
- παίρνω (στο) σερί, βλ. λ. σερί·
- παίρνω στο σορολόπ, βλ. λ. σορολόπ·
- παίρνω στο στόμα μου (κάποιον), βλ. λ. στόμα·
- παίρνω στο τηλέφωνο (ακολουθεί όνομα η υπηρεσία), βλ. λ. τηλέφωνο·
- παίρνω στραβά τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω στροφές, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω στροφή ή παίρνω τη στροφή, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω σύνταξη, βλ. λ. σύνταξη·
- παίρνω συχωροχάρτι, βλ. λ. συχωροχάρτι·
- παίρνω τ’ απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- παίρνω τ’ απάνω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- παίρνω τ’ άρματα, βλ. λ. άρμα·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου), βλ. λ. όνομα·
- παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- παίρνω τα βουνά, βλ. λ. βουνό·
- παίρνω τα βουνά και τα λαγκάδια, βλ. λ. βουνό·
- παίρνω τα γαλόνια μου, βλ. λ. γαλόνι·
- παίρνω τα ηνία, βλ. λ. ηνία·
- παίρνω τα κατσάβραχα, βλ. λ. κατσάβραχα·
- παίρνω τα λόγια του κατά γράμμα, βλ. λ. λόγος·
- παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τώνε ματιών μου και φεύγω ή παίρνω των οματιών μου και φεύγω, βλ. λ. μάτι·
- παίρνω τα μέτρα, βλ. λ. μέτρο·
- παίρνω τα μέτρα μου, βλ. λ. μέτρο·
- παίρνω τα μούτρα μου και φεύγω, βλ. λ. μούτρο·
- παίρνω τα μπογαλάκια μου και φεύγω, βλ. λ. μπογαλάκι·
- παίρνω τα μπόσικα, βλ. λ. μπόσικος·
- παίρνω τα όπλα, βλ. λ. όπλο·
- παίρνω τα όρη τ’ άγρια βουνά, βλ. λ. όρος·
- παίρνω τα πάνω μου, βλ. λ. πάνω·
- παίρνω τα πατήματα του πατέρα μου, βλ. λ. πάτημα·
- παίρνω τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- παίρνω τα πράγματα (έτσι) όπως (μου) έρχονται, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- παίρνω τα πράγματα τοις μετρητοίς, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- παίρνω τα πρωτεία, βλ. λ. πρωτεία·
- παίρνω τα σοκάκια, βλ. λ. σοκάκι·
- παίρνω τα συμπράγκαλά μου και φεύγω, βλ. λ. συμπράγκαλα·
- παίρνω τα χαμπέρια (μου), βλ. λ. χαμπέρι·
- παίρνω τέλος, βλ. λ. τέλος·
- παίρνω τη βαλίτσα μου (και φεύγω), βλ. λ. βαλίτσα·
- παίρνω τη βάση, (για σπουδαστές), βλ. λ. βάση·
- παίρνω τη βόλτα μου, βλ. λ. βόλτα·
- παίρνω τη βούρτσα, βλ. λ. βούρτσα·
- παίρνω τη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- παίρνω τη δόση μου, βλ. λ. δόση·
- παίρνω τη δουλειά στα χέρια μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω τη ζωή (κάποιου), βλ. λ. ζωή·
- παίρνω τη ζωή μου (έτσι) όπως (μου) έρχεται, βλ. λ. ζωή·
- παίρνω τη ζωή μου λάθος, βλ. λ. ζωή·
- παίρνω τη θέση (κάποιου), βλ. λ. θέση·
- παίρνω τη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- παίρνω τη μόστρα, βλ. λ. μόστρα·
- παίρνω τη μάχη, βλ. λ. μάχη·
- παίρνω τη νίκη, βλ. λ. νίκη·
- παίρνω τη ρεβάνς, βλ. λ. ρεβάνς·
- παίρνω τη σκυτάλη, βλ. λ. σκυτάλη·
- παίρνω τη στροφή ανοιχτά ή παίρνω ανοιχτά τη στροφή, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω τη στροφή κλειστά ή παίρνω κλειστά τη στροφή, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω τηλέφωνο (από κάποιον), βλ. λ. τηλέφωνο·
- παίρνω την άδεια, βλ. λ. άδεια·
- παίρνω την άδειά μου, βλ. λ. άδεια·
- παίρνω την αμαρτία πάνω μου, βλ. λ. αμαρτία·
- παίρνω την αφρόκρεμα. βλ. λ. αφρόκρεμα·
- παίρνω την καρδιά του (της), βλ. λ. καρδιά·
- παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου, βλ. λ. κατάσταση·
- παίρνω την κατηφόρα, βλ. λ. κατηφόρα·
- παίρνω την κατηφοριά, βλ. λ. κατηφοριά·
- παίρνω την κατιούσα, βλ. λ. κατιούσα·
- παίρνω την κάτω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- παίρνω την κόντρα μου ή παίρνω τις κόντρες μου, βλ. λ. κόντρα·
- παίρνω (την) κούρσα, βλ. λ. κούρσα·
- παίρνω την κουταλιά μου ή παίρνω τις κουταλιές μου, βλ. λ. κουταλιά·
- παίρνω την κρυάδα (μου), βλ. λ. κρυάδα·
- παίρνω την ομάδα στην πλάτη μου ή παίρνω την ομάδα στις πλάτες μου, βλ. λ. ομάδα·
- παίρνω την ομάδα στους ώμους μου, βλ. λ. ομάδα·
- παίρνω την ξούρα μου ή παίρνω τις ξούρες μου, βλ. λ. ξούρα·
- παίρνω την πάνω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- παίρνω τις ανάλιες μου, βλ. λ. ανάλια·
- παίρνω τις βόλτες μου, βλ. λ. βόλτα·
- παίρνω τις γύρες μου, βλ. λ. γύρα·
- παίρνω τις γυροβολιές μου, βλ. λ. γυροβολιά·
- παίρνω τις θάλασσες, βλ. λ. θάλασσα·
- παίρνω τις στροφές μου, βλ. λ. στροφή·
- παίρνω το βάπτισμα, βλ. λ. βάπτισμα·
- παίρνω το βάπτισμα του πυρός, βλ. λ. βάπτισμα·
- παίρνω το βάρος απάνω μου, βλ. λ. βάρος·
- παίρνω το βολάν στα χέρια μου, βλ. λ. βολάν1·
- παίρνω το δαχτυλίδι (από κάποιον), βλ. λ. δαχτυλίδι·
- παίρνω το διαβατήριο, βλ. λ. διαβατήριο·
- παίρνω το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω το δρόμο μου, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω το ελεύθερο, βλ. λ. ελεύθερος·
- παίρνω το θάρρος, βλ. λ. θάρρος·
- παίρνω το θυμιατήρι, βλ. λ. θυμιατήρι·
- παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, βλ. λ. καπελάκι·
- παίρνω το κατόπι, βλ. λ. κατόπι·
- παίρνω το κολάι, βλ. λ. κολάι·
- παίρνω το κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- παίρνω το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- παίρνω το λουτρό μου, βλ. λ. λουτρό·
- παίρνω το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- παίρνω το μέρος του, βλ. λ. μέρος·
- παίρνω το μήνυμα, βλ. λ. μήνυμα·
- παίρνω το μπάνιο μου, βλ. λ. μπάνιο·
- παίρνω το νόμο στα χέρια μου, βλ. λ. νόμος·
- παίρνω το ξεσκιζόλ μου, βλ. λ. ξεσκιζόλ·
- παίρνω το οκέι, βλ. λ. οκέι·
- παίρνω το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου ή παίρνω το παιχνίδι στις πλάτες μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίρνω το παιχνίδι στους ώμους μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίρνω (το) πράσινο φως, βλ. λ. φως·
- παίρνω το πρωινό μου, βλ. λ. πρωινός·
- παίρνω το ρίσκο, βλ. λ. ρίσκο·
- παίρνω το σκονάκι μου, βλ. λ. σκονάκι·
- παίρνω το σκονάκι μου ή παίρνω τα σκονάκια μου, βλ. λ. σκονάκι·
- παίρνω το στίγμα του, βλ. λ. στίγμα·
- παίρνω το τιμόνι στα χέρια μου, βλ. λ. τιμόνι·
- παίρνω το τρίποντο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. τρίποντο·
- παίρνω το τσάρτερ, βλ. λ. τσάρτερ·
- παίρνω το χρυσό δοντάκι ή παίρνω χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
- παίρνω τον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- παίρνω τον αέρα μου, βλ. λ. αέρας·
- παίρνω τον αθέρα, βλ. λ. αθέρας·
- παίρνω τον απολυσώνα μου (στο χέρι), βλ. λ. απολυσώνας·
- παίρνω τον αφρό, βλ. λ. αφρός·
- παίρνω τον κατήφορο, βλ. λ. κατήφορος·
- παίρνω τον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
- παίρνω τον κώλο μου και φεύγω, βλ. λ. κώλος·
- παίρνω τον πούλο μου (ενν. και φεύγω), βλ. λ. πούλος·
- παίρνω τον ύπνο μου, βλ.λ. ύπνος·
- παίρνω τούμπα ή παίρνω τούμπες, βλ. λ. τούμπα·
- παίρνω τους δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω τράτο, βλ. λ. τράτο·
- παίρνω υπό μάλης, βλ. λ. μάλη·
- παίρνω υπό την προστασία μου (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. προστασία·
- παίρνω υπόψη (μου), βλ. λ. υπόψη·
- παίρνω ύφος, βλ. λ. ύφος·
- παίρνω ύψος, βλ. λ. ύψος·
- παίρνω φάιροπ, βλ. λ. φάιροπ·
- παίρνω φακελάκι, βλ. λ. φακελάκι·
- παίρνω φάτσες, βλ. λ. φάτσα·
- παίρνω φατσούλες, βλ. λ. φατσούλα·
- παίρνω φευγάλα, βλ. λ. φευγάλα·
- παίρνω φόκο, βλ. λ. φόκο·
- παίρνω φόρα, βλ. λ. φόρα·
- παίρνω φύλλο, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. λ. φύλλο·
- παίρνω φύσημα, βλ. λ. φύσημα·
- παίρνω φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- παίρνω φωτογραφία (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. φωτογραφία·
- παίρνω χαμπάρι, βλ. λ. χαμπάρι·
- παίρνω χαμπέρι ή παίρνω χαμπέρια, βλ. λ. χαμπέρι·
- παίρνω χάρη, βλ. λ. χάρη·
- παίρνω χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- παίρνω ψηλά το χερουβικό, βλ. λ. χερουβικό·
- παίρνω ψηλά τον αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- παίρνω ψήφο, βλ. λ. ψήφος·
- πάρ’ έν’ αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- πάρ’ ένα ξύλο και δώσ’ το(νε!), βλ. λ. ξύλο·
- πάρ’ ένα παπάρι, βλ. λ. παπάρι·
- πάρ’ τ’ αβγό και κούρεψ’ το ή πάρ’ τ’ αβγό και κούρεφ’ το βλ. λ. αβγό·
- πάρ’ τα! ή πάρ’ τα να μην στα χρωστάω! υβριστική ή υποτιμητική έκφραση που συνοδεύεται πάντοτε από μούντζα. (Τραγούδι: πάρ’ τα Λίζα και κάν’ τα κορνίζα και βάλ’ τα στην πρίζα να κάνεις σουξέ). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να ρε·
- πάρ’ το αλλιώς (ενν. το τιμόνι), βλ. λ. αλλιώς·
- πάρ’ το χαμπάρι, βλ. λ. χαμπάρι·
- πάρ’ τον ξάπλα, βλ. λ. ξάπλα·
- πάρ’ τον παπά, βλ. λ. παπάς·
- πάρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου! βλ. λ. γάμος·
- πάρ’ του το κεφάλι! βλ. λ. κεφάλι·
- πάρε δέκα! βλ. λ. δέκα·
- πάρε δρόμο! βλ. λ. δρόμος·
- πάρε δώσε, α. οι κοινωνικές σχέσεις: «δε θέλω να ’χω μαζί σου πάρε δώσε, γιατί συνέχεια με προσβάλλεις». β. το εμπορικό αλισβερίσι, οι εμπορικές συναλλαγές: «μην έχεις πολλά πάρε δώσε με τον τάδε, γιατί είναι μεγάλος μπαταχτσής»·
- πάρε κόλλα και γράφε, βλ. λ. κόλλα·
- πάρε κόσμε! ή πάρ’ τε κόσμε! βλ. λ. κόσμος·
- πάρε μας μια πίπα! βλ. λ. πίπα·
- πάρε με στο τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- πάρε μια βέργα και δώσ’ το(νε!)· βλ. λ. βέργα·
- πάρε πέντε! βλ. λ. πέντε·
- πάρε τα πόδια σου! βλ. λ. πόδι·
- πάρε τη βόλτα σου, βλ. λ. βόλτα·
- πάρε την κουδουνίστρα και στο πάρκο σου, βλ. λ. κουδουνίστρα·
- πάρε την μπανάνα και στο κλαδί σου, βλ. λ. μπανάνα·
- πάρε το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία, βλ. λ. κουβαδάκι·
- πάρε τον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- πάρε τον κώλο σου και πάμε, βλ. λ. κώλος·
- πάρε φόρα και κλάσε μας τ’ αρχίδια! ή πάρε φόρα και κλάσε μου τ’ αρχίδια! βλ. λ. αρχίδι·
- πήρα γαλόνια ή πήρα τα γαλόνια μου, βλ. λ. γαλόνι·
- πήρα έν’ αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- πήρα ένα τσιμπούκι, βλ. λ. τσιμπούκι·
- πήρα έναν φόβο! βλ. λ. φόβος·
- πήρα κίτρινο (ενν. φύλλο αγώνα), βλ. λ. κίτρινος·
- πήρα μια βούτα ή πήρα βούτα, βλ. λ. βούτα·
- πήρα μια γεύση, βλ. λ. γεύση·
- πήρα μια γλίστρα ή πήρα γλίστρα, βλ. λ. γλίστρα·
- πήρα μια κόντρα, βλ. λ. κόντρα·
- πήρα μια τρομάρα! ή πήρα τρομάρα, βλ. λ. τρομάρα·
- πήρα να…, άρχισα να κάνω κάτι: «επειδή είχα λεύτερο χρόνο, πήρα να φτιάχνω το υπόγειο || όπως έφτιαχνα το υπόγειο, πήρα να τραγουδώ»·
- πήρα ντουμάνι, βλ. λ. ντουμάνι·
- πήρα τ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- πήρα την παρθενιά της ή της πήρα την παρθενιά, βλ. λ. παρθενιά·
- πήρα το (πρώτο) λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- πήρα τον πούτσο μου, βλ. λ. πούτσος·
- πήρα τον πρώτο λαχνό, βλ. λ. λαχνός·
- πήραν διαζύγιο, βλ. λ. διαζύγιο·
- πήραν τα μπατζάκια μου φωτιά ή πήραν φωτιά τα μπατζάκια μου, βλ. λ. μπατζάκι·
- πήραν τα μυαλά του αέρα ή πήρε το μυαλό του αέρα, βλ. λ. μυαλό·
- πήραν τα πιρούνια φωτιά ή πήραν φωτιά τα πιρούνια, βλ. λ. πιρούνι·
- πήραν τα τηλέφωνα φωτιά ή πήραν φωτιά τα τηλέφωνα, βλ. λ. τηλέφωνο·
- πήραν την κερκίδα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. κερκίδα·
- πήραν την κλάση μου, βλ. λ. κλάση·
- πήραν τον ανήφορο, (για τιμές αγαθών), βλ. λ. ανήφορος·
- πήραν τον κατήφορο, (για τιμές αγαθών), βλ. λ. κατήφορος·
- πήραν τον πούλο τους, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. λ. πούλος·
- πήρε αέρας, βλ. λ. αέρας·
- πήρε αναβολή, βλ. λ. αναβολή·
- πήρε διαβατήριο για τον άλλο κόσμο, βλ. λ. διαβατήριο·
- πήρε η γλώσσα του δρόμο, βλ. λ. γλώσσα·
- πήρε κλοτσιά, βλ. λ. κλοτσιά·
- πήρε κλότσο, βλ. λ. κλότσος·
- πήρε μια θέση στην ιστορία ή πήρε τη θέση του στην ιστορία (κάποιος), βλ. λ. θέση·
- πήρε να…, άρχισε να εξελίσσεται κάτι προς το καλό ή προς το κακό: «από το πες πες των φίλων του πήρε να καλμάρει || ο καιρός πήρε ν’ αγριεύει». (Λαϊκό τραγούδι: σε μια κολόνα στέκομαι και πήρε να νυχτώνει, δεν λογαριάζω τη βροχή όσο κι αν δυναμώνει
- πήρε ο κώλος μου φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος μου, βλ. λ. κώλος·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- πήρε ο στραβός κατήφορο, βλ. λ. κατήφορος·
- πήρε όλα τα τερτίπια (του τάδε), τερτίπι·
- πήρε όλα τα χούγια (του τάδε), βλ. λ. χούι·
- πήρε όλο το πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- πήρε όλο το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- πήρε όλο το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- πήρε όσκαρ βλακείας, βλ. λ. όσκαρ·
- πήρε όσκαρ ηθοποιίας, βλ. λ. όσκαρ·
- πήρε ό,τι σηκώνει η μύγα στο φτερό της, βλ. λ. μύγα·
- πήρε πολλούς μαζί του, βλ. λ. μαζί·
- πήρε πολύ αέρα, βλ. λ. αέρας·
- πήρε σάρκα και οστά, βλ. λ. σάρκα·
- πήρε σασί, βλ. λ. σασί·
- πήρε στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- πήρε τ’ άπλυτά του κι έφυγε, βλ. λ. άπλυτα·
- πήρε τα βρε(γ)μένα του κι έφυγε, βλ. λ. βρε(γ)μένος·
- πήρε τα κατουρημένα του κι έφυγε, βλ. λ. κατουρημένος·
- πήρε τα χεσμένα του κι έφυγε, βλ. λ. χεσμένος·
- πήρε τα πόδια στον ώμο του, βλ. λ. ώμος·
- πήρε τη γλάστρα παραμάσχαλα, βλ. λ. παραμάσχαλα·
- πήρε τη θέση του, βλ. λ. θέση·
- πήρε τη φάση απάνω του, βλ. λ. φάση·
- πήρε την καρό σημαία, βλ. λ. σημαία·
- πήρε το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. βραβείο·
- πήρε το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά, βλ. λ. βραβείο·
- πήρε το δρόμο της η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πήρε το κορμί μου φωτιά, βλ. λ. κορμί·
- πήρε το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, βλ. λ. παράσημο·
- πήρε το τρίτο το μακρύτερο, βλ. λ. τρίτος·
- πήρε τον πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- πήρε φαρμάκι, βλ. λ. φαρμάκι·
- πήρε φωτιά απ’ την πρώτη σκάλα, βλ. λ. φωτιά·
- πήρε χρώμα, βλ. λ. χρώμα·
- πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρε τα παπούτσια του ή πιάσε τον ξυπόλυτο και πάρ’ του τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
- πόσα παίρνεις; (ενν. το μήνα), ποιος είναι ο μηνιαίος μισθός σου(;)· (για εργασίες ιδίως τεχνικές ή κατασκευαστικές) πόσα χρήματα θέλεις για να αναλάβεις να την κάνεις(;)· 
- που να πάρει, έκφραση δυσαρέσκειας: «που να πάρει, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγαπάω που να πάρει κι ας με πήρανε χαμπάρι
- που να πάρ’ ο διάβολος και να με σηκώσει! βλ. λ. διάβολος·
- που να πάρ’ ο διάβολος και να σε σηκώσει! βλ. λ. διάβολος·
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, βλ. λ. ζωή·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; βλ. λ. κώλος·
- σαν πολύ αέρα πήρες! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρες; βλ. λ. αέρας·
- σαν πολύ θάρρος πήρες! ή σαν πολύ θάρρος δεν πήρες; βλ. λ. θάρρος·
- σε πήρα για τον τάδε, σε εξέλαβα, σε παραγνώρισα: «με συγχωρείς για το αστείο που σου ’κανα, αλλά σε πήρα για έναν φίλο μου»·
- σε πήρα για τριαντάφυλλο, μα βγήκες γαϊδουράγκαθο, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
- σιγά, θα μας πάρουν τα σορόπια! βλ. λ. σορόπι·
- τα παίρνει, (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα) α. κερδίζει αρκετά χρήματα από κάποια δουλειά ή από χαρτοπαίγνιο: «έστησε μια καινούρια δουλειά κι είναι πολύ ευχαριστημένος, γιατί τα παίρνει || κάθε φορά που παίζει τα παίρνει». (Λαϊκό τραγούδι: με αυτά που μας σκαρώνεις, από μας δε τη γλιτώνεις, ή σπαθί θα μας τα πάρεις ή αλλιώς θα μας ρεφάρεις). β. (ιδίως για υπαλλήλους του δημοσίου) δωροδοκείται, λαδώνεται, χρηματίζεται: «δύσκολα θα βρεις σήμερα υπάλληλο του δημοσίου να μην τα παίρνει». Συνών. τ’ αρπάζει / τα πιάνει / τα σβερκώνει / τα τσακώνει / τα τσιμπάει / τα χουφτώνει· βλ. και φρ. της τα παίρνει·
- τα παίρνει εύκολα (ενν. τα γράμματα), έχει ευκολία στη μάθηση: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως τα παίρνει εύκολα ο γιος του, είναι αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για να τον σπουδάσει»·
- τα παίρνει η γκλάβα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. γκλάβα·
- τα παίρνει η κεφάλα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κεφάλα·
- τα παίρνει η κόκα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κόκα·
- τα παίρνει η κούτρα του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κούτρα·
- τα παίρνει κανονικά, βλ. λ. κανονικός·
- τα παίρνει σε κόντρες, βλ. λ. κόντρα·
- τα παίρνει τα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- τα παίρνει το κεφάλι του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. κεφάλι·
- τα παίρνει το νιονιό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. νιονιό·
- τα παίρνει το ξερό του (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. ξερό·
- τα παίρνει χοντρά, βλ. λ. χοντρά·
- τα (το) παίρνω απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- τα παίρνω κόντρα (ενν. τα γένια μου), βλ. λ. κόντρα·
- τα παίρνω όλα επ’ ώμου, βλ. λ. ώμος·
- τα παίρνω πίσω (ενν. τα λόγια μου, αυτά που είπα) ή το παίρνω πίσω (ενν. αυτό που είπα), βλ. λ. πίσω·
- τα παίρνω υπό μάλης (ενν. τα πράγματά μου, τα μπογαλάκια μου, τα συμπράγκαλά μου), βλ. λ. μάλη·
- τα πάρε δώσε, οι κοινωνικές σχέσεις: «να κόψεις τα πάρε δώσε μαζί του, γιατί δεν είναι καλός άνθρωπος»· βλ. και φρ. πάρε δώσε·
- τα πήρα ή τα ’χω πάρει, (στη νεοαργκό) εκνευρίστηκα έντονα, έγινα έξαλλος: «κάποια στιγμή τα πήρα με τις μαλακίες που έλεγε συνέχεια, και τον πλάκωσα στο ξύλο || σταμάτα να λες άλλες μαλακίες, γιατί τα ’χω πάρει»·
- τα πήρα ζεστά (ενν. τα λεφτά), βλ. λ. ζεστός·
- τα πήρα στην κούτρα, βλ. λ. κούτρα·
- τα πήρα στο εθνόσημο, βλ. λ. εθνόσημο·
- τα πήρα στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- τα πήρα στο κρανίο, βλ. λ. κρανίο·
- τα πήρα στον εγκέφαλο, βλ. λ. εγκέφαλος·
- τα πήρε επ’ ώμου (ενν. κι έφυγε), βλ. λ. ώμος·
- τα πήρε ο άνεμος, βλ. λ. άνεμος·
- τα πήρε όλα κι έφυγε, επωφελήθηκε απόλυτα από μια περίπτωση ή κατάσταση, επωφελήθηκε στο έπακρο: «δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή στην αγορά, γι’ αυτό τα πήρε όλα κι έφυγε». (Λαϊκό τραγούδι: τα πήρες όλα κι έφυγες, μα απ’ τον καημό δεν ξέφυγες
- τα σχόλια δίνουν και παίρνουν, βλ. λ. σχόλιο·
- την παίρνω νυχτιά, βλ. λ. νυχτιά·
- την παίρνω στο δωμάτιο, βλ. λ. δωμάτιο·
- την πήραν τα σορόπια, βλ. λ. σορόπι·
- την πήραν τα φλόκια, βλ. λ. φλόκια·
- την πήραν τα χοντράδια, βλ. λ. χοντράδια·
- την πήρε για τα λεφτά της, βλ. λ. λεφτά·
- την πήρε γυμνή, βλ. λ. γυμνός·
- την πήρε δόξη και τιμή, βλ. λ. δόξα·
- την πήρε με δόξα και τιμή, βλ. λ. δόξα·
- την πήρε με παπά και με κουμπάρο, βλ. λ. παπάς·
- την πήρε με στεφάνι, βλ. λ. στεφάνι·
- την πήρε ξεβράκωτη, βλ. λ. ξεβράκωτη·
- την πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της, βλ. λ. μάνα·
- την πήρε τσιτσίδι, βλ. λ. τσιτσίδι·
- της πήρε ό,τι πολυτιμότερο είχε, (για άντρες) βλ. λ. πολύτιμος·
- της πήρε το παιδί, (για μαιευτήρες) βλ. λ. παιδί·
- της πήρε το παιδί με καισαρική, (για μαιευτήρες) βλ. λ. παιδί·
- της τα παίρνει (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), (για άντρες) παίρνει από τη γυναίκα του, ιδίως από την ερωμένη του που την εκμεταλλεύεται ως νταβατζής όλα τα χρήματα που βγάζει από τον έρωτα που προσφέρει: «έχει βρει μια πιτσιρίκα που την έσπρωξε στο επάγγελμα και της τα παίρνει». (Λαϊκό τραγούδι: σαν κορόιδο στα ’φερνα ενώ έπρεπε να στα ’παιρνα)· βλ. και φρ. του τα παίρνει·  
- τι να του κάνουμε τώρα, να του πάρουμε το κεφάλι; βλ. λ. κεφάλι·
- το παίρνει ο δρόμος, (για κτίσματα ή οικόπεδα) βλ. λ. δρόμος·
- το παίρνω αλά κάπα, βλ. λ. αλά·
- το παίρνω αλλιώς, βλ. λ. αλλιώς·
- το παίρνω ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- το παίρνω απ’ την ανάποδη, βλ. λ. ανάποδος·
- το παίρνω απάνω απάνω, βλ. λ. απάνω·
- το παίρνω απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- το παίρνω απόφαση, βλ. λ. απόφαση·
- το παίρνω άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- το παίρνω βαριά, βλ. λ. βαρύς·
- το παίρνω βερεσέ, βλ. λ. βερεσέ·
- το παίρνω επί πόνου, βλ. λ. πόνος·
- το παίρνω εργολαβία, βλ. λ. εργολαβία·
- το παίρνω ζεστά ή το παίρνω στα ζεστά, βλ. λ. ζεστός·
- το παίρνω κατάκαρδα, βλ. λ. κατάκαρδα·
- το παίρνω κομπολόι, βλ. λ. κομπολόι·
- το παίρνω λάσκα, βλ. λ. λάσκα·
- το παίρνω μεροκάματο, βλ. λ. μεροκάματο·
- το παίρνω ντέρτι, βλ. λ. ντέρτι·
- το παίρνω πατιτούρα, βλ. λ. πατιτούρα·
- το παίρνω πατριωτικά, βλ. λ. πατριωτικά·
- το παίρνω πίσω (ενν. αυτό που είπα), βλ. λ. πίσω·
- το παίρνω ποδαράτα, βλ. λ. ποδαράτα·
- το παίρνω ποδαράτο, βλ. λ. ποδαράτο·
- το παίρνω προσωπικά, βλ. λ. προσωπικός·
- το παίρνω σκοινί γαϊτάνι ή το παίρνω σκοινί κορδόνι, βλ. λ. σκοινί·
- το παίρνω σοβαρά ή το παίρνω στα σοβαρά, βλ. λ. σοβαρός·
- το παίρνω στη ράχη μου, βλ. λ. ράχη·
- το παίρνω στην πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- το παίρνω στην πλάτη μου, βλ. λ. πλάτη·
- το παίρνω στο σορολόπ, βλ. λ. σορολόπ·
- το παίρνω στραβά, βλ. λ. στραβός·
- το παίρνω τοις μετρητοίς, βλ. λ. μετρητοίς·
- το παίρνω του θανατά, βλ. λ. θανατάς·
- το παίρνω ψηλά, βλ. λ. ψηλός·
- το πήρα από φόβο, βλ. λ. φόβος·
- το πήρα με κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το πήρα με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το πήρα μια κι έξω, βλ. λ. έξω·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το πήρε (για) ψωμοτύρι ή το ’χει πάρει (για) ψωμοτύρι, βλ. λ. ψωμοτύρι·
- το πήρε τ’ αφτί μου ή το ’χει πάρει τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- το πήρε το μάτι μου ή το ’χει πάρει το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- τον έστειλα να πάρει τον αέρα του, βλ. λ. αέρας·
- τον (την, το) παίρνει (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), α. (για γυναίκες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, είναι γυναίκα που δεν πρέπει να την έχει κανείς εμπιστοσύνη: «για ποια παρθένα μου μιλάς, αυτή τον παίρνει από μικρό κορίτσι || πρόσεχε μ’ αυτή την τύπισσα που κάνεις παρέα, γιατί τον παίρνει». β. (για άντρες) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη, είναι πούστης και, κατ’ επέκταση, είναι άντρας που δεν πρέπει να του έχει κανείς εμπιστοσύνη: «είναι να λυπάται κανείς, όταν βλέπει τέτοιον παίδαρο να τον παίρνει || πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί έμαθα πως τον παίρνει». Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία κατά την οποία, το μεσαίο δάχτυλο λυγισμένο και τεντωμένο προς τα έξω, κινείται παλινδρομικά υπονοώντας το πέος κατά τη σεξουαλική πράξη. Είναι και φορές που η χειρονομία αντικαθιστά τη φρ.: «πρόσεχε τον τάδε γιατί… (ακολουθεί χειρονομία)»· βλ. κ. φρ. τον παίρνω·
- τον (την, το) παίρνει από πίσω (απ’ τον κεφτέ, απ’ τον κώλο, απ’ το στόμα, ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- τον (την, το) παίρνει πίπα (γλειφιτζούρι, κλαρίνο, κορνέτα, μινέτο, μπιμπερό, πίπα, πίπιζα, πιπίλα, πνευστό, σαξόφωνο, τσιμπούκι, υδραυλικό, φλογέρα ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. αντίστοιχα λήμματα·
- τον παίρνει το σχέδιο, βλ. λ. σχέδιο·
- τον παίρνω, τον κερδίζω, τον νικώ σε πάλη ή σε κάποιο παιχνίδι: «αυτόν που εσείς λέτε πως είναι δυνατός, εγώ τον παίρνω όποια ώρα θέλω || κάθε φορά που παίζω μαζί του τάβλι, τον παίρνω»· βλ. και λ. παίρνω (5, 6)· βλ. και φρ. τον πήρα και τον παίρνει·
- τον παίρνω αμπάριζα, βλ. λ. αμπάριζα·
- τον παίρνω απ’ τα μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- τον παίρνω (από) δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- τον παίρνω από κοντά, βλ. λ. κοντά·
- τον παίρνω από πίσω, βλ. λ. πίσω·
- τον παίρνω γι’ αγγελούδι, βλ. λ. αγγελούδι·
- τον παίρνω για κορόιδο, βλ. λ. κορόιδο·
- τον παίρνω για παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- τον παίρνω καβάλα, βλ. λ. καβάλα·
- τον παίρνω καβαλίκα, βλ. λ. καβαλίκα·
- τον παίρνω κάτω απ’ τις φτερούγες μου, βλ. λ. φτερούγα·
- τον παίρνω λάου λάου, βλ. λ. λάου λάου·
- τον παίρνω με τα γιούχα ή τον παίρνω στα γιούχα ή τον παίρνω στο γιούχα, βλ. λ. γιούχα·
- τον παίρνω με το μαλακό, βλ. λ. μαλακός·
- τον παίρνω παραμάσχαλα, παραμάσχαλα·
- τον παίρνω πίσω (ενν. το λόγο μου), βλ. λ. πίσω·
- τον παίρνω σβάρνα, βλ. λ. σβάρνα·
- τον παίρνω στη σκιά μου, βλ. λ. σκιά·
- τον παίρνω στο κυνήγι, βλ. λ. κυνήγι·
- τον παίρνω στο λαιμό μου, βλ. λ. λαιμός·
- τον παίρνω στο σορολόπ, βλ. λ. σορολόπ·
- τον παίρνω χαμαλίκα, βλ. λ. χαμαλίκα·
- τον πήρα, αποκοιμήθηκα: «ήμουν τόσο κουρασμένος που, μόλις κάθισα λίγο, τον πήρα πάνω στην καρέκλα»· βλ. και φρ. τον παίρνω·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον πήρα από φόβο, βλ. λ. φόβος·
- τον πήρα για…, τον θεώρησα, σχημάτισα τη γνώμη, νόμισα: «στην αρχή τον πήρα για έξυπνο, αλλά στη συνέχεια αποδείχτηκε μεγάλος βλάκας». Συνών. τον πέρασα για (…)·
- τον πήρα για (τον τάδε), τον εξέλαβα για κάποιον άλλον, τον παραγνώρισα: «καθώς ερχόμουν, είδα τον αδερφό σου από μακριά και τον πήρα για τον τάδε». Συνών. τον πέρασα για (τον τάδε)·
- τον πήρα με το άγριο, βλ. λ. άγριος·
- τον πήρα με το κακό, βλ. λ. κακός·
- τον πήρα με το καλό, βλ. λ. καλός·
- τον πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, βλ. λ. καλός·
- τον πήρα στην πλάτη μου, βλ. λ. πλάτη·
- τον πήραν με τ’ αβγά, βλ. λ. αβγό·
- τον πήραν με τα γιαούρτια, βλ. λ. γιαούρτι·
- τον πήραν με τα σκουπόξυλα, βλ. λ. σκουπόξυλο·
- τον πήραν με τις λεμονόκουπες, βλ. λ. λεμονόκουπα·
- τον πήραν με τις ντομάτες, βλ. λ. ντομάτα·
- τον πήραν με τις πέτρες, βλ. λ. πέτρα·
- τον πήραν με το φορείο, βλ. λ. φορείο·
- τον πήραν μέσα, βλ. λ. μέσα·
- τον πήραν (οι) τέσσερις, βλ. λ. τέσσερις·
- τον πήραν σηκωτό, βλ. λ. σηκωτός·
- τον πήραν στα νέα όπλα, βλ. λ. όπλο·
- τον πήραν στην αεράμυνα, βλ. λ. αεράμυνα·
- τον πήραν στο ψιλό, βλ. λ. ψιλός·
- τον πήραν τα κλάματα ή τον πήρε το κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- τον πήραν τα ντοματόζουμα, βλ. λ. ντοματόζουμο·
- τον πήραν τα πετμέζια, βλ. λ. πετμέζι·
- τον πήραν τα σορόπια, βλ. λ. σορόπι·
- τον πήραν τσουβαλάτο, βλ. λ. τσουβαλάτος·
- τον πήραν φαντάρο, βλ. λ. φαντάρος·
- τον πήρε από κάτω, βλ. λ. κάτω·
- τον πήρε η κατρακύλα, βλ. λ. κατρακύλα·
- τον πήρε η κάτω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- τον πήρε η κουτρουβάλα, βλ. λ. κουτρουβάλα·
- τον πήρε η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον πήρε η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- τον πήρε η πέτρα (ενν. στο κεφάλι), βλ. λ. πέτρα·
- τον πήρε η πέτρα στο κεφάλι, βλ. λ. πέτρα·
- τον πήρε η σφαίρα, βλ. λ. σφαίρα·
- τον πήρε και τον σήκωσε, τιμωρήθηκε σκληρά, παραδειγματικά, όπως του άξιζε: «μόλις τον είδε ο πατέρας του να βάζει χέρι στο ταμείο, τον πήρε και τον σήκωσε»·
- τον πήρε καταπόδι, βλ. λ. καταπόδι·
- τον πήρε κι αυτόν η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον πήρε κι αυτόν η μπόρα, βλ. λ. μπόρα·
- τον πήρε κι αυτόν το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- τον πήρε με τα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- τον πήρε μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον πήρε ξώφαλτσα (κάτι), βλ. λ. ξώφαλτσα·
- τον πήρε ο άνεμος, βλ. λ. άνεμος·
- τον πήρε ο διάβολος και τον σήκωσε, βλ. λ. διάβολος·
- τον πήρε ο θάνατος, βλ. λ. θάνατος·
- τον πήρε ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- τον πήρε ο ποταμός, βλ. λ. ποταμός·
- τον πήρε ο χάρος, βλ. λ. χάρος·
- τον πήρε στο φιλικό, βλ. λ. φιλικός·
- τον πήρε το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- τον πήρε το όριο ηλικίας, βλ. λ. όριο·
- τον πήρε το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
- τον πήρε το Πρώτων Βοηθειών, βλ. λ. βοήθεια·
- του παίρνεις τα λόγια με την πένσα, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνεις τα λόγια με την τανάλια, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνεις τα λόγια με την τσιμπίδα, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνεις τα λόγια με το τιρμπουσόν, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνεις τα λόγια με το τσιγκέλι, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνω λόγια, βλ. λ. λόγος·
- του παίρνω τα μέτρα, βλ. λ. μέτρο·
- του παίρνω τα μυαλά ή του παίρνω το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- του παίρνω την υπογραφή, βλ. λ. υπογραφή·
- του παίρνω το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- του παίρνω το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- του παίρνω το νου, βλ. λ. νους·
- του παίρνω το σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- του παίρνω το τσερβέλο, βλ. λ. τσερβέλο·
- του παίρνω τον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- του (της) παίρνω τον κεφτέ, βλ. λ. κεφτές·
- του πήρα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του πήρα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του πήρα τη σειρά, βλ. λ. σειρά·
- του πήρα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του πήρα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- του πήρα το θάρρος, βλ. λ. θάρρος·
- του πήραν και τα καλτσάκια, βλ. λ. καλτσάκι·
- του πήραν και το παντελόνι ή του πήραν και τα παντελόνια, βλ. λ. παντελόνι·
- του πήραν και το σώβρακο ή του πήραν και τα σώβρακα, βλ. λ. σώβρακο·
- του πήραν και τις κάλτσες, βλ. λ. κάλτσα·
- του πήρε η μηχανή το χέρι (το πόδι), βλ. λ. μηχανή·
- του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, βλ. λ. διάβολος·
- του πήρε τα πόδια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. πόδι·
- του πήρε τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- του πήρε τη μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
- του πήρε την ταυτότητα, βλ. λ. ταυτότητα·
- του πήρε το πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- του τα παίρνει (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), (για γυναίκες) παίρνει από το σύζυγό της, ιδίως από τον εραστή της, ό,τι λεφτά κερδίζει: «η γυναίκα του είναι τόσο μέγαιρα, που κάθε πρώτη του μηνός που πληρώνεται του τα παίρνει μέχρι ευρώ και δεν του αφήνει ούτε για να πιει ένα καφέ || τα ’χει με μια πιτσιρίκα που του τα παίρνει, αλλά δε νοιάζεται, γιατί περνάει μια χαρά μαζί της»· βλ. και φρ. της τα παίρνει·  
- του τα παίρνεις ένα ένα με την πένσα ή του τα παίρνεις με την πένσα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. πένσα·
- του τα παίρνεις ένα ένα με την τανάλια ή του τα παίρνεις με την τανάλια (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τανάλια·
- του τα παίρνεις ένα ένα με την τσιμπίδα ή του τα παίρνεις με την τσιμπίδα (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιμπίδα·
- του τα παίρνεις ένα ένα με το τιρμπουσόν ή του τα παίρνεις με το τιρμπουσόν (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τιρμπουσόν·
- του τα παίρνεις ένα ένα με το τσιγκέλι ή του τα παίρνεις με το τσιγκέλι (ενν. τα λόγια), βλ. λ. τσιγκέλι·
- τους παίρνω αμπάριζα, βλ. λ. αμπάριζα·
- τους παίρνω σβάρνα, βλ. λ. σβάρνα·
- τους πήραμε και τα σώβρακα, βλ. λ. σώβρακο·
- τους πήραμε και τα σωβρακάκια, βλ. λ. σωβρακάκι·
- τους πήραμε μπαράζ, βλ. λ. μπαράζ·
- τους πήραμε φαλάγγι, βλ. λ. φαλάγγι·
- τους πήραν τα σερμπέτια, βλ. λ. σερμπέτι·
- τους τα παίρνω, τους κερδίζω τα χρήματα στα χαρτιά ή στα ζάρια: «έχω βρει κάτι κορόιδα και τους τα παίρνω». (Λαϊκό τραγούδι: έλα, βρε Μανωλάκη, να τα λιμάρουμε, να στρώσουμε κουβέρτα να τους τα πάρουμε
- τους τα παίρνω πίσω, βλ. λ. πίσω·
- τώρα τον πήρε ο πόνος! βλ. λ. πόνος·
- ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, βλ. λ. ύπνος·
- ψυχή θα πάρει! βλ. λ. ψυχή.

χαντούμης

χαντούμης, ο, ουσ. [τουρκ. <hadim], άντρας που δεν είναι ικανός να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη, ο ευνούχος, ο μουνούχος, ο ανίκανος και, κατ’ επέκταση, αυτός που δεν έχει την ικανότητα να δημιουργήσει ή να πετύχει κάτι: «έχεις δει ποτέ σου καμιά γυναίκα να θέλει δίπλα της έναν χαντούμη; || και βέβαια θα ’πεφτε έξω η δουλειά αφού την ανέθεσε σ’ αυτόν το χαντούμη!»·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. συνηθέστ. γεια σου, Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, λ. Γιάννης·

χίλιοι

χίλιοι, -ιες, -ια, αριθμητ. απόλ. [<αρχ. χίλιοι, χίλια], χίλιοι. (Ακολουθούν 45 φρ.)·
- άλλαξε χίλια χρώματα, βλ. λ. χρώμα·
- άμα θέλω να σε βρίσω, χίλιες αφορμές σου βρίσκω, βλ. λ. αφορμή·
- ανεβάζω χίλιους σφυγμούς, βλ. λ. σφυγμός·
- απ’ το χίλια εννιακόσια τόσο, λέγεται για κάτι που υπάρχει ή που έγινε από παλιά: «η φιλία μας ξεκινάει απ’ το χίλια εννιακόσια τόσο || έχει ένα σαραβαλάκι απ’ το χίλια εννιακόσια τόσο»·
- άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά, πουλί·
- αφέντης ένας και πολύς, και χίλιοι φίλοι, λίγοι, βλ. λ. φίλος·
- βάζω χίλια δυο με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- δε θα γίνω (και) χίλια κομμάτια! βλ. λ. κομμάτι·
- ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, βλ. λ. δουλειά·
- έφυγε με χίλια, έφυγε αστραπιαία: «μόλις έμαθε πως χτύπησε η μάνα του, έφυγε με χίλια για το σπίτι»·
- … κι ας ψοφήσουν χίλι’ αρνιά, βλ. λ. αρνί·
- λένε χίλια δυο πίσω του, βλ. λ. πίσω·
- μ’ έκανε χίλια κομμάτια ή μ’ έχει κάνει χίλια κομμάτια, βλ. λ.κομμάτι·
- με (τα) χίλια βάσανα, βλ. λ. βάσανο·
- με (τα) χίλια ζόρια, βλ. λ. ζόρι·
- με (τα) χίλια παρακάλια, βλ. λ. παρακάλι(ο)·
- μια στις χίλιες, σε πάρα πολύ αραιά χρονικά διαστήματα: «απ’ αυτό το μπαράκι περνάει μια στις χίλιες»·
- μια φορά στα χίλια χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- να ζήσεις χίλια χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- πάει με χίλια, (για πρόσωπα ή τροχοφόρα) αναπτύσσει υπερβολική ταχύτητα: «όταν τον κυνηγάνε, πάει με χίλια || αγόρασα ένα αυτοκίνητο που πάει με χίλια»·
- περάσαμε χίλιες και μία νύχτες, βλ. λ. νύχτα·
- Σαββάτο να ’ναι μάστορα (κι) ας είν’ και χίλιες ώρες, βλ. λ. Σάββατο·
- σαν δε θέλω, γριά, να σε φιλήσω, χίλιες αφορμές σου βρίσκω, βλ. λ. γριά·
- σαν και σένα, βρε κασίδη, χίλιους έχουμε στο ξίδι, βλ. λ. κασίδης·
- σας ζητώ χίλια συγνώμη ή χίλια συγνώμη, βλ. λ. συγνώμη·
- το φίδι που δε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια, βλ. λ. φίδι·
- τον πάω με χίλια, (στη νεοαργκό) τον συμπαθώ απεριόριστα και για το λόγο αυτό επιδιώκω την παρέα του, τη συντροφιά του: «επειδή είναι πολύ ιν, τον πάω με χίλια». (Τραγούδι: σ’ αγαπώ και σε πάω με χίλια σου ’χω ζήλια)· βλ. και φρ. τον πήγε με χίλια·
- τον πήγε με χίλια, τον μετέφερε με το όχημά του αναπτύσσοντας υπερβολική ταχύτητα: «επειδή φοβόταν πως δε θα προλάβαινε τ’ αεροπλάνο, τον πήρε ο τάδε με τ’ αμάξι του και τον πήγε με χίλια στ’ αεροδρόμιο»· βλ. και φρ. τον πάω με χίλια·
- τρέχει με χίλια, βλ. συνηθέστ. πάει με χίλια·
- φέρνει από χίλιες βρύσες νερό, βλ. λ. βρύση·
- χείλι με χείλι το μαθαίνουν χίλιοι, βλ. λ. χείλι· 
- χίλια δυο, πάρα πολλά και διάφορα: «το τάδε σούπερ μάρκετ έχει χίλια δυο αγαθά || έχει χίλια δυο κουσούρια». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου πεις, μη μου πεις πως τελειώσαν όσα δώσαν πνοή στη ζωή μου. Χίλιοι δυο, χίλια δυο με προδώσαν και φοβάμαι και τρέμ’ η ψυχή μου // το ξέρω ζήτησες δουλειά, σε χίλια δυο αφεντικά
- χίλια και χίλια πόσα κάνουν; ή χίλια και χίλια πόσο κάνουν; λογοπαίγνιο υπό τύπο αινίγματος, ανάμεσα στο αριθμητικό χίλια και στο ομόηχο πλ. χείλια, του ουσ. χείλι. Η ζητούμενη απάντηση είναι ένα φιλί·
- χίλια τα εκατό ή χίλια τοις εκατό, βλ. λ. εκατό·
- χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, βλ. λ. χέρι·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
- χίλιες φορές, βλ. λ. φορά·
- χίλιες φορές χαλάλι, βλ. λ. χαλάλι·
- χίλιοι δυο, πάρα πολλοί και διάφοροι: «μόλις μαθεύτηκε πως η είσοδος ήταν δωρεάν, μαζεύτηκαν χίλιοι δυο που ήθελαν να μπουν μέσα». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει χίλιους δυο καημούς, δεν τονε δέρν’ ο πόνος, κι αν είναι πλούσιος ή φτωχός αυτός το ξέρει μόνος
- χίλιοι καλοί χωράνε, φιλοφρονητική έκφραση σε κάποιον που μας ρωτάει, αν υπάρχει χώρος ή θέση για να μπει κάπου, ή να συμμετάσχει κι αυτός σε κάτι που προγραμματίζεται από κάποιους·
- χίλια μύρια, πάρα πολλά, πολυάριθμα: «πέρασε χίλια μύρια βάσανα, μέχρι να σπουδάσει τα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: χίλια μύρια κύματα μακριά το Αϊβαλί      
- χίλιοι μύριοι, πάρα πολλοί, πολυάριθμοι: «με την οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, χίλιοι μύριοι έμειναν χωρίς δουλειά». (Αίνιγμα: χίλιοι μύριοι καλογέροι σ’ ένα ράσο τυλιγμένοι), το ρόδι·
- χίλιοι νεκροί καθόντανε στ’ αρρώστου το κρεβάτι, βλ. λ. νεκρός·
- χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας, βλ. λ. εχθρός·