Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πόντος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πόντος, ο, ουσ. [<βενετ. ponto], ο πόντος. 1. η μονάδα μέτρησης σε τυχερά ή τεχνικά παιχνίδια ή σε αθλητικές αναμετρήσεις, π.χ. μπάσκετ, βόλεϊ: «θέλω ακόμα τριάντα πόντους για να κερδίσω την παρτίδα || πόσους πόντους έβαλε ο Γκάλης στο παιχνίδι του μπάσκετ;». 2. το πλεονέκτημα σε παιχνίδι ή στοίχημα, το κέρδος: «αν απαντήσεις σωστά στην παρακάτω ερώτηση, οι επόμενοι  δέκα πόντοι θα ’ναι δικοί σου || έχω πέντε πόντους παραπάνω από σένα». 3. ποσοστό συμμετοχής σε μια εργασία ή επιχείρηση: «έχει τους περισσότερους πόντους σ’ αυτό το εργοστάσιο». 4. θηλιά σε πλεχτό ή σε νάιλον γυναικεία κάλτσα, το τράβηγμα: «η κάλτσα που πήγε να φορέσει ήταν γεμάτοι πόντους, γι’ αυτό άλλαξε ζευγάρι». 5. ο υπαινιγμός, το υπονοούμενο: «μου πέταξε κάτι πόντους για τη δουλειά, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι ήθελε να μου πει». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- είναι γερός πόντος, είναι πανέξυπνος και ως εκ τούτου επικίνδυνος: «είναι γερός πόντος ο τύπος που θέλεις να πάρεις για συνέταιρο, αλλά δε με βρίσκει σύμφωνο ένας τέτοιος συνεταιρισμός»·
- κερδίζω πόντους, α. βελτιώνω τη βαθμολογία μου σε παιχνίδι ή στοίχημα: «απάντησα σωστά στην ερώτησή του και κέρδισα δέκα πόντους». β. βελτιώνω τη θέση μου, εξελίσσομαι: «ο τάδε άρχισε να κερδίζει πόντους για την αρχηγία του κόμματος έναντι των άλλων δελφίνων»·
- μου βγήκαν πόντοι ή μου βγήκε πόντος, βλ. φρ. μου ’φυγαν πόντοι·
- μου ’φυγαν πόντοι ή μου ’φυγε πόντος, (για ρούχα, ιδίως για γυναικείες κάλτσες) ξηλώθηκε ελαφρά: «χτύπησα το πόδι μου στην άκρη της καρέκλας και μου ’φυγαν πόντοι απ’ την κάλτσα μου». Συνών. μου ’φυγαν θηλιές·
- μου ’φυγ’ ένας πόντος, άφησα συγκεκαλυμμένα να φανεί κάτι εναντίον κάποιου ή εξέθεσα κάποιον συνειδητά ή ασυνείδητα με αυτό που είπα: «επειδή μου πήγαινε κόντρα, μου ’φυγε ένας πόντος για την κατάχρηση που είχε κάνει || εκεί μου μιλούσαμε, μου ’φυγε ένας πόντος μπροστά στη γυναίκα του για την γκόμενα που είχε»·   
- παίρνω πόντους, ψηλώνω: «το παιδί είναι πάνω στην ανάπτυξή του και μέσα σε τρία χρόνια πήρε πέντε πόντους»· βλ. και φρ. κερδίζω πόντους·
- παρά πόντο, βλ. συνηθέστ. φρ. παρά τρίχα, λ. τρίχα·
- πόντο πόντο, α. λέγεται για επισταμένη, για εξαντλητική έρευνα, για εξαντλητικό ψάξιμο: «οι άντρες της αστυνομίας ερεύνησαν πόντο πόντο όλη τη γύρω περιοχή». (Τραγούδι: απόψε θέλω αποδείξεις και ονόματα και το κορμάκι σου θα ψάξω πόντο πόντο). β. αργά αργά, σιγά σιγά και με δυσκολία: «η δουλειά ήταν πολύ δύσκολη και προχωρούσε πόντο πόντο»·
- στον πόντο, πάρα πολύ κοντά σε απόσταση ή με διαφορά ενός πόντου: «όλοι οι δρομείς στα τελευταία εκατό μέτρα ήταν στον πόντο || με το τρίποντο που πέτυχε ο τάδε, πλησιάσαμε την αντίπαλη ομάδα στον πόντο»·
- του πετώ πόντους, του μιλώ με υπαινιγμούς, με υπονοούμενα: «κάθε τόσο του πετούσα πόντους να πάψει να κατηγορεί τον τάδε, γιατί βρισκόταν κάποιος φίλος του στην παρέα μας, αλλά αυτός δεν πήρε μυρουδιά και συνέχισε να τον θάβει»·
- του ρίχνω πόντους, βλ. φρ. του πετώ πόντους.