Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πόθος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πόθος, ο, ουσ. [<αρχ. πόθος], ο πόθος·
- ευσεβείς πόθοι, βλ. λ. ευσεβής·
- λιώνω απ’ τον πόθο, βλ. φρ. σβήνω απ’ τον πόθο·
- ο πόθος μου είναι να…, επιθυμώ, λαχταρώ πολύ να…: «ο πόθος μου είναι να χτίσω ένα σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα || ο πόθος μου είναι να κάνω ένα ταξίδι στην Ινδία»·
- σβήνω απ’ τον πόθο, νιώθω έντονη ερωτική επιθυμία: «σβήνω απ’ τον πόθο γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: γιαλελέλι, γιαλελέλι, γιαλελέλι α, σβήνω απ’ τον πόθο,μ’ άλλον σαν σε νιώθω, αχ Τζαΐρα μου γλυκιά).