Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πρωί

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πρωί, το, ουσ. [αρχ. επίρρ. πρωΐ], το πρωί· ως επίρρ. κατά τις πρωινές ώρες, χαράματα: «ξεκίνησε πρωί για τη δουλειά του». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα, βλ. λ. αποβραδίς·
- απ’ το βράδυ ως το πρωί, κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, από τη δύση ως την ανατολή του ηλίου: «απ’ το βράδυ ως το πρωί δουλεύει σ’ ένα νυχτερινό κέντρο». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια τώρα συλλογιέσαι απ’ το βράδυ ως το πρωί, πάψε να παραπονιέσαι για την άδικη ζωή
- απ’ το πρωί ως το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
- απ’ το πρωί ως το βράδυ κι απ’ το βράδυ ως το πρωί, κατά τη διάρκεια όλου του εικοσιτετραώρου: «το εργοστάσιο δουλεύει με βάρδιες απ’ το πρωί ως το βράδυ κι απ’ το βράδυ ως το πρωί»·
- απ’ το πρωί ως το πρωί, όλο το εικοσιτετράωρο: «δε θ’ αντέξει άλλο αυτός ο άνθρωπος, γιατί απ’ το πρωί ως το πρωί δουλεύει συνεχώς»·
- αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας (μου) τα λες εσύ το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
- βράδυ πρωί, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «βράδυ πρωί τρέχει να βρει δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: στην ξενιτιά, στην ξενιτιά με σπαραγμό σε νοσταλγώ κάθε βραδιά. Βράδυ πρωί μαύρη ζωή μακριά σου ζω, Μανταλένα, Μανταλένα, δε σε ξεχνώ
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή ή γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- είναι γλυκός ο ύπνος το πρωί, βλ. λ. πρωί·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, βλ. λ. μέρα·
- με (το) στραβό αν (σαν) κοιμηθείς, το πρωί θα αλληθωρίζεις, βλ. λ. στραβός·
- όποιος ξυπνάει πρωί, βρίσκει το φλουρί, βλ. λ. φλουρί·
- πιάνω το πρωί, α. ξημερώνομαι αρχίζοντας να δουλεύω ή να διασκεδάζω από το βράδυ: «επειδή έπρεπε να τελειώσω τη δουλειά, δούλεψα όλο το βράδυ κι έπιασα το πρωί || πήγαμε να διασκεδάσουμε στα μπουζούκια και πιάσαμε το πρωί». β. για κάποιο λόγο δεν κοιμάμαι όλο το βράδυ και ξημερώνομαι: «όλο το βράδυ σκεφτόμουν πώς θα βρω λεφτά για να πληρώσω την επιταγή, κι έπιασα το πρωί»·
- πρωί βράδυ, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «πρωί βράδυ τριγυρίζει μεθυσμένος»·
- πρωί πρωί, πολύ νωρίς το πρωί: «ξεκίνησε πρωί πρωί, πριν ακόμη ο ήλιος βγει». (Λαϊκό τραγούδι: πρωί πρωί μες στη δροσούλα κι απάνω στη γλυκιά μαστούρα
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι.

αποβραδίς

αποβραδίς, επίρρ. [<μσν. ἀποβραδίς], από το βράδυ ή κατά τη διάρκεια του βραδιού της προηγούμενης μέρας: «επειδή είχε να κάνει ταξίδι, ετοίμασε αποβραδίς τις αποσκευές του». (Λαϊκό τραγούδι: αποβραδίς ξεκίνησα μ’ έναν παλιό μου φίλο για το Χατζηκυριάκειο και για τον Άγιο Νείλο
- αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα, ο προνοητικός άνθρωπος ενεργεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι έτοιμος, αν του παρουσιαστεί ξαφνικά κάποια ανάγκη: «θα πρέπει να είσαι οργανωμένος στη ζωή σου για ν’ αποφεύγεις τις δυσάρεστες εκπλήξεις, γι’ αυτό, αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα». Συνών. άναψε το φανάρι σου προτού να σ’ εύρει η νύχτα / ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’ / όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει / των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. Αντίθ. άμα δεν πεινάσει δε ζυμώνει·
- αν ζυμώσεις το ταχύ, αποβραδίς κοσκίνα, βλ. συνηθέστ. αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα.

βράδυ

βράδυ, το, ουσ. [<μσν. βράδυ <αρχ. βραδύ, ουδ. του επιθ. βραδύς, με ανέβασμα του τόνου], το βράδυ, η νύχτα: «κάθε βράδυ γυρίζει νωρίς στο σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: η νύχτα θέλει έρωτα και βράδια αξημέρωτα). Υποκορ. βραδάκι, το (βλ. λ.)·
- απ’ το βράδυ ως το πρωί, βλ. λ. πρωί·
- απ’ το πρωί ως το βράδυ, κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας, από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου: «απ’ το πρωί ως το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: πικρό το μεροκάματο κουβέντα με το θάνατο απ’ το πρωί ως το βράδυ ψηλά παραθυρόφυλλα το δάκρυ στα ματόφυλλα και τ’ όνειρο ρημάδι
- απ’ το πρωί ως το βράδυ κι απ’ το βράδυ ως το πρωί, βλ. λ. πρωί·
- αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας (μου) τα λες εσύ το βράδυ, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που επιδιώκει να φανεί πιο έξυπνο από εμάς, κάτι βέβαια που δεν του το αναγνωρίζουμε ή που δεν ισχύει: «σε μένα μην προσπαθείς να κάνεις τον έξυπνο, γιατί, αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας τα λες εσύ το βράδυ». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
- βράδυ πρωί ή πρωί βράδυ, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «βράδυ πρωί κάθεται στα διάφορα μπαράκια και τεμπελιάζει || πρωί βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: στην ξενιτιά, στην ξενιτιά με σπαραγμό σε νοσταλγώ κάθε βραδιά. Βράδυ πρωί μαύρη ζωή μακριά σου ζω Μανταλένα, Μανταλένα δε σε ξεχνώ
- βράδυ σου δώσανε το δίπλωμα; ή βράδυ πήρες το δίπλωμα; ειρωνική παρατήρηση σε ατζαμή οδηγό·
- καλό βράδυ! αποχαιρετιστήρια ευχή που δίνεται μετά το απόγευμα. (Λαϊκό τραγούδι: καλό σας βραδάκι κι ώρα καλή, πάρ’ τε μαζί σας μια συμβουλή
- πιες λάδι κι έλα βράδυ, βλ. φρ. φάε λάδι κι έλα βράδυ, λ. λάδι·
- πρωί βράδυ, βλ. φρ. βράδυ πρωί.

μέρα

μέρα, η, ουσ. [<μσν. μέρα <αρχ. ἡμέρα], η μέρα· βλ. και λ. ημέρα. (Ακολουθούν 120 φρ.)·
- άγιες μέρες, οι μεγάλες γιορτές, ιδίως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα: «τέτοιες άγιες μέρες που είναι, πρέπει να δώσετε τα χέρια σας και ν’ αγαπήσετε πάλι»·
- ανάποδη μέρα, που στη διάρκειά της συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «σήμερα ήταν πολύ ανάποδη μέρα, γιατί απ’ το πρωί όλα μου πήγαιναν στραβά κι ανάποδα»·
- απ’ τη μέρα που βγήκε η συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο ή απ’ τη μέρα που βγήκε το συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που μας ζητάει συγνώμη, κάθε φορά που κάνει κάτι σε βάρος μας, ιδίως από απροσεξία του·
- απ’ τη μια μέρα στην άλλη, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «μέχρι χτες μου ορκιζόταν πως θα κόψει το τσιγάρο κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τον ξανάπιασα να καπνίζει || άνοιξε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της αγοράς κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη τα κονόμησε»·
- απ’ τη νύχτα ως τη μέρα, κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, από τη δύση ως την ανατολή του ηλίου: «σκοτώνεται στη δουλειά απ’ τη νύχτα ως τη μέρα για να τα φέρει βόλτα»·
- από μέρα σε μέρα, σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς όμως να μπορώ να προσδιορίσω το πότε: «τον περιμένω να ’ρθει από μέρα σε μέρα»· βλ. και φρ. μέρα με τη μέρα·
- αύριο άλλος ήλιος, άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- βρήκες μέρα! ή βρήκες τη μέρα! έκφραση που ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής μας δηλώνει απογοήτευση, στενοχώρια ή δυσφορία για κάποιον που κάνει ή που μας ζητάει κάτι, και που δηλώνει έμμεσα την άρνησή μας: «σήμερα που γιορτάζω βρήκες τη μέρα να μου χαλάσεις την καρδιά! || βρήκες τη μέρα που πληρώνω το προσωπικό μου να μου ζητήσεις δανεικά! || βρήκες μέρα να μου ζητήσεις τ’ αυτοκίνητο! Δε βλέπεις που ετοιμάζομαι για ταξίδι;». (Λαϊκό τραγούδι: βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα το στεφάνι να πατήσεις, βρήκες μέρα να λερώσεις τη βέρα, βρήκες μέρα να με απατήσεις). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το τώρα μάλιστα και πολλές φορές, κλείνει με το κι εσύ·
- βρέθηκε σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. βρέθηκε σε κακή μέρα·
- βρέθηκε σε κακή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) δεν απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «χάσαμε μέσ’ απ’ τα χέρια μας το παιχνίδι, γιατί η ομάδα μας βρέθηκε σε κακή μέρα»·
- βρέθηκε σε καλή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) απέδωσε σύμφωνα με τις δυνατότητές της, τις ικανότητές της: «η ομάδα μας βρέθηκε σε καλή μέρα και κατατρόπωσε την αντίπαλη ομάδα»·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- βρίσκομαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε κακή μέρα·
- βρίσκομαι σε καλή μέρα, βλ. φρ. είμαι σε καλή μέρα·
- για κάθε μέρα, για καθημερινή χρήση: «αγόρασα ένα μπλου τζιν για κάθε μέρα»·  
- δε βλέπω άσπρη μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα και για το λόγο αυτό δε χαίρομαι, δε νιώθω ευτυχισμένος, είμαι πολύ στενοχωρημένος: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, δε βλέπω άσπρη μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βλέπω άσπρη μέρα, δε θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο ούτε για καλημέρα
- δε γνωρίζω άσπρη μέρα, βλ. φρ. δε βλέπω άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ποτέ δε γνώρισα μια άσπρη μέρα και δε με φίλησε ποτέ μητέρα, καλάμι έρημο είμαι στον κάμπο που πάει κι έρχεται με τον αέρα
- δεν είδα μια καλή μέρα, αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου δύσκολες καταστάσεις: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκα, δεν είδα μια καλή μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: του ’χεις καμωμένη τη ζωή μαρτύριο και καλή μια μέρα πια δεν έχει δει, άστατη, κακούργα, το ’χεις μαραζώσει. Έχει δίκιο το παιδί!
- δεν είναι κάθε μέρα Λαμπρή ή κάθε μέρα Λαμπρή είναι; βλ. συνηθέστ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·  
- δεν είναι κάθε μέρα Πασχαλιά ή κάθε μέρα Πασχαλιά είναι; βλ. φρ. δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού·
- δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού ή κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού είναι; α. τα καλά ή τα ευχάριστα πράγματα δε συμβαίνουν τακτικά στη ζωή μας: «κέρδισε μια φορά το λαχείο και περιμένει να το ξανακερδίσει. -Δεν είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού». β. ειρωνική παρατήρηση ή ξέσπασμα θυμού σε κάποιον που, επειδή κάποτε τον βοηθήσαμε ή τον εξυπηρετήσαμε, έχει την απαίτηση ή μας γίνεται φορτικός για νέες εξυπηρετήσεις·
- διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, (για πρόσωπα ή πράγματα) δεν μπορούν να συγκριθούν, γιατί ο ένας είναι πολύ ανώτερος από τον άλλον ή γιατί είναι εντελώς ανόμοια: «δυο παιδιά που βγήκαν απ’ την ίδια κοιλιά κι όμως διαφέρουν σαν τη μέρα με τη νύχτα || δεν μπορούν να συγκριθούν τ’ αυτοκίνητά μας, αφού βλέπεις πως διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα»·
- έγινε η νύχτα μέρα, φωταγωγήθηκε άπλετα ένα νυχτερινό τοπίο: «μόλις άναψαν οι προβολείς του γηπέδου, έγινε η νύχτα μέρα»·
- εδώ και μέρες ή εδώ και τόσες μέρες, πριν από αρκετές μέρες: «εδώ και μέρες τον είδα τυχαία στο δρόμο και μου ’πε, όταν σε δω, να σου δώσω χαιρετίσματα || εδώ και τόσες μέρες τον ψάχνω και δεν μπορώ να τον βρω»· βλ. και φρ. μέρες τώρα·
- είδα φως και μέρα, βλ. λ. φως·
- είμαι σ’ άσχημη μέρα, είμαι πολύ εκνευρισμένος, στενοχωρημένος, προβληματισμένος: «δεν έχω όρεξη για κουβέντα, γιατί είμαι σ’ άσχημη μέρα»·
- είμαι σε κακή μέρα, βλ. φρ. είμαι σ’ άσχημη μέρα·
- είμαι σε καλή μέρα, είμαι χαρούμενος, ευδιάθετος: «τώρα που είμαι σε καλή μέρα, ευχαρίστως να κουβεντιάσουμε ό,τι θέλεις»·
- είναι άσχημη μέρα ή είναι άσχημη η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι η μέρα μου, λέγεται στην περίπτωση που έχουμε αλλεπάλληλες επιτυχίες ή αποτυχίες μέσα στην ίδια μέρα: «φαίνεται πως είναι η μέρα μου να κερδίζω || απ’ ό,τι βλέπω δεν είναι η μέρα μου, γιατί τίποτα δε μου πάει καλά». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες φορές κλείνει τη φρ. το σήμερα·
- είναι κακή μέρα ή είναι κακή η μέρα, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός, λ. καιρός·
- είναι καλή μέρα ή είναι καλή η μέρα, βλ. φρ. είναι καλός καιρός, λ. καιρός·
- είναι λίγες οι μέρες του ή λίγες είν’ οι μέρες του, πρόκειται να πεθάνει από μέρα σε μέρα: «οι γιατροί το ’παν καθαρά πως είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι με τις μέρες του, έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, τις λόξες του, πρόκειται για άτομο κυκλοθυμικό: «αν θέλεις να σου τελειώσει αμέσως τη δουλειά σου, θα πρέπει να περιμένεις την κατάλληλη στιγμή, γιατί είναι με τις μέρες του». Συνών. είναι με τα φεγγάρια του / είναι με τις νότες του / είναι με τις ώρες του· 
- είναι μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι μέρες να… ή είναι μέρες τώρα να…, βλ. φρ. έχει μέρες να(…)·
- είναι μέρες που… ή είναι μέρες τώρα που…, βλ. φρ. έχει μέρες που(…)·
- είναι μετρημένες οι μέρες του ή μετρημένες είναι οι μέρες του, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα, βλ. φρ. διαφέρουν σαν τη μέρα απ’ τη νύχτα·
- είναι στις μέρες της, (για έγκυες) έφτασε ο καιρός να γεννήσει, όπου να ’ναι γεννάει: «την πήγε στην κλινική ο άντρας της, γιατί είναι στις μέρες της»·
- είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή θέλησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο ή κίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- έκανε τη νύχτα μέρα, βλ. φρ. έγινε η νύχτα μέρα·
- έφεξε η μέρα ή έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε η μέρα, ξεκίνησε για τη δουλειά του»·
- έχασα τις μέρες, δεν ξέρω ποια μέρα είναι αυτή που διανύουμε: «για πες μου, σε παρακαλώ, τι μέρα έχουμε σήμερα, γιατί έχασα τις μέρες»·
- έχει μέρες να… ή έχει μέρες τώρα να…, λέγεται για κάτι που έχει αρκετό καιρό να γίνει: «έχει μέρες να φανεί || έχει μέρες τώρα να φανεί || έχει μέρες να φάει»·
- έχει μέρες που… ή έχει μέρες τώρα που…, λέγεται για κάτι που συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει: «έχει μέρες που πάει κι έρχεται στο γραφείο του τάδε και δεν μπορεί να τον συναντήσει || έχει μέρες τώρα που σκέφτομαι να του τηλεφωνήσω κι όλο κάτι συμβαίνει και το αναβάλλω»·
- έχει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι με τις μέρες του·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, α. διαπίστωση για τη θετική εξέλιξη μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας ευνοϊκά σημάδια. β. επαλήθευση κακής πρόβλεψης για την πορεία μιας εργασίας ή υπόθεσης από τα πρώτα κιόλας σημάδια, που δεν είναι ευνοϊκά. Περισσότερο στη δεύτερη περίπτωση, πολλές φορές προτάσσεται της φρ. το εμ· βλ. και φρ. το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, λ. πουλί·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάθε μέρα, όλες τις μέρες, συνεχώς, χωρίς διακοπή: «σκέφτεται να χωρίσει, γιατί κάθε μέρα μαλώνει με τη γυναίκα του»·
- κάθε μέρα είναι αύριο, βλ. λ. αύριο·
- κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, έχω την εντύπωση πως είναι ατέλειωτη, πως περνάει πολύ δύσκολα λόγω πολλών και δυσεπίλυτων προβλημάτων: «όταν φεύγουν τα παιδιά μου πολυήμερη εκδρομή, κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, γιατί γίνονται τόσα δυστυχήματα στους δρόμους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα για μένα θα ’ναι χρόνος, θα με τρώει του χωρισμού ο πόνος!
- καλή σου μέρα! βλ. λ. καλημέρα·
- κάνει τη νύχτα μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- κάνει τη νύχτα μέρα και τη μέρα νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- κι αύριο μέρα είναι, βλ. λ. αύριο·
- κούφια μέρα, που κατά τη διάρκειά της μένει κανείς άπραγος, δεν κάνει τίποτα, χωρίς αυτό να δηλώνει πως είναι τεμπέλης: «μου ’τυχε τόσο κούφια μέρα σήμερα που δεν έκανα τίποτα»·
- λες κι όλη τη μέρα τα ξύνω (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. ξύνω·
- λες κι όλη τη μέρα το ξύνω (ενν. το μουνί μου), βλ. λ. ξύνω·
- λίγες να ’ν’ οι μέρες σου, είδος κατάρας σε κάποιον να πεθάνει πολύ γρήγορα·
- μ’ έπιασε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- μ’ έχει από μέρα σε μέρα, αναβάλλει συνεχώς να ανταποκριθεί σε μια απαίτησή μου: «ενώ ήταν να μου δώσει πριν από καιρό τα λεφτά που μου χρωστούσε, με πηγαίνει από μέρα σε μέρα || είναι να βάλει μια υπογραφή για να κλείσουν τα συμβόλαια και με πηγαίνει από μέρα σε μέρα»·
- μαύρη μέρα, μέρα πού πέρασε μέσα στη δυστυχία: «πέρασα ακόμα μια μαύρη μέρα σήμερα, χωρίς να γελάσουν τα χείλη μου». (Λαϊκό τραγούδι: μη βλαστημάς την ξενιτιά κι ας είδες μαύρες μέρες, γιατί εκεί έχουν παιδιά κι άλλες πολλές μητέρες
- με βρήκε η μέρα, βλ. φρ. με πήρε η μέρα·
- με πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- με πήρε η μέρα, ξημερώθηκα: «διασκέδαζα όλο το βράδυ στα μπουζούκια, μέχρι που με πήρε η μέρα»·
- με ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- μέρα με τη μέρα ή μέρα τη μέρα, με την πάροδο του χρόνου, προοδευτικά: «μέρα με τη μέρα άρχισε να την αγαπάει και πιο πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: μόνο εγώ γεννήθηκα αμαρτωλός στον κόσμο και μέρα τη μέρα χάνεται ο ήλιος από μπρος μου)· βλ. και φρ. από μέρα σε μέρα·
- μέρα μεσημέρι, α. στο καταμεσήμερο: «ήρθε να με επισκεφτεί μέρα μεσημέρι και δε μ’ άφησε να κοιμηθώ». β. μπροστά στα μάτια όλων, μπροστά στον κόσμο: «η ληστεία της τράπεζας έγινε μέρα μεσημέρι και δεν πήρε κανένας μυρουδιά». (Λαϊκό τραγούδι: θε να το ’βρεις ό,τι ζητάς και δε θ’ αργήσεις, θα ’ναι μέρα μεσημέρι, θα το δεις, και το κεφάλι σου στον τοίχο θα χτυπήσεις, κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς
- μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, καθώς περνάει ο καιρός, με την πάροδο του χρόνου: «είχαμε την ελπίδα πως κάποτε θα διορθώνονταν τα πράγματα, αλλά μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει και τα προβλήματα παραμένουν». (Λαϊκό τραγούδι: μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, η ζωή νερό κυλάει κι όποιος σοβαρά την πάρει αδικοχαμένος πάει
- μέρα νύχτα ή νύχτα μέρα, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «δουλεύει μέρα νύχτα σαν το σκυλί». (Λαϊκό τραγούδι: τη μια φορά με σφάζεις, την άλλη μ’ αγκαλιάζεις, κοντά σου μέρα νύχτα λιώνω, πονώ και μαραζώνω // μαύρο θα φορέσεις το φουστάνι, αν θα δεις αλλού στεφάνι, ένα βλάμη, αίσθημα ζητάω, νύχτα μέρα ψάχνω να το βρω
- μέρα παρά μέρα, κάθε δεύτερη μέρα: «έρχεται για επιθεώρηση μέρα παρά μέρα»·
- μέρα που βρήκες! ή μέρα που τη βρήκες! βλ. φρ. βρήκες μέρα(!)·
- μέρας χαρά και χρόνου λύπη, βλ. λ. χαρά·
- μέρες και μέρες, πάρα πολλές μέρες: «μέρες και μέρες περίμενα να μου τηλεφωνήσεις»·
- μέρες τώρα… ή πάνε μέρες τώρα που…, πριν από καιρό: «μέρες τώρα σου τηλεφωνώ και δεν απαντάει κανένας στο σπίτι σου || πάνε μέρες τώρα που σε ειδοποίησα να ’ρθεις να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας κι εσύ κάνεις το κορόιδο»· βλ. και φρ. εδώ και μέρες·
- μέσα σε μια μέρα, εντελώς απρόσμενα, ξαφνικά και με ραγδαία εξέλιξη: «μέσα σε μια μέρα έχασε όλη την περιουσία του»·
- μετράει μέρες, βλ. φρ. είναι λίγες οι μέρες του·
- μετράει τις μέρες του, βλ. φρ. είναι μετρημένες οι μέρες του·
- μετράω μέρες ή μετράω τις μέρες, (ιδίως στη γλώσσα του στρατού) βρίσκομαι πολύ κοντά στη μέρα της απόλυσής μου: «σε πόσον καιρό απολύεσαι; -Μετράω μέρες». (Λαϊκό τραγούδι: και στο Πέραμα αντίκρυ τρώνε ψάρια απ’ το δίχτυ, πίνουν ούζο, κάνουν τρέλες μα εγώ μετρώ τις μέρες)· βλ. και φρ. μετράει μέρες·
- μετράω τις μέρες, ανυπομονώ να περάσει ο καιρός: «στο τέλος του μηνός θα πάω διακοπές στην Κρήτη και μετράω τις μέρες || μετράω τις μέρες να περάσουν αυτές οι διακοπές, γιατί έχω σκυλοβαρεθεί»· βλ. και φρ. μετράω μέρες·  
- μια μέρα, κάποτε στο παρελθόν ή στο μέλλον: «θυμάσαι μια μέρα που είχαμε συναντηθεί στην παραλία; || μια μέρα θα λάμψει η αλήθεια». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό δε δίνω βάση στα λόγια τα δικά σου, γιατί θα σου περάσει μια μέρα ο νταλγκάς σου
- μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. κλέφτης·
- μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. φίλος·
- να δούμε η μέρα τι θα βγάλει ή να δούμε τι θα βγάλει η μέρα, λέγεται στην περίπτωση που δε γνωρίζουμε την έκβαση μιας υπόθεσης ή κατάστασης η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη: «οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και να δούμε τι θα βγάλει η μέρα»·
- να μη δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα. (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι ζητούσες απ’ τα νιάτα μου το πήρες, τώρα με διώχνεις για να πάρεις μια με λίρες, σε καταριέμαι, όπου πας κι όπου βρεθείς, μια άσπρη μέρα στη ζωή σου να μη δεις)·
- να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα, είδος κατάρας σε κάποιον να μην αξιωθεί να περάσει τη ζωή του χωρίς δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα»·
- να μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, βλ. λ. άνθρωπος·
- να μη φτάσεις να δεις άσπρη μέρα, βλ. φρ. να μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα·
- ξοδεύω τη μέρα μου, βλ. φρ. περνώ τη μέρα μου·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, βλ. λ. Θεός·
- ο μουσαφίρης και το ψάρι, την τρίτη μέρα βρομάνε, βλ. λ. μουσαφίρης·
- οι γόνιμες μέρες (ειδικά για γυναίκες, αλλά και για άλλους ζώντες οργανισμούς), βλ. λ. γόνιμος·
- οι δύσκολες μέρες (του μήνα), (για γυναίκες) η χρονική περίοδος κάθε μηνός που κρατάνε τα έμμηνα, η περίοδος της γυναίκας: «κάθε φορά που βρίσκεται στις δύσκολες μέρες, είναι όλο γκρίνια || όταν η γυναίκα μου βρίσκεται στις δύσκολες μέρες του μήνα, έχει μια αυξημένη νευρικότητα»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- οι μέρες είναι πονηρές, η χρονική περίοδος που διερχόμαστε δεν εμπνέει σιγουριά, είναι γεμάτη από κινδύνους λόγω της ρευστής πολιτικής ή οικονομικής κατάστασης που επικρατεί: «μην ξανοίγεσαι στη δουλειά σου, γιατί οι μέρες είναι πονηρές». Πρβλ.: βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. (Παύλου Προς Εφεσίους ε΄ 15-16)·  
- οι παλιές καλές μέρες! αναφορά με διάθεση νοσταλγίας, ιδίως από τους ηλικιωμένους, σε παλιότερες χρονικές περιόδους, που υπήρχε αφθονία υλικών αγαθών και ευτυχία: «η κοινωνία μας σήμερα έγινε σκληρή κι απάνθρωπη, ενώ τις παλιές καλές μέρες όλα ήταν όμορφα κι ωραία!»·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, δεν υπάρχουν καλές ή κακές μέρες, άτυχες ή τυχερές: «μερικοί προληπτικοί έχουν την Τρίτη για γρουσούζα μέρα, όμως όλες οι μέρες είναι του Θεού»·
- όποιος βαριέται να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει ή όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει, λέγεται για άτομα που, όταν τεμπελιάζουν να κάνουν κάτι σοβαρό, αργοπορούν χωρίς λόγο ασχολούμενοι με επουσιώδη πράγματα·
- παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε, βλ. λ. παπάς·
- περνώ μαύρες μέρες, περνώ περίοδο μεγάλων δυσκολιών, έχω πολλές στενοχώριες: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, περνώ μαύρες μέρες»·
- περνώ τη μέρα μου, τη χρησιμοποιώ με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν συγκεκριμένο σκοπό: «όταν δεν έχω δουλειά, περνώ τη μέρα μου διαβάζοντας || όταν έχω λεύτερο χρόνο, περνώ τη μέρα μου κάνοντας διάφορα μερεμέτια στο σπίτι»·
- στραβή μέρα, βλ. φρ. ανάποδη μέρα·
- σώθηκαν οι μέρες του, είναι ετοιμοθάνατος: «ο γιατρός το ’πε καθαρά πως σώθηκαν οι μέρες του»·
- τέλειωσαν οι μέρες του, βλ. φρ. σώθηκαν οι μέρες του·
- τη μέρα που δεν έχει αύριο, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- τη νύχτα την κάνει μέρα, βλ. λ. νύχτα·
- την κακή και την ψυχρή σου μέρα! είδος κατάρας·
- την κακή του τη μέρα! έκφραση έντονης αμφισβήτησης με επιθετική διάθεση στα λεγόμενα κάποιου: «να του πεις την κακή του τη μέρα, που δε θα πάρω φέτος άδεια!»·  
- της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, βλ. λ. νύχτα·
- τι μέρα κι αυτή! βλ. φρ. τι μέρα κι η σημερινή(!)·
- τι μέρα κι η σημερινή! έκφραση με την οποία επιτείνουμε τα ευχάριστα, τα δυσάρεστα ή τα ανιαρά συμβάντα της μέρας που περνάμε ή που περάσαμε: «το πρωί μου τηλεφώνησε ένας δικηγόρος για μια κληρονομιά, στη δουλειά πήρα την προαγωγή μου και το μεσημέρι μου ανακοίνωσε ξαφνικά η κόρη μου πως παντρεύεται. Τι μέρα κι η σημερινή! || Τι μέρα κι η σημερινή! Μου πήρε ο γερανός τ’ αυτοκίνητο, ο διευθυντής στη δουλειά μου ’κοψε την άδεια, φεύγοντας απ’ το γραφείο μου στραμπούλιξα το πόδι μου κι ακόμη δε νύχτωσε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ Θεέ μου ή η φρ. κλείνει με το Θεέ μου·
- τις τελευταίες μέρες, το τελευταίο διάστημα, τώρα τελευταία: «τις τελευταίες μέρες δεν έχει καθόλου δουλειά». Συνών. τον τελευταίο καιρό·
- το θαύμα κρατάει τρεις μέρες, βλ. λ. θαύμα·
- το πάει από μέρα σε μέρα, βλ. φρ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- το ρίχνει από μέρα σε μέρα, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από μέρα σε μέρα·
- τόσες μέρες ή τόσες μέρες τώρα, βλ. φρ. εδώ και μέρες·
- τρώω τη μέρα μου, βλ. φρ. χάνω τη μέρα μου·
- χάνω τη μέρα μου, την περνώ χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό ή αποδοτικό: «σήμερα έμπλεξα μ’ έναν παλιόφιλο και καθώς πιάσαμε την κουβέντα για τα παλιά, έφτασε το μεσημέρι κι έχασα τη μέρα μου»·
- χρονιάρα μέρα, μεγάλη γιορτή, συνήθως θρησκευτική: «ήρθε Πασχαλιάτικα, χρονιάρα μέρα, και μου ζητούσε δανεικά»·
- χρονιάρες μέρες, συνεχόμενες μεγάλες γιορτές, συνήθως θρησκευτικές, όπως είναι τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα: «τις χρονιάρες μέρες όλη η οικογένεια μαζεύεται στο σπίτι».

πρωί

πρωί, το, ουσ. [αρχ. επίρρ. πρωΐ], το πρωί· ως επίρρ. κατά τις πρωινές ώρες, χαράματα: «ξεκίνησε πρωί για τη δουλειά του». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα, βλ. λ. αποβραδίς·
- απ’ το βράδυ ως το πρωί, κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας, από τη δύση ως την ανατολή του ηλίου: «απ’ το βράδυ ως το πρωί δουλεύει σ’ ένα νυχτερινό κέντρο». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια τώρα συλλογιέσαι απ’ το βράδυ ως το πρωί, πάψε να παραπονιέσαι για την άδικη ζωή
- απ’ το πρωί ως το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
- απ’ το πρωί ως το βράδυ κι απ’ το βράδυ ως το πρωί, κατά τη διάρκεια όλου του εικοσιτετραώρου: «το εργοστάσιο δουλεύει με βάρδιες απ’ το πρωί ως το βράδυ κι απ’ το βράδυ ως το πρωί»·
- απ’ το πρωί ως το πρωί, όλο το εικοσιτετράωρο: «δε θ’ αντέξει άλλο αυτός ο άνθρωπος, γιατί απ’ το πρωί ως το πρωί δουλεύει συνεχώς»·
- αυτά που σου λέω εγώ το πρωί, μας (μου) τα λες εσύ το βράδυ, βλ. λ. βράδυ·
- βράδυ πρωί, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «βράδυ πρωί τρέχει να βρει δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: στην ξενιτιά, στην ξενιτιά με σπαραγμό σε νοσταλγώ κάθε βραδιά. Βράδυ πρωί μαύρη ζωή μακριά σου ζω, Μανταλένα, Μανταλένα, δε σε ξεχνώ
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή ή γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- είναι γλυκός ο ύπνος το πρωί, βλ. λ. πρωί·
- η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, βλ. λ. μέρα·
- με (το) στραβό αν (σαν) κοιμηθείς, το πρωί θα αλληθωρίζεις, βλ. λ. στραβός·
- όποιος ξυπνάει πρωί, βρίσκει το φλουρί, βλ. λ. φλουρί·
- πιάνω το πρωί, α. ξημερώνομαι αρχίζοντας να δουλεύω ή να διασκεδάζω από το βράδυ: «επειδή έπρεπε να τελειώσω τη δουλειά, δούλεψα όλο το βράδυ κι έπιασα το πρωί || πήγαμε να διασκεδάσουμε στα μπουζούκια και πιάσαμε το πρωί». β. για κάποιο λόγο δεν κοιμάμαι όλο το βράδυ και ξημερώνομαι: «όλο το βράδυ σκεφτόμουν πώς θα βρω λεφτά για να πληρώσω την επιταγή, κι έπιασα το πρωί»·
- πρωί βράδυ, ασταμάτητα, συνέχεια, όλο το εικοσιτετράωρο: «πρωί βράδυ τριγυρίζει μεθυσμένος»·
- πρωί πρωί, πολύ νωρίς το πρωί: «ξεκίνησε πρωί πρωί, πριν ακόμη ο ήλιος βγει». (Λαϊκό τραγούδι: πρωί πρωί μες στη δροσούλα κι απάνω στη γλυκιά μαστούρα
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι.

σκουλήκι

σκουλήκι, το, ουσ. [<μσν. σκουλήκιν <αρχ. σκωλήκιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σκώληξ], το σκουλήκι. 1. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, εντελώς τιποτένιος, άνθρωπος σιχαμερός, χαμερπής, γλοιώδης: «αν σε δω να ξανακάνεις παρέα μ’ αυτό το σκουλήκι, θα σου κόψω την καλημέρα». (Τραγούδι: γόβα στιλέτο, μπαλέτο οι φόβοι, τα φίδια στα σάπια σανίδια. Βόλτα στη φρίκη μπροστά σου το κάθε σκουλήκι να θέλει τα ίδια).2. άνθρωπος που ενεργεί αθόρυβα σε βάρος των άλλων, άνθρωπος ύπουλος, μπαμπέσης: «μακριά απ’ αυτό το σκουλήκι, γιατί δεν ξέρεις πότε κι από πού θα στη φέρει». 3. έμμονη ιδέα που βασανίζει κάποιον αργά, αλλά σταθερά: «η ζήλια είναι πολύ βασανιστικό σκουλήκι». 4. (ειδικά) ασπόνδυλος μικροοργανισμός που χρησιμοποιείται από τους ερασιτέχνες ψαράδες ως δόλωμα: «ξέρω κάποιον που πουλάει καλό σκουλήκι». Συνών. τσουτσούνι (2) / ψολιάγκος. 5. στον πλ. τα σκουλήκια, παρασιτικά σκουλήκια που ζουν στο πεπτικό σύστημα ανθρώπων και ζώων: «θέλει να πάει να τον εξετάσει ένας γιατρός, γιατί αντιλήφθηκε πως έχει σκουλήκια». 6. (ειρωνικά ή υβριστικά στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι παίχτες και οι φίλαθλοι της ποδοσφαιρικής ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης: «έκλαιγαν τα σκουλήκια απαρηγόρητα, γιατί έπεσαν στη βήτα εθνική». Από το υποκίτρινο χρώμα πολλών σκουληκιών, που αποτελεί και το επίσημο χρώμα αυτής της ομάδας. Υποκορ. σκουληκάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- έβγαλε σκουλήκια, το άτομο ή ο χώρος για τον οποίο γίνεται λόγος είναι πάρα πολύ βρόμικος: «έχει να πλυθεί ένα μήνα κι έβγαλε σκουλήκια || έχω να σκουπίσω το υπόγειο πάνω από έναν χρόνο κι έβγαλε σκουλήκια»· 
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα σε μια θέση, και κινείται διαρκώς: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί έχει σκουλήκια ο κώλος του και πηγαίνει συνέχεια πέρα δώθε». Συνών. έχει αγκάθια ο κώλος του·
- έχει το σκουλήκι, έχει κάποιο κρυφό καημό, κάποιο κρυφό πάθος ή κάποια έμμονη ιδέα: «ξέρω πως έχει το σκουλήκι γι’ αυτή τη γυναίκα και πως κάθε βράδυ την ονειρεύεται || είναι καλό και φιλότιμο παιδί, αλλά  έχει το σκουλήκι της χαρτοπαιξίας || αγαπάει πολύ τη γυναίκα του, αλλά τη βασανίζει, γιατί έχει το σκουλήκι της ζήλιας». Συνήθως μετά το τέλος της φράσης ακολουθεί το μέσα του·
- θα βγάλεις σκουλήκια! προειδοποιητική έκφραση σε πολύ βρόμικο άτομο με την ελπίδα μήπως και πάει να πλυθεί: «πάνε να πλυθείς, ρε παιδάκι μου, γιατί θα βγάλεις σκουλήκια!»·
- θα σε πατήσω (κάτω) σαν σκουλήκι ή θα σε πατήσω (κάτω) σαν το σκουλήκι, θα σε διαλύσω, θα σε κάνω ένα με τη γη, ένα με το χώμα, θα σε λιώσω: «αν σταθείς ποτέ εμπόδιο στο δρόμο μου, θα σε πατήσω σαν σκουλήκι»·
- θα σε φάνε τα σκουλήκια! βλ. φρ. θα βγάλεις σκουλήκια(!)·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; έκφραση απορίας ή δυσφορίας σε άτομο που δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα ήσυχο σε μια θέση, που κινείται διαρκώς: «παλουκώσου, ρε παιδάκι μου, σε μια θέση να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας, σκουλήκια έχει ο κώλος σου;». Συνών. αγκάθια έχει ο κώλος σου(;)·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. φρ. έχει σκουλήκια ο κώλος του·
- σκουλήκια έχεις; βλ. φρ. σκουλήκια έχει ο κώλος σου(;)·
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, αυτός που δεν τεμπελιάζει, που ενεργοποιείται νωρίς έχει και τις ανάλογες ευκαιρίες να προκόψει, να πετύχει στη ζωή του: «πάντα σηκώνεται πρωί και τρέχει στη δουλειά, γιατί το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι». Συνήθως απευθύνεται σε κάποιον ως συμβουλή, ως προτροπή, να πηγαίνει νωρίς στη δουλειά του. Συνών. όποιος ξυπνάει πρωί, βρίσκει το φλουρί·
- τον έφαγαν τα σκουλήκια, πέθανε πριν από πολλά χρόνια: «πού τον θυμήθηκες, ρε παιδάκι μου, αυτόν τον άνθρωπο! Αυτόν τον έφαγαν τα σκουλήκια»· βλ. και φρ. έβγαλε σκουλήκια·
- τον πάτησε σαν σκουλήκι ή τον πάτησε σαν το σκουλήκι, τον διέλυσε, τον έκανε ένα με τη γη, ένα με το χώμα: «όταν αρπάχτηκαν στα χέρια, ο δικός σου τον πάτησε σαν σκουλήκι»·
- τον τρώει το σκουλήκι, α. πάσχει από ανίατη αρρώστια: «καλύτερα να πεθάνει να ησυχάσει ο άνθρωπος, γιατί χρόνια τώρα τον τρώει το σκουλήκι». β. υποφέρει από ψυχικό βάσανο, τον τρώνε οι τύψεις: «αργά το κατάλαβε πως σε κατηγόρησε λάθος, αλλά από κείνη τη μέρα τον τρώει το σκουλήκι». γ. υποφέρει από κάποια έμμονη ιδέα: «υποφέρει πάρα πολύ αυτός ο άνθρωπος, γιατί τον τρώει το σκουλήκι της αμφιβολίας για τη γυναίκα του».

στραβός

στραβός, -ή, κ. -ιά, -ό, κ. -ύ, επίθ. [<αρχ. στραβός], στραβός. 1. που δεν είναι ίσιος: «στραβή γραμμή». 2. (υποτιμητικά) που είναι αλλήθωρος, που είναι τυφλός: «είναι τόσο στραβός, που σ’ άλλον απευθύνεται κι άλλον κοιτάζει || επειδή ήταν στραβός ο άνθρωπος, τον πέρασα στο απέναντι πεζοδρόμιο». 3. που είναι αγράμματος, αμόρφωτος ή απληροφόρητος: «θέλουν να ’χουν τον κόσμο στραβό, για να τον εκμεταλλεύονται όπως θέλουν». 4. που γίνεται ή που είναι λάθος, ο λαθεμένος: «στραβός υπολογισμός». 5. το θηλ. ως ουσ. η στραβή, το λάθος, το σφάλμα, το παράπτωμα, η απρέπεια: «για κάθε στραβή, υπάρχουν και οι ανάλογες συνέπειες». (Τραγούδι: το μοιραίο, κορίτσι λαθραίο, κομμένη σ’ το λέω όχι άλλη στραβή).Συνών. κουτσός (2). 6. ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα στραβά (βλ. λ.) Επίρρ. στραβά. (Ακολουθούν 65 φρ.)·
- βάζω τη σκούφια μου στραβά ή βάζω στραβά τη σκούφια μου, βλ. λ. σκούφια·
- βάζω το καπέλο μου στραβά ή βάζω στραβά το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο·
- βοηθήστε στραβοί τον ανοιχτομάτη, βλ. λ. ανοιχτομάτης·
- βοηθήστε στραβοί τον αόμματο, βλ. λ. αόμματος·
- για να λέμε και του στραβού το δίκιο ή για να πούμε και του στραβού το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι; βλ. λ. γυναίκα·
- έγινε η στραβή, λέγεται στην περίπτωση που ενήργησε κάποιος άπρεπα, λανθασμένα: «πάνω στα νεύρα μου του μίλησα άσχημα μπροστά στη γυναίκα του, αλλά τώρα έγινε η στραβή, τι να κάνουμε!». Συνών. έγινε η κουτσή·
- είναι στραβό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- είναι στραβός κι ανάποδος, είναι πολύ δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «δεν μπορείς να κάνεις λεπτό μαζί του, γιατί είναι στραβός κι ανάποδος»·
- έκανε καβάλα σε στραβό γαϊδούρι, βλ. λ. γαϊδούρι·
- έχει στραβά κανιά, βλ. λ. κανιά·
- έχω το καπέλο μου στραβά ή έχω στραβά το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο·
- η σκύλα από τη βιάση της στραβά κουτάβια κάνει, βλ. λ. σκύλα·
- ή στραβός είν’ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε, βλ. λ. γιαλός·
- ήταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάιδαρος, βλ. λ. κλήμα·
- κάνω τα στραβά μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάνω το στραβό, ενεργώ άπρεπα ή λανθασμένα περισσότερο από πείσμα παρά από άγνοια: «όταν πεισμώσει, ό,τι και να του πεις, αυτός θα κάνει το στραβό»·
- κάνω τον στραβό, προσποιούμαι πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω: «ό,τι και να κάνουν, ό,τι και να λένε, κάνω τον στραβό, για να μη γίνονται κάθε τόσο φασαρίες». (Λαϊκό τραγούδι: στα εστιατόρια κάθομαι χώρια και μόλις πάω το τσιγάρο μου τραβώ, κι αν με κοιτούνε κι αν με γελούνε, εγώ δε βλέπω κι όλο κάνω τον στραβό
- κουτσά στραβά, βλ. λ. κουτσός·
- κουτσά στραβά κι ανάποδα, βλ. λ. κουτσός·
- κουτσοί στραβοί στον Άη Παντελεήμονα! βλ. λ. κουτσός·
- με πιάνει το στραβό μου, γίνομαι δύστροπος, ιδιότροπος: «αν με πιάσει το στραβό μου, δεν κάνω το χατίρι κανενός»·
- με (το) στραβό αν (σαν) κοιμηθείς, το πρωί θ’ αλληθωρίζεις, λέγεται επιτιμητικά για κείνους που έχουν κακές συναναστροφές και συμπεριφέρονται ανάλογα. Συνών. μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις·
- μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου τύχη ή μην κοιτάς τα στραβά μου πόδια, κοίτα την ίσια μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- μου ’κατσε στραβά, δεν ήρθε κάτι όπως το ήθελα, όπως μου ταίριαζε: «υπολόγιζα πως ήταν εύκολη δουλειά, αλλά μου ’κατσε στραβά και παιδεύτηκα μέχρι να την τελειώσω». (Τραγούδι: πιτσιρίκια που κουνιούνται σαν φραπέδες έλα, μάνα μου, στον ίδιο το χαβά. Κάτι έρημα παιδιά στους καναπέδες κι η αγάπη τους που έκατσε στραβά μωρέ!
- μου πάνε όλα στραβά ή όλα μου πάνε στραβά ή όλα στραβά μου πάνε, βλ. φρ. μου ’ρχονται όλα στραβά. (Τραγούδι: όταν σου πάνε όλα στραβά, στον έρωτα και στα χαρτιά, να το γιορτάζεις)·
- μου ’ρχεται στραβά, μου είναι δύσκολο να ενεργήσω με τρόπο που αντίκειται στη φιλοσοφία μου, στην ψυχολογία μου ή στην προσωπικότητά μου: «μου ’ρχεται στραβά να τον εγκαταλείψω τώρα που έχει την ανάγκη μου || μου ’ρχεται στραβά ν’ αντιμιλήσω στους γονείς μου»·
- μου ’ρχονται όλα στραβά ή όλα μου ’ρχονται στραβά ή όλα στραβά μου ’ρχονται, (γενικά) οι υποθέσεις μου δεν εξελίσσονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό όλα μου ’ρχονται στραβά»·
- μου ’ρχονται όλα στραβά κι ανάποδα ή όλα μου ’ρχονται στραβά κι ανάποδα ή όλα στραβά κι ανάποδα μου ’ρχονται, (γενικά) οι υποθέσεις μου δεν εξελίσσονται καθόλου ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό μου ’ρχονται όλα στραβά κι ανάποδα»·
- μου ’ρχονται στραβά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- ξύπνησε στραβά, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «απ’ τα μούτρα του κατάλαβα πως ξύπνησε στραβά, γι’ αυτό δεν του λέω κουβέντα». Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε από λάθος πλευρό / ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο / ξύπνησε στο πλάι·
- όλα τα στραβά καρβέλια απ’ τη νύφη καμωμένα ή όλα τα στραβά ψωμιά απ’ τη νύφη καμωμένα, βλ. λ. νύφη·
- όλα τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει, βλ. λ. πινακωτή·
- παίρνω στραβά τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- περνώ κουτσά στραβά ή την περνώ κουτσά στραβά, βλ. λ. κουτσός·
- περπατάς στραβά, ενεργείς, συμπεριφέρεσαι ανέντιμα: «πάψε να περπατάς στραβά, γιατί θα το φας το κεφάλι σου». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χεις τάξει, βρε κακούργα, πως θα μου ’μενες πιστή. Και απατημένο τώρα με παράτησες, μα να ξέρεις, πως κι εσύ στραβά περπάτησες). Συνών. δεν περπατάς καλά·
- πήγε στραβά η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πήρε ο στραβός κατήφορο, βλ. λ. κατήφορος·
- πήρε στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. λ. μάτι·
- ποιος στραβός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- πολλές μαμές, στραβό το παιδί, βλ. λ. μαμή·
- σηκώθηκε στραβά, βλ. φρ. ξύπνησε στραβά·
- στραβή βδομάδα, βλ. λ. βδομάδα·
- στραβή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- στραβή τύχη, βλ. λ. τύχη·
- στραβό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- στραβό ριζικό, βλ. λ. ριζικό·
- στραβός άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχυρώνα, βλ. λ. βελόνα·
- στραβός δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- στραβός είσαι; α. (απειλητικά ή ειρωνικά) δε βλέπεις μπροστά σου; Λέγεται κυρίως, όταν μας πατήσει ή όταν μας σπρώξει κάποιος. β. είναι πράγμα οφθαλμοφανές: «στραβός είσαι και δεν μπορείς να καταλάβεις πως, αν κάνεις αυτή τη δουλειά, θα καταστραφείς;»·
- στραβός μήνας, βλ. λ. μήνας·
- στραβός χρόνος, βλ. λ. χρόνος·
- τα βλέπω όλα στραβά, είμαι απαισιόδοξος, απογοητευμένος: «υπάρχει τέτοια αναδουλειά στην αγορά, που τον τελευταίο καιρό τα βλέπω όλα στραβά»·
- τα βλέπω όλα στραβά κι ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- τα στραβά γαϊδούρια τη νύχτα πάν’ και βόσκουν, βλ. λ. γαϊδούρι·
- τα στραβά και τ’ ανάποδα, οι δυσκολίες, οι αντιξοότητες, οι παρατυπίες, ακόμα και οι ευτράπελες καταστάσεις σε μια δουλειά ή επιχείρηση και γενικά στη ζωή: «θέλω να μάθω όλα τα στραβά και τ’ ανάποδα που συμβαίνουν σ’ αυτό το εργοστάσιο, πριν αναλάβω τη διεύθυνσή του»·
- την είδα στραβά, παρεξήγησα, παρανόησα την ενέργεια ή την πρόθεση κάποιου σχετικά με το άτομό μου: «αυτός ό,τι κι αν είπε, το είπε για να με υποστηρίξει, αλλά εγώ την είδα στραβά»·
- την έκανα τη στραβή, έκανα λάθος, σφάλμα, παράπτωμα, απρέπεια, λάθος λογαριασμό: «δεν αντιλήφθηκα πως ήταν πίσω μου, όταν τον κορόιδευα για τη μεγάλη μύτη του, αλλά τώρα την έκανα τη στραβή και το φυσάω και δεν κρυώνει || ήμουν λίγο μπόσικος στη δουλειά και την έκανα τη στραβή, κι άντε τώρα να δούμε πώς θα τα μπαλώσω». Συνών. την έκανα την κουτσή·
- της στραβής ψωλής της φταίνε οι τρίχες, βλ. λ. ψωλή·
- το βάζω στραβά (ενν. το καπέλο μου), δε με νοιάζει, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα, ιδίως γιατί είμαι εξασφαλισμένος οικονομικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, το ’βαλε στραβά και πέρα βρέχει»·
- το παίρνω στραβά, παρανοώ, δεν καταλαβαίνω καλά, παρεξηγώ κάτι: «εγώ ό,τι κι αν είπα, το ’πα για το καλό σου κι εσύ το πήρες στραβά»·
- του ’κατσε στραβά, α. λέγεται με κάποια διάθεση ειρωνείας για κάποιον που δεν ήρθε κάτι έτσι όπως το περίμενε ή όπως του συνέφερε: «του ’κατσε στραβά, που θα κάνει σαββατιάτικη βάρδια, γιατί είχε σκοπό να πάει το Σαββατοκύριακο εκδρομή». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ βέβαια και κλείνει με το του κυρίου (της κυρίας). β.λέγεται με κάποια διάθεση ειρωνείας στην περίπτωση που κάποιος δεν είναι ευχαριστημένος με κάτι που του έτυχε ή που του προσφέρθηκε, ενώ κανονικά θα έπρεπε να ήταν: «του ’κατσε στραβά που του ’ρθαν εκείνα τα λεφτά απ’ την κληρονομιά του παππού του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ και κλείνει με το του κυρίου (της κυρίας). γ.(γενικά) δεν εξελίχθηκε κάτι όπως το περίμενε ή όπως το επιθυμούσε κάποιος: «η τελευταία δουλειά που έκανε του ’κατσε στραβά κι έχει προβλήματα»·
- φορώ τη σκούφια μου στραβά ή φορώ στραβά τη σκούφια μου, βλ. λ. σκούφια·
- φορώ το καπέλο μου στραβά ή φορώ στραβά το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο.

ύπνος

ύπνος, ο, ουσ. [<αρχ. ὕπνος], ο ύπνος. 1. άνθρωπος που δεν είναι έξυπνος, ο κουτός, ο βλάκας: «σου είπε αυτός ο ύπνος ότι δεν είναι δύσκολη η δουλειά, κι εσύ, μωρ’ αδερφάκι μου, τον πίστεψες;». 2. στην κλητ. ως επιφών. ύπνε! απευθύνεται υποτιμητικά σε ανόητο, σε κουτό, σε βλάκα: «ξύπνα ύπνε, δουλειά έχουμε!». Στον ύπνο αναφέρονται και τα παρακάτω ενδεικτικά νανουρίσματα: ύπνε που παίρνεις τα μωρά, έλα πάρε και τούτο, μικρό μικρό σου το ’δωσα μεγάλο φέρε μου το, μεγάλο σαν ψηλό βουνό, ψηλό σαν κυπαρίσσι // έλα ύπνε και πάρε το και στείλ’ το στους μπαξέδες, και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια μενεξέδες. Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι, το μωρό μου κάνει νάνι κι όπου το πονεί να γιάνει. (Ακολουθούν 67 φρ.)·
- άγρυπνος ύπνος, λέγεται η περίπτωση εκείνη κατά την οποία μπορεί κάποιος να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά κι έτσι να μη φαίνεται στην ομήγυρη ότι κοιμάται: «στις μεγάλες συνεδριάσεις της Βουλής, που πολλές φορές διαρκούσαν και μέχρι αργά τα μεσάνυχτα, επικρατούσε ανάμεσα στους βουλευτές όλων των κομμάτων ο άγρυπνος ύπνος»·
- βαθύς ύπνος, βλ. φρ. βαρύς ύπνος·
- βαρύς ύπνος, ο βαθύς, από τον οποίο δύσκολα μπορούμε να βγούμε, δύσκολα ξυπνάμε: «ήταν πολύ κουρασμένος, γι’ αυτό έχει βαρύ ύπνο». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί με ξύπνησες πρωί μέσα στον ύπνο τον βαρύ; γιατί την πόρτα μου χτυπάς; τι θέλεις, τώρα τι ζητάς;
- βλέπω στον ύπνο μου (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. είδα στον ύπνο μου·
- βρίσκεται ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, βρίσκεται στα πρόθυρα του ύπνου: «μην τον ενοχλείς τώρα, γιατί βρίσκεται ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνο»·
- βρίσκεται στον πρώτο ύπνο, έχει ώρα που αποκοιμήθηκε: «πέρασε ώρα από τότε που έφυγε, οπότε σίγουρα θα βρίσκεται στον πρώτο ύπνο»·   
- γλυκάθηκ’ η γριά στα σύκα, τα βλέπει και στον ύπνο της, βλ. λ. γριά·
- γλυκός ο ύπνος την αυγή, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. φρ. γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή· 
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. φρ. γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή, όποιος κοιμάται πολύ και, κατ’ επέκταση, όποιος τεμπελιάζει, δεν προκόβει στη ζωή του: «ξύπνα, παιδάκι μου, να πας στη δουλειά σου, γιατί, γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή»·
- γλυκός ύπνος, που είναι αδιατάρακτος από κακά όνειρα ή από τύψεις: «πάντα έχει γλυκό ύπνο αυτός ο άνθρωπος, γιατί δεν έχει ποτέ του βλάψει κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, το μωρό μου στ’ όνειρό του χάδια μου ζητά στον ύπνο το γλυκό του
- δε με παίρνει (ο) ύπνος, 1. παρά την προσπάθεια που κάνω δεν μπορώ να κοιμηθώ: «το καλοκαίρι με τη ζέστη δε με παίρνει ο ύπνος». 2. παρά την προσπάθεια που κάνω, δεν μπορώ να κοιμηθώ λόγω ανησυχίας ή άλλων προβλημάτων: «όταν λείπουν το βράδυ τα παιδιά μου απ’ το σπίτι, δε με παίρνει ύπνος». (Λαϊκό τραγούδι: η αγωνία μου αυτή με τρώει και με δέρνει· να ξημερώσει ήθελα, γιατί ύπνος δε με παίρνει)·
- δε με πιάνει (ο) ύπνος, βλ. φρ. δε με παίρνει (ο) ύπνος. (Λαϊκό τραγούδι: κοντεύουνε χαράματα κι ο ύπνος δε με πιάνει· ένα μονάχα σκέφτομαι: πώς να σε εκδικηθώ
- δε μου κολλάει (ο) ύπνος, βλ. φρ. δε με παίρνει (ο) ύπνος·   
- δε χορταίνω τον ύπνο μου ή δε χορταίνω ύπνο, δεν κοιμάμαι ικανοποιητικά, χορταστικά: «τον τελευταίο καιρό δε χορταίνω ύπνο, γιατί έχω πολλά προβλήματα στη δουλειά μου». (Δημοτικό τραγούδι: εγέρασα, μωρέ παιδιά, σαράντα χρόνια κλέφτης, τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρα αποσταμένος)·  
- δεν έχω ύπνο, δεν μπορώ να κοιμηθώ λόγω ανησυχίας ή άλλων προβλημάτων: «κάθε βράδυ δεν έχω ύπνο, γιατί έχω ένα σωρό σκοτούρες στο κεφάλι μου». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί, πατέρα, γιατί, πατέρα, δεν έχεις ύπνο και ξαγρυπνάς κι όλο τα βράδια με τη μητέρα μιλάτε ώρες κρυφά από μας
- είδα στον ύπνο μου (κάποιον ή κάτι), ονειρεύτηκα κάποιον ή κάτι: «χτες βράδυ είδα στον ύπνο μου την πρώτη μου αγαπημένη || πριν από καιρό είδα στον ύπνο μου πως είχα πάει διακοπές κάπου στις Κυκλάδες». (Λαϊκό τραγούδι: γυμνό σ’ είδα στον ύπνο μου,γυμνό, ξυπνώ και ζω με τ’ όνειρο ακόμα)· βλ. και φρ. το είδα στον ύπνο μου·
- είμαι απ’ τον ύπνο ή είμαι από ύπνο, έχω μόλις ξυπνήσει και βρίσκομαι ακόμη κάτω από την επίδραση του ύπνου, δεν έχω ακόμη συνέλθει: «πριν μου πεις οτιδήποτε, μισό λεπτό να ρίξω λίγο νερό στα μούτρα μου, γιατί είμαι από ύπνο»·
- είναι ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, βλ. φρ. βρίσκεται ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο·
- είναι γλυκός ο ύπνος, δικαιολογία ατόμου που του αρέσει να κοιμάται πολύ: «εσείς πάτε να διασκεδάσετε κι εγώ θα πάω να κοιμηθώ, γιατί, αχ, είναι γλυκός ο ύπνος»·
- είναι γλυκός ο ύπνος το πρωί, δικαιολογία ατόμου που δεν μπορεί να ξυπνήσει το πρωί στην ώρα του, για να πάει στη δουλειά του: «κάθε πρωί αργώ λίγο να πάω στη δουλειά μου, γιατί είναι γλυκός ο ύπνος το πρωί»·
- είναι στον πρώτο ύπνο, βλ. φρ. βρίσκεται στον πρώτο ύπνο·
- είναι ύπνος, δεν είναι έξυπνος, είναι κουτός, βλάκας: «μην του εμπιστεύεσαι ούτε και την πιο απλή δουλειά, γιατί είναι ύπνος και θα εκτεθείς»·
- έλα ύπνε και πάρε το, ειρωνική έκφραση σε άτομο που είναι πολύ κουτό, πολύ κοιμισμένο, που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να καταλάβει τι του λέμε: «μην του αναθέσεις ούτε την πιο εύκολη δουλειά, γιατί ο τύπος είναι έλα ύπνε και πάρε το και θα σε ταλαιπωρήσει». Από το ότι η φρ. αυτή αποτελεί την απαρχή νανουρίσματος. Πρβλ.: έλα ύπνε και πάρε το και στείλ’ το στους μπαξέδες, και γέμισε τους κόρφους του λουλούδια, μενεξέδες(…). Συνών. ύπνε που παίρνεις τα παιδιά·   
- έχω ελαφρύ ύπνο ή έχω ύπνο ελαφρύ, βλ. φρ. κάνω ελαφρύ ύπνο·
- η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται, βλ. λ. αλεπού·
- κάλλιο ύπνο παρά δείπνο, λέγεται για τους τεμπέληδες που προτιμούν να κοιμούνται παρά να δουλεύουν: «πώς να προκόψει αυτός ο άνθρωπος! Μια ζωή κάλλιο ύπνο παρά δείπνο είναι»·
- καλόμαθ’ η γριά στα σύκα, τα βλέπει και στον ύπνο της, βλ. λ. γριά·
- καλό(ν) ύπνο! ευχή μεταξύ ατόμων που αποχωρίζονται όταν πάνε για ύπνο, ή που ξαπλώνουν στο κρεβάτι να κοιμηθούν·
- κάνω ελαφρύ ύπνο ή κάνω ύπνο ελαφρύ, ξυπνώ πολύ εύκολα, με το παραμικρό: «μόλις ακούσω κάποιον θόρυβο, ξυπνώ αμέσως, γιατί κάνω ελαφρύ ύπνο»·
- κλέβω έναν ύπνο, βλ. συνηθέστ. ξεκλέβω έναν ύπνο·
- κοιμάται τον ύπνο του δικαίου, α. κοιμάται βαθιά και γαλήνια: «είναι τόσο εντάξει άνθρωπος, που πάντα κοιμάται τον ύπνο του δικαίου». Από το ότι ένας δίκαιος άνθρωπος έχει τη συνείδησή του ήσυχη. β. (ειρωνικά) δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του, ιδίως για πράγματα που το αφορούν: «η γυναίκα του τον κερατώνει μ’ έναν φίλο του κι αυτός κοιμάται τον ύπνο του δικαίου»·
- μ’ έπιασε ο ύπνος, βλ. φρ. με πήρε ο ύπνος·
- με πήρε ο ύπνος, α. αποκοιμήθηκα: «ήμουν τόσο κουρασμένος, που, μόλις κάθισα στην καρέκλα με πήρε αμέσως ο ύπνος». (Λαϊκό τραγούδι: με πήρε ο ύπνος κι έγειρα στου καραβιού την πλώρη και ήρθε και με ξύπνησε του καπετάνιου η κόρη). β. αποξεχάστηκα, αφαιρέθηκα: «με πήρε ο ύπνος κι έφυγε το σκυλί»·
- με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- μιλάει στον ύπνο του, παραμιλάει καθώς κοιμάται: «η γυναίκα του μαθαίνει όλα τα τσιλημπουρδήματά του, γιατί ο βλάκας μιλάει στον ύπνο του»·
- μόλις σηκώθηκα απ’ τον ύπνο, μόλις ξύπνησα: «μόλις σηκώθηκα απ’ τον ύπνο χτύπησε το κουδούνι ο θυρωρός για τα κοινόχρηστα». Συνών. μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι (α)·
- μου ’φυγε ο ύπνος, δεν έχω πια τη διάθεση να κοιμηθώ, ιδίως μετά από κάποια ενοχλητική κατάσταση που δημιουργήθηκε: «ενώ νύσταζα κι έπεσα να κοιμηθώ, έγινε μια φασαρία έξω απ’ το σπίτι και μου ’φυγε ο ύπνος»·
- ξεκλέβω έναν ύπνο, βλ. συνηθέστ. ξεκλέβω έναν υπνάκο, λ. υπνάκος·
- ο αιώνιος ύπνος, ο θάνατος: «μην κοιμάσαι τώρα και γλέντα τη ζωή, γιατί σε όλους μας θα έρθει κάποτε ο αιώνιος ύπνος». Συνών. η αιώνια ανάπαυση / ο τελευταίος ύπνος·
- ο τελευταίος ύπνος, βλ. φρ. ο αιώνιος ύπνος·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους, λέγεται ειρωνικά για τους τεμπέληδες που παχαίνουν απ’ το καθισιό, αλλά δεν αποκτούν χρήματα·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. συνηθέστ. ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους·
 - ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί το γέροντα τον κάνει παλικάρι, λέγεται για να τονίσει την ευεργετική επίδραση του ύπνου, ιδίως στα παιδιά, του ήλιου στα ζώα, και του κρασιού στα ηλικιωμένα άτομα, τα οποία, κάτω από την επίδραση του αλκοόλ ενεργούν πολλές φορές δυναμικά, όπως όταν ήταν νέοι·
- ο ύπνος της χαρμάνας, ( στη γλώσσα των ναρκωτικών) ο ύπνος του τοξικομανή, που, όταν στερείται το ναρκωτικό του, ξυπνάει κάθε τόσο με νευρικά τινάγματα κάτω από την πίεση του στερητικού συνδρόμου: «δεν υπάρχει πιο βασανιστική κατάσταση απ’ τον ύπνο της χαρμάνας»·
- ο ύπνος ύπνο φέρνει, βλ. φρ. ο ύπνος φέρνει ύπνο·
- ο ύπνος φέρνει ύπνο, όποιος κοιμάται πολύ, θέλει να κοιμάται συνέχεια, νυστάζει συνέχεια: «μην κοιμάσαι τόσο πολύ, αγόρι μου, γιατί ο ύπνος φέρνει ύπνο»·
- ούτε στον ύπνο σου, δηλώνει κατηγορηματική άρνηση: «θα μου δώσεις τα δανεικά που σου ζήτησα; -Ούτε στον ύπνο σου»·
- ούτε στον ύπνο του…, συγκοπή των αμέσως παρακάτω δυο φράσεων·
- ούτε στον ύπνο του δεν το είδε ή ούτε στον ύπνο του δεν το περίμενε, λέγεται στην περίπτωση που συνέβη ανέλπιστα κάποιο σπουδαίο καλό σε κάποιον: «θα πήγαινε φυλακή για χρέη, αλλά του ’πεσε ο πρώτος αριθμός του λαχείου. -Ούτε στον ύπνο του δεν το είδε || τη βδομάδα που μας πέρασε, ο τάδε κέρδισε και στο προπό, και στο λότο, και στο τζόκερ. -Ούτε στον ύπνο του δεν το περίμενε». Από το ότι στο όνειρο συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα·
- παίρνω έναν ύπνο ή παίρνω τον ύπνο μου, κοιμάμαι: «αν δεν πάρω κανονικά τον ύπνο μου, την άλλη μέρα είμαι χάλια || κάθε μεσημέρι παίρνω έναν ύπνο»·
- πάνω στον καλό ύπνο ή πάνω στον καλό τον ύπνο ή πάνω στον ύπνο τον καλό, ακριβώς τη στιγμή που κοιμάται κάποιος ήρεμα και βαθιά: «ήρθε πάνω στον ύπνο τον καλό και μου βροντούσε την πόρτα»·
- πάω για ύπνο, αποχωρώ από κάπου για να πάω να κοιμηθώ: «επειδή πέρασε η ώρα, πάω για ύπνο»·
- πέφτω για ύπνο, ξαπλώνω στο κρεβάτι να κοιμηθώ: «κάθε βράδυ, μόλις τελειώσει το τελευταίο δελτίο ειδήσεων πέφτω για ύπνο»·
- πηγαίνει για ύπνο με τις κότες, βλ. συνηθέστ. κοιμάται με τις κότες, λ. κότα·
- ρίχνω έναν ύπνο, βλ. φρ. τραβώ έναν ύπνο·
- στον ύπνο και στον ξύπνο, λέγεται στην περίπτωση που κάτι μας απασχολεί συνεχώς: «στον ύπνο και στον ξύπνο έχω το νου μου σ’ αυτό το παιδί, γιατί είναι πολύ άτακτο»·
- στον ύπνο σου το είδες; α. έκφραση αμφισβήτησης ή απορίας σε άτομο που μας λέει ή μας ζητάει κάτι απίθανο, που αδυνατούμε να το πιστέψουμε: «έμαθα πως το μεσημέρι θα περάσει ο τάδε απ’ το γραφείο σου. -Στον ύπνο σου το είδες; Αυτός λείπει στο εξωτερικό! || εσύ που έχεις λεφτά, θα με βοηθήσεις να κάνω αυτή τη δουλειά; -Στον ύπνο σου το είδες; Εγώ δεν έχω λεφτά να καλύψω τις υποχρεώσεις μου!». β. λέγεται με ειρωνική διάθεση σε άτομο που κάνει κάτι πρωί πρωί, ενώ θα μπορούσε να το κάνει μια οποιαδήποτε άλλη ώρα κατά τη διάρκεια της ημέρας: «μα καλά, στο ύπνο σου το είδες κι ήρθες πρωί πρωί να μου φέρεις τα δανεικά;»· 
- στρώνω για ύπνο, ετοιμάζω το κρεβάτι μου να κοιμηθώ: «είναι στο δωμάτιό του και στρώνει για ύπνο»·
- το είδα στον ύπνο μου, υπέθεσα λάθος κάτι, το φαντάστηκα: «αν είχε έρθει ο τάδε που λες, θα μου το ’λεγε ο αδερφός του που ήμασταν πριν από λίγο μαζί. -Θα το είδα στον ύπνο μου». Πολλές φορές, άλλοτε προηγείται και άλλοτε έπεται της φρ. το μου φαίνεται· 
- το στρώνω στον ύπνο, πέφτω να κοιμηθώ, κοιμάμαι: «μόλις γύρισε στο σπίτι, το ’στρωσε στον ύπνο»·
- τον έπιασα στον ύπνο, τον εξαπάτησα, τον ξεγέλασα όχι τόσο γιατί είναι κουτός, αλλά επειδή είχε αλλού το νου του, επειδή ήταν αφηρημένος ή απασχολημένος: «τον έπιασα στον ύπνο την ώρα που παρακολουθούσε το ματς από την τηλεόραση και του πήρα τα δανεικά που μου χρειάζονταν»·
- τον πέτυχα στον ύπνο, βλ. συνηθέστ. τον έπιασα στον ύπνο·
- τραβώ έναν ύπνο, κοιμάμαι πολύ καλά, χορταστικά: «α, κάθε Κυριακή μεσημέρι τραβώ έναν ύπνο, που τον ευχαριστιέμαι!»·
- ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, ειρωνική έκφραση σε άτομο που είναι πολύ κουτό, πολύ κοιμισμένο, που με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που του λέμε: «αμάν, βρε, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, πώς αλλιώς πρέπει να στο πω για να καταλάβεις;». Από την αρχή του νανουρίσματος: ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο, μικρό μικρό σου του ’δωσα μεγάλο φέρε μου το(…). Συνών. έλα ύπνε και πάρε το·
- ύπνο ελαφρύ, ευχή σε κάποιον, που πάει να κοιμηθεί, να έχει ύπνο αδιατάρακτο, ύπνο χωρίς εφιάλτες: «καληνύχτα, φίλε μου, και ύπνο ελαφρύ»·
- χάνω τον ύπνο μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ λόγω ψυχικής αναστάτωσης ή φόβου: «επειδή έγινε ζούγκλα η κοινωνία μας, χάνω τον ύπνο μου κάθε φορά που αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι»·
- χορταίνω τον ύπνο μου ή χορταίνω ύπνο, κοιμάμαι πολύ ικανοποιητικά, χορταστικά: «κάθε Κυριακή πρωί χορταίνω τον ύπνο μου».