Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
προσευχή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

προσευχή, η, ουσ. [<μτγν. προσευχή], η προσευχή. Υποκορ. προσευχούλα, η·
- είναι νηστεία και προσευχή, βλ. λ. νηστεία·
- είπα την προσευχή μου, κινδύνεψα θανάσιμα: «κάναμε τέτοιο τρακάρισμα καθώς τρέχαμε, που είπα την προσευχή μου»·
- έκανα την προσευχή μου, βλ. φρ. είπα την προσευχή μου·
- κάνω προσευχές, εύχομαι, παρακαλώ να συμβεί κάτι όπως το θέλω: «κάνω προσευχές να κερδίσει η ομάδα μου || κάθε μέρα κάνω προσευχές να περάσει ο γιος μου στο πανεπιστήμιο»·
- κάνω προσευχή ή κάνω την προσευχή μου, α. προσεύχομαι στο Θεό: «δεν κοιμάμαι το βράδυ, αν δεν κάνω προσευχή || κάθε βράδυ πρώτα κάνω την προσευχή μου κι ύστερα πέφτω στο κρεβάτι για ύπνο». β. παρακαλώ, ικετεύω το Θεό: «είναι καιρός τώρα που κάνω την προσευχή μου να μου πέσει το λαχείο»· βλ. και φρ. λέω προσευχή·
- λέω προσευχές, βλ. φρ. κάνω προσευχές·
- λέω προσευχή ή λέω την προσευχή μου, δέομαι, προσεύχομαι, ικετεύω το Θεό για να πραγματοποιήσει κάποια επιθυμία μου: «κάθε μέρα λέω προσευχές για να προκόψεις στη ζωή σου». (Λαϊκό τραγούδι: προσευχή τα χείλη μου για σένα νε λένε και τα μάτια μου μερόνυχτα κλαίνε).

νηστεία

νηστεία, η, ουσ. [<αρχ. νηστεία], η νηστεία. 1. η αποχή για ένα ορισμένο διάστημα από συγκεκριμένες δραστηριότητες (ιδίως σε ζητήματα διατροφής) για θρησκευτικούς ή ιατρικούς λόγους: «σε όλο το διάστημα της Σαρακοστής κάνω πάντα νηστεία || πάχυνα πολύ και πρέπει ν’ αρχίσω τη νηστεία». 2. η αποχή από τις απολαύσεις της ζωής, ιδίως από το σεξ, η οποία βιώνεται ως στέρηση: «τον τελευταίο καιρό δεν μπορώ να σταυρώσω γκόμενα κι έχω τρελαθεί στη νηστεία»·
- είναι νηστεία και προσευχή, ειρωνική αναφορά σε άτομο που απέχει από τις απολαύσεις της ζωής, ιδίως από το σεξ, γιατί ασχολείται με ζήλο με κάτι: «έχει πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα για να πάρει το πτυχίου του, και είναι νηστεία και προσευχή». Από την εικόνα του θρησκευόμενου ατόμου που ακολουθεί πιστά τις επιταγές της Εκκλησίας·
- χαλώ τη νηστεία, για κάποιο λόγο τη διακόπτω: «επειδή ένιωσα αδυναμία, χάλασα τη νηστεία».