Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
προβιά
προβιά, η, ουσ.
[<μσν. προβέα], η προβιά·
-
του τίναξα την προβιά, τον ξυλοφόρτωσα: «επειδή δεν καθόταν φρόνιμα, του
τίναξα την προβιά για να ησυχάσει».
προβιά, η, ουσ.
[<μσν. προβέα], η προβιά·
-
του τίναξα την προβιά, τον ξυλοφόρτωσα: «επειδή δεν καθόταν φρόνιμα, του
τίναξα την προβιά για να ησυχάσει».