Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πραγματικός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πραγματικός, -ή, -ό, επίθ. [<μτγν. πραγματικός], πραγματικός· που δεν είναι φανταστικός, προσποιητός ή ψεύτικος, που είναι αληθινός: «ο τάδε είναι πραγματικός φίλος || θέλω να μου πεις την πραγματική αλήθεια». Επίρρ. πραγματικά, α. όχι φανταστικά, προσποιητά ή ψεύτικα, αλήθεια, αληθινά: «στην αρχή δε σε πίστευα, αλλά πραγματικά είχες δίκιο». β. δίνεται και ως καταφατική απάντηση στον ερωτηματικό του τύπο: «θα ’ρθεις πραγματικά; -Πραγματικά»·
- δείχνω το πραγματικό μου πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- κρύβω το πραγματικό μου πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- κρύβω τον πραγματικό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- φανερώνω το πραγματικό μου πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- φανερώνω τον πραγματικό μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
- φάνηκε ο πραγματικός του εαυτός, βλ. λ. εαυτός·
- φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο.

εαυτός

εαυτός, ο, αυτοπαθ. αντων. [<μσν. ἑαυτός <αρχ. ἑαυτοῦ], ο εαυτός· στις πλάγιες πτώσεις ενικού και πληθυντικού δηλώνει πως το ίδιο πρόσωπο ενεργεί και πάσχει ταυτόχρονα: «δεν κάνει άλλο από το να τιμωρεί τον εαυτό του». Υποκορ. εαυτούλης, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 50 φρ.)·
- αφ’ εαυτού μου (σου, του κ.λπ.), με δική μου (σου, του κ.λπ.) πρωτοβουλία, χωρίς να μου υποδείξει ή να με πιέσει κανένας: «ό,τι έκανα, το ’κανα αφ’ εαυτού μου || το ευχάριστο είναι ότι ήρθε αφ’ εαυτού του να μου ζητήσει συγνώμη»· 
- αφήνω ελεύθερο τον εαυτό μου ή αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, συμπεριφέρομαι αυθόρμητα και φυσικά: «οι πιο πολλοί άνθρωποι πάνω στο γλέντι αφήνουν τον εαυτό τους ελεύθερο και παρουσιάζουν τον πραγματικό τους χαρακτήρα»· 
- βγαίνω εκτός εαυτού, βλ. φρ. γίνομαι εκτός εαυτού·
- βιάζω τον εαυτό μου, εντείνω τις προσπάθειές μου για να πετύχω ή για να τελειώσω κάτι, βάζω τα δυνατά μου, κάνω τ’ αδύνατα δυνατά: «επειδή δε μ’ έπαιρναν οι προθεσμίες που είχα, βίασα τον εαυτό μου για να τελειώσω τη δουλειά στην ώρα της». (Λαϊκό τραγούδι: πόσες φορές δεν βίασα τον εαυτό μου για να τον πείσω πως μαζί δεν θα ταιριάζαμε, να κάνουμε χωριό, που λες, άκου τα τώρα και μην κλαις, γιατί χωρίς τον ξενοδόχο λογαριάζαμε
- βρίσκω τον εαυτό μου, επανέρχομαι σε καλή σωματική ή ψυχολογική κατάσταση, ξαναβρίσκω την ευεξία μου, την ψυχική μου ηρεμία, συνέρχομαι ύστερα από σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία: «με τη γυμναστική και την καλή διατροφή βρήκα τον εαυτό μου || μόνο όταν κατάφερα να τον ξεχρεώσω, βρήκα τον εαυτό του || μόνο ύστερα από πολλά χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα μου, βρήκα τον εαυτό μου». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ έδιωξα να βρω τον εαυτό μου κι είπα το μαρτύριο πως τέλειωσε εδώ). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάλι· βλ. και φρ. έρχομαι στον εαυτό μου·
- βρίσκω τον παλιό καλό μου εαυτό, επανέρχομαι στην προηγούμενη καλή σωματική ή ψυχική μου κατάσταση: «μόλις έκοψα τα ποτά και τα ξενύχτια, βρήκα τον παλιό καλό μου εαυτό». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάλι·  
- γίνομαι εκτός εαυτού, εκνευρίζομαι, νευριάζω πάρα πολύ: «όταν τον ακούω να λέει τέτοιες βλακείες, γίνομαι εκτός εαυτού»·
- έγινε σκιά του εαυτού του, βλ. λ. σκιά·
- δείχνω τον αληθινό μου εαυτό, βλ. φρ. δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό·
- δείχνω τον καλό μου εαυτό, εντείνω τις προσπάθειές μου για να εντυπωσιάσω κάποιον ή κάποιους: «επειδή ήθελα να μπω στον κύκλο τους, έδειξα τον καλό μου εαυτό»·   
- δείχνω τον καλύτερό μου εαυτό, αποδίδω τα μέγιστα για να εντυπωσιάσω κάποιον ή κάποιους: «μόνο όταν έδειξα τον καλύτερό μου εαυτό, μπόρεσα και μπήκα στην παρέα τους»·
- δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό, εκθέτω, παρουσιάζω σε κάποιον ή κάποιους το χαρακτήρα που πραγματικά έχω, καλό ή κακό: «μέχρι να τους δείξω τον πραγματικό μου εαυτό, ήταν όλοι κουμπωμένοι μαζί μου || στην αρχή μας ήταν πολύ ευχάριστος, αλλά, μόλις μας έδειξε τον πραγματικό του εαυτό, τον διώξαμε απ’ την παρέα μας». Συνών. δείχνω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- δεν επιτρέπω τον εαυτό μου ή δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου (να πει ή να κάνει κάτι), αρνούμαι, δε δέχομαι, δεν τον αφήνω να κάνει ή να προβεί σε κάτι: «δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να συμπεριφέρεται με αγένεια || δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου να λέει βλακείες και να γελάνε οι άλλοι || δεν επιτρέπω τον εαυτό μου να κάνει λάθη»·
- δίνω τον εαυτό μου, αφοσιώνομαι, αφιερώνομαι κάπου ή σε κάτι: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, έδωσε τον εαυτό του σ’ αυτή τη γυναίκα || έδωσε τον εαυτό του σ’ αυτή τη δουλειά και στο τέλος πέτυχε»·
- έγινε φάντασμα του εαυτού του, βλ. λ. φάντασμα·
- είμαι εκτός εαυτού, είμαι πολύ εκνευρισμένος, πολύ νευριασμένος: «μην του μιλάς, γιατί είναι εκτός εαυτού»·
- είμαι κύριος του εαυτού μου, δεν έχω την ανάγκη ή δεν υπάγομαι στην εξουσία κανενός, είμαι αυτεξούσιος: «όσο είμαι κύριος του εαυτού μου, δε φοβάμαι κανέναν»·
- είναι κλεισμένος στον εαυτό του, δεν είναι εκδηλωτικός, είναι αποξενωμένος από τον κόσμο, είναι εσωστρεφές άτομο: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, είναι κλεισμένος στον εαυτό του»·
- είναι όλο(ς) ιδέα για τον εαυτό του, βλ. φρ. έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του·
- είναι πάντα ο εαυτός του, συμπεριφέρεται πάντα απλά, φυσικά, δεν προσποιείται: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο είσαι εντελώς σίγουρος, γιατί είναι πάντα ο εαυτός του κι ξέρεις πώς να του συμπεριφερθείς»·
- έρχομαι στον εαυτό μου, α. συνέρχομαι, ηρεμώ, βρίσκω τον εαυτό μου: «μόνο όταν δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, ήρθα πάλι στον εαυτό μου». β. ξαναβρίσκω την πνευματική διαύγεια που είχα πρώτα: «όταν μπόρεσα να έρθω στον εαυτό μου, τότε μόνο κατάλαβα τι μεγάλο λάθος είχα κάνει!»·
- έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, βλ. λ. ιδέα·
- έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, εμπιστεύομαι τις δυνάμεις μου, τις ικανότητές μου: «ποτέ δεν κωλώνω στη ζωή μου, γιατί έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου»·
- καταδικάζω τον εαυτό μου, με πράξεις, ενέργειες ή παραλείψεις μου οδηγούμαι στην καταστροφή, είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο μ’ αυτούς τους όρους, είναι σαν να καταδικάζω τον εαυτό μου»·
- κατάντησε σκιά του εαυτού του, βλ. λ. σκιά·
- κλείνομαι στον εαυτό μου, α. δε λέω, δεν εξωτερικεύω τις σκέψεις μου: «απ’ τη μέρα που κλείστηκε στον εαυτό του, δε λέει ποτέ τη γνώμη του». β. μένω οικειοθελώς περιορισμένος σε κάποιο χώρο, δε βγαίνω έξω, αποξενώνομαι από τον κόσμο: «έχει αηδιάσει με όλα όσα συμβαίνουν γύρω του, γι’ αυτό κλείστηκε στον εαυτό του»·
- κρύβω τον αληθινό μου εαυτό, βλ. φρ. κρύβω τον πραγματικό μου εαυτό·
- κρύβω τον πραγματικό μου εαυτό, κρατώ στάση αναμονής, δεν εκθέτω, δεν παρουσιάζω, δεν εκδηλώνω σε κάποιον ή κάποιους το χαρακτήρα μου, καλό ή κακό: «όλο το χρονικό διάστημα που βρισκόμουν ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους, έκρυβα τον πραγματικό μου εαυτό». Συνών. κρύβω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου, να μιλάς λίγο και να σκέφτεσαι πολύ, αν θέλεις να βγαίνεις κερδισμένος: «τώρα που θα πας στην ξενιτιά, αν θέλεις να προκόψεις, λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου»·
- λέω στον εαυτό μου, μονολογώ, σκέφτομαι: «κάθε τόσο λέω στον εαυτό μου να κόψω το τσιγάρο, αλλά το βλέπω κάπως δύσκολο»·
- μιλάει με τον εαυτό του, παραμιλάει, είτε γιατί έχει πολλά προβλήματα είτε γιατί είναι ελαφρόμυαλος: «αφού τον βλέπεις να μιλάει με τον εαυτό του, παναπεί πώς κάτι δεν πάει καλά με τη δουλειά του ή με το σπίτι του || μη του δίνεις σημασία αυτουνού, γιατί μιλάει με τον εαυτό του»·
- να είσαι ο εαυτός σου, (συμβουλευτικά) να συμπεριφέρεσαι απλά και φυσικά, να μην προσποιείσαι: «εκεί που θα πας, να είσαι ο εαυτός σου και να δεις πως θα σε συμπαθήσουν αμέσως, γιατί είσαι καλό παιδί»·
- ξαναβρίσκω το χαμένο μου εαυτό, ξαναβρίσκω την ψυχική μου ισορροπία, την ψυχική μου γαλήνη: «για ένα διάστημα, μετά το θάνατο του πατέρα μου, κόντευα να τρελαθώ, αλλά με τον καιρό ξαναβρήκα τον χαμένο μου εαυτό»·
- ξεπέρασε τον εαυτό του ή ξεπέρασε τον ίδιο του τον εαυτό, υπερέβαλε τις δυνάμεις του για να πετύχει κάτι: «δεν το περίμενε κανείς πως θα περνούσε στο πανεπιστήμιο, αλλά υπερέβαλε τον ίδιο του τον εαυτό και πέρασε απ’ τους πρώτους»·
- ο άλλος εαυτός μου ή ο άλλος μου εαυτός, λέγεται για τον άνθρωπο που μας συμπληρώνει ως ύπαρξη, ως οντότητα, ο αχώριστος σύντροφος, ιδίως ο ερωτικός: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, έγινε ο άλλος μου εαυτός». (Λαϊκό τραγούδι: αυτός ο άνθρωπος αυτός, ήταν ο άλλος μου εαυτός 
- ο δεύτερος εαυτός μου ή ο δεύτερός μου εαυτός, λέγεται συνήθως για έξη, καλή ή κακή, που δεν μπορούμε να την αποβάλουμε: «η χαρτοπαιξία έγινε δυστυχώς ο δεύτερος εαυτός μου || απ’ τη μέρα που αγόρασα κομπιούτερ στο γιο μου, μπήκε στο διαδίκτυο και του έγινε ο δεύτερός του εαυτός». (Λαϊκό τραγούδι: κι ας μην της το ’πα κι ας μην το ’μαθε ποτέ, εγωισμέ μου, πόσο μίσος σε κρατάω, εγωισμέ μου δεύτερέ μου εαυτέ)·   
- ο καθένας για τον εαυτό του, βλ. φρ. ο καθένας για την πάρτη του, λ. πάρτη·
- ο σώζων εαυτόν σωθήτω, λέγεται σε περίπτωση γενικού κινδύνου (ναυάγιο), όπου ο καθένας δικαιούται, αν μπορεί, να σωθεί, χωρίς να ενδιαφερθεί για τη σωτηρία των άλλων: «μέσα στο γενικό πανικό, ακούστηκε η ταραγμένη φωνή του καπετάνιου: ο σώζων εαυτόν σωθήτω»·
- όπως σε φέρει το φέρον φέρσου και φέρε, μην αδημονείς, και τον εαυτόν σου λυπείς και το φέρον σε φέρει, βλ. λ. φέρνω·
- περιποιούμαι τον εαυτό μου, φροντίζω την εξωτερική μου εμφάνιση, καλλωπίζομαι: «πριν βγει έξω, περιποιείται πάντα τον εαυτό της»·
- πιέζω τον εαυτό μου, εντείνω τις προσπάθειές μου, βάζω όλα τα δυνατά μου προκειμένου να πετύχω κάτι: «έχω αποφασίσει να πιέσω τον εαυτό μου, για να πάρω τη χρονιά αυτή το πτυχίο μου»·
- πιστεύω στον εαυτό μου, βλ. φρ. έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου·
- πώς νιώθεις τον εαυτό σου; πώς είσαι; πώς είναι η υγεία σου(;): «σε βλέπω κάπως χλομό, πώς νιώθεις τον εαυτό σου;»·
- τρώγεται με τον εαυτό του, γκρινιάζει συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε στο γραφείο, τρώγεται με τον εαυτό του και μας έσπασε τα νεύρα»·
- φανερώνω τον αληθινό μου εαυτό, βλ. φρ. φανερώνω τον πραγματικό μου εαυτό·
- φανερώνω τον πραγματικό μου εαυτό, βλ. φρ. δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό·
- φάνηκε ο αληθινός μου εαυτός, βλ. φρ. φάνηκε ο πραγματικός μου εαυτός·
- φάνηκε ο πραγματικός του εαυτός, αποκαλύφθηκε ο πραγματικός μου χαρακτήρας, καλός ή κακός: «με την πρώτη δυσκολία που μας έτυχε φάνηκε ο πραγματικός του εαυτός, γιατί μας εγκατέλειψε χωρίς βοήθεια». Συνών. φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο·
- χάνω τον εαυτό μου, α. χάνω την ψυχική μου ηρεμία: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, έχασε τον εαυτό του». β. εκνευρίζομαι, νευριάζω πολύ: «όταν χάνει τον εαυτό του, δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει». γ. λιποθυμώ: «εκεί που καθόμασταν και μιλούσαμε, έχασε τον εαυτό του και σωριάστηκε στο χώμα»·
- χάνω τον έλεγχο του εαυτού μου, δεν μπορώ να κυριαρχήσω στα νεύρα μου και ξεσπώ βίαια: «κάθε φορά που χάνει τον έλεγχο του εαυτού του, γίνεται επικίνδυνος».

πρόσωπο

πρόσωπο, το, ουσ. [<αρχ. πρόσωπον], το πρόσωπο. 1. το μούτρο, η όψη, η φάτσα του ανθρώπου: «ήταν γυναίκα καλλίγραμμη και με πολύ ωραίο πρόσωπο». 2. ο άνθρωπος ως μονάδα, ως άτομο: «πόσα πρόσωπα θα είμαστε, που θα κάνουμε την κουβέντα;». 3. καθένας που διαδραματίζει ένα ρόλο σε μια υπόθεση: «τον στρίμωξαν κι αποκάλυψε τα πραγματικά πρόσωπα της απάτης». 4. (και για τα δυο φύλα) ο ερωμένος, ο εραστής, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «τον είδα στην αγορά να κάνει βόλτα στην παραλία παρέα με το πρόσωπο». (Λαϊκό τραγούδι: δώσε την καρδιά σου σε άλλο πρόσωπο και μαζί μου τώρα παίξε ρόλο διπρόσωπο). (Ακολουθούν 64 φρ.)·
- αλλάζω πρόσωπο, συμπεριφέρομαι διαφορετικά από ό,τι προηγουμένως προς το καλό ή προς το κακό: «αφού μου φέρεσαι άσχημα, θ’ αλλάξω κι εγώ πρόσωπο και θα σου συμπεριφερθώ ανάλογα»·
- άλλο το πρόσωπο, άλλη η καρδιά, η εξωτερική εμφάνιση του ατόμου δε συμβαδίζει με τον εσωτερικό του κόσμο, με τα αισθήματά του: «μην τον βλέπεις έτσι όμορφο και ξανοίγεσαι μαζί του, γιατί άλλο το πρόσωπο, άλλη η καρδιά || επειδή ήταν άσχημος, δεν τον θέλαμε στην παρέα μας, όταν όμως τον γνωρίσαμε καλά, ξετρελαθήκαμε μαζί του, γιατί άλλο το πρόσωπο, άλλη η καρδιά»·  
- άνθρωπος με δυο πρόσωπα, βλ. λ. άνθρωπος·
- βουβό πρόσωπο, ηθοποιός θεάτρου, που εμφανίζεται στη σκηνή χωρίς να μιλάει: «στο τάδε έργο, που ανέβηκε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ήμουν βουβό πρόσωπο»·
- γαϊδουρινό το πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη, όσο πιο ανάγωγος, αδιάντροπος, αγενής και γενικά αναίσθητος είναι κάποιος, τόσο περισσότερο καλοπερνάει στη ζωή του: «εκ συστήματος φέρεται μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο στον κόσμο, γιατί γαϊδουρινό το πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη»· βλ. και φρ. ζωή χαρισάμενη, λ. ζωή·
- δε βλέπω ανθρώπου πρόσωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δε βλέπω Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- δείχνω το αληθινό μου πρόσωπο, βλ. φρ. δείχνω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- δείχνω το πραγματικό μου πρόσωπο, παρουσιάζω σε κάποιον ή κάποιους το χαρακτήρα που πραγματικά έχω, καλό ή κακό: «μόλις τους έδειξα το πραγματικό μου πρόσωπο, κατάλαβαν πως δεν είχαν να κάνουν με κανένα παιδάκι!». Συνών. δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό·
- δεν υπάρχει ανθρώπου πρόσωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- δεν έχω πρόσωπο, δεν είμαι φερέγγυος: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, δεν έχω πρόσωπο στην πιάτσα»·
- δεν έχω πρόσωπο να..., α. δεν τολμώ να..., ντρέπομαι να...: «δεν μπόρεσα να του επιστρέψω τα δανεικά που του είχα πάρει την τελευταία φορά, και δεν έχω πρόσωπο να του ζητήσω άλλα || πάνω στο θυμό μου του είπα βαριές κουβέντες και δεν έχω πρόσωπο να τον συναντήσω». β. δεν είμαι άξιος να…, δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να…: «ήθελα πολύ να την πάρω αυτή τη δουλειά, αλλά δεν έχω πρόσωπο να τη φέρω σε πέρας, γιατί χρειάζονται μεγάλα κεφάλαια»·
- δεν έχω πρόσωπο να βγω στον κόσμο, βλ. φρ. δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο·
- δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο, αποφεύγω συστηματικά τον κόσμο από την ντροπή ή την ενοχή που νιώθω για κάτι: «απ’ τη μέρα που αποκαλύφθηκε η κατάχρησή μου, δεν έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο»·
- έγινε το πρόσωπο της ημέρας, συζητείται ευρέως, αποτελεί προσωρινά το κέντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης: «μετά της αποκαλύψεις που έκανε στην τηλεόραση σε βάρος του τάδε υπουργού, έγινε το πρόσωπο της ημέρας»·
- είναι το πρόσωπο της ημέρας, βλ. φρ. έγινε το πρόσωπο της ημέρας·
- εξαφανίστηκε από προσώπου γης ή εξαφανίστηκε απ’ το πρόσωπο της γης, βλ. λ. γη·
- έχει άλλο πρόσωπο, λέγεται στην περίπτωση που κάτι προσδίδει σε κάποιον επιπλέον αξία, επιπλέον βαρύτητα συγκριτικά με κάποιους άλλους: «απ’ τη στιγμή που κατέθεσε τόσα εκατομμύρια στην τράπεζα, έχει άλλο πρόσωπο από έναν κοινό καταθέτη»·
- έχει δυο πρόσωπα, είναι υποκριτής, διπρόσωπος: «μην έχεις εμπιστοσύνη σ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί έχει δυο πρόσωπα και δεν ξέρεις τι μπορεί να σου σκαρώσει»· βλ. και λ. διπρόσωπος·
- έχει πρόσωπο και μιλάει! ενώ είναι ένοχος ή υπόλογος για κάτι, αντί να πάψει να μιλάει, έχει το θράσος να μας απευθύνει το λόγο για να δικαιολογηθεί: «δε βλέπει πως ήταν ο κύριος αίτιος της αποτυχίας μας, έχει πρόσωπο και μιλάει!». Συνήθως άλλοτε μετά το έχει ή άλλοτε μετά το πρόσωπο και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το ακόμα·
- έχω πρόσωπο ή έχω πρόσωπο στην κοινωνία, α. έχω επιβολή, έχω πέραση, ο λόγος μου περνάει, εισακούεται, είμαι κοινωνικά αποδεκτός: «αν θέλεις να σε βοηθήσει κάποιος, πήγαινε στον τάδε, που έχει πρόσωπο». β. έχω οικονομική δύναμη, έχω οικονομική επιφάνεια: «δώσ’ του όσα λεφτά κι αν σου ζητήσει, γιατί έχει πρόσωπο ο άνθρωπος»·
- η γλώσσα τιμάει το πρόσωπο, βλ. λ. γλώσσα·
- θα σ’ εξαφανίσω από προσώπου γης ή θα σ’ εξαφανίσω απ’ το πρόσωπο της γης, βλ. λ. γη·
- κάποιο πρόσωπο, α. κάποιος που δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του ή που θέλουμε να το κρατήσουμε κρυφό: «κάποιο πρόσωπο μου είπε πως με κατηγόρησες». β. κάποιος, ιδίως γυναίκα, που από διακριτικότητα δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του, γιατί είναι γνωστός στην ομήγυρη: «κάποιο πρόσωπο θα πρέπει να προσέχει περισσότερο τον άντρα της». γ. (αόριστα) κάποιος: «σε ζητούσε κάποιο πρόσωπο». Συνών. ένας κάποιος / κάποια ψυχή / μια ψυχή·
- κατά πρόσωπο, κατευθείαν σε κάποιον και με θάρρος: «του τα ’πε κατά πρόσωπο και χωρίς να φοβηθεί τίποτα»·
- κοίτα το πρόσωπό σου στον καθρέφτη, βλ. λ. καθρέφτης·
- κρύβω το αληθινό μου πρόσωπο, βλ. φρ. κρύβω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- κρύβω το πραγματικό μου πρόσωπο, κρατώ στάση αναμονής, δεν εκθέτω, δεν παρουσιάζω, δεν εκδηλώνω σε κάποιον ή κάποιους το χαρακτήρα που πραγματικά έχω, καλό ή κακό: «όταν κάνω κάποια νέα γνωριμία, για ένα διάστημα κρύβω το πραγματικό μου πρόσωπο, μέχρι να καταλάβω τι σόι άνθρωπος είναι». Συνών. κρύβω τον πραγματικό μου εαυτό·
- με ανθρώπινο πρόσωπο, α. με σεβασμό στην αξία του ανθρώπου, με αίσθημα δικαιοσύνης: «η κυβέρνηση θέλει να οικοδομήσει ένα κράτος με ανθρώπινο πρόσωπο». β. με τρόπο, με φέρσιμο οικείο, πράο, ευχάριστο: «κάποια στιγμή άφησε κατά μέρος τις αγριάδες και μας μίλησε με ανθρώπινο πρόσωπο»·
- με τι πρόσωπο να…, λέγεται στην περίπτωση που κάποιο άτομο δεν τολμάει, δεν έχει το θάρρος να ενεργήσει, να συμπεριφερθεί ανάλογα με την περίσταση σε κάποιον, γιατί για κάποιο λόγο αισθάνεται ντροπή ή ενοχή: «με τι πρόσωπο να τον δω, που κάποτε τον κατηγόρησα; || με τι πρόσωπο να του ζητήσω δανεικά, που του χρωστώ ακόμη απ’ την προηγούμενη φορά; || με τι πρόσωπο να πάω στο σπίτι του, που απ’ τη μέρα που τ’ αγόρασε, δεν του ευχήθηκα μια φορά καλορίζικο;». (Λαϊκό τραγούδι: με τι πρόσωπο ζητάει να μ’ αντικρίσει, με τι πρόσωπο συγνώμη θα μου πει, τώρα πια δικάστηκε να ζήσει μοναχή, βουτηγμένη στην ντροπή
- με τον ιδρώτα του προσώπου μου, βλ. λ. ιδρώτας·
- μεγάλο πρόσωπο! βλ. συνηθέστ. σιγά το πρόσωπο(!)·
- μεγάλο πρόσωπο, (και για τα δυο φύλα) που είναι ξεχωριστός, σημαντικός, σπουδαίος: «αυτός κάνει παρέα μόνο με μεγάλα πρόσωπα»·
- να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- όταν γελάει το πρόσωπο, δε γελάει πάντοτε κι η καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- πέτρινο πρόσωπο, που είναι σκληρό, ψυχρό, ανέκφραστο: «βλέποντας το πέτρινο πρόσωπό του, κατάλαβα πως δε συγκινήθηκε και δεν είχε σκοπό να με βοηθήσει»·
- πρόσωπα και πράγματα, α. με όλες τις λεπτομέρειες, χωρίς να παραλείψει τίποτα, με αναφορά όλων όσοι συμμετείχαν σε μια υπόθεση, των πράξεων που έκαναν ή των γεγονότων που συνέβησαν: «ρώτα καλύτερα τον τάδε που ήταν παρών, και θα σου πει πρόσωπα και πράγματα». β. που δηλώνει εμπειρική γνώση, επαφή με πολλούς ανθρώπους και πολλά γεγονότα, και, κατ’ επέκταση, απόκτηση μεγάλης πείρας στη ζωή: «είδα πρόσωπα και πράγματα στη ζωή μου και κατέληξα στο συμπέρασμα πως υπάρχει ακόμα ελπίδα για τους ανθρώπους»·
- πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης, που είναι αποδεκτό από όλους, που το εμπιστεύονται όλοι: «τα κόμματα συμφώνησαν να αναλάβει τη διεύθυνση της προβληματικής επιχείρησης ένα πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης»·
- πρόσωπο με πρόσωπο, κατ’ ιδίαν, ιδιωτικά, απευθείας, σε άμεση επαφή και χωρίς την παρουσία ή τη μεσολάβηση άλλου: «συναντήθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο για να λύσουν κάτι διαφορές που είχαν || μιλήσαμε απ’ το τηλέφωνο κι αύριο, που θα συναντηθούμε πρόσωπο με πρόσωπο, θα τα πούμε καλύτερα»·
- πρόσωπο φεγγάρι, πρόσωπο φωτεινό και ολοστρόγγυλο: «είχε μάτια σπινθηροβόλα κι ένα πρόσωπο φεγγάρι». Από την εικόνα της πανσελήνου·
- σιγά το πρόσωπο! ή σιγά στο πρόσωπο! ειρωνική αμφισβήτηση για άτομο που μας αναφέρει κάποιος πως είναι ξεχωριστό, σημαντικό, σπουδαίο: «ο τάδε είναι απ’ τους λίγους ανθρώπους που αξίζουν. -Σιγά το πρόσωπο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ και άλλες φορές η φρ. κλείνει με το μωρέ·
- σπουδαίο πρόσωπο! ή σπουδαίο το πρόσωπο! βλ. φρ. σιγά το πρόσωπο(!)·
- σπουδαίο πρόσωπο, που κατέχει υψηλή κοινωνική, οικονομική ή καλλιτεχνική θέση: «τον έχει σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί είναι σπουδαίο πρόσωπο»·
- στο πρόσωπό του αναγνωρίζω…, βλ. συνηθέστ. στο πρόσωπό του βλέπω·
- στο πρόσωπό του βλέπω…, αποδίδω στο άτομο για το οποίο γίνεται λόγος κάποιο συγκεκριμένο μελλοντικό ρόλο ή κάποια συγκεκριμένη μελλοντική ιδιότητα: «στο πρόσωπό του βλέπω έναν νέο Εθνάρχη || στο πρόσωπό του βλέπω έναν μεγάλο επιστήμονα του αύριο»·
- τα λέμε πρόσωπο με πρόσωπο, κουβεντιάζουμε τετ α τετ, ο ένας απέναντι στον άλλον, κουβεντιάζουμε ιδιωτικά, απευθείας και χωρίς την παρουσία ή τη μεσολάβηση άλλου: «ανάμεσά μας δεν μπορεί να υπάρξει καμιά παρεξήγηση, γιατί κάθε τόσο συναντιόμαστε και τα λέμε πρόσωπο με πρόσωπο || κάθονταν στη γωνιά του μπαρ και τα ’λεγαν πρόσωπο με πρόσωπο»·
- τι κάνει το πρόσωπο! α. λέγεται θαυμαστικά για τις ενέργειες ή τις πράξεις κάποιου: «πω πω, τι κάνει το πρόσωπο, όταν έχει κέφια!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις κάποιου: «τι κάνει, μωρέ, το πρόσωπο και δεν το σταματάει κανένας!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι κάνει ο άλλος! / τι κάνει ο άνθρωπος! / τι κάνει ο δικός σου! / τι κάνει το άτομο(!)·
- τι λέει το πρόσωπο! α. λέγεται θαυμαστικά για τα λόγια που λέει κάποιος: «πω πω, ρε φίλε, άκου τι λέει το πρόσωπο!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος: «τι λέει, μωρέ, το πρόσωπο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο άλλος! / τι λέει ο άνθρωπος! / τι λέει ο δικός σου! / τι λέει το άτομο(!)·
το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο, βλ. λ. χέρι·
- το πρόσωπο, α. συνθηματική αναφορά στην ερωμένη, στην γκόμενα, για να μην πούμε το όνομά της και καταλάβουν οι άλλοι για ποια πρόκειται: «είδα κάποια στιγμή απ’ έξω το πρόσωπο και κατάλαβα πως σε ζητούσε». β. (γενικά) αναφορά με δόση ειρωνείας, συνήθως, σε άτομο που δεν εκτιμούμε: «τι ήθελε πάλι το πρόσωπο πρωί πρωί στο γραφείο σου;»·
το πρόσωπο είναι σπαθί, α. είναι ειλικρινής, τίμιος, ντόμπρος: «πρέπει να του έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη, γιατί το πρόσωπο είναι σπαθί». β. ανταποκρίνεται συνήθως στη χάρη που του ζητάμε: «αφού πήγες στον τάδε, σίγουρα θα σε βοηθήσει, γιατί το πρόσωπο είναι σπαθί»·
- το πρόσωπο του ανθρώπου είναι σπαθί, η προσωπική παρουσία του ενδιαφερομένου για μια δουλειά φέρνει άμεσα αποτελέσματα: «πρέπει να πας ο ίδιος, αν θέλεις να τελειώσει η δουλειά σου, γιατί πρέπει να ξέρεις πως το πρόσωπο του ανθρώπου είναι σπαθί»· βλ. και φρ. το πρόσωπο είναι σπαθί·
- το πρόσωπό του έγινε σκληρό σαν πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- του δίνω πρόσωπο, τον υπολογίζω, τον υπολήπτομαι: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί του δίνεις πρόσωπο, αφού ξέρεις πως είναι απατεώνας!»·
- του το πέταξα στο πρόσωπο, βλ. συνηθέστ. του το πέταξα στα μούτρα, λ. μούτρο·
- του φταίει ο καθρέφτης και όχι το πρόσωπο, βλ. λ. καθρέφτης·
- υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, άτομα που κατέχουν υψηλές πολιτικές ή κοινωνικές θέσεις: «έχει αποδειχτεί πολλές φορές πως για τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα ο νόμος ερμηνεύεται αλλιώς»·
- φανερώνω το αληθινό μου πρόσωπο, βλ. φρ. φανερώνω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- φανερώνω το πραγματικό μου πρόσωπο, βλ. φρ. δείχνω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- φάνηκε το αληθινό του πρόσωπο, βλ. φρ. φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο·
- φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο, αποκαλύφθηκε ο πραγματικός του χαρακτήρας, ιδίως ο κακός: «πάντα μιλούσε για φιλία κι αλληλεγγύη, αλλά, μόλις του ζήτησα να με βοηθήσει, φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο, γιατί αρνήθηκε με χίλιες δυο δικαιολογίες». Συνών. φάνηκε ο πραγματικός του εαυτός·
- φεγγαρίσιο πρόσωπο, βλ. φρ. πρόσωπο φεγγάρι·
- χάθηκε από προσώπου γης ή χάθηκε απ’ το πρόσωπο της γης, βλ. λ. γη·
- χάθηκε η τσίπα απ’ το πρόσωπό του, βλ. λ. τσίπα·
- χλομό πρόσωπο, χαρακτηρισμός από τους Ινδιάνους ατόμου που ανήκει στη λευκή φυλή: «οι Απάτσι είχαν μακροχρόνιο πόλεμο με τα χλομά πρόσωπα». Η φρ. έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό από τα αμερικάνικα κινηματογραφικά έργα.