Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πουκάμισο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πουκάμισο, το, ουσ. [<μσν. πουκάμισον <ποκάμισον <ὑποκάμισον <λατιν. camisia <αρχ. γερμαν. σπάν. hamisja], το πουκάμισο. 1. το παλιό δέρμα που αποβάλλουν τα φίδια συνήθως κατά την άνοιξη και που έχουν το σχήμα του σώματός τους. 2. ιλουστρασιόν ή έγχρωμο χάρτινο κάλυμμα πανόδετου ή δερματόδετου βιβλίου: «στο πουκάμισο του βιβλίου υπήρχε τυπωμένη μια πολεμική σκηνή». Υποκορ. πουκαμισάκι, το·
- αλλάζει σαν τα πουκάμισα (κάτι), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, αλλάζει πολύ συχνά και με μεγάλη ευχέρεια κάτι: «είναι τόσο πλούσιος, που αλλάζει τ’ αυτοκίνητα σαν τα πουκάμισα»·
- αλλάζει γνώμες σαν τα πουκάμισα ή αλλάζει τις γνώμες σαν τα πουκάμισα, δεν είναι καθόλου σταθερός στις αποφάσεις του: «μην το δέσεις κόμπο που σου είπε ότι θα σε πάρει στη δουλειά του, γιατί είναι άνθρωπος που αλλάζει τις γνώμες σαν τα πουκάμισα»·
- αλλάζει γυναίκες (άντρες) σαν τα πουκάμισα ή αλλάζει τις γυναίκες (τους άντρες) σαν τα πουκάμισα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, αλλάζει πάρα πολύ συχνά και με μεγάλη ευκολία τον ερωτικό του σύντροφο: «είναι τόσο όμορφος άντρας (γυναίκα), που αλλάζει τις γυναίκες (άντρες) σαν τα πουκάμισα». (Λαϊκό τραγούδι: όλα μου τα νιάτα για τον άντρα χαράμισα, μα δεν βρήκα αγάπη αληθινή, τώρα τους αλλάζω σαν τα πουκάμισα και γλεντάω την παλιοζωή
- από Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο σεγκούνι, βλ. λ. σεγκούνι·
- μένω με το πουκάμισο, χάνω όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «παίζαμε όλο το βράδυ και το πρωί είχα μείνει με το πουκάμισο»·
- τις (τους) αλλάζει σαν τα πουκάμισα (ενν. τις γυναίκες, τους άντρες), βλ. φρ. αλλάζει τις γυναίκες (τους άντρες) σαν τα πουκάμισα·
- τον άφησαν με το πουκάμισο, έχασε όλα τα χρήματά του, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «έπαιξε με κάτι χαρτοκλέφτες και μέσα σε λίγη ώρα τον άφησαν με το πουκάμισο»·