Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πορεύω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πορεύω, ρ. [από το αρχ. πορεύομαι], ζω, διάγω: «έτσι όπως πορεύει, δεν πρόκειται να τη γλιτώσει τη φυλακή»·
- τα πορεύω, α. εξοικονομώ τα απαραίτητα για τη ζωή μου: «μόνο εγώ ξέρω πώς τα πορεύω στη ζωή μου». β. βλ. και λ. πορεύομαι (3).