Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πολιτική

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πολιτική, η, ουσ. [<αρχ. πολιτική], η πολιτική· επιτήδεια σχεδιασμένος τρόπος ενέργειας ή συμπεριφοράς για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «για να πετύχει κανείς σήμερα στη ζωή του, χρειάζεται να ’χει πολιτική || δεν είχε σωστή πολιτική και το ’κλεισε το μαγαζί». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα κόλπα σου και την πολιτική, θα είσ’ αιτία που θα πάω φυλακή
- η πολιτική του καρότου και του ραβδιού, βλ. λ. καρότο·
- κατεβαίνω στην πολιτική, βάζω υποψηφιότητα με κάποιο πολιτικό κόμμα ή ως ανεξάρτητος: «επειδή έχω μεγάλο κύκλο γνωριμιών, σκέφτομαι να κατέβω στην πολιτική».

καρότο

καρότο, το, ουσ. [<λατιν. carota <μτγν. καρωτόν], το καρότο·
- η πολιτική του καρότου και του ραβδιού, η εναλλάξ χρησιμοποίηση δελεαστικών, ελκυστικών προτάσεων ή μέσων και απειλών: «η Αμερική είναι η πρώτη διδάξασα της πολιτικής του καρότου και του ραβδιού»·
- η τακτική του καρότου και του μαστίγιου, βλ. φρ. η πολιτική του καρότου και του ραβδιού·
- τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. παντζάρι.
- τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα, (ειρωνικά) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος πέθανε και το θάψανε: «αυτός που ζητάς έπεσε απ’ το μπαλκόνι του και τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα». Συνών. τώρα βλέπει τα ραδίκια ανάποδα ή τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια / τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραπανάκια.