Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πληρωμή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πληρωμή κ. πλερωμή, η, ουσ. [<μσν. πληρωμή <πληρώνω], η πληρωμή· η ανταπόδοση, η ανταμοιβή για κάτι καλό, ή η τιμωρία για κάτι κακό: «έχει μάθει να κάνει το καλό, χωρίς να περιμένει πληρωμή || τώρα που έχεις δύναμη κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά, να θυμάσαι, πως θα ’ρθει κάποια μέρα κι η πληρωμή σου». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε Σαββάτο έβρισκες τα ρούχα σου στην τρίχα και την αχαριστία σου για πληρωμή μου είχα).