Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πλανήτης

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πλανήτης, ο, ουσ. [<αρχ. πλανήτης (ενν. ἀστήρ) <πλανῶμαι], ο πλανήτης·
- είναι από άλλον πλανήτη, βλ. φρ. ζει σε άλλον πλανήτη·
- ζει σε άλλον πλανήτη, είναι τελείως εκτός πραγματικότητας, έχει τέλεια άγνοια για όλα όσα συμβαίνουν γύρω του: «καλά, σε άλλον πλανήτη ζει ο δικός σου και δεν ξέρει πως κάθε χρόνο πρέπει να υποβάλλει φορολογική δήλωση;». Σαν τέτοιος πλανήτης αναφέρεται συνήθως ο Άρης. Πρβλ.: σ’ άλλον πλανήτη εγώ φαίνεται γεννήθηκα, αφού ακόμα, όπως τότε, σε λατρεύω, χαρές που δίνει η ζωή μας, τις αρνήθηκα και σένα μόνο που με πλήγωσες γυρεύω (Λαϊκό τραγούδι)·
- ήρθε από άλλο πλανήτη, βλ. φρ. ζει σε άλλο πλανήτη.