Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πλάτη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πλάτη, η, ουσ. [<αρχ. πλ. πλάται, θηλ. του επιθ. πλατύς], η πλάτη. 1. το πίσω μέρος καθίσματος όπου ακουμπάμε: «έγειρε στην πλάτη της πολυθρόνας κι αποκοιμήθηκε || ακούμπησε ελαφρά στην πλάτη του καναπέ». 2. η σπάλα των ζώων. (Ακολουθούν 65 φρ.)·
- άνοιξε η πλάτη του, δημιουργήθηκαν πληγές στην πλάτη του λόγω παρατεταμένης κατάκλισης, δημιουργήθηκαν στην πλάτη του κατακλίσεις: «ήταν ένα μήνα ξάπλα στο κρεβάτι λόγω αρρώστιας, κι άνοιξε η πλάτη του»·
- αντέχει η πλάτη μου ή αντέχουν οι πλάτες μου, α. είμαι άτομο ανεκτικό, υπομονετικό: «μπορείς να λες ό,τι θέλεις σε βάρος μου, γιατί αντέχουν οι πλάτες μου». β. αντέχω σε μεγάλα βάρη: «φόρτωσέ με όσο θέλεις, γιατί αντέχουν οι πλάτες μου»·
- αντέχει η πλάτη σου να…; ή αντέχουν οι πλάτες σου να…; έχεις το κουράγιο, τη δύναμη, μπορείς να…(;): «αντέχει η πλάτη σου να κάνεις αυτή τη δουλειά ή είσαι μόνο λόγια;»·
- βάζω πλάτη, α. συγκρατώ με την πλάτη μου: «βάλε κι εσύ πλάτη, γιατί θα γονατίσω από τόσο βάρος!». β. βοηθώ, στηρίζω, υποστηρίζω κάποιον: «βάλε πλάτη, σε παρακαλώ, να ξεπεράσω αυτή τη δυσκολία, γιατί μοναχός μου δε θα μπορέσω»· βλ. και φρ. τον βάζω πλάτη·
- βαστά η πλάτη μου ή βαστούν οι πλάτες μου, βλ. φρ. αντέχει η πλάτη μου·
- βαστά η πλάτη σου να…; ή βαστούν οι πλάτες σου να…; βλ. φρ. αντέχει η πλάτη σου να…(;)·
- βλέπει συνέχεια την πλάτη του, έχει συνεχώς το νου του, προσέχει πάρα πολύ μήπως του φερθεί κανείς ύπουλα, ανέντιμα: «επειδή έχει καεί πολλές φορές απ’ τους δήθεν φίλους του, στο εξής βλέπει συνέχεια την πλάτη του»·  
- γυρίζω την πλάτη μου (σε κάτι), αγνοώ κάτι: «θέλησαν να με μπλέξουν, αλλά γύρισα την πλάτη μου στα ναρκωτικά»· βλ. και φρ. του γυρίζω την πλάτη (μου)·
- δε σηκώνει η πλάτη μου ή δε σηκώνουν οι πλάτες μου, βλ. φρ. δεν αντέχει η πλάτη μου·
- δεν αντέχει η πλάτη μου ή δεν αντέχουν οι πλάτες μου, δεν έχω την άνεση, τη δυνατότητα να κάνω κάτι: «δεν αντέχει η πλάτη μου για περισσότερα έξοδα»·
- έβαλε τα πόδια στην πλάτη του, βλ. λ. πόδι·
- είμαι με την πλάτη στον τοίχο, βρίσκομαι σε δεινή θέση: «αύριο έχω έλεγχο απ’ την εφορία κι είμαι με την πλάτη στον τοίχο, γιατί τα βιβλία μου είναι και μη χειρότερα». (Λαϊκό τραγούδι: με κομμένα τα γεφύρια και την πλάτη του στον τοίχο του χρωστάτε κάτι λόγια και ’γω τούτο ’δω τον ήχο). Από την εικόνα του ατόμου που το στήνουν στον τοίχο για να το εκτελέσουν·
- έφαγε η πλάτη του χώμα, νικήθηκε, ηττήθηκε, ιδίως σε κάποια δυναμική αναμέτρηση με κάποιον: «πήγε να του κουνηθεί, αλλά, όταν πιάστηκαν στα χέρια, έφαγε η πλάτη του χώμα». Από την εικόνα του παλαιστή που ο αντίπαλός του τον έριξε ανάσκελα, πράγμα που πιστοποιεί την ήττα του·
- έφτασαν τα πόδια στην πλάτη του, βλ. λ. πόδι·
- έχει και στην πλάτη μάτια, βλ. φρ. έχει και στον κώλο μάτια, λ. κώλος·
- έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχω γερές πλάτες, διαθέτω ισχυρούς προστάτες, διαθέτω ισχυρά μέσα: «τώρα που βγήκε το κόμμα μου, έχω γερές πλάτες»·
- η τύχη του γύρισε την πλάτη, βλ. λ. τύχη·
- κάνω πλάτες, αποκτώ μεγάλη και φαρδιά πλάτη, ιδίως με τη γυμναστική: «πηγαίνει στο τάδε γυμναστήριο κι απ’ τη γυμναστική έκανε πλάτες»· βλ. και φρ. του κάνω πλάτες·
- κόβω στην πλάτη μου (κάποιον ή κάτι), φορτώνομαι κάποιον ή κάτι στην πλάτη μου και τον κουβαλώ: «επειδή στραμπούλιξε το πόδι του τον έκοψα στην πλάτη μου και τον μετέφερα μέχρι το φαρμακείο || για να τον ξεκουράσω, έκοψα τον μπόγο στην πλάτη μου και τον κουβάλησα μέχρι τη πιάτσα των ταξί». Συνών. κόβω στον ώμο μου (κάποιον ή κάτι)·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
- κρατά η πλάτη μου ή κρατάνε οι πλάτες του, αντέχει σε μεγάλα βάρη: «φόρτωσέ τον όσο μπορείς, γιατί κρατάνε οι πλάτες του»· βλ. και φρ. αντέχει η πλάτη μου·
- μαθαίνουν μπιλιάρδο στην πλάτη μου, βλ. λ. μπιλιάρδο·
- μαχαιριά στην πλάτη, βλ. λ. μαχαιριά·
- με ξένες πλάτες, με τη βοήθεια άλλων. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ με την αξία μου κι όχι με ξένες πλάτες περήφανα περπάτησα μες στης ζωής τις στράτες
- μου κάθισε στην πλάτη ή μου πήγε στην πλάτη ή μου στάθηκε στην πλάτη, (για φαγητά) βλ. συνηθέστ. μου κάθισε στο λαιμό, λ. λαιμός·
- οι φτέρνες του χτυπούν στην πλάτη του ή οι φτέρνες του χτυπούν στις πλάτες του, βλ. λ. φτέρνα·
- παίζει παιχνίδι στην πλάτη μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίζουν μπιλιάρδο στην πλάτη μου, βλ. λ. μπιλιάρδο·
- παίζουν σκάκι στην πλάτη μου, βλ. λ. σκάκι·
- παίρνω την ομάδα στην πλάτη μου ή παίρνω την ομάδα στις πλάτες μου, βλ. λ. ομάδα·
- παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου ή παίρνω το παιχνίδι στις πλάτες μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- πήγε το φαΐ στην πλάτη μου, βλ. λ. φαΐ·
- πίσω απ’ την πλάτη μου ή πίσω απ’ τις πλάτες μου, α. πολύ κοντά μου, αλλά χωρίς να το(ν) αντιληφθώ: «ήταν μια ώρα πίσω απ’ την πλάτη μου κι εγώ δεν πήρα χαμπάρι». β. μυστικά, ανέντιμα, ύπουλα: «ξέρω πως γίνονται πολλά πίσω απ’ την πλάτη μου, αλλά θα ’ρθει η μέρα που θα ξεκαθαρίσει η κατάσταση και θα βγουν όλα στη φόρα». (Λαϊκό τραγούδι: να ’ρθει μπροστά μου να τα πει αυτά που κάθεται και λέει πίσω απ’ την πλάτη μου για μένα, να ’ρθει μπροστά μου να τα πει ποιος νύχτες είχε αμαρτωλές και ποιος δυο μάτια δακρυσμένα). γ. κατά την απουσία μου: «έχεις την εντύπωση πως δεν ξέρω ότι με κοροϊδεύουν πίσω απ’ την πλάτη μου;»·
- πλάτη με πλάτη, λέγεται για άτομα που κάθονται βλέποντας σε αντίθετες  κατευθύνσεις: «επειδή είναι μαλωμένοι, κάθε φορά που βρίσκονται στον ίδιο χώρο κάθονται πλάτη πλάτη για να μη βλέπει ο ένας τον άλλον»·
- πλάτη πλάτη, με προφυλάξεις: «πλησίασε πλάτη πλάτη μέχρι το μπαράκι για να δει αν ήταν ακόμη μέσα αυτός που τον κυνηγούσε»·
- σηκώνει η πλάτη μου ή σηκώνουν οι πλάτες μου, βλ. φρ. αντέχει η πλάτη του·
- σηκώνω στην πλάτη μου ή σηκώνω στις πλάτες μου (κάτι), έχω την ευθύνη: «δεν έχω καιρό για γλέντια, γιατί σηκώνω στην πλάτη μου ολόκληρη επιχείρηση»·
- σηκώνω τις πλάτες (μου), βλ. συνηθέστ. σηκώνω τους ώμους (μου), λ. ώμος·
- τα πόδια του χτυπούν στην πλάτη του ή τα πόδια του χτυπούν στις πλάτες του, βλ. λ. πόδι·
- το παίρνω στην πλάτη μου, αναλαμβάνω την ευθύνη: «εσύ κάνε αυτό που πρέπει κι αν σου φέρει κανείς αντίρρηση, το παίρνω στην πλάτη μου»·
- τον βάζω πλάτη, βλ. φρ. τον ρίχνω πλάτη·
- τον έφερα με την πλάτη στον τοίχο, α. τον έφερα σε δεινή θέση: «τον απείλησα πως, αν δε μου κατέβαλε όλο το ποσό που μου χρωστούσε, θα τον έστελνα στον εισαγγελέα και τον έφερα με την πλάτη στον τοίχο». β. του απέκοψα κάθε οδό διαφυγής, τον παγίδεψα, τον στρίμωξα: «μετά από πολύωρο κυνηγητό, οι αστυνομικοί κατάφεραν και τον έφεραν με την πλάτη στον τοίχο»·
- τον έχω στην πλάτη μου, βλ. φρ. τον φορτώθηκα στην πλάτη μου·
- τον κόλλησα με την πλάτη στον τοίχο, τον έφερα σε δεινή θέση: «του πήρα όλα τα λεφτά που με χρωστούσε και τον κόλλησα με την πλάτη στον τοίχο, γιατί δεν του ’μεινε δραχμή». Από την εικόνα του ατόμου που το στήνουν στον τοίχο για να το εκτελέσουν·
- τον κοροϊδεύει πίσω απ’ την πλάτη του, τον περιπαίζει, τον περιγελάει κατά την απουσία του: «όταν είναι μπροστά του του κάνει το φίλο, αλλά με την πρώτη ευκαιρία τον κοροϊδεύει πίσω απ’ την πλάτη του»·
- τον κουβαλώ στην πλάτη μου, α. έχω την ευθύνη γι’ αυτόν, τον φροντίζω: «απ’ τη μέρα που έπαθε ο πατέρας μου εγκεφαλικό, τον κουβαλώ στην πλάτη μου». Από την εικόνα του ατόμου που παίρνει κάποιον αδύναμο ή τραυματισμένο στην πλάτη του για να τον μεταφέρει. β. λέγεται και με δυσφορία: «από δω και πέρα ας κάνει καλά μόνος του, γιατί βαρέθηκα να τον κουβαλώ στην πλάτη μου»·
- τον πήρα στην πλάτη μου, έχω την ευθύνη γι’ αυτόν, τον φροντίζω: «απ’ τη μέρα που έχασε την οικογένειά του σ’ ένα τροχαίο, τον πήρα στην πλάτη μου, γιατί δεν έχει άλλους συγγενείς». Από την εικόνα του ατόμου που παίρνει κάποιον αδύναμο ή τραυματισμένο στην πλάτη του για να τον μεταφέρει·
- τον ρίχνω πλάτη, τον υποχρεώνω να φάει η πλάτη του χώμα, τον νικώ: «του ’κανε μια λαβή και τον έριξε πλάτη». Από την εικόνα του παλαιστή, που ο αντίπαλός του τον έριξε ανάσκελα, πράγμα που πιστοποιεί την ήττα του·
- τον σηκώνω στην πλάτη μου, βλ. συνηθέστ. τον κουβαλώ στην πλάτη μου·
- τον τρώει η πλάτη του, με τις ενέργειες ή τις πράξεις του είναι σαν να επιδιώκει να υποστεί κάποια τιμωρία, ιδίως σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «μ’ αυτά που λέει για μένα τον τρώει η πλάτη του». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και συνηθέστ. ακολουθεί το μου φαίνεται·
- τον φαγουρίζει η πλάτη του, βλ. φρ. τον τρώει η πλάτη του·
- τον φέρνω πλάτη, (για δρομείς ταχύτητας) τον προσπερνώ, τον νικώ: «μετά την τελευταία στροφή ο αθλητής μας έβαλε δύναμη και τους έφερε όλους πλάτη»· 
- τον φορτώθηκα στην πλάτη μου, μου έχει γίνει ενοχλητικό βάρος, μου έχει γίνει φόρτωμα: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, τον φορτώθηκα στην πλάτη μου και δεν μπορώ ν’ απαλλαγώ απ’ αυτόν». Από την εικόνα του ατόμου που κουβαλάει κάποιο βάρος στην πλάτη του και νιώθει δυσφορία γι’ αυτό·
- του γυρίζω την πλάτη (μου), υποτιμώ επιδεικτικά την παρουσία του, απαξιώ να ασχοληθώ μαζί του, τον αγνοώ επιδεικτικά, τον περιφρονώ: «μόλις άπλωσε το χέρι για να κάνουμε χειραψία, του γύρισα την πλάτη μου». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές συμπόνεσα την ξένη δυστυχία, πληρώθηκα αχάριστα, μου γύρισαν την πλάτη κι αν δεν τους επρολάβαινα, θα μου ’βγαζαν το μάτι)· βλ. και φρ. γυρίζω την πλάτη (σε κάτι)·
- του γυρίζω την πλάτη μου και φεύγω, αποχωρώ δείχνοντάς του με ολοφάνερο τρόπο την περιφρόνησή μου: «αφού δεν καταλάβαινε τόση ώρα πως ήταν ανεπιθύμητος, του γύρισα κι εγώ την πλάτη μου κι έφυγα»·
- του γυρίζω τις πλάτες μου και φεύγω, φεύγω, αποχωρώ από κάπου, ιδίως από δειλία ή φόβο: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, του γύρισα τις πλάτες μου κι έφυγα τρέχοντας»·
- του δείχνω την πλάτη (μου), βλ. φρ. του γυρίζω την πλάτη (μου)·
- του δείχνω την πλάτη μου και φεύγω, βλ. φρ. του γυρίζω την πλάτη μου και φεύγω·
- του δείχνω τις πλάτες μου και φεύγω, βλ. φρ. του γυρίζω τις πλάτες μου και φεύγω·
- του κάνω πλάτες, α. τον υποβοηθώ σε κάποια κακή ή παράνομη ενέργεια, τον υποβοηθώ σε κάποια παράνομη ερωτική του σχέση: «φταις κι εσύ, γιατί, αν δεν του ’κανες πλάτες στις γυναικοδουλειές του, δε θα χαλούσε το σπίτι του». Από την εικόνα του ατόμου που, για να μη βλέπει τις ενέργειες κάποιου, γυρίζει θεληματικά προς το μέρος του τις πλάτες του. β. τον υποβοηθώ για να κάνει ή για να πετύχει κάτι: «πέτυχε στη δουλειά του, γιατί είχε το φίλο του, που σε κάθε δυσκολία του ’κανε πλάτες». Από την εικόνα του ατόμου που σκύβει για να πατήσει κάποιος πάνω στην πλάτη του, όταν θέλει να φτάσει κάτι που βρίσκεται ψηλά·
- του κόλλησα την πλάτη στον τοίχο, βλ. φρ. τον κόλλησα με την πλάτη στον τοίχο·
- φορτώνουν στην πλάτη μου (κάτι), με θεωρούν υπεύθυνο για κάτι κακό: «όσα στραβά γίνονται στη δουλειά, τα φορτώνουν στην πλάτη μου || έγινε ένα λάθος στη δουλειά και το φόρτωσαν στην πλάτη μου»·

μαχαιριά

μαχαιριά, η, ουσ. [<μαχαίρι + κατάλ. -ιά], η μαχαιριά· ενέργεια ή γεγονός που προκαλεί ηθικό ή ψυχικό πλήγμα σε κάποιον: «τα σκληρά του τα λόγια, ήταν μαχαιριές που τον πλήγωναν». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ κακός, κακός δεν ήμουνα σε όλα μου τα χρόνια κι αν μαχαιριές μου έδωσες, σε βλέπω με συμπόνια
- μαχαιριά στην καρδιά, καίριο ηθικό ή ψυχικό πλήγμα: «μου ’δωσε τέτοια μαχαιριά στην καρδιά, που, όσο ζω, δε θα μπορέσω να τον συγχωρήσω». (Λαϊκό τραγούδι: ότι είχα στη ζωή όλα στα ’δωσα, μα ποτέ μου η φτωχή δε μετάνιωσα και με πλήρωσες γι’ αυτά με μια μαχαιριά μέσα στην καρδιά
- μαχαιριά στη πλάτη, πισώπλατο, ύπουλο χτύπημα, ύπουλη ενέργεια: «έφαγε μια μαχαιριά στην πλάτη απ’ τον καλύτερο φίλο του και κοντεύει να τρελαθεί απ’ τη στενοχώρια του»·
- τρώω μαχαιριά, δέχομαι ύπουλο χτύπημα: «έπεσε του θανατά ο άνθρωπος, γιατί έφαγε μαχαιριά απ’ τον καλύτερο φίλο του». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν έχω φάει μαχαιριά και η πληγή μου είναι βαριά κι αν λίγο παρεκτράπηκα, απόψε που γλεντάω μη με παρεξηγήσετε, συγνώμη σας ζητάω).

μπιλιάρδο

μπιλιάρδο, το, ουσ. [<ιταλ. bigliardo], το μπιλιάρδο·
- μαθαίνουν μπιλιάρδο στην πλάτη μου, με χρησιμοποιούν δοκιμαστικά σε κάτι ή για κάτι και, ανάλογα με τα συμπεράσματα που θα βγάλουν, θα ενεργήσουν προς όφελός τους: «είναι τόσο κορόιδο, που δεν κατάλαβε μέχρι τώρα πως τον έχουν για να μαθαίνουν μπιλιάρδο στην πλάτη του»·
- παίζουν μπιλιάρδο στην πλάτη μου, με χρησιμοποιούν για να λύνουν τις διαφορές τους ή για να κερδίζουν: «δεν θ’ ανεχτώ ξανά να παίξουν μπιλιάρδο στην πλάτη μου»·
- στέκα από μπιλιάρδο ή στέκα του μπιλιάρδου, βλ. λ. στέκα.

ομάδα

ομάδα, η, ουσ. [<μτγν. ὁμάς], η ομάδα· η σταθερή, η μόνιμη φιλική συντροφιά που συχνάζει συστηματικά στον ίδιο χώρο, στο ίδιο στέκι: «κάθε βραδάκι η ομάδα μαζεύεται στο μπαράκι Αλέα, ενώ κάθε Σαββατόβραδο όλη η ομάδα μαζεύεται στο κουτούκι του Νικόλα». Υποκορ. ομαδίτσα και ομαδούλα, η (βλ. λ.).Μεγεθ. ομαδάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βάζω πάλι την ομάδα στο παιχνίδι, (για ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) σκοράροντας, μειώνω τη διαφορά τερμάτων ή πόντων με την οποία προηγείται η αντίπαλη ομάδα, και διεκδικώ με αξιώσεις την ισοφάριση ή και τη νίκη: «ο τάδε παίχτης με δυο απανωτά γκολ, έβαλε πάλι την ομάδα στο παιχνίδι || ο τάδε παίχτης μ’ ένα εκπληκτικό σερί επτά καλαθιών, έβαλε πάλι την ομάδα στο παιχνίδι»·
- δεν τραβά η ομάδα, βλ. φρ. έκατσε η ομάδα·
- έκατσε η ομάδα, α. η συντροφιά, η παρέα έχασε την ενεργητικότητά της, το κέφι της: «μετά τη φασαρία που έγινε, έκατσε η ομάδα κι αποφασίσαμε να το διαλύσουμε». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η ομάδα έπαψε να αποδίδει σύμφωνα με τις δυνατότητές της: «οι παίχτες μας ήταν πολύ κουρασμένοι, γι’ αυτό στο δεύτερο ημιχρόνιο έκατσε η ομάδα». Ισχύει και για ομάδα μπάσκετ·
- κάθισε η ομάδα, βλ. φρ. έκατσε η ομάδα·
- κρέμασε η ομάδα, βλ. φρ. έκατσε η ομάδα·
- κρεμώ την ομάδα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) γίνομαι αιτία να μην κερδίσει η ομάδα μου: «πρέπει να διώξουμε αυτόν το χασογκόλη, γιατί έχει κρεμάσει την ομάδα ένα σωρό φορές». Ισχύει και για ομάδα μπάσκετ·
- ομάδα υψηλού κινδύνου, βλ. λ. κίνδυνος·
- παίρνω την ομάδα στην πλάτη μου ή παίρνω την ομάδα στις πλάτες μου, (για ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) από τη στιγμή που οι συμπαίχτες μου δεν αποδίδουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους, αναλαμβάνω προσωπικά να κάνω, να οργανώσω όλο το παιχνίδι: «όταν έκατσε η ομάδα, ο τάδε παίχτης πήρε την ομάδα στην πλάτη του». Συνών. παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου ή παίρνω το παιχνίδι στις πλάτες μου / παίρνω απάνω μου το παιχνίδι ή παίρνω το παιχνίδι απάνω μου·
- παίρνω την ομάδα στους ώμους μου, (για ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) βλ. φρ. παίρνω την ομάδα στην πλάτη μου·
- πετά η ομάδα! α. η συντροφιά μας, η παρέα μας, έχει έντονη ενεργητικότητα, βρίσκεται σε μεγάλα κέφια: «κάθε φορά που μαζευόμαστε όλα τα παιδιά στα μπουζούκια, πετά η ομάδα». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η ομάδα αποδίδει πολύ ικανοποιητικά, παίζει εξαιρετικά: «στο τελευταίο παιχνίδι πετούσε η ομάδα και τα γκολ έμπαιναν το ’να πίσ’ απ’ τ’ άλλο». Ισχύει και για ομάδα μπάσκετ·
- σκίζει η ομάδα, βλ. φρ. πετά η ομάδα·
- τραβά η ομάδα, βλ. φρ. πετά η ομάδα.

παιχνίδι

παιχνίδι κ. παιγνίδι, το, ουσ. [<παιγνίδι με επίδραση του παίχτης], το παιχνίδι. 1. οποιαδήποτε απασχόληση του παιδιού, που γίνεται για τη διασκέδασή του ή την ψυχαγωγία του: «το μυαλό του είναι όλο στα παιχνίδια». 2. το ίδιο το αντικείμενο ή το μέσο διασκέδαση; ή ψυχαγωγίας, ιδίως των μικρών παιδιών, αλλά και των μεγάλων: «βρήκε ένα παιχνίδι κι ασχολείται μ’ αυτό όλη τη μέρα». 3. η αθλοπαιδιά, η αθλητική αναμέτρηση δυο παιχτών ή ομάδων, ο αγώνας: «το παιχνίδι τέλειωσε χωρίς σκορ || το αυριανό παιχνίδι είναι πολύ δύσκολο για την ομάδα μας». 4. η χαρτοπαιξία: «αν δεν κόψεις το παιχνίδι, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ άλλες γυναίκες τα λεφτά σου σπαταλάς, σ’ έχουνε φάει το πιοτό και το παιχνίδι, εμένα πάντοτε σαν σκλάβα μου μιλάς κι όλο μου φέρνεσαι σαν να ’μουνα σκουπίδι). 5. η ερωτοτροπία από κάποια απόσταση, το φλερτ. (Λαϊκό τραγούδι: παιχνίδι με τα μάτια μόνο, μαζί σου θέλω και τελειώνω). 6. το αστείο, ο αστεϊσμός: «άσε τα παιχνίδια και συγκεντρώσου στη δουλειά». 7. κόλπο, τέχνασμα για την εξαπάτηση κάποιου: «στη δουλειά θέλω ειλικρίνεια και τιμιότητα κι όχι διάφορα παιχνίδια». (Λαϊκό τραγούδι: το δικός σου το παιχνίδι το ’χω καταλάβει ήδη). (Ακολουθούν 90 φρ.)·
- αγρίεψε το παιχνίδι, α. (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) έγινε σκληρό, αντιαθλητικό: «μόλις αγρίεψε το παιχνίδι, ο διαιτητής άρχισε να βγάζει συνέχεια κίτρινες και κόκκινες κάρτες || επειδή αγρίεψε το παιχνίδι, ο διαιτητής απείλησε πως θα διακόψει τον αγώνα». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) άρχισαν να ποντάρονται μεγάλα ποσά: «μόλις αγρίεψε το παιχνίδι βγήκα απ’ το καρέ, γιατί δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τους άλλους παίχτες»·
- ανοιχτό παιχνίδι, α. (στη γλώσσα ιδίως του ποδοσφαίρου), στο οποίο μπορούν να προκύψουν όλα τα αποτελέσματα: «το ’παιξα ένα δύο χι στο προπό, γιατί είναι ανοιχτό παιχνίδι». β. στο οποίο οι παίχτες και των δυο ομάδων παίζουν επιθετικά και όχι αμυντικά: «στα τελευταία παιχνίδια, οι παίχτες της ομάδας μας παίζουν ανοιχτό παιχνίδι»·
- βάζω πάλι την ομάδα στο παιχνίδι, (για ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) βλ. λ. ομάδα·
- βάζω στο παιχνίδι (κάποιον), δίνω την ευκαιρία σε κάποιον να συμμετάσχει σε κάποια συγκεκριμένη διαδικασία με τη δυνατότητα να διαμορφώνει την εξέλιξή της: «επειδή ξέμεινα από μετρητά, έβαλα στο παιχνίδι του πλειστηριασμού κι έναν φίλο μου που είχε άνεση ρευστού»·
- βγαίνω απ’ το παιχνίδι, αποχωρώ από κάποια διαδικασία, είτε γιατί δεν έχω τη δυνατότητα να συνεχίσω είτε γιατί υποπτεύομαι πως η περαιτέρω παραμονή μου σε αυτή θα αποβεί σε βάρος μου: «επειδή δεν μπορώ να τα βάλω με τους μεγαλοκαρχαρίες σ’ αυτό το διαγωνισμό, βγαίνω απ’ το παιχνίδι || επειδή υποπτευόμουν πως κάποιο λάκκο είχε η φάβα, βγήκα απ’ το παιχνίδι κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- βρίσκομαι έξω απ’ το παιχνίδι, βλ. φρ. είμαι έξω απ’ το παιχνίδι·
- βρίσκομαι μέσα στο παιχνίδι, βλ. φρ. είμαι μέσα στο παιχνίδι·
- γίνεται παιχνίδι, α. στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος συχνάζουν γυναίκες που ανταποκρίνονται στα ερωτικά νοήματα των αντρών και ως εκ τούτου υπάρχει περίπτωση να βρει κάποιος το ερωτικό του ταίρι: «κάθε απόγευμα τη στήνει στα μπαράκια της παραλίας, όπου συχνάζουν πολλές γυναίκες μόνες τους και γίνεται παιχνίδι». β. (για χαρτοπαίγνιο) στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος παίζουν χαρτιά: «έμαθα πως στο καφενείο γίνεται παιχνίδι». γ. υπάρχει οικονομικό ενδιαφέρον, αγοραστική κίνηση, γίνεται νταραβέρι, αλισβερίσι: «μόλις έμαθε ότι γίνεται παιχνίδι στο χρηματιστήριο, έτρεξε να αγοράσει μετοχές»·
- γίνεται παιχνίδι κέντρου, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. φρ. παίζεται παιχνίδι κέντρου·
- γίνεται χοντρό παιχνίδι, α. στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος συχνάζουν γυναίκες που ανταποκρίνονται απροκάλυπτα στα ερωτικά νοήματα των αντρών και ως εκ τούτου είναι σχεδόν σίγουρο πως θα βρει κάποιος άντρας το ερωτικό του ταίρι: «μόνο σ’ ένα μπαράκι της παραλίας γίνεται χοντρό παιχνίδι κι όλοι μαζευόμαστε σ’ αυτό, όταν είμαστε μόνοι». β. (για χαρτοπαίγνιο) στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος παίζουν χαρτιά με πολλά λεφτά: «δεν κάθομαι στο καρέ τους, γιατί γίνεται χοντρό παιχνίδι». γ. υπάρχει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, υπάρχει μεγάλη αγοραστική κίνηση: «τους τελευταίους μήνες στο χρηματιστήριο γίνεται χοντρό παιχνίδι»·
- γίνεται ψηλό παιχνίδι, βλ. φρ. παίζεται ψηλό παιχνίδι·
- γίνεται ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος παίζουν χαρτιά με λίγα χρήματα: «πήγε να παίξει χαρτιά στο καφενείο, γιατί έμαθε πως γίνεται ψιλό παιχνίδι»·
- γίνομαι κύριος του παιχνιδιού, ελέγχω απόλυτα μια κατάσταση ή διαδικασία: «αγόρασε τις περισσότερες μετοχές της επιχείρησης κι έτσι έγινε κύριος του παιχνιδιού»·
- γυρίζω το παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) αν και χάνω, καταφέρνω να ισοφαρίσω ή και να κερδίσω το παιχνίδι: «μέχρι το ογδόντα χάναμε 2-0, αλλά στα τελευταία λεπτά η ομάδα μας γύρισε το παιχνίδι και κερδίσαμε 3-2 || μ’ ένα εκπληκτικό σερί δέκα πόντων η ομάδα μας γύρισε το παιχνίδι και μέχρι το τέλος διεκδικούσε τη νίκη»·
- δεν είναι καιρός για παιχνίδια, βλ. λ. καιρός·
- δεν είναι παιχνίδι, πρόκειται για πολύ σοβαρή υπόθεση ή κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπιστεί με μεγάλη περίσκεψη: «οι νέοι πρέπει να παίρνουν όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις, όταν κάνουν έρωτα, γιατί το έιτζ δεν είναι παιχνίδι»·
- δεν είναι ώρα για παιχνίδια, βλ. λ. ώρα·
- δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, (για ποδοσφαιριστές) δεν έλαβε μέρος σε αρκετούς αγώνες, ώστε να είναι ή να επανακτήσει την καλή αγωνιστική του κατάσταση, τη φόρμα του: «ο τάδε παίχτης μας δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, γι’ αυτό και ο προπονητής δεν τον αφήνει να παίξει σε όλη τη διάρκεια του αγώνα»·
- δεν έχω καιρό για παιχνίδια, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για παιχνίδια, βλ. λ. χρόνος·
- δεν έχω ώρα για παιχνίδια, βλ. λ. ώρα·
- δεν κάνω παιχνίδια, ενεργώ πολύ σοβαρά, δεν αστειεύομαι: «όταν πρόκειται για τη δουλειά μου, δεν κάνω παιχνίδια»·
- διαβάζουν το παιχνίδι, (ιδίως στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι αντίπαλοι παίχτες, επειδή βρίσκονται στα πρώτα λεπτά της συνάντησης, παίζουν συγκρατημένα και αναγνωριστικά: «συνήθως οι παίχτες στα πρώτα λεπτά του αγώνα διαβάζουν το παιχνίδι»·
- έγινε παιχνίδι στα χέρια του (της), βλ. φρ. έγινε παιχνιδάκι στα χέρια του (της), λ. παιχνιδάκι·
- είμαι έξω απ’ το παιχνίδι, δε συμμετέχω σε κάποια διαδικασία, είτε γιατί δεν έχω τη δυνατότητα είτε γιατί υποπτεύομαι πως η συμμετοχή μου σε αυτή θα αποβεί σε βάρος μου: «είμαι έξω απ’ το παιχνίδι της δημοπρασίας, γιατί δεν μπορώ να παρακολουθήσω δυο βιομηχάνους που παίρνουν μέρος»·
- είμαι κύριος του παιχνιδιού, βλ. φρ. γίνομαι κύριος του παιχνιδιού·
- είμαι μέσα στο παιχνίδι, συμμετέχω σε κάποια διαδικασία: «αν πάρει ο τάδε μέρος στη δουλειά, τότε κι εγώ είμαι μέσα στο παιχνίδι»·
- είμαι παιχνίδι (κάποιου), με κάνει ό,τι θέλει, είμαι υποχείριό του: «επειδή την αγαπούσα, νόμισε πως θα είμαι και παιχνίδι της, γι’ αυτό την έστειλα στη μάνα της». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου φύγω με καιρό και δικό σου δε θα είμαι παιχνίδι, στο ’χω πει από καιρό, να σ’ αντέξω δεν μπορώ και στα χέρια σου να γίνουμε σκουπίδι)·  
- είναι παιχνίδι για μένα, βλ. συνηθέστ. είναι παιχνιδάκι για μένα, λ. παιχνιδάκι·
- είναι παιχνίδι η δουλειά ή η δουλειά είναι παιχνίδι, βλ. φρ. είναι παιχνιδάκι η δουλειά, λ. παιχνιδάκι·
- είναι παιχνίδι στα χέρια του (της), βλ. φρ. είναι παιχνιδάκι στα χέρια του (της), λ. παιχνιδάκι·
- είναι χαμένο παιχνίδι ή είναι χαμένο το παιχνίδι, λέγεται για υπόθεση, όταν προδικάζουμε την αποτυχία της: «εκεί που έφτασαν τα πράγματα, δε γίνεται τίποτα, γιατί είναι χαμένο το παιχνίδι»·
- ερωτικά παιχνίδια, καθετί που γίνεται μεταξύ του ζευγαριού κατά τη σεξουαλική πράξη με σκοπό τη διέγερση του ερωτικού πόθου: «με τρελαίνει αυτή η γυναίκα, γιατί ξέρει πολλά ερωτικά παιχνίδια»·
- έχει παιχνίδι, βλ. φρ. γίνεται παιχνίδι·
- έχω παιχνίδι, (για αθλητές), συμμετέχω σε κάποια αθλητική αναμέτρηση, παίζω: «το βράδυ πρέπει να κοιμηθώ νωρίς, γιατί αύριο έχω παιχνίδι»·
- κάν’ τε παιχνίδι, προτροπή κρουπιέρη στους παίχτες να ποντάρουν· βλ. και φρ. κάνε παιχνίδι·
- κάν’ τε παιχνίδι ρεεε! αγανακτισμένη προτροπή των οπαδών μια ομάδας, ιδίως ποδοσφαιρικής, στους παίχτες της, που δεν αποδίδουν αγωνιστικά, να παίξουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Συνών. παίξτε μπάλα ρεεε(!)·
- κάνε παιχνίδι, α. φιλική προτροπή σε άτομο που του παραθέτουμε γεύμα να αρχίσει να τρώει: «μόλις δεις όλα τα φαγητά στο τραπέζι, κάνε παιχνίδι». β. φιλική προτροπή σε κάποιον να οργανώσει και εκ μέρους της παρέας μας, τη νυχτερινή μας έξοδο, τη νυχτερινή μας διασκέδαση: «αφού ξέρεις εσύ τον ταβερνιάρη, μπες και κάνε παιχνίδι || αφού είσαι ο μόνος που ξέρεις όλα τα κατατόπια της πόλης, κάνε παιχνίδι». γ. (στον ερωτικό ή επαγγελματικό τομέα) φιλική προτροπή σε κάποιον να ενεργήσει δυναμικά, να πάρει την κατάσταση στα χέρια του: «εγώ σου ’φερα την γκόμενα στο πιάτο, τώρα εσύ κάνε παιχνίδι || κάνε παιχνίδι, βρε ανόητε, τώρα που έχει κίνηση στην αγορά». Συνών. κάνε μπεγλέρι / παίξε μπάλα· βλ. και φρ. κάνω παιχνίδι·
- κάνουμε ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. παίζουμε ψιλό παιχνίδι·
- κάνω όλο το παιχνίδι, (για ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) είμαι ο κύριος συντονιστής των ενεργειών των συμπαιχτών μου: «όταν βρίσκομαι σε καλή φόρμα, κάνω όλο το παιχνίδι»·
- κάνω παιχνίδι, α. ερωτοτροπώ από μικρή απόσταση με άτομο του άλλου φύλου, φλερτάρω: «κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι κι άρχισε να κάνει παιχνίδι με την κοπέλα που καθόταν μόνη της». Συνών. κάνω μπεγλέρι. β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) διευθύνω το χαρτοπαίγνιο: «ποιος κάνει παιχνίδι μετά από μένα;». γ. έχω την ευθύνη, έχω πάρει την κατάσταση στα χέρια μου, έχω το πάνω χέρι: «ποιος κάνει επιτέλους παιχνίδι σ’ αυτό το σπίτι, να ξέρω για να φερθώ κι εγώ αναλόγως»· βλ. και φρ. κάνε παιχνίδι·
- καταστροφικό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) λέγεται στην περίπτωση που οι παίχτες της μιας ομάδας για κάποιο λόγο που τους συμφέρει, αντί να προσπαθούν να αναπτύξουν το παιχνίδι τους, εμποδίζουν με συντονισμένες προσπάθειες τους παίχτες της άλλη ομάδας, ώστε να μην μπορούν να αναπτύξουν το παιχνίδι τους: «μετά την επίτευξη του νικητήριου γκολ, η ομάδα μας επιδόθηκε σ’ ένα καθαρά καταστροφικό παιχνίδι»·
- κλειδώνω το παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) σιγουρεύω τη νίκη: «με το γκολ που πέτυχε ο παίχτης μας αύξησε τη διαφορά κι έτσι κλείδωσε το παιχνίδι». Συνών. κλειδώνω τη νίκη / κλειδώνω το ματς·
- μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι, με ξεγέλασε, με εξαπάτησε απροκάλυπτα, που έκανε μεγάλη ζημιά: «μου ’παιξε τόσο άσχημο παιχνίδι, που δε θα τον ξαναμιλήσω σ’ όλη μου τη ζωή || η ζωή μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι»·
- μου ’παιξε κακό παιχνίδι, βλ. φρ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μου ’παιξε παιχνίδι, με ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «ενώ έλεγε πως θα με βοηθήσει, στο τέλος μου ’παιξε παιχνίδι και μ’ άφησε αβοήθητο»·
- μου ’παιξε σκληρό παιχνίδι, βλ. φρ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι. (Τραγούδι: μια νύχτα σ’ έδιωξα από δω, παιχνίδι σου ’παιξα σκληρό, μα το μπλουζάκι σου φοράω και σ’ ανασαίνω για να ζω)·
- μου ’παιξε χοντρό παιχνίδι, βλ. συνηθέστ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μου σκάρωσε άσχημο παιχνίδι, βλ. συνηθέστ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μου σκάρωσε χοντρό παιχνίδι, βλ. συνηθέστ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μπαίνω στο παιχνίδι, α. παίρνω μέρος σε κάποια διαδικασία, συμμετέχω: «αν δεν είμαι σίγουρος πως θα έχω κάποια ωφέλεια, δεν μπαίνω σε κανένα παιχνίδι». β. (για χαρτοπαίγνιο) παίρνω μέρος, συμμετέχω: «είχα λεύτερο χρόνο και μπήκα στο παιχνίδι για να περάσω κι εγώ την ώρα μου»·
- παγώνω το παιχνίδι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ), επιβραδύνω το ρυθμό του για λόγους τακτικής, ιδίως επειδή ευνοούμαι από το σκορ: «απ’ τη στιγμή που η ομάδα προηγούνταν στο σκορ, ο προπονητής έδωσε εντολή στους παίκτες του να παγώσουν το παιχνίδι»·
- παίζει βρόμικο παιχνίδι, α. κινείται, ενεργεί, συμπεριφέρεται σε βάρος μας ανέντιμα, τις πιο πολλές φορές χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε: «πρόσεχε τον τάδε, γιατί παίζει βρόμικο παιχνίδι και θα ’χεις τραβήγματα». β. (για ποδοσφαιριστές) αντιμετωπίζει τον αντίπαλό του σκληρά, αντιαθλητικά: «φοβούνται να τον μαρκάρουν, γιατί παίζει βρόμικο παιχνίδι»·
- παίζει διπλό παιχνίδι, δουλεύει ταυτόχρονα για δυο αφεντικά μεταφέροντας παράλληλα πληροφορίες από το ένα στο άλλο ή έχει δυο ερωτικούς συντρόφους ταυτόχρονα και πηγαίνει πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον: «πρόσεχε τον τάδε που έχεις στο γραφείο σου, γιατί τον είδα να κουβεντιάζει με τον ανταγωνιστή σου κι έχω την εντύπωση πως παίζει διπλό παιχνίδι || έχει δυο πιτσιρίκες που είναι τρελά ερωτευμένες μαζί του και παίζει διπλό παιχνίδι». (Λαϊκό τραγούδι: διπλό παιχνίδι έπαιξες,δεν έπιασε και η καρδιά σου την καρδιά μου έχασε
- παίζει παιχνίδι στην πλάτη μου, επιδιώκει ύπουλα να αποκομίσει διάφορα οφέλη σε βάρος μου, επιδιώκει να με βλάψει, να με κοροϊδέψει ή να με γελοιοποιήσει: «κατάλαβα ότι παίζει παιχνίδι στην πλάτη μου, αλλά κάνω πως δεν καταλαβαίνω για να δω μέχρι πού θα το πάει». (Λαϊκό τραγούδι: διπλό παιχνίδι έπαιξες στην πλάτη μου,δεν το ’ξερα και σ’ έλεγα αγάπη μου
- παίζεται παιχνίδι κέντρου, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι παίχτες και των δυο ομάδων εξαντλούν όλες τους τις προσπάθειες στο χώρο του κέντρου του γηπέδου: «απ’ την έναρξη του αγώνα παίζεται παιχνίδι κέντρου και μέχρι το εβδομήντα το αποτέλεσμα εξακολουθεί να είναι μηδέν μηδέν»·
- παίζεται συρτό παιχνίδι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι παίχτες ανταλλάσσουν συστηματικά την μπάλα μεταξύ τους με μπαλιές που δίνονται με το πόδι και που δεν έχουν ύψος: «όταν οι αντίπαλοι παίχτες είναι ψηλοί, τότε παίζεται συρτό παιχνίδι απ’ την ομάδα μας»·
- παίζεται ύποπτο παιχνίδι, λέγεται για κάθε ανέντιμη ενέργεια ή χειρισμό σε βάρος κάποιου ή σε βάρος ενός συνόλου: «έχε το νου σου τώρα με τις προαγωγές, γιατί, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, παίζεται ύποπτο παιχνίδι σε βάρος σου || με τις διαπραγματεύσεις για τ’ όνομα της Μακεδονίας παίζεται ύποπτο παιχνίδι σε βάρος του ελληνικού λαού»·
- παίζεται χοντρό παιχνίδι, α. υπάρχει πολύ μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον, οι διαπραγματεύσεις είναι σκληρές και αφορούν μεγάλα χρηματικά ποσά ή πολύ σπουδαία ζητήματα: «στο τραπεζικό κύκλωμα παίζεται χοντρό παιχνίδι || με το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων παίζεται χοντρό παιχνίδι». β. οι διαπραγματεύσεις είναι αδιαφανείς και αφορούν μεγάλα χρηματικά ποσά ή συμφέροντα, γίνεται μεγάλη απάτη: «στο ζήτημα των προμηθειών πρέπει να παίζεται χοντρό παιχνίδι». γ. (για χαρτοπαίγνιο) βλ. φρ. γίνεται χοντρό παιχνίδι·
- παίζεται ψηλό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο) οι παίχτες ανταλλάσσουν συστηματικά την μπάλα μεταξύ τους με ψηλοκρεμαστές μπαλιές ή με το κεφάλι: «όταν οι παίχτες της αντίπαλης ομάδας είναι κοντοί, τότε παίζεται ψηλό παιχνίδι απ’ την ομάδα μας»·
- παίζεται ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. συνηθέστ. γίνεται ψιλό παιχνίδι·
- παίζουμε ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), παίζουμε με λίγα χρήματα: «κάθε Κυριακή μαζευόμαστε όλη η παρέα στο καφενείο και παίζουμε κανένα ψιλό παιχνίδι»·
- παίζω παιχνίδι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι για να αποκομίσω προσωπικά οφέλη, κρύβω το αληθινό μου πρόσωπο: «ο τάδε σου παίζει παιχνίδι, γιατί μπροστά σου κάνει το φίλο και πίσω σου σε κατηγορεί»·
- παίζω το παιχνίδι μου, κάνω αυτό που πρέπει σχετικά με μένα, ενεργώ συστηματικά σύμφωνα με το συμφέρον μου: «ό,τι και να γίνεται στον περίγυρό του, αυτός σταθερά παίζει το παιχνίδι του»·
- παίζω το παιχνίδι του, συνειδητά ή ασυνείδητα υποστηρίζω τις επιδιώξεις κάποιου, ενεργώ για το συμφέρον κάποιου: «είναι πολύ φίλος του και απ’ τις θέσεις που παίρνει κάθε τόσο, φαίνεται πως παίζει το παιχνίδι του || πάνω στα νεύρα του δήλωσε παραίτηση και χωρίς να το θέλει έπαιξε το παιχνίδι του τάδε»·
- παίρνω απάνω μου το παιχνίδι ή παίρνω το παιχνίδι απάνω μου, (για παίχτες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) βλ. φρ. παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου·
- παίρνω το παιχνίδι, το κερδίζω, αναδεικνύομαι νικητής: «ποιος πήρε το παιχνίδι στο τάβλι που έπαιζες με το τάδε || ποια ομάδα πήρε το παιχνίδι στον αγώνα της Κυριακής;»·
- παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου ή παίρνω το παιχνίδι στις πλάτες μου, (για παίχτες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ), αναλαμβάνω πρωτοβουλία και επωμίζομαι την ανταγωνιστική διεξαγωγή του από τη στιγμή που οι συμπαίχτες μου, για κάποιο λόγο, δεν αποδίδουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους: «αν δεν έπαιρνε το παιχνίδι στις πλάτες του ο τάδε παίχτης, οι αντίπαλοι θα διέσυραν την ομάδα μας»·
- παίρνω το παιχνίδι στους ώμους μου, (για παίχτες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ), βλ. συνηθέστ. παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου·
- παιχνίδι κέντρου, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) παιχνίδι που παίζεται περισσότερο στο κέντρο του γηπέδου: «τα περισσότερα παιχνίδια κέντρου λήγουν με λευκή ισοπαλία»·
- παιχνίδι φωτιά, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) πολύ σπουδαία, πολύ κρίσιμη αναμέτρηση: «το παιχνίδι της Κυριακής είναι παιχνίδι φωτιά, γιατί απ’ αυτό θα κριθεί ως ένα σημείο ο πρωταθλητής»·
- παραχόντρυνε το παιχνίδι, α. (για χαρτοπαίγνιο), παίζονται όλο και μεγαλύτερα χρηματικά ποσά: «μόλις παραχόντρυνε το παιχνίδι, αποχώρησα, γιατί δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τους άλλους». β. (για υποθέσεις) αντιμετωπίζεται χωρίς συναίσθημα, με ψυχρότητα και με στόχο το μεγαλύτερο κέρδος: «απ’ τη στιγμή που έμαθαν οι κληρονόμοι το μέγεθος της περιουσίας που άφηνε στη διαθήκη του ο μακαρίτης, παραχόντρυνε το παιχνίδι κι όλοι κοίταζαν πώς θα πάρουν τα περισσότερα». γ. (για διενέξεις) έφτασε σε επικίνδυνο σημείο, έφτασε στα άκρα: «πες ο ένας πες ο άλλος, στο τέλος παραχόντρυνε το παιχνίδι κι αρπάχτηκαν στα χέρια»·
- πιάνω παιχνίδι, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) αποδίδω πάρα πολύ καλά: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που οι αντίπαλοί μας έχασαν την μπάλα || όταν πιάνει παιχνίδι η ομάδα μου, δεν μπορεί καμιά ομάδα να τη νικήσει»·
- πνευματικά παιχνίδια, αυτά τα παιχνίδια που η έκβασή τους δεν επηρεάζεται από την τύχη, αλλά από τις πνευματικές ικανότητες των παιχτών: «το σταυρόλεξο και το σκάκι ανήκουν στα πνευματικά παιχνίδια, ενώ τα χαρτιά και η ρουλέτα ανήκουν στα τυχερά παιχνίδια»·
- σικέ παιχνίδι, βλ. λ. στημένο παιχνίδι·
- στημένο παιχνίδι, (ιδίως γιαποδόσφαιρο ή μπάσκετ) που έχει από πριν συμφωνηθεί το αποτέλεσμά του, το σικέ παιχνίδι: «στο προηγούμενο πρωτάθλημα υπήρξαν πολλά στημένα παιχνίδια». Πρβλ.: σικέ το ματς, είναι στημένο, στον πάγκο ακόμα περιμένω. (Τραγούδι)·
- στήνω παιχνίδι, α. οργανώνω χαρτοπαίγνιο, οργανώνω καρέ για χαρτοπαίγνιο: «μόλις μαζεύεται η παρέα του, στήνει αμέσως παιχνίδι για πρέφα». β. (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ), συμφωνώ από τα πριν το αποτέλεσμα του παιχνιδιού: «τον πήραν μυρουδιά πως στήνει παιχνίδια και τον πέταξαν απ’ την αθλητική οικογένεια»·
- στρώνομαι στο παιχνίδι, α. (για χαρτοπαίγνιο) παίζω απερίσπαστος: «όταν στρώνονται στο παιχνίδι, δεν ακούς μιλιά». β. (γενικά) παίζω με κέφι, με όρεξη: «έξω στην αυλή τα παιδιά στρώθηκαν στο παιχνίδι»·
- συρτό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο), κατά τη διάρκεια του οποίου οι παίχτες ανταλλάσσουν την μπάλα μεταξύ τους με μπαλιές που δίνονται με το πόδι και δεν έχουν ύψος: «επειδή οι παίχτες της αντίπαλης ομάδας ήταν ψηλοί, ο προπονητής μας συμβούλεψε να παίζουμε συρτό παιχνίδι»·
- τι παιχνίδι παίζει; έκφραση απορίας για κάποιον που δε γνωρίζουμε καλά, που αμφιβάλλουμε για την ειλικρίνεια των προθέσεών του και για τη στάση του γενικότερα σε κρίσιμα προβλήματα: «δεν μπορώ να καταλάβω τι παιχνίδι παίζει, επιτέλους, αυτός ο άνθρωπος; Τη μια φορά κάνει τον καλό σε μένα και την άλλη στον ανταγωνιστή μου»·
- το παιχνίδι είναι χαμένο απ’ τ’ αποδυτήρια, απαισιόδοξη διαπίστωση ατόμου που πιστεύει πως, οι εξελίξεις που αφορούν τη ζωή του, είναι αρνητικά προδιαγεγραμμένες από ισχυρούς, αλλά και ανέντιμους ανθρώπους, που κινούνται στο παρασκήνιο και που υπολογίζουν μόνο για την προσωπική τους επιτυχία ή προκοπή. Αναφορά στα στημένα παιχνίδια του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ·
- το παιχνίδι ήταν μοιρασμένο, (ιδίως για ποδόσφαιρο) πότε επικρατούσε η μια ομάδα και πότε η άλλη με συνηθισμένο αποτέλεσμα την ισοπαλία: «απ’ τη στιγμή που το παιχνίδι ήταν μοιρασμένο, οι φίλαθλοι των δυο ομάδων δέχτηκαν την ισοπαλία ως φυσιολογικό αποτέλεσμα»·  
- το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, α. η απροκάλυπτη κοροϊδία ή βασανισμός κάποιου από κάποιον: «όσο φίλος μου και να ’ναι, δε θ’ ανεχτώ άλλο αυτό το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι». β. συνεχόμενα μικρά πλήγματα πριν από το τελειωτικό, που δίνονται από κάποιον στον αντίπαλό του, μόνο και μόνο για να παρατείνει την αγωνία του: «άσε, μωρέ παιδάκι μου, αυτό το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι και δώσ’ του μια κατακέφαλα να τον ξαπλώσεις κάτω, δεν τον λυπάσαι!»·
- το παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων, ερευνητικές ερωτήσεις που γίνονται σε κάποιον για να ανακαλύψουμε το πρόσωπο ή το πράγμα που μας κρατάει κρυφό, μόνο και μόνο για να μας έχει σε αγωνία. Στην περίπτωση του προσώπου, αρχίζουμε να ρωτάμε, αν είναι άντρας ή γυναίκα, πλούσιος ή φτωχός, ψηλός ή κοντός, ξανθός ή μελαχρινός κ.λπ. και, αποδεχόμενος κάθε φορά ως σωστή ή απορρίπτοντας ο συνομιλητής μας την ερώτησή μας πλησιάζουμε στο να ανακαλύψουμε το εν λόγω πρόσωπο. Σχετικές είναι και οι ερωτήσεις για το πράγμα, Σχεδόν πάντα σε συνδυασμό με το ρ. παίζω και σε ερωτηματικό τύπο: «γιατί δε μου λες ποιος ήταν αυτός που σε βοήθησε; Το παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων θα παίξουμε;»·
- τον (την) έκανε παιχνίδι στα χέρια της (του), βλ. συνηθέστ. τον (την) έκανε παιχνιδάκι στα χέρια της (του), λ. παιχνιδάκι·  
- τον βγάζω (έξω) απ’ το παιχνίδι, τον υποχρεώνω να αποχωρήσει από κάποια διαδικασία: «πρόσφερα δυο φορές απάνω απ’ ό,τι αυτός κι έτσι τον έβγαλα απ’ το παιχνίδι»·
- τυχερά παιχνίδια, εκείνα που, κατά ένα μεγάλο μέρος, εξαρτιόνται από την τύχη (χαρτιά, ζάρια, ρουλέτα κ. ά.) και όχι από κάποια πνευματική ή άλλη ικανότητα του παίχτη: «όλα του τα λεφτά τα παίζει στα τυχερά παιχνίδια || δεν παίζει τυχερά παιχνίδια, γιατί πιστεύει πως είναι άτυχος»·
- φτιαχτό παιχνίδι, βλ. φρ. στημένο παιχνίδι·
- χάνω το παιχνίδι, α. αποτυχαίνω να πραγματοποιήσω κάποια επιδίωξή μου: «όλο το καλοκαίρι δεν άνοιξα βιβλίο, γι’ αυτό έχασα το παιχνίδι των διαγωνισμών». β. νικιέμαι: «έπαιξα τάβλι με τον τάδε κι έχασα το παιχνίδι || η ομάδα μας έχασε το παιχνίδι, γιατί η αντίπαλη ομάδα ήταν πολύ ισχυρή»·
- χοντρό παιχνίδι, α. υπόθεση ή διαπραγμάτευση που αφορά μεγάλα χρηματικά ποσά ή σοβαρά ζητήματα: «δεν υπάρχει χοντρό παιχνίδι που να μην είναι μέσα αυτός ο μεγαλοκαρχαρίας!». β. (για χαρτοπαίγνιο) όπου ποντάρονται, όπου παίζονται μεγάλα χρηματικά ποσά: «δεν μπορώ να μπω σε τόσο χοντρό παιχνίδι, γιατί όλοι οι παίχτες είναι από βιομήχανος και πάνω»·
- χόντρυνε το παιχνίδι, ηπιότερη έκφραση του παραχόντρυνε το παιχνίδι·
- χτυπώ το παιχνίδι στα ίσα, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) αν και είμαι ομάδα κατώτερης δυναμικότητας, εντούτοις παίζω με την αντίπαλη ομάδα ως ίσος προς ίσο με σκοπό τη νίκη: «αν και παίζουν με την πρωτοπόρο του πρωταθλήματος, οι παίχτες είναι αποφασισμένοι να χτυπήσουν το παιχνίδι στα ίσα»·
- ψηλό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο) κατά τη διάρκεια του οποίου οι παίχτες ανταλλάσσουν την μπάλα μεταξύ τους με το κεφάλι ή με ψηλοκρεμαστές μπαλιές: «ο προπονητής συμβούλεψε τους παίχτες του ν’ αφήσουν το ψηλό παιχνίδι και να παίζουν με συρτές μπαλιές»·
- ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο) όπου δεν ποντάρονται, δεν παίζονται μεγάλα χρηματικά ποσά: «κάθε Κυριακή πρωί μαζευόμαστε στο καφενείο για καμιά πόκα, αλλά μόνο για ψιλό παιχνίδι».

πόδι

πόδι, το, ουσ. [<αρχ. πόδιον, υποκορ. του ουσ. πούς], το πόδι. 1. στήριγμα επίπλου: «το πόδι της καρέκλας || το πόδι του κρεβατιού». 2. χερσόνησος: «το Άγιο Όρος βρίσκεται στο τρίτο πόδι της Χαλκιδικής». Υποκορ. ποδαράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 191 φρ.)·
- ακολουθώ κατά πόδας (κάποιον), παρακολουθώ στενά κάποιον, βρίσκομαι συνέχεια από πίσω του: «μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, τον ακολούθησα κατά πόδας και κατέγραψα όλες τις κινήσεις του»·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις ποτέ κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «η ζωή δεν είναι εύκολη κι αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά·
- αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- άναψαν τα πόδια μου, ζεστάθηκαν πάρα πολύ από την ορθοστασία, την πεζοπορία, από το ότι έχω μεγάλο χρονικό διάστημα να βγάλω τα παπούτσια μου ή από τα συνεχή τρεξίματα για διάφορες δουλειές, για διάφορες υποθέσεις: «έχω ολόκληρη μέρα να βγάλω τα παπούτσια μου κι άναψαν τα πόδια μου || άναψαν τα πόδια μου σήμερα, μέχρι να τακτοποιήσω όλες τις εκκρεμότητες που είχα»·
- ανοίγει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να της επιβληθεί η σεξουαλική πράξη: «για ποια παρθένα μου μιλάς, αφού ξέρω πως αυτή ανοίγει τα πόδια της από μικρή». Από τη στάση που παίρνει συνήθως η γυναίκα κατά τη σεξουαλική πράξη. Συνών. ανοίγει τα σκέλια της· βλ. και φρ. σηκώνει τα πόδια της·
- άνοιξε τα πόδια σου! προτροπή ή παράκληση σε κάποιον να επιταχύνει το βηματισμό του: «άνοιξε τα πόδια σου, γιατί, έτσι όπως πάμε, δε θα φτάσουμε ούτε αύριο». Συνών. άνοιξε το βήμα σου(!)·
- αντιστέκομαι με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- απλώνω τα πόδια μου, επεκτείνω τις ασχολίες μου, τη δουλειά μου, τα επαγγελματικά μου ενδιαφέροντα: «οι καιροί είναι πονηροί, γι’ αυτό δεν πρέπει ν’ απλώνεις τα πόδια σου όπου να ’ναι»·
- απλώνω τα πόδια μου μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα, ενεργώ σύμφωνα με τις δυνάμεις μου ή τις δυνατότητές μου: «δεν έχω κάνει ποτέ μεγάλα ανοίγματα στη ζωή μου, γιατί πάντα απλώνω τα πόδια μου, μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα»· βλ. και φρ. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα, λ. πάπλωμα·
- βαδίζω στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- βάζω πόδι, κατοχυρώνω μια εργασιακή θέση: «τώρα που έβαλε πόδι στο εργοστάσιο, δεν τον διώχνει κανένας, γιατί είναι πολύ εργατικός και τίμιος»·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, α. κάθομαι αναπαυτικά: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο κι αφοσιώθηκε στο έργο». β. δεν κάνω τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «έβαλε το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και τα περιμένει όλα απ’ τους άλλους». Πρβλ.: το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φουμάρει και τσιγάρο (Λαϊκό τραγούδι)·
- βάζω το πόδι μου (κάπου), εισέρχομαι σε έναν εργασιακό χώρο με σκοπό να εδραιωθώ επαγγελματικά: «έτσι όπως άρχισε αυτός, θα βάλει το πόδι του σε κάθε μορφή εμπορικής δραστηριότητας». (Λαϊκό τραγούδι: ακόμα και στο Χόλιγουντ θα βάλω το ποδάρι, που ’ναι στρωμένο μάλαμα και με μαργαριτάρι  
- βγάζουν τα πόδια μου φωτιά ή βγάζουν τα πόδια μου φωτιές ή βγάζουν φωτιά τα πόδια μου ή βγάζουν φωτιές τα πόδια μου ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιά ή τα πόδια μου βγάζουν φωτιές, α. είμαι πολύ γρήγορος στο τρέξιμο: «όταν αρχίζω να τρέχω, δεν μπορεί κανένας να με φτάσει, γιατί βγάζουν τα πόδια μου φωτιές || ειδοποίησε τον τάδε πως ήρθε ο γιος του απ’ το εξωτερικό, αλλά θέλω να βγάλουν φωτιά τα πόδια σου»· βλ. και φρ. άναψαν τα πόδια μου·
- βγήκε το πόδι μου, εξαρθρώθηκε: «όπως έτρεχα, παραπάτησα και βγήκε το πόδι μου»·
- βρίσκομαι στο πόδι, βλ. φρ. είμαι στο πόδι·
- γίγαντας με πήλινα πόδια, βλ. λ. γίγαντας·
- γίνεται βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- γίνεται στο πόδι (κάτι), λέγεται για οτιδήποτε γίνεται βιαστικά και πρόχειρα: «το βρίσκεις σωστό μια τόσο σοβαρή δουλειά να γίνεται στο πόδι;»·
- γράφει με τα πόδια, είναι πολύ κακογράφος, δεν μπορείς να διαβάσεις αυτά που γράφει: «αποκλείεται να διαβάσεις αυτά που σου ’γραψε, γιατί αυτός ο άνθρωπος γράφει με τα πόδια»·
- γράφει στο πόδι, βλ. συνηθέστ. γράφει στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γράφω στο πόδι (κάτι), βλ. συνηθέστ. γράφω στο γόνατο, λ. γόνατο·
- γύρισε το πόδι μου, το στραμπούλιξα και πιο σπάνια το έσπασα: «όπως πήγα να πηδήξω πάνω στο πεζοδρόμιο, γύρισε το πόδι μου κι έκατσα αμέσως στα πλακάκια απ’ τον πόνο που ένιωσα»·
- (δε) βάζει το πόδι του στη φωτιά, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, (δεν) παίρνει μέρος σε φάσεις που χρειάζεται δυναμική επέμβαση, (δε) διστάζει να διεκδικήσει δυναμικά την μπάλα: «είχε ένα πρόσφατο τραυματισμό στην κνήμη του, γι’ αυτό δε βάζει το πόδι του στη φωτιά»·
- δε με βαστούν τα πόδια μου, βλ. φρ. δε με κρατούν τα πόδια μου·
- δε με κρατούν τα πόδια μου, είμαι πάρα πολύ κουρασμένος, είμαι πολύ εξαντλημένος: «έχω τέτοια κούραση, που δε με κρατούν τα πόδια μου». Πρβλ.: δεν περνάει μέρα να μην πικραθώ, όλα πια τα βάρη πέσανε σε μένα και στα δυο μου πόδια πώς να κρατηθώ (Λαϊκό τραγούδι)· βλ. και φρ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κόβεται καλύτερα το πόδι! κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δεν έχει την παραμικρή διάθεση να πάει ή να μπει σε κάποιο χώρο που του έχουμε απαγορεύσει ή όχι: «θα πας κι εσύ στο μαγαζί του τάδε; -Δε μου κόβονται καλύτερα τα πόδια!»·
- δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια! ή δε μου κοβόταν καλύτερα το πόδι! έκφραση απογοήτευσης ή μεταμέλειας για την είσοδο σε κάποιο χώρο: «πήγες μια φορά στο μαγαζί του κι έδωσες αξία σ’ αυτόν τον απατεώνα. -Δε μου κόβονταν καλύτερα τα πόδια!»·
- δείχνω τα πόδια μου, με τις πράξεις μου ή τη συμπεριφορά μου αποκαλύπτω το ποιόν μου, το χαρακτήρα μου: «περίμενε πρώτα να δείξει τα πόδια του και μετά τον μονιμοποιούμε στη δουλειά || με την πρώτη δυσκολία έδειξε τα πόδια του και τον έδιωξαν πυξ λαξ»·
- δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν έκοβα καλύτερα το πόδι μου! έκφραση πικρά μετανιωμένου ατόμου, που δηλώνει πως δε θα ξαναπάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «πήγα στο τάδε μέρος για διακοπές, αλλά δεν έκοβα καλύτερα τα πόδια μου!»·
- δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, (για ποδοσφαιριστές), βλ. λ. παιχνίδι·
- δεν έχω κουράγιο να πάρω τα πόδια μου ή δεν έχω το κουράγιο να πάρω τα πόδια μου, βλ. λ. κουράγιο·
- δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου! ή δεν κόβω καλύτερα το πόδι μου! έκφραση ατόμου που δηλώνει απερίφραστα πως δεν πρόκειται να πάει σε ένα τόπο, σε ένα χώρο: «δεν κόβω καλύτερα τα πόδια μου, που θα πάω να ζήσω στην Αθήνα να με πνίγει όλη τη μέρα το τσιμέντο!»·
- δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, είναι πολύ μικρό;, είναι νήπιο και δεν μπορεί να σταθεί όρθιο, να περπατήσει: «πόσο χρονώ είναι ο γιος σου; -Δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορεί, ακούγεται το ακόμα, ενώ της φρ. προτάσσεται το α·
- δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, α. είμαι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να περπατήσω: «αν δε σταματήσεις να ξεκουραστούμε λίγο, θα πέσω κάτω, γιατί δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να περπατήσω: «είχαν κι ένα γεροντάκι μαζί τους, που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του»·
- δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου, α. είναι τόσο κουρασμένος, τόσο εξαντλημένος, που δεν μπορώ να στέκομαι όρθιος: «σήκω να καθίσω, γιατί είχα τόσα τρεξίματα σήμερα, που δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου». β. είμαι τόσο ηλικιωμένος, που αδυνατώ να σταθώ όρθιος: «ο παππούς μας είναι τόσο γέρος, που δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». Πολλές φορές, συνήθως μετά το ρ. μπορώ, ακούγεται το άλλο ή το πια·
- δεν μπορώ να σύρω τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου·
- δεν πατάει πόδι, βλ. συνηθέστ. δεν πατάει άνθρωπος, λ. άνθρωπος·
- (δεν) πατώ το πόδι μου, (δεν) πηγαίνω, (δε) συχνάζω κάπου: «είναι τόσο κακόφημο μπαράκι, που δεν πατώ το πόδι μου || ο μόνος απ’ την παρέα που πατάει το πόδι του σ’ αυτό το μπαράκι είμαι εγώ»·
- δίνω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- δίνω το ένα μου πόδι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία μου για κάτι: «δίνω το ένα μου πόδι για να πάω έστω και μια φορά μ’ αυτή τη γυναίκα»·
- δουλειά στο πόδι, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έβαλε τα πόδια του στον ώμο, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια του στον ώμο·
- έβαλε φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έβγαλαν καντήλες τα πόδια του, βλ. λ. καντήλα·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στο αν πρέπει να φύγω ή να μείνω σε ένα χώρο: «απ’ την ώρα που ήρθε αυτός ο αλήτης στη γιορτή σου, είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω»· 
- είμαι στο πόδι, α. είμαι όρθιος, είμαι ξυπνητός: «είμαι στο πόδι απ’ τις έξι το πρωί». β. είμαι σε έντονη ενεργοποίηση: «απ’ το πρωί όλα τα στελέχη ήταν στο πόδι για να πετύχει η υποδοχή του αρχηγού του κόμματος»·
- είμαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- είμαι στο πόδι όλη μέρα (όλη νύχτα) ή είμαι στο πόδι όλη τη μέρα (όλη τη νύχτα), δεν κάθισα καθόλου, δεν ξεκουράστηκα καθόλου λόγω υπερβολικής δουλειάς ή άλλων ασχολιών και, κατ’ επέκταση, είμαι πολύ κουρασμένος, πολύ εξαντλημένος: «σήκω να καθίσω λιγάκι, γιατί είμαι στο πόδι όλη μέρα»·
- είναι βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- είναι γραμμένο με τα πόδια, το κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος είναι γραμμένο με πολύ δυσανάγνωστα γράμματα: «δεν μπορώ να διαβάσω το σημείωμα που μου ’στειλε, γιατί είναι γραμμένο με τα πόδια»·
- είναι γραμμένο στο πόδι, βλ. φρ. είναι γραμμένο στο γόνατο·
- είναι γρήγορος στα πόδια, τρέχει πολύ γρήγορα: «όσο και να τον κυνηγάς, δεν μπορείς να τον πιάσεις, γιατί είναι γρήγορος στα πόδια»·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο·
- είναι με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. φρ. είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο·
- είναι με τα δυο πόδια (του) στον τάφο, α. είναι υπερβολικά ηλικιωμένος: «είναι απ’ τα μυστήρια της φύσεως αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο και ζει!». β. είναι εντελώς σίγουρο πως πεθαίνει, πεθαίνει: «ο άρρωστος είναι με τα δυο πόδια του στον τάφο κι οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια τους»·
- είναι με το ένα πόδι (του) στον τάφο, α. είναι πολύ ηλικιωμένος: «τον αφιλότιμο, είναι με το ένα πόδι του στον τάφο κι ακόμα δε λέει να πεθάνει!». β. είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί αποφάνθηκαν πως ο άρρωστος είναι με το ένα πόδι του στον τάφο»·
- είναι όλοι στο πόδι, είναι όλοι έντονα ενεργοποιημένοι: «απ’ την ώρα που μαθεύτηκε πως ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί την πόλη μας, είναι όλοι στο πόδι για να του ετοιμάσουν θριαμβευτική υποδοχή»·
- έκαναν καντήλες τα πόδια μου, βλ. λ. καντήλα·
- έσπασε ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έτσι και σπάσει ο διάβολος το πόδι του, βλ. λ. διάβολος·
- έφαγα τα πόδια μου, κουράστηκα υπερβολικά, ιδίως από πολύωρο περπάτημα: «έφαγα τα πόδια μου, καθώς έψαχνα να σε βρω από μπαράκι σε μπαράκι»·
- έφτασαν τα πόδια στην πλάτη του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- έφτασαν τα πόδια στον ώμο του, έτρεξε τόσο γρήγορα και με τόσο μεγάλες δρασκελιές, που έδινε την εντύπωση από μακριά πως τα πόδια του ακουμπούσαν στον ώμο του: «έκανε τέτοιο τρέξιμο, όταν τον κυνήγησαν οι αστυνομικοί, που έφτασαν τα πόδια στον ώμο του»·
- έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. γη·
- έχει βαρίδια στα πόδια του, βλ. λ. βαρίδι·
- έχει καλό πόδι (για ποδοσφαιριστές) έχει πολύ δυνατό και ευθύβολο σουτ: «όλα τα φάουλ τα χτυπάει ο τάδε, γιατί έχει καλό πόδι»·
- έχει κάτι πόδια σαν βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- έχει πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο και φιλοσοφεί»·
- έχει φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έχει ωραίο πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. φρ. έχει καλό πόδι·
- ζωγραφίζει με τα πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χειρίζεται με μεγάλη μαεστρία την μπάλα, είναι δεινός μπαλαδόρος: «ο τάδε είναι άπιαστος παίχτης κι έρχονται στιγμές που ζωγραφίζει με τα πόδια». Ίσως αναφορά στον καλλιτέχνη που, λόγω ελλείψεως των χεριών του, απόκτησε τη δυνατότητα να ζωγραφίζει με το πόδι·
- θα σου κόψω τα πόδια ή θα σου κόψω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω πολύ αυστηρά, πως θα τον τιμωρήσω παραδειγματικά, αν επιδιώξει να πάει ή να μπει κάπου που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπάς σ’ αυτό το κέντρο, θα σου κόψω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου σπάσω τα πόδια·
- θα σου σπάσω τα πόδια ή θα σου σπάσω το πόδι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσω αυστηρά, αν ξανακάνει κάτι που του το έχουμε απαγορέψει: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου σπάσω τα πόδια»· βλ. και φρ. θα σου κόψω τα πόδια·
- κεντάει με τα πόδια, βλ. φρ. ζωγραφίζει με τα πόδια·
- κι ο κουτσός με τόνα πόδι, κούτσα κούτσα πάει στην πόλη, βλ. λ. κουτσός·
- κόπηκαν τα πόδια μας ή μας κόπηκαν τα πόδια, (για ποδοσφαιρικές ομάδες) δεν μπορέσαμε να αποδώσουμε σύμφωνα με τις δυνατότητές μας: «απ’ τη στιγμή που φάγαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, κόπηκαν τα πόδια μας και δεν μπορούσαμε να παίξουμε με πεσμένο το ηθικό»·
- κόπηκαν τα πόδια μου ή μου κόπηκαν τα πόδια, α. κουράστηκα υπερβολικά, εξαντλήθηκα, με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου: «κόπηκαν τα πόδια μου, μέχρι να φτάσω στην κορυφή του λόφου». β. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα τον άλλον να τραβάει το μαχαίρι του, μου κόπηκαν τα πόδια». γ. αποθαρρύνθηκα: «όταν έμαθα το ποσό που έπρεπε να διαθέσω για ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο, μου κόπηκαν τα πόδια κι έκανα πίσω»·
- κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο ή μου κόπηκαν τα πόδια απ’ το φόβο, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο»·
- κουλάθηκε το πόδι μου, παρέλυσε, δεν μπορώ να το ελέγξω, ιδίως ύστερα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’δωσε τόσο δυνατή κλοτσιά, που κουλάθηκε το πόδι μου»·
- κούνα τα πόδια σου! βλ. συνηθέστ. πάρε τα πόδια σου(!)·
- κουνιέται το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου·
- λιώνει στα πόδια του, α. εξαντλείται καθημερινά, ιδίως από χρόνια ασθένεια, χωρίς όμως να μένει στο κρεβάτι του: «λιώνει στα πόδια του απ’ την κακιά και δε βλέπω να ’χει πολλή ζωή ακόμα». β. κουράζεται καθημερινά υπερβολικά: «λιώνει κάθε μέρα στα πόδια του για να τα φέρει βόλτα στο φτωχικό του». γ. υποφέρει αβάσταχτα από ερωτικό πόθο που δεν έχει ανταπόκριση: «λιώνει στα πόδια του ο δόλιος για πάρτη της κι αυτή ούτε που νοιάζεται»·
- λύγισαν τα πόδια μου, α. δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο το βάρος που κουβαλούσα, και κατέρρευσα: «είχα παραφορτωθεί και κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου». β. εξουθενώθηκα στην κούραση από πολύωρη ορθοστασία και δεν μπόρεσα να μείνω άλλο όρθιος: «κάποια στιγμή λύγισαν τα πόδια μου περιμένοντάς την, γι’ αυτό πήγα και κάθισα στο παγκάκι»·
- λύθηκαν τα πόδια του, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, μετά από ένα διάστημα άρχισε να παίζει σύμφωνα με τις δυνατότητές του: «λίγη ώρα μετά την είσοδο του παίχτη στον αγωνιστικό χώρο κι έπειτα από τις πρώτες πάσες που δέχτηκε απ’ τους συμπαίχτες του, λύθηκαν τα πόδια του κι άρχισε να ζωγραφίζει μέσα στο γήπεδο»·  
- μ’ αφήνει στο πόδι του (κάποιος), με ορίζει κάποιος αντικαταστάτη του ή πληρεξούσιό του, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που λείπει τ’ αφεντικό μου απ’ τη δουλειά, μ’ αφήνει στο πόδι του»·
- με τα πόδια ή με το πόδι, πεζή, ποδαράτα, περπατώντας: «ήρθα με τα πόδια, γιατί δεν έβρισκα ταξί || έφυγε με τα πόδια». (Λαϊκό τραγούδι: μου τα παίρναν’ και γυρνούσα με τα πόδια στις Συκιές, και δεν είχα να γουστάρω στα μπουζούκια δυο πενιές
- με το που πάτησε το πόδι του, από την πρώτη στιγμή του ερχομού του, της παρουσίας του σε κάποιο χώρο: «ο νέος διοικητής, με το που πάτησε το πόδι του στο στρατόπεδο, μας πήδηξε στα καψώνια || με το που πάτησε το πόδι του ο τάδε στο μπαράκι, άρχισε τη φασαρία»·
- με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- μένω στο πόδι του, είμαι αντικαταστάτης του ή πληρεξούσιός του, τον αντικαθιστώ, ιδίως σε κάποιο εργασιακό χώρο: «κάθε φορά που φεύγει ο διευθυντής μας στο εξωτερικό, μένω στο πόδι του»·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα το πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, λέγεται ειρωνικά για άτομο που είναι πάρα πολύ νωθρό, πάρα πολύ αργοκίνητο και, κατ’ επέκταση, που είναι τεμπέλης: «κάναμε δέκα ώρες να έρθουμε, γιατί συνόδευα τον τάδε, που, μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο || μην του αναθέσεις καμιά δουλειά, γιατί μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο και θα σου την τελειώσει το μήνα που δεν έχει Σάββατο». Συνών. μέχρι να σηκώσει το δεξί του, βρομάει τ’ αριστερό του ·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- μην κοιτάς τα στραβά πόδια μου, κοίτα την ίσια τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
- μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, α. παρεμβάλλεται με το σώμα του και εμποδίζει την κίνησή μου: «είναι που είναι μικρό το γραφείο μας, μπερδεύεται κι αυτός ανάμεσα στα πόδια μου και δεν μπορώ να κινηθώ με άνεση». β. ανακατεύεται στις δουλειές μου, στις υποθέσεις μου και μου δημιουργεί προβλήματα: «πρέπει να κάνω κάτι μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί μπερδεύεται κάθε τόσο ανάμεσα στα πόδια μου και χάνω ένα σωρό δουλειές»·  
- μπλέκει ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου ή μπλέκεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. συνηθέστ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- να μου κοπούν τα πόδια ή να μου κοπεί το πόδι, κατηγορηματική δήλωση ατόμου πως δε θα ξαναπάει, δε θα ξαναπεράσει από έναν χώρο: «αν ξανάρθω εγώ στο μαγαζί σου, να μου κοπούν τα πόδια»·
- να μου ξεραθούν τα πόδια ή να μου ξεραθεί το πόδι, βλ. συνηθέστ. να μου κοπούν τα πόδια·
- να σπάσεις το πόδι σου! ανταλλάσσεται ως ευχή μεταξύ τους ηθοποιών θεάτρου λίγο πριν από την παράσταση, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως η ευχή καλή επιτυχία! τους φέρνει γρουσουζιά. Συνών. σκατά(!)·
- νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι, περπατώ με πολύ μεγάλη δυσκολία, γιατί είμαι πολύ κουρασμένος: «όλη τη μέρα, σήμερα, έτρεχα μέσα στους δρόμους για διάφορες δουλειές και τώρα νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι»·
- ξένο πόδι, δηλώνει το άγνωστο άτομο, τον άγνωστο άνθρωπο: «στο σπίτι του δεν πατάει ποτέ ξένο πόδι»·
- ξεράθηκε το πόδι μου, δεν το νιώθω, αναισθητοποιήθηκε, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχτηκε: «μου ’ρθε μια πετριά στο γόνατο και ξεράθηκε το πόδι μου»·
- ξεροσταλιάζω στα πόδια μου, παραμένω για πολλή ώρα όρθιος σε ένα μέρος: «ξεροστάλιασα στα πόδια μου να σε περιμένω»·
- ξεσηκώνω τον κόσμο στο πόδι, βλ. λ. κόσμος·
- οικονομία με πήλινα πόδια, βλ. λ. οικονομία·
- όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, βλ. λ. μυαλό·
- όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε ύποπτες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «να μην έμπλεκες μ’ αυτούς τους αλήτες για να μη σε κυνηγούσε η αστυνομία, γιατί όποιος κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα γουρούνια / όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του / όποιος πάει στο βάλτο να κυνηγήσει, θα γελαστεί·
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. συνηθέστ. όσο πατάει η γάτα, λ. γάτα·
- πάγωσαν τα πόδια μου, βλ. φρ. πάγωσα απ’ το φόβο μου, λ. φόβος·
- πάγωσαν τα πόδια μου απ’ το φόβο, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου απ’ το φόβο·
- παίρνω πόδι, α. με διώχνουν από τη θέση εργασίας που κατέχω σε μια δουλειά, σε μια επιχείρηση, με διώχνουν από την υπηρεσία μου: «ήθελαν να κάνουν περικοπές στα έξοδα και πήρα πόδι μαζί με μερικούς άλλους». β. (για δημόσιους υπαλλήλους) παίρνω δυσμενή μετάθεση: «μόλις ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, όσοι ήταν υποστηρικτές της προηγούμενης, πήραν πόδι σε διάφορες απομακρυσμένες περιοχές». γ. με διώχνει ο ερωτικός μου σύντροφος: «βρήκε κάποιον λεφτά και πήρα πόδι»·
- παίρνω τα πόδια μου, περπατώ, προχωρώ, ιδίως αποχωρώ από κάπου: «παιδιά, εγώ παίρνω τα πόδια μου για το σπίτι, γιατί με περιμένουν οι δικοί μου»·
- πάρε τα πόδια σου! α. περπάτα πιο γρήγορα, τάχυνε το βήμα σου, βιάσου: «άντε, πάρε τα πόδια σου, γιατί, όπως πάμε, δε φτάνουμε ούτε αύριο!». β. μάζεψε τα πόδια σου, συμμαζέψου, μην κάθεσαι απλωτά: «πάρε τα πόδια σου να περάσω»·
- πατώ με τα δυο πόδια μου στη γη, βλ. λ. γη·
- πατώ πόδι, α. απαιτώ κάτι έντονα, ζητώ άφοβα το δίκιο μου, επιμένω στην αξίωσή μου: «πρέπει να πατήσεις πόδι για να πάρεις αυτά που σου ανήκουν». β. επιβάλλω δυναμικά τη γνώμη μου, τη θέλησή μου: «οι εργάτες πάτησαν πόδι με τις απεργίες τους κι αντικατέστησαν τον εργοδηγό τους». γ. έθιμο κατά την τελετή του γάμου, σύμφωνα με το οποίο, όποιος από τους δύο νεόνυμφους προλάβει να πατήσει το πόδι του άλλου, όταν ακούγεται το ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄντρα, αυτός θα έχει τον πρώτο λόγο στην οικογένεια: «πρόσεξε μη σου πατήσει πόδι η νύφη και ξεφτιλιστείς μέσα στην εκκλησία!»·
- πατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- πατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- πατώ σταθερά στα πόδια μου, δεν έχω την ανάγκη βοήθειας κανενός, γιατί μπορώ και στηρίζομαι στις δικές μου δυνάμεις: «από μικρός έχω μάθει να πατώ σταθερά στα πόδια μου και δεν είμαι σε κανέναν υποχρεωμένος»·
- πατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πατώ το πόδι μου, πηγαίνω σε ένα μέρος, κάνω την εμφάνισή μου κάπου: «μόλις πάτησε το πόδι του στο μπαράκι, άρχισαν οι φασαρίες || δε θέλω ξανά να πατήσεις το πόδι σου στο μαγαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: όπου πατώ το πόδι μου και ρίχνω τη ματιά μου, μεγάλος ντόρος γίνεται γύρω από τ’ όνομά μου
- περπατώ στα δάχτυλα των ποδιών μου, βλ. λ. δάχτυλο·
- περπατώ στα νύχια των ποδιών μου, βλ. λ. νύχι·
- περπατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πέφτω στα πόδια του, τον εκλιπαρώ, τον ικετεύω για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «μόλις πληροφορήθηκε πως ήθελε να τον απολύσει, έπεσε στα πόδια του, μήπως και του αλλάξει γνώμη»·
- πήρε τα πόδια στον ώμο του, βλ. συνηθέστ. έφτασαν τα πόδια στον ώμο του·
- πιάστηκαν τα πόδια μου ή μου πιάστηκαν τα πόδια, βλ. φρ. κόπηκαν τα πόδια μου·
- πιάστηκε το πόδι μου, α. μούδιασε ή έπαθε αγκύλωση: «καθόμουν μια ώρα σταυροπόδι και πιάστηκε το πόδι μου»·
- πιάστηκε το πόδι μου (κάπου), συνάντησε κάποιο εμπόδιο, μπερδεύτηκε ή αιχμαλωτίστηκε κάπου: «όπως πήγα να σκαρφαλώσω στο φράχτη, πιάστηκε το πόδι μου σε κάτι σύρματα»·
- πίνω στο πόδι, πίνω βιαστικά: «ήπιε στο πόδι ένα σφηνάκι κι έφυγε»·
- πριονίζω τα πόδια (κάποιου), υπονομεύω, φθείρω, αποδυναμώνω κάποιον αργά και μεθοδικά, μέχρι να καταρρεύσει: «από μπροστά του ’κανε το φίλο, αλλά μυστικά και ύπουλα του πριόνιζε τα πόδια για να του φάει τη θέση»·
- προσπαθεί να σταθεί στα πόδια μου, αγωνίζεται να ξεπεράσει μια δύσκολη κατάσταση στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις, αγωνίζεται ύστερα από κάποια οικονομική ή ψυχική καταστροφή να ανασυγκροτήσει τον διαλυμένο του εαυτό: «προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του ύστερα απ’ τη χρεοκοπία του || του στοίχισε πολύ η απιστία της γυναίκας του, αλλά η ζωή συνεχίζεται και προσπαθεί να στηθεί στα πόδια του». Συνήθως μετά το πρώτο ρ. της φρ. και πιο αραιά το δεύτερο ακολουθεί το πάλι·
- ρέβει στα πόδια του, βλ. φρ. λιώνει στα πόδια του·
- ρίχνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνομαι στα πόδια του, βλ. συνηθέστ. πέφτω στα πόδια του·
- σέρνω τα πόδια μου, περπατώ με μεγάλη δυσκολία είτε λόγω υπερβολικής κούρασης είτε λόγω γηρατειών: «φεύγω απ’ το πρωί για τη δουλειά κι όταν γυρίζω αργά το βράδυ στο σπίτι, σέρνω τα πόδια μου || είναι τόσο ηλικιωμένος, που, όταν περπατάει, σέρνει τα πόδια του»·
- σηκώθηκαν όλοι στο πόδι, α. αναστατώθηκαν όλοι από φόβο ή εξεγέρθηκαν από αγανάκτηση: «μόλις έμαθαν πως οι τρομοκράτες θα χτυπούσαν κάπου στη γειτονιά τους, σηκώθηκαν όλοι στο πόδι || είχε το ραδιοφωνάκι του μεσάνυχτα στη διαπασών και σηκώθηκαν όλοι στο πόδι». β. ενεργοποιήθηκαν όλοι έντονα: «σηκώθηκαν όλοι στο πόδι μέσα στην πόλη μας για την υποδοχή του πρωθυπουργού»·
- σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον αδύναμο σωματικά ή οικονομικά που επιχειρεί να εναντιωθεί σε κάποιον ισχυρότερο ή ανώτερό του. β. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που, ενώ έχει άδικο, επιχειρεί με φωνές ή άλλο δυναμικό τρόπο να μας πείσει για το αντίθετο, ή για κάποιον που θέλει να φανεί πιο έξυπνος από εμάς, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Συνών. σηκωθήκανε τ’ αγγουράκια να γαμήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα κολοκυθάκια να χτυπήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα λάχανα να χτυπήσουν το μανάβη·
- σηκώνει τα πόδια της, (για γυναίκες) δέχεται με ευκολία να υποστεί τη σεξουαλική πράξη: «έναν καφέ να την κεράσεις, σηκώνει αμέσως τα πόδια της». Από την εικόνα της γυναίκας που σηκώνει τα πόδια της κατά τη σεξουαλική πράξη για την ευκολότερη και καθολική είσοδο του πέους στον κόλπο της· βλ. και φρ. ανοίγει τα πόδια της·
- σηκώνω όλους στο πόδι, δημιουργώ μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία, που κάνω όλους να ανησυχήσουν ή να διαμαρτυρηθούν: «κάθε βράδυ γυρνούσε μεθυσμένος στο σπίτι του και με τις φωνές του σήκωνε όλους στο πόδι μέσα στην πολυκατοικία»·
- σηκώνω τη γειτονιά στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τη γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
- σηκώνω τον κόσμο στο πόδι ή σηκώνω στο πόδι τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- σκουπίζω στα πόδια του, πρόληψη, σύμφωνα με την οποία, όταν σκουπίζουν μπροστά στα πόδια κάποιου, δε θα παντρευτεί: «καλέ, μη σκουπίζεις στα πόδια του, κι είναι αρραβωνιασμένο το παλικάρι!»·
- σκουπίζω τα πόδια μου στο χαλάκι, βλ. λ. χαλάκι·
- στέκομαι στα πόδια μου, αντιμετωπίζω μια δύσκολη κατάσταση με θάρρος και αντοχή, καταφέρνω σε μια δύσκολη στιγμή να στηριχθώ με επιτυχία στις δικές μου δυνάμεις: «παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισα μετά τη χρεοκοπία μου, δε γονάτισα και στάθηκα στα πόδια μου». (Λαϊκό τραγούδι: παραιτήθηκα, στα πόδια να σταθώ δε φοβήθηκα, καλύτερη δουλειά θα βρω, τ’ ορκίστηκα, παραιτήθηκα
- στέκομαι στο πόδι του, βλ. φρ. μένω στο πόδι του·
- στήθηκε στα πόδια του, α. ανέλαβε τις δυνάμεις του, ιδίως μετά από αρρώστια: «μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο, τον άρχισε η γυναίκα του στις κοτόσουπες και στις κρεατόσουπες και μέσα σε λίγο καιρό στήθηκε στα πόδια του». β. ξεπέρασε κάποια σοβαρή δυσκολία που είχε, ορθοπόδησε: «στην αρχή κανείς δεν πίστευε πως θα ξεπεράσει το θάνατο της γυναίκας του, αλλά με τον καιρό στήθηκε πάλι στα πόδια του || μπορεί να έπεσε έξω στις δουλειές του, όμως βρήκε τρόπο και στήθηκε πάλι στα πόδια του». γ. προέβαλε αντίσταση, αντιστάθηκε σθεναρά: «στην αρχή δείλιασε να του αντιμιλήσει, αλλά κάποια στιγμή στήθηκε στα πόδια του και του τα ’πε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη»·
- στηρίζομαι στα πόδια μου, έχω εμπιστοσύνη, αγωνίζομαι αποκλειστικά με τις δικές μου δυνάμεις: «δε συνεταιρίζεται με κανένα, γιατί έχει μάθει να στηρίζεται στα πόδια του»·
- στο πόδι! προσταγή για ετοιμότητα αναχώρησης: «μετά από λίγη ώρα ανάπαυλας ακούστηκε η φωνή του λοχαγού μας: στο πόδι!»·
- στο πόδι, στα όρθια, βιαστικά και πρόχειρα: «συναντηθήκαμε τυχαία στο δρόμο και τα ’παμε στο πόδι»·
- στυλώνομαι στα πόδια μου, δυναμώνω, τονώνομαι οικονομικά ή σωματικά, αναλαμβάνω οικονομικά ή σωματικά: «βρισκόμουν σε οικονομικό αδιέξοδο, αλλά με τα λεφτά που μου ’δωσε ο φίλος μου, στυλώθηκα στα πόδια μου και συνέχισα τη δουλειά || μετά την εγχείρηση το ’ριξα στο φαγητό και σε λίγο καιρό στυλώθηκα πάλι στα πόδια μου»·
- στυλώνω τα πόδια μου, πεισμώνω πολύ, μένω αμετακίνητος στη γνώμη μου, στην άποψή μου, υποστηρίζω τα επιχειρήματά μου, ακόμη και αν αυτά δεν είναι σωστά: «αν τύχει και στυλώσει τα πόδια του, δεν αλλάζει γνώμη με τίποτα». Από την εικόνα πολλών ζώων, ιδίως του γαϊδάρου ή του αλόγου, που, όταν πεισμώσουν, στυλώνουν μπροστά τα δυο τους πόδια και δε λένε να περπατήσουν·
- σωριάστηκε στα πόδια του, κατέρρευσε, έχασε τις αισθήσεις του: «μόλις του είπαν πως χτύπησε το γιο του αυτοκίνητο, σωριάστηκε στα πόδια του»·
- τα θέλει όλα στα πόδια του ή όλα στα πόδια του τα θέλει, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος ή τόσο τεμπέλης, που τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «τον κακόμαθαν το μοναχογιό τους και τα θέλει όλα στα πόδια του || αυτός, αγόρι μου, δεν είναι για δουλειά, γιατί όλα στα πόδια του τα θέλει»·
- τα πόδια του χτυπούν στ’ αφτιά του ή τα πόδια του χτυπούν στην πλάτη του ή τα πόδια του χτυπούν στις πλάτες του ή τα πόδια του χτυπούν στο κεφάλι του, βλ. συνηθέστ. οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του, βλ. λ. φτέρνα·
- τα ’χει όλα στα πόδια του, είναι τόσο απαιτητικός ή καλομαθημένος, που του ετοιμάζουν τα πάντα, χωρίς αυτός να κοπιάσει καθόλου: «του έχουν τόσο μεγάλη αδυναμία οι γονείς του, που τα ’χει όλα στα πόδια του»·
- τα χρυσά πόδια, (για ποδοσφαιριστές) χαρακτηρισμός των ποδιών ποδοσφαιριστή που πετυχαίνει πολλά γκολ: «είναι ο πιο αγαπημένος παίχτης της ομάδας, γιατί με τα χρυσά του πόδια ανέβασε την ομάδα μας στον πίνακα της βαθμολογίας»·     
- τη βγάζω στο πόδι, στέκομαι όρθιος, ιδίως για μεγάλο χρονικό διάστημα: «είναι τέτοιο το πόστο που έχω στη δουλειά μου, που για μεγάλο χρονικό διάστημα τη βγάζω στο πόδι»·
- την έβγαλα στο πόδι, (για αρρώστιες) βλ. φρ. την πέρασα στο πόδι·
- την πέρασα στο πόδι, (για αρρώστιες) γιατρεύτηκα χωρίς να μείνω στο κρεβάτι: «πριν από καιρό είχα μια γερή γρίπη, αλλά την πέρασα στο πόδι»·
- της ανοίγω τα πόδια, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «αφού την είχε ολόκληρη βραδιά στην γκαρσονιέρα του, σίγουρα της άνοιξε τα πόδια»·
- της (του) δίνω πόδι, διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό, διώχνω το ερωτικό μου ταίρι: «μόλις αρχίζει να του μιλάει για γάμο η γυναίκα που συνδέεται μαζί του, της δίνει πόδι»·
- το βάζω στα πόδια, φεύγω τρέχοντας από φόβο ή επειδή με καταδιώκουν, τρέπομαι σε φυγή: «μόλις έβγαλε ο άλλος το μαχαίρι του, το ’βαλα στα πόδια || μόλις τους είδα να τρέχουν προς το μέρος μου, το ’βαλα στα πόδια». (Τραγούδι: τώρα κατάλαβα τα λόγια, τώρα κατάλαβα γιατί, γιατί το έβαλα στα πόδια, γιατί δεν ήρθα στη γιορτή
- το καλό το πόδι ή το καλό πόδι, (για ποδοσφαιριστές) το πόδι εκείνο που χρησιμοποιεί με επιτυχία για να σημειώσει γκολ (δηλ., αν είναι δεξιός, το δεξί του πόδι, αν είναι αριστερός, το αριστερό του): «ο παίχτης έφερε την μπάλα στο καλό πόδι και σουτάρισε με δύναμη προς την αντίπαλη εστία»·
- το κόβω με τα πόδια ή το κόβω με το πόδι, διανύω μια απόσταση με τα πόδια, πεζοπορώ: «επειδή δεν μπορούσα να βρω ταξί, το ’κοψα με τα πόδια για το σπίτι»·
- τον αφήνω στο πόδι μου, τον αφήνω αντικαταστάτη μου ή πληρεξούσιό μου: «επειδή έλειψα δυο βδομάδες απ’ τη δουλειά μου, τον άφησα στο πόδι μου να επιβλέπει τους εργάτες»·
- τον βάζω στο πόδι μου, βλ. φρ. τον αφήνω στο πόδι μου·
- τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου, τον συναντώ συνέχεια μπροστά μου, ιδίως ως εμπόδιο: «τι κακό μ’ αυτόν τον άνθρωπο! Όπου κι αν πάω, τον βρίσκω συνέχεια μπροστά στα πόδια μου και καθυστερώ να τελειώσω τη δουλειά μου»·
- τον έστησα στα πόδια του, τον σήκωσα όρθιο και τον υποχρέωσα να πατήσει στα πόδια του: «επειδή ο γιατρός μας συνέστησε πως ο άρρωστος πρέπει να περπατάει, τον σήκωσα απ’ το κρεβάτι του και τον έστησα στα πόδια του»·
- τον έχω ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου, βλ. φρ. μπερδεύεται ανάμεσα (μέσ’) στα πόδια μου·
- τον έχω στο ένα πόδι, τον ελέγχω απόλυτα, τον έχω υποχείριό μου: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που τον έχει στο ένα πόδι». Συνών. τον έχω σούζα·
- τον έχω στο πόδι, τον έχω σε διαρκή ετοιμότητα: «μόλις του πεις τ’ όνομά μου, θα σ’ εξυπηρετήσει αμέσως, γιατί του μίλησα για σένα και τον έχω στο πόδι»·
- του βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, α. τον φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση, τον αναγκάζω να υποκύψει, να γίνει πειθήνιος ή ακίνδυνος: «ήταν ο πιο τσαμπουκάς της παρέας μας, αλλά, μόλις ήρθε ο τάδε, του ’βαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι και τον έκανε αρνάκι». β. αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να ενεργοποιηθεί έντονα, κάτι που δεν έκανε προηγουμένως: «όσο ήταν ο παλιός διευθυντής, το εργοστάσιο ήταν μπάτε σκύλοι αλέστε, μόλις ήρθε όμως ο καινούριος, τους έβαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι»·
- του βάζω το πόδι στο γύψο, του περιορίζω την ελεύθερη διακίνησή του και, κατ’ επέκταση, τον καταπιέζω, ιδίως για να τον σωφρονίσω: «είναι άνθρωπος που κανείς δεν μπορεί να του βάλει το πόδι του στο γύψο». Η έκφραση άρχισε να χρησιμοποιείται μετά την επιβολή της δικτατορίας του 1967 και η πατρότητά της ανήκει στο δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο·
- του δίνω πόδι, τον διώχνω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου: «όποιος απ’ τους υπαλλήλους του κάνει κοπάνα, του δίνει αμέσως πόδι»·
- του κόβω τα πόδια, τον εμποδίζω, ιδίως τον αποθαρρύνω να πραγματοποιήσει κάτι: «ήθελε ν’ ανοίξει τη δουλειά του και στο χώρο των ηλεκτρονικών, αλλά του ’κοψα τα πόδια, γιατί υπάρχει κρίση»·
- του πήρε τα πόδια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) πάνω στην προσπάθειά του να αποσπάσει την μπάλα από τον αντίπαλο παίχτη, τον κλότσησε στα πόδια και τον σώριασε κάτω: «μόλις ο επιθετικός τον προσπέρασε, ο αντίπαλος αμυντικός του πήρε τα πόδια»·
- τραβώ το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, βλ. λ. χαλί·
- τρέμει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρέμουν τα πόδια μου, α. δεν μπορώ να μείνω άλλο όρθιος ή νηστικός, γιατί εξουθενώθηκα από την κούραση, την πολύωρη ορθοστασία ή την πείνα: «μόλις ένιωσα να τρέμουν τα πόδια μου, βρήκα μια θέση και θρονιάστηκα του καλού καιρού || δώσε μου να βάλω κάτι στο στόμα μου, γιατί τρέμουν τα πόδια μου». β. νιώθω μεγάλο φόβο ή τρόμο: «μόλις αγρίεψε ο άλλος και κινήθηκε εναντίον μου, άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου»·
- τρίζει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρώω στο πόδι, τρώω βιαστικά και πρόχειρα: «όταν έχω πολλή δουλειά τρώω στο πόδι, γιατί δεν προλαβαίνω να πάω στο εστιατόριο»·
- υπογράφω και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. χέρι·
- υποχωρεί το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φεύγει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φιλώ πόδια, ταπεινώνομαι για να πετύχω κάτι: «φίλησε πόδια προκειμένου να βάλει το γιο του στο δημόσιο»·
- χάνω το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου , βλ. λ. έδαφος·
- χέστηκ’ ο Πολύδωρος που ’ταν στα πόδια γρήγορος, βλ. φρ. χέστηκ’ η Φατμέ στο Γενί τζαμί, βλ. λ. τζαμί·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. φρ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο·
- ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. συνηθέστ. μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο.

σκάκι

σκάκι, το, ουσ. [<ιταλ. scacco], επιτραπέζιο τεχνικό παιχνίδι για δυο άτομα: «το αγαπημένο του παιχνίδι είναι το σκάκι»·
- μαθαίνουν σκάκι στην πλάτη μου, βλ. συνηθέστ. μαθαίνουν μπιλιάρδο στην πλάτη μου, λ. μπιλιάρδο·
- παίζουν σκάκι στην πλάτη μου, βλ. συνηθέστ. παίζουν μπιλιάρδο στην πλάτη μου, λ. μπιλιάρδο.

τύχη

τύχη, η, ουσ. [<αρχ. τύχη], η τύχη· η μοίρα, το γραφτό, το ριζικό: «ήταν της τύχης του να πεθάνει νέος». (Ακολουθούν 72 φρ.)·
- ακολουθώ την τύχη (κάποιου), υφίσταμαι τις ίδιες συνέπειες, τα ίδια δεινά με κάποιον: «όσοι δε δουλεύουν συνειδητά, θ’ ακολουθήσουν την τύχη εκείνων που έχουν απολυθεί»·  
- αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτα, αν είσαι τυχερός στη ζωή σου και έχεις και καλή μοίρα, καλό ριζικό, τότε δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. (Λαϊκό τραγούδι: μην κλαις, καρδιά μου, μην πονάς, μες στης ζωής τη στράτα αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτα
- άνοιξε η τύχη μου, μετά από ένα διάστημα δυσκολιών ή ατυχιών, άρχισαν να μου έρχονται όλα ευνοϊκά: «για ένα μεγάλο διάστημα ήμουν για να με κλαις, αλλά, δόξα τω Θεώ, τον τελευταίο καιρό άνοιξε η τύχη μου»·
- άνοιξε η τύχη σου! (ειρωνικά) αυτός που σου έτυχε ή αυτό που κέρδισες δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο: «στη συγκέντρωση της Κυριακής γνώρισα την τάδε. -Άνοιξε η τύχη σου! || στην κλήρωση που έγινε κέρδισα κι εγώ ένα αρκουδάκι. -Άνοιξε η τύχη σου!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα ή το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το άντε επαναλαμβανόμενο·
- από τύχη, βλ. φρ. κατά τύχη·
- αυτό θα πει τύχη! θαυμαστική ή εμφατική έκφραση συνήθως για τη σπουδαία τύχη κάποιου, που είναι και φορές που λέγεται και με κάποια ζήλια: «κέρδισε στο τζόκερ, στο λαχείο, του ήρθε και μια μεγάλη κληρονομιά από έναν ξεχασμένο θείο του που έλειπε χρόνια στην Αμερική. -Αυτό θα πει τύχη!». Αντίθ.: αυτό θα πει ατυχία(!)·  
- αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει, λέγεται για άτομο που, χωρίς να κοπιάζει διόλου, του έρχονται όλα ευνοϊκά, ή λέγεται για άτομο του οποίου για την προκοπή του ενδιαφέρεται ενεργά κάποιος άλλος: «άσ’ τον αυτόν και κοίτα τον εαυτό σου, γιατί αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει». Συνών. ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει·
- αφήνω στην τύχη, α. δεν επεμβαίνω, αδιαφορώ για την έκβαση μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «στήνει πρώτα μια δουλειά κι ύστερα την αφήνει στην τύχη». β. (για πράγματα) εγκαταλείπω αφρόντιστα, αφήνω όπου να ’ναι χωρίς να νοιάζομαι: «μόλις μπαίνει στο σπίτι του, αφήνει στην τύχη τα ρούχα του και χώνεται στο μπάνιο»·   
- αφήνω στην τύχη του (κάποιον ή κάτι), το(ν) εγκαταλείπω, αδιαφορώ τελείως για το τι θα γίνει: «έφυγε ο γιος του στο εξωτερικό για σπουδές και τον άφησε στην τύχη του || τα ’μπλεξε με μια πιτσιρίκα κι άφησε στην τύχη της την οικογένειά του || πάρκαρε τ’ αυτοκίνητό του σ’ ένα στενό και το άφησε στην τύχη του για μεγάλο χρονικό διάστημα»·
- βρίσκω την τύχη μου, βλ. φρ. κάνω την τύχη μου·
- για κακή μου τύχη, δυστυχώς για μένα: «βιαζόμουν να πάω στο ραντεβού μου και για κακή μου τύχη δεν μπορούσα να βρω ταξί». (Λαϊκό τραγούδι: για κακή του τύχη λίγο παραπάνω στη γωνιά του δρόμου τρακάρει πολιτσμάνο
- για καλή μου τύχη, ευτυχώς για μένα: «βιαζόμουν να πάω στο ραντεβού μου και για καλή μου τύχη είδα να ’ρχεται ένα ταξί»·
- για την τύχη του ήταν κι αυτό! βλ. φρ. ήταν της τύχης του κι αυτό(!)·
- δεν τον θέλει η τύχη, αν και έχει την ικανότητα να κάνει κάτι, εντούτοις δεν τον ευνοεί τη τύχη: «μπορεί να είναι καλός έμπορος, αλλά δεν πρόκοψε όσο έπρεπε, γιατί δεν τον θέλει η τύχη»·
- δοκιμάζω την τύχη μου, προσπαθώ να πετύχω κάτι καινούριο, για να το χρησιμοποιήσω ως εφόδιο στη ζωή μου: «λέω να δοκιμάσω την τύχη μου στο εμπόριο || πήγε στην ξενιτιά να δοκιμάσει την τύχη του»·
- εγκαταλείπω στην τύχη του (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. αφήνω στην τύχη του (κάποιον ή κάτι)·
- είναι άξιος της τύχης του! λέγεται στην περίπτωση που οι κακοί χειρισμοί του σε μια δουλειά ή υπόθεση επιφέρουν και τα ανάλογα δυσμενή αποτελέσματα: «αφού δεν κατάλαβε πως ήθελε να του φάει τα λεφτά, είναι άξιος της τύχης του που του τα εμπιστεύτηκε»·
- είναι και να σε θέλει η τύχη, δεν εξαρτάται μόνο από την ικανότητα να κάνει κανείς κάτι, αλλά είναι και θέμα τύχης: «είναι πετυχημένος έμπορος, δε λέω, αλλά είναι και να σε θέλει η τύχη»·
- ειρωνεία της τύχης, βλ. λ. ειρωνεία·
- έκανες την τύχη σου! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που βρήκε ή απόκτησε ή του έτυχε κάτι ασήμαντο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα ή το ναι μωρέ ή το σιγά μωρέ ή το άντε επαναλαμβανόμενο·
- ενώνουμε τις τύχες μας, α. αποφασίζουμε να αγωνιστούμε μαζί για κάτι: «η επιδίωξή μας ήταν κοινή, γι’ αυτό αποφασίσαμε να ενώσουμε τις τύχες μας για την πραγματοποίησή της». β. (και για τα δυο φύλα) αποφασίσαμε να ζήσουμε μαζί, να παντρευτούμε: «επειδή ταιριάζαμε σαν χαρακτήρες, αποφασίσαμε να ενώσουμε τις τύχες μας»·
- έχω την τύχη με το μέρος μου, είμαι τυχερός σε κάποια περίπτωση, γιατί με ευνοεί η τύχη: «δε θα μπορούσα να κερδίσω τον τάδε, αν δεν είχα την τύχη με το μέρος μου»·
- έχω τύχη, είμαι τυχερός: «αν δεν είχα τύχη, θα σκοτωνόμουν»·
- έχω τύχη βουνό, έχω πάρα πολύ μεγάλη τύχη, είμαι πάρα πολύ τυχερός: «για να γλιτώσω από ’να τέτοιο δυστύχημα, πάει να πει πως έχω τύχη βουνό!»·
- η τύχη είναι τυφλή, οι χαρές και οι λύπες, η ευτυχία ή η δυστυχία έρχονται εκεί που δεν τις περιμένεις, προκύπτουν τυχαία: «κάποτε μπορεί ν’ αλλάξουν και για μας τα πράγματα, γιατί η τύχη είναι τυφλή»·
- η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ, έκφραση που δηλώνει τη ρευστότητα που επικρατεί στη ζωή του ανθρώπου και το απώτερο μήνυμά της είναι ότι πρέπει να εκμεταλλευόμαστε κάθε φορά γρήγορα την εύνοια της τύχης: «ανάλαβε τη δουλειά που σου έτυχε, γιατί η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ»·
- η τύχη μου χαμογελά ή μου χαμογελά η τύχη, (γενικά) οι υποθέσεις, τα πράγματα στη ζωή μου μου έρχονται ευνοϊκά: «μόλις άρχισε να μου χαμογελά η τύχη, πνίγηκα στη δουλειά»·
- η τύχη του ατζαμή, λέγεται για άτομο που, αν και δεν ξέρει καλά ή παίζει για πρώτη φορά κάποιο παιχνίδι, ιδίως τάβλι ή χαρτιά, κερδίζει τον αντίπαλό του·
- η τύχη του γύρισε την πλάτη, ατύχησε σε κάποια ενέργεια ή προσπάθειά του, δεν την έφερε σε πέρας λόγω απρόσμενων δυσκολιών, δε φάνηκε, δε στάθηκε τυχερός: «είναι έξυπνος κι εργατικός άνθρωπος, αλλά, απ’ τη μέρα που η τύχη του γύρισε την πλάτη, όλες του οι δουλειές πηγαίνουν κατά διαβόλου»·
- η τύχη του πρωτάρη, βλ. φρ. η τύχη του ατζαμή·
- η τύχη του χτύπησε την πόρτα, τον ευνόησε η τύχη: «έπαιζε χρόνια λαχεία, ώσπου την προηγούμενη βδομάδα η τύχη του χτύπησε την πόρτα, γιατί κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου»·
- ήταν γραφτό της τύχης μου ή ήταν της τύχης μου γραφτό, βλ. λ.γραφτό·
- ήταν η τύχη του να…, βλ. φρ. ήταν το τυχερό του να…, λ. τυχερός·
- ήταν της τύχης του κι αυτό! λέγεται με συμπάθεια για άτομο, που κοντά στις αλλεπάλληλες ατυχίες του προστίθεται και μια νέα: «μετά το θάνατο του γιου του, έπεσε έξω στη δουλειά του, πούλησε το σπίτι του για να μην πάει φυλακή και τώρα είναι άρρωστη η γυναίκα του. -Ήταν της τύχης του κι αυτό!»·
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- καλή τύχη! α. ευχή σε άγαμο νέο ή νέα να βρει καλό και άξιο σύζυγο. Συνών. καλή μοίρα! β. (γενικά) ευχή για ευόδωση των εργασιών κάποιου: «σου εύχομαι καλή τύχη στις δουλειές σου!»·
- κάνω την τύχη μου, α. βρίσκω, ιδίως κερδίζω κάτι πολύ σημαντικό: «μου ’πεσε ο πρώτος λαχνός του λαχείου, κι έκανα την τύχη μου». β. (και για τα δυο φύλα) κάνω πλούσιο γάμο: «παντρεύτηκε την κόρη του τάδε μεγαλογιατρού κι έκανε την τύχη του»· βλ. και φρ. έκανες την τύχη σου(!)·
- κατά κακή μου τύχη, βλ. φρ. για κακή μου τύχη·
- κατά καλή μου τύχη, βλ. φρ. για καλή μου τύχη·
- κατά τύχη, χωρίς να το περιμένει κανείς, τυχαία, συμπτωματικά: «συναντηθήκαμε κατά τύχη στο δρόμο»·
- κλαίει την τύχη του, βλ. συνηθέστ. κλαίει τη μοίρα του, λ. μοίρα·
- κλοτσώ την τύχη μου, αποδιώχνω, αρνιέμαι, δεν εκμεταλλεύομαι κάποια ευνοϊκή περίσταση: «μου ’τυχε μια σπουδαία δουλειά, αλλά δεν την πήρα στα σοβαρά και κλότσησα την τύχη μου»·
- λέει την τύχη, βλ. συνηθέστ. λέει τη μοίρα, λ. μοίρα·
- μα την τύχη μου, είδος όρκου, συνήθως στην περίπτωση που ζητάμε να πραγματοποιηθεί κάτι. (Λαϊκό τραγούδι: ήθελα μα την τύχη μου πολύ ν’ ανταμωθούμε, γονατιστοί εις το Θεό δικαίως να κριθούμε
- μαύρη τύχη, πολύ κακή τύχη: «πώς να προκόψει στη ζωή του με τέτοια μαύρη τύχη που έχει!»·
- μην κοιτάς τα στραβά μου πόδια, κοίτα την ίσια μου τύχη, βλ. φρ. μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου τύχη·
- μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου, δηλώνει πως η καλή τύχη, ή η ευτυχία του ανθρώπου δεν εξαρτάται από την εξωτερική ομορφιά, δεν εμποδίζεται από την εξωτερική δυσμορφία·
- μίλησε με την τύχη του, πλούτισε ή πέτυχε κάτι καλό εντελώς ανέλπιστα, εντελώς τυχαία: «ένα λαχείο πήρε ο άνθρωπος και μίλησε με την τύχη του, γιατί του ’πεσε ο πρώτος αριθμός»·
- να μην (το) δώσει η τύχη, βλ. συνηθέστ. να μην (το) δώσει ο Θεός, λ. Θεός·
- ο τροχός της τύχης, βλ. λ. τροχός·
- όντας η τύχη σε βοηθά, μην την πισωκωλιάζεις, άρπαξε την ευκαιρία, όταν η τύχη σου χαμογελά και μην αδιαφορείς: «η τύχη σπάνια έρχεται δυο φορές σ’ έναν άνθρωπο γι’ αυτό, όντας η τύχη σε βοηθά, μην την πισωκωλιάζεις»·
- οπού ’χει τύχη, γεννά κι ο πετεινός του, βλ. λ. πετεινός·
- όπως τα φέρει η τύχη, όπως έρθουν οι περιστάσεις, στην τύχη: «ξεκινάει χωρίς πολλή σκέψη τις δουλειές του κι ύστερα όπως τα φέρει η τύχη»·
- όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει, δηλώνει πως, για να αποδώσουν οι γνώσεις μας και να πετύχουμε στη ζωή μας, προϋπόθεση είναι να έχουμε και τύχη: «μην κοκορεύεσαι για τη μόρφωσή σου, γιατί όταν η τύχη δε βοηθά, η γνώση δεν αξίζει»· βλ. και φρ. κακό κεφάλι και καλό κεφάλι, λ. κεφάλι·  
- ό,τι φέρει η τύχη, βλ. φρ. όπως τα φέρει η τύχη·
- παίζεται η τύχη μου, αποφασίζεται η προοπτική μου, αποφασίζεται η μετέπειτα πορεία μου, το μέλλον μου: «πρέπει να προσέξω πάρα πολύ καλά αυτή τη δουλειά, γιατί μ’ αυτή παίζεται η τύχη μου»·
- παίρνω στην τύχη, α. κατευθύνομαι κάπου επιλέγοντας τυχαία την κατεύθυνση: «όταν δεν έχω τι κάνω, παίρνω στην τύχη έναν δρόμο κι όπου με βγάλει». β. (για λαχνούς, λαχεία, ή γενικά για πράγματα) παίρνω ένα λαχνό ή κάτι από το σωρό, στα κουτουρού: «καθώς περνούσε ο λαχειοπώλης από δίπλα μου, άπλωσα το χέρι μου και πήρα στην τύχη ένα λαχείο || πήρα στην τύχη ένα μήλο απ’ το καφάσι»·
- ποια η τύχη; έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι δεν έχουμε τύχη: «θα μπορούσαν να ’ρθουν κάπως πιο ευνοϊκά τα πράγματα και να έπαιρνα τη δουλειά, αλλά ποια η τύχη;»·  
- ποια τύχη; έκφραση αμφισβήτησης στην αναφορά κάποιου ότι έχουμε τύχη: «εσύ θα ξεπεράσεις τη δυσκολία, γιατί έχεις τύχη. -Ποια τύχη που πηγαίνω απ’ το κακό στο χειρότερο;»·
- πού τέτοια τύχη! α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι δεν έχουμε την τύχη κάποιου άλλου ή κάποιων άλλων, παρόλο που θα θέλαμε να την είχαμε: «έχει έναν φίλο που τον συμπαραστέκεται σε κάθε δυσκολία του. -Πού τέτοια τύχη!», δηλ. εμείς δεν έχουμε παρόμοιο φίλο. β. έκφραση με την οποία δηλώνουμε με κάποιο παράπονο ότι είναι απίθανο να συμβεί και σε εμάς αυτό που αναφέρει κάποιος, πράγμα που θα θέλαμε πάρα πολύ: «κάθε καλοκαίρι παίρνω την οικογένειά μου και παραθερίζουμε όλοι μαζί για ένα μήνα στη Χαλκιδική. -Πού τέτοια τύχη!», δηλ. εμείς δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα. Συνών. πού τέτοιο πράγμα! ή πού τέτοια πράγματα(!)· 
- στην τύχη, χωρίς προμελέτη ή επιλογή, στα κουτουρού, τυχαία: «έκανε κι αυτός στην τύχη μια δουλειά και περίμενε να προκόψει! || διάλεξε στην τύχη ένα καρπούζι και το ’δωσε στο μανάβη για να το ζυγίσει»·
- στραβή τύχη, βλ. φρ. μαύρη τύχη·
- της τύχης τα γραμμένα, τα προκαθορισμένα από τη μοίρα: «κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει της τύχης τα γραμμένα». (Λαϊκό τραγούδι: τσιγγάνες, σεις που ξέρετε της τύχης τα γραμμένα, πάρτε και ρίχτε τα χαρτιά και πέστε μου και μένα
- το κυνήγι της τύχης, η συστηματική επιδίωξη κέρδους μέσω λαχείων, τζόκερ, προπό, λότο ή τζόγου: «έχει επιδοθεί στο κυνήγι της τύχης και φαντάζεται πως κάποτε η τύχη θα του χτυπήσει την πόρτα»·
- το ρίχνω στην τύχη, ενεργώ απρογραμμάτιστα, εμπιστεύομαι στην τύχη: «κάθε φορά που του ’ρχονται στριμόκωλα τα πράγματα, το ρίχνει στην τύχη»·
- τον θέλει η τύχη ή τον θέλει κι η τύχη, τον ευνοεί: «τον τελευταίο καιρό έχει πολλή δουλειά, γιατί τον θέλει η τύχη || είναι δουλευταράς άνθρωπος, δε λέω, αλλά τον θέλει κι η τύχη που έχει συνέχεια δουλειά»·
- τον κυνηγά η τύχη, α. είναι πολύ τυχερός: «μ’ ό,τι και να καταπιαστεί αυτός ο άνθρωπος βγάζει λεφτά, γιατί τον κυνηγά η τύχη». β. είναι πολύ άτυχος: «είχε μια πολύ σπουδαία επιχείρηση, αλλά τον κυνηγά η τύχη το φουκαρά και χρεοκόπησε χωρίς να το καταλάβει». (Λαϊκό τραγούδι: ο μάγκας κάνει δυο δουλειές για να ’ναι ματσωμένος· μα, κατά βάθος, ρε παιδιά, η τύχη του τον κυνηγά κι είναι ρεσταρισμένος
- του κόβω την τύχη, επεμβαίνω ανασταλτικά σε κάποια επιδίωξή του, ιδίως στην προσπάθειά του να συνάψει κάποιο ερωτικό δεσμό: «κάθε φορά που του τυχαίνει καμιά γυναίκα, του κόβω την τύχη, γιατί δεν τον χωνεύω»·
- τραβώ στην τύχη, α. κατευθύνομαι κάπου επιλέγοντας τυχαία την κατεύθυνση: «επειδή δεν ήξερα πού θα βρω την παρέα μου, τράβηξα στην τύχη προς την παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: ζωή γεμάτη σύννεφα, ζωή γεμάτ’ ομίχλη· το δρόμο χάνει η καρδιά όταν τραβά στην τύχη).β. (για λαχνούς, λαχεία) παίρνω ένα λαχνό από το σωρό, στα κουτουρού: «τράβηξα στην τύχη ένα λαχείο και μου ’πεσε ο πρώτος αριθμός»
- τύχη βουνό, πολύ μεγάλη τύχη: «με τέτοια τύχη βουνό, πώς να μη γλιτώσει από τέτοιο τρακάρισμα!»·
- τύχη που την έχει! θαυμαστική έκφραση για πολύ τυχερό άνθρωπο·
- χαρά στην τύχη του! βλ. λ. χαρά·
- χρυσή τύχη, α. η κατ’ εξοχήν ευνοϊκή τύχη: «πώς να μην προκόψει με τέτοια χρυσή τύχη που έχει αυτός ο άνθρωπος!». β. (και για τα δυο φύλα) η απόλυτα επιτυχημένη εκλογή συζύγου: «τέτοιο άξιο παλικάρι ήταν χρυσή τύχη για την κόρη σου».

φαΐ

φαΐ, το, ουσ. [<μσν. φαγεῖ(ν) και φαγεῖον, από το απαρέμφ. του αρχ. ρ. ἐσθίω (= τρώω)], το φαγητό: «τι φαΐ έχουμε σήμερα, ρε γυναίκα;». Υποκορ. φαγάκι, το (βλ. λ.)· βλ. και λ. φαγητό. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άλλο φαΐ τώρα, ας αλλάξουμε θέμα: «έλα, πολύ κουβεντιάσαμε γι’ αυτή την υπόθεση. Άλλο φαΐ τώρα»·
- αυτό είναι το φαΐ μου, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πανεύκολο για μένα ή είναι κάτι με το οποίο ασχολούμαι συνεχώς: «σιγά το δύσκολο πράγμα που με βάζεις να κάνω! Αυτό είναι το φαΐ μου || μα και βέβαια θα ’ρθω κι εγώ για τζόκιν, αφού είναι το φαΐ μου». Από την ευκολία με την οποία τρώει κανείς το φαγητό που του αρέσει·
- βάζω φαΐ, βλ. συνηθέστ. βάζω τραπέζι, λ. τραπέζι·
- βαρύ φαΐ, φαγητό που είναι δύσπεπτο: «πάσχω απ’ το στομάχι μου, γι’ αυτό δεν μπορώ να φάω βαρύ φαΐ»·
- βγάζω το φαΐ μου, κερδίζω τα απαραίτητα για να ζήσω, για να συντηρηθώ: «ποτέ δεν ήμουν πλεονέκτης, γι’ αυτό πάντα λέω δόξα τω Θεώ που βγάζω το φαΐ μου»· 
- βγάζω φαΐ, σερβίρω φαγητό: «μέχρι να βγάλει η μάνα μου το φαΐ, έβλεπα τηλεόραση»·
- για ένα πιάτο φαΐ, βλ. λ. πιάτο·
- είδες, φαΐ κάτσε, είδες ξύλο, φύγε, (συμβουλευτικά) αν δεις ευχάριστη κατάσταση, πάρε κι εσύ μέρος κι αν δεις δυσάρεστη, απομακρύνσου: «μη χώνεσαι όπου να ’ναι, αλλά, είδες φαΐ, κάτσε, είδες ξύλο, φύγε»·
- έχει πολύ φαΐ, αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί μπορούμε να αποκομίσουμε πολλά οφέλη: «εγώ λέω να πάρουμε μέρος σ’ αυτή την επιχείρηση, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, έχει πολύ φαΐ»·
- έχει φαΐ η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- θέλει το φαΐ στο πιάτο, βλ.λ. πιάτο·
- μασημένο φαΐ, βλ. συνηθέστ. μασημένη τροφή, λ. τροφή·
- μυρίστηκε φαΐ, βλ. συνηθέστ. μυρίστηκε λαγό, λ. λαγός·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- πήγε το φαΐ στη ράχη μου, βλ. φρ. πήγε το φαΐ στην πλάτη μου·
- πήγε το φαΐ στην πλάτη μου, από τη δυσαρέσκεια ή τη στενοχώρια που δοκίμασα ή από τη βιασύνη με την οποία έφαγα το φαγητό μου, δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου:  «μ’ όλ’ αυτά τα δυσάρεστα που μου είπες, πήγε το φαΐ στην πλάτη μου || έφαγα τόσο βιαστικά, που πήγε το φαΐ στην πλάτη μου»·
- στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση, βλ. λ. Θεός·
- στρώνομαι στο φαΐ, κάθομαι με άνεση για να φάω, τρώω ικανοποιητικά: «μόλις γύρισε απ’ τη δουλειά του, στρώθηκε στο φαΐ»·
- το στρώνω στο φαΐ, βλ. συνηθέστ. στρώνομαι στο φαΐ·
- το τρως όλο το φαΐ σου; ή το τρως το φαΐ σου; ερώτηση σε μικρό παιδί με την έννοια αν είναι φρόνιμο, αν είναι υπάκουο. Από το ότι, το μικρό παιδί που δεν κάνει νάζια στο φαγητό του και το τρώει όλο, είναι προφανές πως είναι φρόνιμο, υπάκουο·
- φόρεμα του κόσμου και φαΐ της όρεξής μας, βλ. λ. όρεξη.

φτέρνα

φτέρνα, η, ουσ. [<μσν. φτέρνα <αρχ. πτέρνα], το πίσω μέρος του πέλματος του ανθρώπινου ποδιού και, κατ’ επέκταση, το πίσω μέρος του παπουτσιού ή της κάλτσας: «φορώ στενά παπούτσια και με χτυπούν στις φτέρνες || χάλασε η φτέρνα του παπουτσιού μου || η κάλτσα μου τρύπησε στη φτέρνα»·
- αχίλλειος φτέρνα (πτέρνα), το αδύνατο σημείο κάποιου, το σημείο στο οποίο είναι κανείς ευάλωτος: «έχω βρει την αχίλλειο φτέρνα του και τον κάνω ό,τι θέλω». Αναφορά στο ευαίσθητο σημείο του ομηρικού ήρωα Αχιλλέα·
- οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του ή οι φτέρνες του χτυπούν στην πλάτη του ή οι φτέρνες του χτυπούν στις πλάτες του ή οι φτέρνες του χτυπούν στο κεφάλι του ή οι φτέρνες του χτυπούν στους ώμους του, τρέχει ταχύτατα: «δεν μπορεί κανείς να τον παραβγεί στο τρέξιμο, γιατί, σαν αρχίσει να τρέχει, οι φτέρνες του χτυπούν στ’ αφτιά του». Συνήθως όμως η φρ. αναφέρεται σε κυνηγημένο άνθρωπο που τρέχει ταχύτατα, για να μην τον πιάσουν οι διώκτες του: «μόλις τον πήραν στο κυνήγι οι αστυνομικοί, πάτησε τέτοιο τρέξιμο, που οι φτέρνες του χτυπούσαν στους ώμους του».

χρόνος

χρόνος, ο, ουσ. [<αρχ. χρόνος], ο χρόνος. (Ακολουθούν 172 φρ.)·
- άγουρα χρόνια, τα χρόνια της πρώτης εφηβείας: «σε πολλούς έχει μείνει αξέχαστος ο έρωτας των άγουρων χρόνων τους»·
- άλλα χρόνια, βλ. φρ. άλλες χρονιές, λ. χρονιά·
- άλλα χρόνια τότε! βλ. φρ. άλλες χρονιές τότε! λ. χρονιά·
- ανάποδος χρόνος, που στη διάρκειά του συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «πέρασα πολύ ανάποδο χρόνο, γιατί το ένα κακό διαδεχόταν τ’ άλλο || τι ανάποδος χρόνος είναι αυτός, Θεέ μου!»·
- απάνω στο χρόνο, με τη συμπλήρωση χρόνου: «βγήκε πριν από καιρό απ’ τη φυλακή, αλλά πάνω στο χρόνο ξαναμπήκε με τη ληστεία που έκανε»·
- από αμνημονεύτων χρόνων, βλ. φρ. προ αμνημονεύτων χρόνων·
- από αρχαιοτάτων χρόνων, βλ. λ. αρχαίος·
- από (του) χρόνου, από τον επόμενο χρόνο: «από χρόνου θα φτιάξουν τα πράγματα || από του χρόνου θα ’ρθουν περισσότεροι τουρίστες»·
- από χρόνο σε χρόνο, βλ. φρ. χρόνο με το χρόνο·
- Αύγουστε καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο, βλ. λ. Αύγουστος·
- αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια, βλ. λ. κολόνια·
- βγάζω χρόνια, (στη γλώσσα της αργκό) εκτίω μεγάλη ποινή: «μόνο αυτός που βγάζει χρόνια ξέρει τι πάει να πει φυλακή». (Λαϊκό τραγούδι: Τρίτη Πέμπτη μακαρόνια· φάτε, μάγκες, βγάλτε χρόνια
- για το καλό του χρόνου, λέγεται για κάποια πράξη μας που επαναλαμβάνεται ως έθιμο κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς και που γίνεται για να πάει καλά ο χρόνος: «κάθε βράδυ, παραμονή Πρωτοχρονιάς, μαζευόμαστε όλοι οι φίλοι στο σπίτι μου και παίζουμε χαρτιά, για το καλό του χρόνου || κάθε βράδυ την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με την αλλαγή του χρόνου, κόβουμε τη βασιλόπιτα για το καλό του χρόνου»·
- δε βρίσκω χρόνο (για κάτι), δεν μπορώ να βρω διαθέσιμο χρόνο, να ασχοληθώ με κάτι διαφορετικό από την κύρια ασχολία μου: «έχω τόσο πολλή δουλειά, που δε βρίσκω χρόνο να διαβάσω κανένα βιβλίο»·
- δε με παίρνει ο χρόνος, δεν επαρκεί ο χρόνος που έχω στη διάθεσή μου, έχουν εξαντληθεί τα χρονικά περιθώρια που έχω, δεν προλαβαίνω, δεν προφταίνω να πραγματοποιήσω ή να ολοκληρώσω κάτι: «δε με παίρνει ο χρόνος να καθίσω περισσότερο, γιατί θα χάσω τ’ αεροπλάνο || δε θα μπορέσω να παραδώσω τη δουλειά στη συμφωνημένη ημερομηνία, γιατί δε με παίρνει ο χρόνος»·
- (δε) μετράει ο χρόνος, (για διάφορες αθλητικές συναντήσεις, ιδίως για μπάσκετ) (δεν) υπολογίζεται: «στο μπάσκετ δε μετράει ο χρόνος, όταν ο παίχτης πραγματοποιεί προσωπικές βολές || στο μπάσκετ ο χρόνος μετράει απ’ τη στιγμή που ο παίχτης ακουμπάει την μπάλα»·
- δεν έχω χρόνο (για κάτι), δεν έχω χρόνο στη διάθεσή μου, δεν είμαι εύκαιρος: «δεν έχω χρόνο για εκδρομές, γιατί έχω πολύ δουλειά»·
- δεν έχω χρόνο για κουβέντα, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντα, λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για παιχνίδια, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια, λ. καιρός·
- δεν περνάει χρόνος από πάνω του (της), φαίνεται το ίδιο νέος όπως και πριν από χρόνια, ο χρόνος που πέρασε δεν άφησε τα σημάδια επάνω του: «απορώ, κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι πάντα όμορφος κι ωραίος, λες και δεν περνάει χρόνος από πάνω του»·
- δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου, βλ. λ. περιθώριο·
- διαθέσιμος χρόνος, που μπορεί κανείς να τον διαθέσει όπως θέλει, όπως του αρέσει: «κάθε φορά που βρίσκω διαθέσιμο χρόνο, τον αφιερώνω στο διάβασμα»·
- δουλεύει ο χρόνος, βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει·
- εδώ και λίγα χρόνια, πριν από λίγα χρόνια: «είναι εδώ και λίγα χρόνια που βγήκε στη σύνταξη». (Λαϊκό τραγούδι: την κάπα του την κρέμασε, εδώ και λίγα χρόνια, γι’ αυτό και τον εβγάλανε τρελάρα τα κορόιδα)· 
- εδώ και τόσα χρόνια, βλ. φρ. εδώ και χρόνια·
- εδώ και χρόνια, πριν από αρκετά χρόνια: «αυτή η επιχείρηση υπάρχει εδώ και χρόνια»·
- είναι εκτός τόπου και χρόνου, βλ. λ. τόπος·
- είναι ζήτημα χρόνου, βλ. λ. ζήτημα·
- είναι χάσιμο χρόνου, βλ. λ. χάσιμο·
- είναι χρόνια που… ή είναι χρόνια τώρα που…, δηλώνει κάτι που άρχισε στο παρελθόν και εξακολουθεί να συνεχίζεται και τώρα: «είναι χρόνια που λείπει στο εξωτερικό || είναι χρόνια τώρα που θέλω να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι στην εξοχή»·
- είναι χρόνια στο κουρμπέτι, βλ. λ. κουρμπέτι·
- εν ευθέτω χρόνω, σε πιο κατάλληλη χρονική στιγμή: «τώρα είμαι πνιγμένος στη δουλειά, γι’ αυτό φύγε και εν ευθέτω χρόνω θ’ ασχοληθώ με την περίπτωσή σου»· 
- εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει, βλ. λ. γάιδαρος·
- ελεύθερος χρόνος, που μπορεί κανείς να τον χρησιμοποιήσει όπως θέλει, όπως του αρέσει: «όταν έχω ελεύθερο χρόνο, τον αφιερώνω στην ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων»·
- ελλείψει χρόνου, επειδή δεν υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος να αρχίσει ή να τελειώσει κάτι: «ελλείψει χρόνου θα κουβεντιάσουμε το θέμα μια άλλη φορά || ελλείψει χρόνου θα κουβεντιάσουμε τα υπόλοιπα θέματα εν ευθέτω χρόνω»·
- έρχομαι στα χρόνια (κάποιου), βλ. φρ. φτάνω στα χρόνια (κάποιου)·
- έρχονται άλλα χρόνια, βλ. φρ. έρχονται άλλες χρονιές·
- ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος! ευχή που ανταλλάσσεται μεταξύ φίλων, γνωστών αλλά και αγνώστων με το κλείσιμο του παλιού χρόνου και την αρχή του νέου·
- ευτυχισμένος ο νέος χρόνος! βλ. φρ. ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος·
- έχασε χρόνο, (για μαθητές), βλ. φρ. έχασε χρονιά, λ. χρονιά·
- έχει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- έχει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του, είναι κάπως ηλικιωμένος: «δεν μπορούμε να πούμε πως είναι γέρος, αλλά έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του»·
- έχει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- έχει πολλά χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του, είναι μεγάλος σε ηλικία: «με την πρώτη ματιά που θα του ρίξεις, καταλαβαίνεις πως έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του»·
- έχει τη σφραγίδα του χρόνου, βλ. λ. σφραγίδα·  
- έχει χρόνια που… ή έχει χρόνια τώρα που…, βλ. φρ. είναι χρόνια που(…)·
- έχω άνεση χρόνου, βλ. λ. άνεση·
- έχω περιορισμένο χρόνο, βλ. φρ. δε με παίρνει ο χρόνος·
- έχω πίεση χρόνου, βλ. φρ. με πιέζει ο χρόνος·
- έχω χρόνο μπροστά μου, μπορώ να ενεργήσω χωρίς πίεση, χωρίς βιάση, δε με πιέζει τίποτα να βιαστώ: «τη δουλειά θα την πάω λάου λάου, γιατί έχω χρόνο μπροστά μου»·
- η πατίνα του χρόνου, βλ. λ. πατίνα·
- θα (το) δείξει ο χρόνος, βλ. φρ. ο χρόνος θα (το) δείξει·
- θα το θυμάται χρόνια! λέγεται για πολύ σοβαρό πάθημα που θα δε φύγει γρήγορα από το μυαλό αυτού που το έπαθε: «έπιασε τη γυναίκα καβάλα με τον καλύτερο φίλο του και θα το θυμάται χρόνια!». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου κάνουμε καψόνια, που θα τα θυμάσαι χρόνια. Για να μάθεις Τακατζίφα, να μας φέρεσαι στην τρίχα!)·  
- κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, βλ. λ. μέρα·
- κάθε χρόνο, όλα τα χρόνια, πάντα: «από μικρό παιδί κάθε χρόνο παραθερίζω στη Χαλκιδική»· 
- και του χρόνου! α. ευχή σε κάποιον που γιορτάζει την ονομαστική του γιορτή να είναι γερός, για να την γιορτάσει και τον επόμενο χρόνο. (Λαϊκό τραγούδι: γιορτάζω απόψε, μα εσύ δεν θα μου πεις «χρόνια πολλά αγαπημένε, και του χρόνου». Κλαίει η ψυχή μου με τα δάκρυα της βροχής. Πλέει η ζωή μου μες στο πέλαγο του πόνου).β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που έπαθε κάτι κακό. Και στις δυο περιπτώσεις πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- και του χρόνου διπλός! (διπλή!), βλ. λ. διπλός·
- και του χρόνου με υγεία! βλ. λ. υγεία·
-και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! βλ. λ. σπίτι·
-κακό χρόνο να ’χεις! βλ. λ. κακόχρονο να ’χεις(!)·
- κάλεσέ τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου, βλ. λ. γάμος·
- κερδίζω χρόνο, εξοικονομώ χρόνο: «στην επιστροφή, προτείνω να γυρίσουμε απ’ τον τάδε δρόμο, για να κερδίσουμε χρόνο»·
- κέρδισε χρόνο, (για μαθητές), βλ. φρ. κέρδισε χρονιά, λ. χρονιά·
- κλέβω το χρόνο (κάποιου), βλ. φρ. τρώω το χρόνο (κάποιου)·
- κλέβω (λίγο, πολύ) χρόνο (από κάπου), διαθέτω κάποιο χρόνο (λίγο, πολύ), για να ασχοληθώ με κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι το αντικείμενο της εργασίας μου, διακόπτω για κάποιο χρονικό διάστημα (λίγο, πολύ) αυτό που κάνω: «να φανταστείς πως έκλεβα χρόνο απ’ τη δουλειά μου να τον βοηθάω, κι ούτε ένα ευχαριστώ δεν άκουσα απ’ το γάιδαρο!»·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην πλάτη του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στην πλάτη του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- κρατώ το χρόνο, βλ. φρ. κρατώ το ρυθμό, λ. ρυθμός·
- κρατώ χρόνο, χρονομετρώ: «όσο έτρεχε, κρατούσα χρόνο, για να δούμε σε πόσα λεπτά θα ’βγαζε τα χίλια μέτρα || ξεκινήσαμε στις δώδεκα απ’ την Αθήνα κι είδα πως κάναμε τέσσερις ώρες για να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη, γιατί κράτησα χρόνο»·  
- λίγα χρόνια και καλά, απάντηση στην ευχή «χρόνια πολλά» που μας εύχεται κάποιος. (Λαϊκό τραγούδι: εβίβα ρεμπέτες, εβίβα παιδιά μες στη ρεμπέτικη τούτη βραδιά, παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά λίγα χρόνια και καλά
- μας άφησε χρόνους, πέθανε: «δυστυχώς, ο παππούς μας άφησε χρόνους»·
- μαύρα χρόνια, περίοδος μεγάλων δυσκολιών: «στα μαύρα χρόνια της Κατοχής πέθανε πολύς κόσμος απ’ την πείνα». (Λαϊκό τραγούδι: η δυστυχία μας κουρελιάζει, απ’ τις πληγές μας το αίμα στάζει, τι μαύρα χρόνια καταραμένα, τα νιάτα φεύγουν, πάνε χαμένα!
- με κυνηγάει ο χρόνος, βλ. φρ. με πιέζει ο χρόνος·
- με παίρνουν τα χρόνια, γερνώ: «τώρα που άρχισαν να με παίρνουν τα χρόνια, μου φαίνονται όλα δύσκολα»·
- με πήραν τα χρόνια, γέρασα: «τώρα που με πήραν τα χρόνια, δεν είμαι ούτε για γλέντια ούτε για ξενύχτια»·
- με πιέζει ο χρόνος, δεν έχω στη διάθεσή μου αρκετό χρόνο, για να πραγματοποιήσω αυτό που θέλω: «πρέπει να ενεργοποιηθώ, γιατί με πιέζει ο χρόνος και δε θα προλάβω να παραδώσω τη δουλειά στην ημερομηνία που υποσχέθηκα»·
- με τα χρόνια, όσο περνάει ο καιρός, καθώς περνάει ο καιρός, με την πάροδο του χρόνου: «τον πρώτο καιρό του γάμου του δεν την αγαπούσε, αλλά με τα χρόνια την αγάπησε πολύ»·  
- με την πάροδο του χρόνου, με το πέρασμα του χρόνου, με τα χρόνια: «είναι νιόπαντρος, αλλά με την πάροδο του χρόνου θα συνηθίσει κι αυτός στις υποχρεώσεις του γάμου»·
- μέρας χαρά και χρόνου λύπη, βλ. λ. χαρά·
- μέσα στο χρόνο, στον ημερολογιακό χρόνο που διανύουμε: «μέσα στο χρόνο σκέφτονται να παντρευτούν»·
- μια φορά στα χίλια χρόνια, λέγεται για κάτι καλό ή κακό που συμβαίνει σε πάρα πολύ αραιά χρονικά διαστήματα, σχεδόν καθόλου: «απ’ αυτό το μπαράκι περνά μια φορά στα χίλια χρόνια || τέτοια τύχη παρουσιάζεται μια φορά στα χίλια χρόνια || μια φορά στα χίλια χρόνια εκδηλώνεται τέτοια κακία από άνθρωπο»·
- μοιράζει τα χρόνια σαν σπόρια, βλ. λ. σπόρια·
- μοιράζει τα χρόνια σαν στραγάλια, βλ. λ. στραγάλι·
- μου κλέβει το χρόνο, βλ. φρ. μου τρώει το χρόνο·
- μου παίρνει χρόνο (κάτι), χρειάζεται να αφιερώσω πολύ χρόνο για αυτό που θέλω να κάνω, για αυτό που κάνω, εκ των πραγμάτων πρέπει να αφιερώσω πολύ χρόνο για την πραγματοποίησή του: «θ’ αναλάβω αυτή την υπόθεση, αλλά να ξέρεις πως θα μου πάρει χρόνο να τη φέρω σε πέρας || η δουλειά είναι πολύ δύσκολη και θα μου πάρει χρόνο να την τελειώσω»·
- μου τρώει το χρόνο, μου αποσπά χρόνο από κάτι ενδιαφέρον που κάνω: «έρχεται κάθε τόσο την ώρα που δουλεύω και μου τρώει το χρόνο με διάφορες ανοησίες»·
- μου τρώει χρόνο (κάτι), βλ. φρ. μου παίρνει χρόνο (κάτι)·
- να ζήσεις χίλια χρόνια, ευχή που δίνουμε σε κάποιον όχι τόσο κατά την ονομαστική του γιορτή, αλλά στην περίπτωση που μας πρόσφερε σοβαρή βοήθεια. (Χριστουγεννιάτικα κάλαντα: σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει και να μας καλοκαρδίσει
- να μη σ’ εύρει ο χρόνος, είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις μέσα σε αυτόν το χρόνο που διανύουμε·
- ξοδεύω το χρόνο μου, βλ. φρ. περνώ το χρόνο μου·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, βλ. λ. Θεός·
- ο καινούριος (ο) χρόνος, βλ. φρ. ο νέος (ο) χρόνος·
- ο κακός ο χρόνος φεύγει, ο κακός ο γείτονας δε φεύγει, βλ. λ. γείτονας·
- ο νέος (ο) χρόνος, ο χρόνος που αρχίζει μετά το κλείσιμο του προηγούμενου χρόνου: «ο νέος χρόνος μας υπόσχεται χαρά και ευτυχία»·
- ο παλιός (ο) χρόνος, ο χρόνος που έκλεισε με τη συμπλήρωση των δώδεκα μηνών του: «Ο παλιός χρόνος ήταν όλο πόνους και βάσανα». (Παιδικό τραγούδι: πάει ο παλιός ο χρόνος,ας γιορτάσουμε παιδιά και του χωρισμού ο πόνος ας κοιμάται στην καρδιά
- ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι όχι απ’ τα χρόνια, βλ. λ. φρόνιμος·
- ο χρόνος δουλεύει για…, δηλώνει πώς κάθε παράταση ή καθυστέρηση στην εκπλήρωση κάποιας υποχρέωσής μας είναι προς όφελος κάποιου: «πρέπει να ξέρεις πως, όσο καθυστερείς να ξεχρεώσεις το δάνειο, τόσο ο χρόνος δουλεύει για την τράπεζα»·
- ο χρόνος δουλεύει για λογαριασμό μου (σου, του κ.λπ.), βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για μένα (για σένα)·
- ο χρόνος δουλεύει για μένα (για σένα κ.λπ.), κάθε παράταση ή καθυστέρηση της εκπλήρωσης κάποιας υποχρέωσης κάποιου απέναντί μου είναι προς όφελός μου: «όσο δεν αποφασίζει να έρθει να με βρει, ο χρόνος δουλεύει για μένα, γιατί μπορώ να προετοιμαστώ καλύτερα || όσο καθυστερεί να μου εξοφλήσει το χρέος του, ο χρόνος δουλεύει για μένα, γιατί οι τόκοι τρέχουν»·  
- ο χρόνος εργάζεται για…, βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για(…)·
- ο χρόνος εργάζεται για λογαριασμό μου (σου, του κ.λπ.), βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για λογαριασμό μου (σου, του κ.λπ.)·
- ο χρόνος εργάζεται για μένα (για σένα κ.λπ.), βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για μένα (για σένα κ.λπ.)·
- ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος κριτής, βλ. λ. κριτής·
- ο χρόνος είναι χρήμα, πρέπει να εκμεταλλεύεται κανείς σωστά το χρόνο του, γιατί έχει μεγάλη αξία: «αν ξαναγεννιόμουν δε θ’ άφηνα ούτε στιγμή να πάει χαμένη, γιατί κατάλαβα πως ο χρόνος είναι χρήμα»·
- ο χρόνος θα (το) δείξει, θα αποκαλυφθεί, θα φανεί στο μέλλον: «ο χρόνος θα το δείξει αν είναι έτσι καλός, όπως φαίνεται || ο χρόνος θα δείξει αν θα πάει καλά η δουλειά»·
- ο χρόνος κυλάει σαν νεράκι ή ο χρόνος κυλάει σαν το νεράκι, φεύγει τόσο γρήγορα που δεν το καταλαβαίνουμε: «γλέντα τη ζωή σου, γιατί ο χρόνος κυλάει σαν νεράκι και θα γεράσεις χωρίς να το πάρεις μυρουδιά»·
- ο χρόνος που τρέχει, αυτός ο χρόνος που διανύουμε: «αποφάσισε να παντρευτεί μέσα στο χρόνο που τρέχει || ο χρόνος που τρέχει εξακολουθεί να μου φέρνει τύχη»·
- ο χρόνος τρέχει, περνάει γρήγορα ο καιρός: «πρέπει να βιαστούμε να τελειώσουμε τη δουλειά, γιατί ο χρόνος τρέχει»· βλ. και φρ. ο χρόνος δουλεύει για(…)·
- ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται, βλ. λ. ψεύτης·
- όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, βλ. λ. ώρα·
- ό,τι φέρνει η ώρα δεν το φέρνει ο χρόνος, βλ. λ. ώρα·
- παίρνει χρόνο (κάτι), χρειάζεται να αφιερώσει κανείς πολύ χρόνο για την πραγματοποίησή του: «μην τη θεωρείς εύκολη, γιατί παίρνει χρόνο, για να γίνει αυτή η δουλειά»·
- πάνω στο χρόνο, βλ. φρ. απάνω στο χρόνο·
- πάρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου! βλ. λ. γάμος·
- πέρασαν τα χρόνια μου, είμαι ηλικιωμένος: «κάποτε ξημεροβραδιαζόμασταν με την παρέα στα μπουζούκια, τώρα όμως πέρασαν τα χρόνια μου και δεν αντέχω στα ξενύχτια». Πρβλ.: περνούν τα χρόνια κι έρχονται οι ρυτίδες (Τραγούδι)·
- περνώ το χρόνο μου, τον χρησιμοποιώ με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν ορισμένο σκοπό: «όταν δεν έχω δουλειά, περνώ το χρόνο μου ζωγραφίζοντας || τις Κυριακές περνώ το χρόνο μου κάνοντας διάφορα μερεμέτια στο σπίτι»·
- πέτρινα χρόνια, περίοδος μεγάλης πίεσης, καταπίεσης και δυσκολιών: «γεννήθηκε στα πέτρινα χρόνια της δικτατορίας»·
- πίστωση χρόνου, βλ. λ. πίστωση·
- πού χρόνος για…, δεν υπάρχει διαθέσιμος, ελεύθερος χρόνος για κάτι: «με τη δουλειά που έχω τον τελευταίο καιρό, πού χρόνος για διασκεδάσεις!»·
- προ αμνημονεύτων χρόνων, βλ. φρ. προ αμνημονεύτων ετών, λ. έτος·
- ροκανίζω το χρόνο, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) ελαττώνω το ρυθμό του παιχνιδιού, όταν έχω την μπάλα στην κατοχή μου και την ανταλλάσσω συνέχεια με τους συμπαίχτες μου μέχρι να λήξει ο χρόνος του, επειδή με ευνοεί το αποτέλεσμα, το σκορ: «οι παίχτες, αφού προηγούνταν στο σκορ, αντάλλασσαν μακρινές μπαλιές για να ροκανίσουν το χρόνο»·
- σαράντα χρόνια φούρναρης, βλ. λ. φούρναρης·
- σε ανύποπτο χρόνο, σε χρόνο που δε μας απασχολούσε κάποιο ζήτημα, γιατί δεν είχε τεθεί: «σε ανύποπτο χρόνο προέβαλε κι άλλες απαιτήσεις, οπότε αναγκαστήκαμε να συνεδριάσουμε εκ νέου»·
- σε νεκρό χρόνο, (ιδίως για μπάσκετ) ακριβώς τη στιγμή που μηδενίζεται ο χρόνος διάρκειας του παιχνιδιού και που καταλογίζεται υπέρ του παίχτη που ενεργεί: «πέτυχε το καλάθι σε νεκρό χρόνο»·
- σε χρόνο μηδέν, πάρα πολύ γρήγορα: «πήγε και γύρισε σε χρόνο μηδέν»·
- σε χρόνο ντε τε, βλ. λ. ντε τε·
- σε χρόνο ρεκόρ, πολύ γρήγορα: «μόλις έμαθε πως η μητέρα του είναι αδιάθετη, πήγε στο σπίτι του σε χρόνο ρεκόρ»·
- σπαταλώ το χρόνο μου, τον διαθέτω άσκοπα: «μη σπαταλάς το χρόνο σου, γιατί κάποια στιγμή θα το μετανιώσεις, αλλά θα είναι αργά»·
- στα χρόνια μας ή στα χρόνια μου, όταν ήμουν νέος, την εποχή που ήμουν νέος: «στα χρόνια μας υπήρχε σεβασμός στους μεγαλύτερους». Αναφορά συνήθως ηλικιωμένων ανθρώπων στα χρόνια της νιότης σε αντιδιαστολή με τον παρόντα χρόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- στα χρόνια της υπομονής, σε περίοδο ανέχειας και πολλών δυσκολιών: «τώρα που τα κονόμησα, όλοι μου κάνουν το φίλο, στα χρόνια της υπομονής όμως όλοι έκαναν πως δε με ήξεραν». (Λαϊκό τραγούδι: στα χρόνια της υπομονής δε μας θυμήθηκε κανείς
- στενότητα χρόνου, βλ. λ. στενότητα·  
- στραβός χρόνος, βλ. φρ. ανάποδος χρόνος·
- συν τω χρόνω, βλ. φρ. με την πάροδο του χρόνου·
- τα εκατό πρώτα χρόνια είναι δύσκολα ή τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που παραπονιέται για κάτι που περιμένει και που καθυστερεί να πραγματοποιηθεί, ή για κάτι που άρχισε πρόσφατα να κάνει και που αργεί να το συνηθίσει: «πολύ αργεί να ’ρθει κι αυτή η προαγωγή μου. -Τα εκατό πρώτα χρόνια είναι δύσκολα || δεν αντέχεται αυτή η δίαιτα. -Τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα». Συνήθως η φρ. κλείνει με το (και) μετά συνηθίζεις·  
- τα παλιά καλά χρόνια, βλ. φρ. ο παλιός καλός καιρός, λ. καιρός·
- τα χρόνια του Αβραάμ και τ’ αγαθά του Ισαάκ ή τα χρόνια του Αβραάμ και τα καλά του Ισαάκ, βλ. λ. Αβραάμ·
- το πλήρωμα του χρόνου, βλ. λ. πλήρωμα2·
- το ροκάνισμα του χρόνου, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) η ελάττωση του ρυθμού του παιχνιδιού, όταν έχω την μπάλα στην κατοχή μου, και η συνεχής ανταλλαγή της με τους συμπαίχτες μου, μέχρι να λήξει ο χρόνος του, επειδή με ευνοεί το αποτέλεσμα, το σκορ: «το ροκάνισμα του χρόνου αποδείχτηκε σωτήριο για την ομάδα μας, γιατί καταφέραμε να κρατήσουμε μέχρι το τέλος του αγώνα το γκολ που μας έδινε τη νίκη»·
- το φίδι που δε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια, βλ. λ. φίδι·
- το χρόνο που δεν έχει Πάσχα, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- τόσα χρόνια ή τόσα χρόνια τώρα, βλ. φρ. εδώ και χρόνια. (Λαϊκό τραγούδι: λυπήσου, χάρε, την κοπέλα που τόσα χρόνια τον αγαπά κι αν θέλεις, διώξε απ’ τις καρδιές μου αυτή τη μαύρη τη συμφορά // τόσα χρόνια τώρα με δουλεύεις, πες μου από μένα τι γυρεύεις
- του ’δωσαν τα χρόνια του Χριστού ή του ’δωσαν του Χριστού τα χρόνια, βλ. λ. Χριστός·
- του Θεού τα χρόνια δε σώνονται, βλ. λ. Θεός·
- του ’πα τα χρόνια (του) πολλά, του ευχήθηκα “χρόνια πολλά”: «πήγα στη γιορτή του στο σπίτι και του ’πα τα χρόνια του πολλά»·
- του χρόνου, α. το ερχόμενο έτος, τον ερχόμενο χρόνο: «σκέφτομαι του χρόνου να παντρευτώ». β. ειρωνική απάντηση στην ερώτηση κάποιου πότε θα τον εξυπηρετήσουμε, ή πότε θα του δώσουμε τα χρήματα που του χρωστάμε, ή πότε θα έρθει κάποιο άτομο, κι έχει την έννοια μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα ή και ποτέ·
- του χρόνου που δεν έχει Σάββατο, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- του χρόνου σπίτι σας! βλ. λ. σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σου! βλ. λ. σπίτι·
- τρώω το χρόνο (κάποιου), κάνω κάποιον να χάσει τον πολύτιμο χρόνο του για μένα: «δεν τον ξαναενοχλώ για ψύλλου πήδημα, γιατί είναι πολύ απασχολημένος και τρώω το χρόνο του»·
- τρώω το χρόνο, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ), βλ. συνηθέστ. ροκανίζω το χρόνο·
- τρώω το χρόνο μου, βλ. φρ. χάνω το χρόνο μου·
- φτάνω στα χρόνια (κάποιου), φτάνω στην ηλικία που έχει κάποιος: «όταν φτάσεις στα χρόνια μου, θα καταλάβεις κι εσύ τη ματαιότητα της ζωής»·
- χάνω άδικα το χρόνο μου, βλ. φρ. χάνω τζάμπα το χρόνο μου·
- χάνω τζάμπα το χρόνο μου, τον αφήνω να περνάει ανεκμετάλλευτο: «δώσε μου επιτέλους να κάνω κάτι, γιατί χάνω τζάμπα το χρόνο μου»· βλ. και φρ. χάνω το χρόνο μου·
- χάνω το χρόνο μου, ματαιοπονώ: «χάνεις το χρόνο σου να τον συμβουλεύεις, γιατί δεν έχει σκοπό να γίνει άνθρωπος»· βλ. και φρ. χάνω τζάμπα το χρόνο μου·
- χάνω χρόνο, καθυστερώ: «τελείωνε γρήγορα, γιατί χάνω χρόνο και θα χάσω και τ’ αεροπλάνο»·
- χρόνια και ζαμάνια, δηλώνει πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα: «χρόνια και ζαμάνια έχω να σε δω»·
- χρόνια και καιρούς, βλ. συνηθέστ. χρόνια και ζαμάνια·
- χρόνια και χρόνια, δηλώνει μεγάλο χρονικό διάστημα, για πολλά χρόνια: «χρόνια και χρόνια ζούσα κι εγώ σε κείνη τη γειτονιά». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια ζήταγα να βρω τον άνθρωπό μου και τώρα που σ’ αντάμωσα δε χάνω τον καιρό μου
- χρόνια καλά! ευχή σε άτομο που γιορτάζει την ονομαστική του γιορτή ή τα γενέθλιά του να ζήσει καλά χρόνια σε αντιδιαστολή με το χρόνια πολλά! ή ευχή που ανταλλάσσεται μεταξύ φίλων, γνωστών αλλά και αγνώστων, κάθε φορά με την αλλαγή του χρόνου·  
- χρόνια ολόκληρα, πολλά χρόνια συνεχώς: «χρόνια ολόκληρα ήταν μπλεγμένος με το πιοτό, αλλά κατάφερε και το ’κοψε»·
- χρόνια πολλά! ευχή σε άτομο που γιορτάζει την ονομαστική του γιορτή ή τα γενέθλιά του να ζήσει πολλά χρόνια ή ευχή που ανταλλάσσεται μεταξύ φίλων, γνωστών αλλά και αγνώστων, κάθε φορά με την αλλαγή του χρόνου. (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια πολλά σου ευχόμαστε εγώ και το παιδί σου και να μας βρει όλους καλά του χρόνου στη γιορτή σου
- χρόνο με το χρόνο, καθώς περνούν τα χρόνια, σταδιακά: «χρόνο με το χρόνο γίνεται πλουσιότερος || χρόνο με το χρόνο χειροτερεύει η υγεία του παππού μας»·
- χρόνο σε χρόνο, βλ. φρ. χρόνο με το χρόνο·
- χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ευθύς, αμέσως: «μόλις ο άλλος του ’βρισε τη μάνα, αυτός, χωρίς να χάσει χρόνο του άστραψε ένα χαστούκι». Συνών. χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό / χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα·
- ώριμα χρόνια, η περίοδος του ανθρώπου που είναι μεστωμένος σωματικά και ιδίως πνευματικά: «στα ώριμα χρόνια του ανθρώπου δε δικαιολογούνται άστοχες ενέργειες».