Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πλάγιος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πλάγιος, -ια, -ιο, επίθ. [<αρχ. πλάγιος], πλάγιος· το ουδ. ως ουσ. το πλάγιο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η επαναφορά της μπάλας στον αγωνιστικό χώρο με τα χέρια και το σημείο του γηπέδου από το οποίο γίνεται αυτή η επαναφορά, το τατς: «το πλάγιο χτυπήθηκε απ’ τον τάδε παίχτη || ο τάδε παίχτης πήρε φόρα κι απ’ το σημείο του πλάγιου έστειλε την μπάλα μέσα στην αντίπαλη περιοχή». Επίρρ. πλάγια κ. πλαγίως. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- δια της πλαγίας οδού, βλ. λ. οδός·
- έφυγε με πλάγια πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- έχει πλάγια σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- κάν’ την με πλάγια πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- με πλάγια μέσα, βλ. λ. μέσο·
- με πλάγιο τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- πλάγια ματιά, βλ. λ. ματιά·
- πλάγιο άουτ, βλ. λ. άουτ·
- πλάγιο βλέμμα, βλ. λ. βλέμμα·
- σε ήχο πλάγιο, βλ. λ. ήχος·
- την έκανε με πλάγια πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- φύγε με πλάγια πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι.

ήχος

ήχος, ο, ουσ. [<αρχ. ἦχος], ο ήχος·
- δεν ξέρω ακόμα τον ήχο της φωνής του, βλ. λ. φωνή·
- ήχος και φως, υπαίθριο νυχτερινό θέαμα σε ιστορική τοποθεσία, όπου ο λόγος συνοδεύεται από διάφορα φωτιστικά εφέ: «ο ήχος και φως είναι έμπνευση του υπουργείου Τουρισμού»·
- σε ήχο πλάγιο, με έμμεσο τρόπο, έμμεσα: «του ’πα σε ήχο πλάγιο πως έρχονταν να τον συλλάβουν, αλλά δεν το κατάλαβε και τον τσάκωσαν». Από τη βυζαντινή μουσική.

οδός

οδός, η, ουσ. [<αρχ. ὁδός], η οδός. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- διά της πλαγίας οδού, λέγεται για μέθοδο ή ενέργεια που δεν ακολουθεί τη νόμιμη διαδικασία, αλλά γίνεται με πλάγιο τρόπο: «αν δεν ενεργούσα διά της πλαγίας οδού, η αίτησή μου θα ήταν ακόμη στο σωρό μαζί με τις άλλες || μόνο διά της πλαγίας οδού μπορείς να τελειώσεις σήμερα γρήγορα τη δουλειά σου». Πολλές φορές, παρατηρείται χειρονομία με τεντωμένη την παλάμη να κινείται ημικυκλικά και προς τα πλάγια·
- διά της τεθλασμένης οδού, βλ. φρ. δια της πλαγίας οδού·
- εθνική οδός, ο δρόμος που συνδέει τις μεγάλες πόλεις και δίνει τη δυνατότητα στους οδηγούς να αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες: «κάθε Σαββατοκύριακο στην εθνική οδό γίνονται πολλά τροχαία δυστυχήματα»·
- εν μέση οδώ, καταμεσής του δρόμου και μπροστά σε ανθρώπους που πηγαινοέρχονται: «δεν μπορώ τώρα εν μέση οδώ να σου αναλύσω, γιατί έγιναν τα πράγματα με το συγκεκριμένο τρόπο»·
- η μέση οδός, οι όχι ακραίες λύσεις, ή όχι ακραίες απόψεις ή θέσεις: «πρέπει να βρεθεί μια μέση οδός στο πρόβλημά σας για να μην τρέχετε συνέχεια στα δικαστήρια»·
- η οδός της απωλείας, τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από ανηθικότητα, που οδηγεί σε ηθική κατάπτωση: «πολλοί νέοι βαδίζουν στην οδό της απωλείας»·
- η οδός της αρετής, βλ. φρ. ο δρόμος της αρετής, λ. δρόμος·
- η οδός του Κυρίου, βλ. φρ. ο δρόμος του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- η οδός του μαρτυρίου, η διάρκεια των επίμονων προσπαθειών και των δεινών ταλαιπωριών, μέχρι να φτάσει κάποιος στο ποθούμενο αποτέλεσμα: «ήταν ατέλειωτη ο οδός του μαρτυρίου μέχρι ν’ αποκτήσει ο λαός μας την ελευθερία του». Αναφορά στην πορεία του Χριστού από το Πραιτόριο μέχρι το Γολγοθά κουβαλώντας το σταυρό στον οποίο έμελλε να σταυρωθεί·
- καθ’ οδόν, στη διάρκεια της διαδρομής μου: «καθ’ οδόν προς το γραφείο μου, θίξαμε το ζήτημα της ανανεώσεως του συμβολαίου του μισθώματος»·
- οδός τρεχαγυρευόπουλου, βλ. λ. τρεχαγυρευόπουλος.

πηδηματάκι

πηδηματάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. πήδημα], το πηδηματάκι·
- έφυγε μ’ ελαφρά πηδηματάκια, βλ. φρ. την έκανε μ’ ελαφρά πηδηματάκια·   
- έφυγε με πλάγια πηδηματάκια, βλ. φρ. την έκανε μ’ ελαφρά πηδηματάκια·
- κάν’ την μ’ ελαφρά πηδηματάκια, α. (συμβουλευτικά ή προτρεπτικά) φύγε προσεχτικά, προσπάθησε να φύγεις χωρίς να γίνεις αντιληπτός: «κάν’ την μ’ ελαφρά πηδηματάκια, γιατί έρχεται αυτός που του πήρες δανεικά». β. λέγεται και με ειρωνική, υποτιμητική ή και απειλητική διάθεση: «πάψε να μ’ ενοχλείς και κάν’ την μ’ ελαφρά πηδηματάκια». Στην τελευταία περίπτωση, της φρ. συνήθως προτάσσεται το έλα πολλές φορές, επαναλαμβανόμενο·   
- κάν’ την με πλάγια πηδηματάκια, βλ. φρ. κάν’ την μ’ ελαφρά πηδηματάκια·
- την έκανε μ’ ελαφρά πηδηματάκια, αποχώρησε από κάπου κρυφά, χωρίς να γίνει αντιληπτός: «μόλις είδε τον αδερφό της γκόμενάς του να μπαίνει στο μπαρ, την έκανε μ’ ελαφρά πηδηματάκια». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη κίνηση με το κορμί καμπουριασμένο να κάνει ελαφρά ανατινάγματα στις μύτες των ποδιών·    
-την έκανε με πλάγια πηδηματάκια, βλ. φρ. την έκανε μ’ ελαφρά πηδηματάκια·
-φύγε μ’ ελαφρά πηδηματάκια, βλ. φρ. κάν’ την μ’ ελαφρά πηδηματάκια·
- φύγε με πλάγια πηδηματάκια, βλ. φρ. κάν’ την μ’ ελαφρά πηδηματάκια.

σκέψη

σκέψη, η, ουσ. [<αρχ. σκέψις], η σκέψη. (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- αυτό θέλει σκέψη, βλ. φρ. θέλει σκέψη το πράγμα·
- διαβάζω τη σκέψη του, μαντεύω τι σκέφτεται: «τον ξέρω τόσο καλά αυτόν τον άνθρωπο, που διαβάζω τη σκέψη του»·
- είμαι στη σκέψη του, καταλαβαίνω τι σκέφτεται ή πώς θα ενεργήσει: «σχεδόν πάντα τον προλαβαίνω τι θα πει και τι θα κάνει, γιατί είμαι στη σκέψη του»·
- είμαι υπό σκέψη, δεν έχω ακόμη αποφασίσει για κάτι: «μου πρότεινε να συνεταιριστούμε, αλλά είμαι υπό σκέψη»·
- είναι στη σκέψη μου (κάποιος), βλ. φρ. τον έχω στη σκέψη μου·
- είναι στη σκέψη μου (κάτι), βλ. φρ. το ’χω στη σκέψη μου·
- έχει καθαρή σκέψη ή έχει σκέψη καθαρή, βλ. φρ. έχει καθαρό μυαλό, λ. μυαλό·
- έχει πλάγια σκέψη, μπορεί και βρίσκει λύση εκεί που οι άλλοι αδυνατούν: «είναι άνθρωπος που δε σηκώνει ποτέ ψηλά τα χέρια του, γιατί έχει πλάγια σκέψη και πάντα έχει τον τρόπο να βγει από τη δύσκολη θέση που βρίσκεται»·
- θέλει σκέψη το πράγμα, πρέπει να σκεφτεί καλά κανείς προκειμένου να πάρει κάποια απόφαση ή να ενεργήσει πάνω σε αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «όπως μου τα λες, φαίνεται εύκολη και κερδοφόρα δουλειά, αλλά θέλει σκέψη το πράγμα»·
- καθαρή σκέψη, βλ. φρ. καθαρό μυαλό, λ. μυαλό·
- και μόνο με τη σκέψη πως… ή και μόνο με τη σκέψη ότι…, βλ. φρ. και μόνο στη σκέψη πως(…)·  
- και μόνο στη σκέψη πως… ή και μόνο στη σκέψη ότι…, και μόνο που να σκεφτεί κάτι: «και μόνο στη σκέψη πως όπου να ’ναι έρχεται ο γιος του απ’ το εξωτερικό, τρελαίνεται απ’ τη χαρά του! || και μόνο στη σκέψη ότι μπορεί να πάθουν κάτι κακό τα παιδιά του, πανικοβάλλεται»·
- κάνω άσχημες σκέψεις, σκέφτομαι δυσάρεστα, απαισιόδοξα: «κάθε φορά που αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου νωρίς στο σπίτι, κάνω άσχημες σκέψεις»·
- κάνω κακές σκέψεις, βλ. φρ. κάνω άσχημες σκέψεις·
- κάνω καλές σκέψεις, σκέφτομαι θετικά, αισιόδοξα: «δεν απελπίζομαι με τις δυσκολίες που μου τυχαίνουν και πάντα κάνω καλές σκέψεις»·
- κάνω μαύρες σκέψεις, βλ. φρ. μου περνούν μαύρες σκέψεις·
- κατόπιν ωρίμου σκέψεως, βλ. φρ. μετά από ώριμη σκέψη·
- μαντεύω τη σκέψη του, βλ. φρ. διαβάζω τη σκέψη του·
- μαύρη σκέψη, η απαισιόδοξη, η δυσάρεστη: «του καρφώθηκε από καιρό η μαύρη σκέψη πως τον απατά η γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρη σκέψη μ’ έχει φάει, πού γυρίζεις, πού ’χες πάει, κάθε βράδυ ξεπορτίζεις, πού πηγαίνεις, πού γυρίζεις;
- με βάζει σε μαύρες σκέψεις (κάποιος ή κάτι), με κάνει να σκεφτώ πολύ απαισιόδοξα, πολύ δυσάρεστα πράγματα και με το φόβο μήπως πραγματοποιηθούν: «πρέπει να πάρουμε από τώρα τα μέτρα μας, γιατί η στάση του με βάζει σε μαύρες σκέψεις»·  
- με βάζει σε σκέψεις (κάποιος ή κάτι), με κάνει να σκεφτώ απαισιόδοξα, δυσάρεστα πράγματα: «μ’ αυτά που μου λες, με βάζεις σε σκέψεις πως ίσως αυτός μας κάρφωσε»·
- με καθαρή σκέψη ή με σκέψη καθαρή ή με καθαρή τη σκέψη ή με τη σκέψη καθαρή, βλ. φρ. με καθαρό μυαλό, λ. μυαλό·  
- μετά από δεύτερη σκέψη ή ύστερα από δεύτερη σκέψη, βλ. συνηθέστ. μετά από ώριμη σκέψη·
- μετά από ώριμη σκέψη, μετά από πιο μελετημένη, πιο σοβαρή, πιο επεξεργασμένη σκέψη: «στην αρχή συμφώνησα μαζί του, αλλά μετά από ώριμη σκέψη είδα πως δε με συνέφερε ν’ αναλάβω τη δουλειά»·
- μου περνούν μαύρες σκέψεις, σκέφτομαι πολύ απαισιόδοξα, πολύ δυσάρεστα πράγματα ή καταστάσεις: «κάθε φορά που αργούν να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι, μου περνούν μαύρες σκέψεις». (Λαϊκό τραγούδι: παίξε, Χρίστο, άλλο ένα, μαύρες σκέψεις μου περνούν, κάποια μέρα μες τη στράτα ξαπλωμένο θα με βρουν
- μπαίνω σε σκέψεις, προβληματίζομαι: «είναι πολύ ατίθασο παιδί και μπήκα σε σκέψεις, μέχρι ν’ αποφασίσω να το πάρω στη δουλειά μου»·
- ούτε σκέψη! δηλώνει άρνηση που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: «μπορώ να πάω κάπου όπου έχω μια δουλειά και να ξαναγυρίσω; -Ούτε σκέψη!»·
- το πράγμα θέλει σκέψη, βλ. φρ. θέλει σκέψη το πράγμα·
- το ’χω στη σκέψη μου, το ’χω στα υπόψη μου, δεν το ξέχασα, με απασχολεί: «τι θα γίνει με κείνα τα λεφτά που σου ζήτησα; -Το ’χω στη σκέψη μου»·
- τον βάζω σε σκέψεις, α. τον κάνω να σκεφτεί πράγματα, ιδίως άσχημα, που δεν τα είχε σκεφτεί προηγουμένως: «επειδή κάθε απόγευμα η γυναίκα του παίρνει τους δρόμους, τον έβαλα σε σκέψεις μήπως και του τα φοράει». β. τον κάνω να προβληματιστεί: «επειδή ο άλλος του τα παρουσίαζε όλα όμορφα, τον έβαλα σε σκέψεις μήπως και ήθελε να τον ξεγελάσει»·
- τον έφαγαν οι σκέψεις, τον κούρασαν ψυχικά οι έγνοιες, οι στενοχώριες: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, τον έφαγαν οι σκέψεις»· 
- τον έχω στη σκέψη μου, δεν τον ξέχασα, τον θυμάμαι: «απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω στη σκέψη μου»·
- ύστερα από ώριμη σκέψη, βλ. φρ. μετά από ώριμη σκέψη·
- χάνω των ειρμό των σκέψεών μου, βλ. λ. ειρμός·
- χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς άλλη εξέταση του θέματος, του προβλήματος: «όταν αποφασίζει κάτι, το κάνει χωρίς δεύτερη σκέψη».