Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πιάσιμο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πιάσιμο, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. πιάνω + κατάλ. -ιμο], η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πιάνω. 1. η παράλυση, η αγκύλωση ή το μούδιασμα ενός μέλους του σώματος: «επειδή καθόμουν πολλή ώρα στην ίδια θέση, έπαθα τέτοιο πιάσιμο, που δεν μπορούσα να περπατήσω». 2. το κρυολόγημα: «είχα τέτοιο πιάσιμο, που έμεινα τρεις μέρες στο κρεβάτι». 3. η σύλληψη: «το πιάσιμό του δολοφόνου είναι θέμα ημερών». 4. η λαβή: «του ’κανε τέτοιο πιάσιμο, που δεν μπορούσε να κουνηθεί». 5. (για γυναίκες) η σύλληψη, το γκάστρωμα: «μετά το πιάσιμο του τρίτου της παιδιού, αποφάσισε ν’ αρχίσει να φυλάγεται την ώρα που κάνει έρωτα με τον άντρα της». 6. (για φαγητά) το κάψιμο, το κόλλημά του στο μαγειρικό σκεύος: «έκανε τέτοιο πιάσιμο το φαγητό, που ήταν για πέταγμα». 7. (για φυτά) το ριζοβόλημα: «θεωρώ βέβαιο το πιάσιμο της τριανταφυλλιάς, γιατί την περιποιήθηκα και με το παραπάνω». 8. (για τάβλι) το να τοποθετεί ο παίχτης το πούλι του πάνω σε πούλι του αντιπάλου του, ώστε να μην μπορεί να το χρησιμοποιήσει στο παιχνίδι, μέχρι να του το ελευθερώσει: «μου ’κανε ένα καίριο πιάσιμο, που μου δυσκόλεψε το παιχνίδι». 9. στον πλ. τα πιασίματα, οι καλοσχηματισμένες καμπύλες του γυναικείου σώματος: «δεν πάει με γυναίκα, αν δεν έχει πιασίματα». (Λαϊκό τραγούδι: στο ’χω πει πολλές φορές πως μ’ αρέσουν οι χοντρές, που έχουνε αισθήματα και πολλά πιασίματα). Συνών. πιασίδια.