Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
περιβολή
περιβολή,
η, ουσ.
[<αρχ. περιβολή], η περιβολή·
- εν
αδαμιαία περιβολή ή
με αδαμιαία περιβολή, χωρίς να φοράει τίποτα, ολόγυμνος: «τον συνέλαβαν
οι λιμενοφύλακες, γιατί περιφερόταν στην πλαζ με αδαμιαία περιβολή».