Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παριστάνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παριστάνω, ρ. [<μτγν. παριστάνω], παριστάνω. 1. (για ηθοποιούς) παρουσιάζω επί σκηνής, αποδίδω με θεατρικό τρόπο, υποδύομαι ένα πρόσωπο: «θα σας παραστήσουμε πώς η Γκόλφω ερωτεύτηκε τον Τάσο». 2. επιδιώκω να εμφανίσω στους άλλους κάτι διαφορετικό από αυτό που είμαι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι: «δεν ξέρει που πάν’ τα τέσσερα και μας παριστάνει τον σπουδαίο»·
- εσύ τι παριστάνεις, το ρέφερι; βλ. λ. ρέφερι·
- παριστάνω την αθώα περιστερά, βλ. λ. περιστερά·
- παριστάνω τη λευκή περιστερά, βλ. συνηθέστ. παριστάνω την αθώα περιστερά·
- παριστάνω το βλάκα, βλ. λ. βλάκας·
- παριστάνω το παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- παριστάνω τον ψόφιο κοριό, βλ. λ. κοριός·
- τι παριστάνεις! τι επιδιώκεις να κάνεις με τον τρόπο που φέρεσαι, με τη στάση που κρατάς: «ό,τι κι αν σου πω, μου λες όχι, μπορείς να μου πεις τι παριστάνεις!». (Λαϊκό τραγούδι: αφού έχεις άντρα και παιδί, τι παριστάνεις δηλαδή, μπροστά του κάνεις πως πονάς και πίσω του την κοπανάς).

κοριός

κοριός, ο, ουσ. [<αρχ. κόρις], ο κοριός· ειδικός μικροπομπός για την υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή μικροπομπός που τοποθετείται στο σώμα κάποιου για να παρακολουθούν τη συνομιλία που έχει με κάποιον ή για να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή σε ποιο μέρος βρίσκεται: «βρήκε έναν κοριό στην τηλεφωνική του συσκευή και φοβάται πως έχουν μάθει όλα τα μυστικά του || οι αστυνομικοί έβαλαν κοριό στον άνθρωπό τους για να μπορέσουν ν’ ακούσουν όλη τη συνομιλία του με τον έμπορο ναρκωτικών». Συνών. ψείρα·
- θα πιάσουμε κοριούς, έκφραση δυσφορίας σε περίπτωση συνωστισμού πολλών ατόμων σε μικρό, στενό χώρο: «έτσι όπως είμαστε στριμωγμένοι σ’ αυτό το λεωφορείο, θα πιάσουμε κοριούς»· βλ. και φρ. θα πιάσουμε αράχνες, λ. αράχνη·
- κάνω τον κοριό, προσποιούμαι άγνοια, προσποιούμαι πως δεν ξέρω, πως δεν καταλαβαίνω: «μην κάνεις τον κοριό, κάθε φορά που μιλάμε γι’ αυτό το θέμα!»·
- κάνω τον ψόφιο κοριό, κάνω το παν για να μη γίνει αντιληπτή η παρουσία μου, προσποιούμαι τον κοιμισμένο, γιατί πρόκειται να υποστώ κάποια επίπληξη ή τιμωρία: «όση ώρα ήταν ο πατέρας μου στο σπίτι, έκανα τον ψόφιο κοριό στο κρεβάτι»·
- παριστάνω τον ψόφιο κοριό, βλ. φρ. κάνω τον ψόφιο κοριό·
- πιάσαμε κοριούς, ήμασταν συνωστισμένα πολλά άτομα σε μικρό, σε στενό χώρο: «σε κάθε στάση ανέβαιναν και νέοι επιβάτες, ώσπου στο τέλος πιάσαμε κοριούς»· βλ. και φρ. πιάσαμε αράχνες, λ. αράχνη.

παλικάρι

παλικάρι κ. παλληκάρι, το, ουσ. [<μσν. παλληκάριον (= σωματοφύλακας) υποκορ. του μτγν. πάλληξ]. 1. έφηβος ή νεαρός άντρας: «κάθε Κυριακή μεσημέρι όλα τα παλικάρια της γειτονιάς πηγαίνουν στο γήπεδο». (Λαϊκό τραγούδι: νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύ, όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί). 2. νεαρός άντρας άφοβος, γενναίος, τολμηρός: «είναι πολύ παλικάρι ο τάδε και δε φοβάται να τα βάλει με κανέναν». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, τράβα στη δουλειά σου, να μην έβρεις τον μπελά σου και, αν είσαι παλικάρι, τράβα, κάνε μου τη χάρη). 3. άντρας που έχει το θάρρος της γνώμης, που συμπεριφέρεται ακριβοδίκαια, καθώς πρέπει: «όταν έχουμε διαφορές στην παρέα μας, μας τις λύνει ο τάδε, που είναι παλικάρι, κι όλοι μας τον ακούμε». 4. χαρακτηρισμός άντρα που αντεπεξέρχεται με αξιοθαύμαστο τρόπο τις δυσκολίες που προκύπτουν ή που επιδεικνύει μεγάλη αντοχή σε κάποια δραστηριότητά του: «πέσανε πάνω του να τον εμποδίσουν, αλλά αυτός είναι παλικάρι στις τρικλοποδιές και τα κατάφερε μια χαρά στη δουλειά που ανέλαβε || είναι παλικάρι στο ποτό». 5. ο ανύπαντρος: «είναι ακόμα παλικάρι». 6. προσφώνηση σε έφηβο ή σε νεαρό άντρα που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «έχεις ώρα, ρε παλικάρι;». 7. στον πλ. τα παλικάρια, οι γενναίοι αγωνιστές που υπηρετούσαν στις διαταγές κάποιου οπλαρχηγού κατά την επανάσταση του 1821: «γύρισαν νικητές ο Κολοκοτρώνης και τα παλικάρια του». (Δημοτικό τραγούδι: σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά πάνε για να πατήσουν μωρ’ την Τριπολιτσά). Μεγέθ. παλίκαρος, ο (βλ. λ.).Υποκορ. παλικαράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- άξιο παλικάρι, που είναι ικανό, εργατικό, που αντεπεξέρχεται με επιτυχία στις δυσκολίες και στα προβλήματα που προκύπτουν: «τον θαυμάζω, γιατί γενικά είναι άξιο παλικάρι || θα ξεπεράσει κι αυτή τη δυσκολία του, γιατί είναι άξιο παλικάρι». Με την παραπάνω φρ. υπήρχε και το ακόλουθο τετράστιχο, που λεγόταν από τα παιδιά υπό τύπο κοροϊδίας: ο τάδε (κάποιο όνομα) το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι, γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρ’ ένα δεκάρι·  
- βγάζω παλικάρι (κάποιον ή κάποια), βοηθώ κάποιον ή κάποια να αντεπεξέλθει με επιτυχία κάποια προσωπική δυσκολία, κάποια δουλειά ή υπόθεση: «στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου, μόνο ο τάδε μ’ έβγαλε παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: γύρνα πάλι στη δουλειά σου, συγκεντρώσου στα μυαλά σου, να σε βλέπω με καμάρι, να με βγάλεις παλικάρι)·    
- βγαίνω παλικάρι, (και για τα δυο φύλα) αντεπεξέρχομαι με επιτυχία σε κάποια προσωπική δυσκολία, σε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «όποια δυσκολία και να του τύχει, βγαίνει παλικάρι». (Τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, βγήκα πάλι παλικάρι)· βλ. και φρ. με βγάζει παλικάρι (κάτι)·
- η ανάγκη κάνει το παλικάρι, βλ. λ. ανάγκη·
- κακό παλικάρι, που είναι ανάγωγο, ανήθικο, που δεν μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι κακό παλικάρι»·
- καλό παλικάρι, που είναι ευγενικό, τίμιο, ηθικό και παράλληλα ανδρείο, γενναίο, τολμηρό: «ο τάδε είναι το πιο καλό παλικάρι της γειτονιάς μας»·
- κάνω το παλικάρι, προσποιούμαι τον ανδρείο, το γενναίο, τον τολμηρό: «όσο και να κάνεις το παλικάρι, ξέρω καλά τι κλάνας είσαι»·
- με βγάζει παλικάρι (κάτι), συντελεί ώστε να αντεπεξέλθω κάποια δυσκολία: «η δουλειά που είναι να τρέχω κάθε μέρα μέσα στον κάμπο σε διάφορα χωράφια κι έχω ένα φορτηγάκι, που με βγάζει παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: μόνος κανένας μπάρμπας σου μπορεί να σ’ αβαντάρει· τα τσεκ απ’ την Αμερική σε βγάζουν παλικάρι)· βλ. και φρ. βγαίνω παλικάρι·   
- με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι, βλ. λ. τομάρι·
- ο ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι και το κρασί τον γέροντα τον κάνει παλικάρι, βλ. λ. ύπνος·
- παλικάρι της φακής, ο ψευτοπαλικαράς: «σε όσους δεν τον ξέρουν, κάνει τον άγριο, αλλά σε μένα κάθεται σούζα, γιατί ξέρω καλά τι παλικάρι της φακής είναι!»·
- παλικάρι της φακής και σκατά της Αφρικής, ο δειλός, ο φοβητσιάρης, που προσποιείται τον άφοβο, τον τολμηρό, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί και να χεστεί επάνω του από το φόβο του: «ποιος είναι παλικάρι, ο τάδε; Αυτός είναι παλικάρι της φακής και σκατά της Αφρικής»·
- πρώτο παλικάρι, που είναι πολύ ηθικό, πολύ τίμιο, αλλά και πολύ άφοβο, γενναίο, τολμηρό: «όλοι θέλουμε να κάνουμε παρέα μαζί του, γιατί είναι πρώτο παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: στη γειτονιά με είχανε πρώτο παλικάρι και πάντα λυμένο για καβγά είχα το ζωνάρι
- σωστό παλικάρι, που είναι ευγενικό, που δε θέλει να αδικήσει κανέναν, που συμπεριφέρεται καθώς πρέπει και παράλληλα είναι ανδρείο, γενναίο, τολμηρό: «σήμερα, δύσκολα θα βρεις μέσα στη νεολαία σωστά παλικάρια, όπως τα παλιά τα χρόνια»·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, λέγεται για άτομο, ή από το ίδιο το άτομο για τον εαυτό του, που βρίσκει τον τρόπο να ξεπερνάει κάποιο εμπόδιο ή δυσκολία, ακόμη και αν αυτός είναι δυναμικός, πλάγιος ή ανέντιμος: «μου δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα και, παρά τις συστάσεις μου, δεν έλεγε να βάλει μυαλό, αλλά το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, γιατί τον πλάκωσα στο ξύλο κι έτσι έκατσε στ’ αβγά του || θέλησα δια της νομίμου οδού να πάρω την άδεια για να χτίσω ένα σπιτάκι στην εξοχή, αλλά επειδή απ’ το ’να γραφείο μ’ έστελναν στ’ άλλο, λάδωσα κάνα δυο τρεις και τέλειωσε η δουλειά μου, γιατί το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι»·
- τον βγάζω παλικάρι, δεν τον εκθέτω, γιατί διεκπεραιώνω με επιτυχία αυτό που μου αναθέτει: «είναι πολύ ατσίδα ο τύπος κι οτιδήποτε του αναθέσει κάποιος, τον βγάζει παλικάρι». (Λαϊκό τραγούδι: το πορτοφόλι σήμερα έχει μεγάλη χάρη, σε κάθε δύσκολη στιγμή σε βγάζει παλικάρι).

περιστερά

περιστερά, η, ουσ. [<αρχ. περιστερά <σημιτ. perah Istar (= πουλί της Αφροδίτης)], το περιστέρι. Πρβλ. και το πνεύμα εν είδει περιστεράς, εβεβαίου του λόγου το ασφαλές (Απολυτίκιο των Θεοφανίων)·
- κάνω τη λευκή περιστερά, βλ. συνηθέστ. παριστάνω την αθώα περιστερά· 
- κάνω την αθώα περιστερά, βλ. φρ. παριστάνω την αθώα περιστερά·
- παριστάνω τη λευκή περιστερά, βλ. συνηθέστ. παριστάνω την αθώα περιστερά·
- παριστάνω την αθώα περιστερά, προσποιούμαι τον ανήξερο, τον αμέτοχο σε κάποια υπόθεση, ιδίως παράνομη: «μη μου παριστάνεις εμένα την αθώα περιστερά, γιατί ξέρω πολύ καλά ποιος μας κάρφωσε στην ασφάλεια».

ρέφερι

ρέφερι, ο, άκλ. ουσ. [<αγγλ. referee], (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο διαιτητής: «ο ρέφερι σφύριξε τη λήξη του αγώνα με πέντε λεπτά καθυστέρηση»·
- εσύ τι παριστάνεις, το ρέφερι; (ειρωνικά ή απειλητικά) λέγεται σε άτομο που, χωρίς να έχει κάποια δικαιοδοσία, επιδιώκει να διευθύνει μια υπόθεση ή δείχνει προστατευτικό ενδιαφέρον για κάποιον: «εσύ τι παριστάνεις, το ρέφερι κι ενδιαφέρεσαι πώς θα φερθώ σ’ αυτόν τον άνθρωπο;».