Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παρένθεση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παρένθεση, η, ουσ. [<μτγν. παρένθεσις], η παρένθεση· χαρακτηρίζει ειρωνικά τα πόδια του ατόμου που έχουν καμπυλωτή κλίση προς την εξωτερική πλευρά, όπως είναι και η παρένθεση, που είναι στραβά: «όμορφη κοπέλα, δε λέω, αλλά έχει κάτι πόδια σαν παρένθεση»·
- κατουράει σε παρένθεση, ειρωνική αναφορά σε άτομο, που έχει στραβά πόδια: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί κατουράει σε παρένθεση».