παπάρα
παπάρα, η, ουσ.
[<τουρκ. papara <σλαβ. popara]. 1.
είδος πρόχειρου λαϊκού φαγητού από ξερό ψωμί μέσα σε γάλα ή σε γιαούρτι
διαλυμένο με νερό ή από ξερό ψωμί, νερό, λίγο λάδι ή βούτυρο βρασμένα με άλλα
καρυκεύματα: «έφαγε βιαστικά το πρωί μια παπάρα κι έφυγε». 2. άνοστο,
ανούσιο φαγητό, επειδή περιέχει υπερβολική ποσότητα νερού: «μας σερβίρισαν ένα
φαγητό σκέτο παπάρα, που δεν τρωγόταν με τίποτα». 3. ζημιά, καταστροφή,
λάθος: «τον τελευταίο καιρό πέφτω απ’ τη μια παπάρα στην άλλη». 4α. στον
πλ. οι παπάρες, τα ψέματα, οι ψευτιές, οι ανοησίες, οι ανακρίβειες, οι
ψευδολογίες: «σταμάτα, επιτέλους, αυτές τις παπάρες και πες μας δυο λόγια της
προκοπής!». Συνών. κουραφέξαλα (1) / μαμούκαλα (α) / μαμούνια (3α) / μπούρδες
(α) / παπαριές (β) / πίπες (2α) / σάλια (2α) / τρίχες (2α) / φλούδες (1). 5.
ως επιφών. παπάρες!έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου:
«ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Παπάρες!». Πολλές φορές, μετά το επιφών.
επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «ο
τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Παπάρες αγόρασε!», ενώ είναι και φορές, που
ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «έμαθα πως το
τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Παπάρες αγόρασε ο τάδε καινούριο
αυτοκίνητο!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4)·
-
έφαγε (μια) παπάρα ή έφαγε την παπάρα ή έφαγε την παπάρα του, α.
δέχτηκε έντονη παρατήρηση, έντονη κατσάδα: «έφαγε μια παπάρα απ’ το
διευθυντή του και δεν είπε κουβέντα». β. δέχτηκε την άρνηση από το
πρόσωπο στο οποίο πρότεινε να συνάψουν ερωτικό δεσμό: «νόμιζε πως θα του έλεγε
το ναι, αλλά έφαγε την παπάρα του κι ησύχασε». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει
πολύ άσχημα, όταν τρώει φαγητό που είναι άνοστο, ανούσιο·
-
κάνω παπάρα ή κάνω παπάρες, α. κάνω λάθος, ενεργώ
λανθασμένα, άστοχα: «έκανα μια παπάρα στη δουλειά και δεν ξέρω πώς να τη
διορθώσω». Από την εικόνα του ατόμου που αποτυχαίνει να μαγειρέψει σωστά κάποιο
φαγητό και το κάνει άνοστο, ανούσιο. β. βουτάω ψωμί σε σάλτσα φαγητού ή
στο ωμό λάδι σαλάτας: «γύρισα πεινασμένος, κι επειδή βαριόμουν να μαγειρέψω,
έφτιαξα μια σαλάτα κι έκανα παπάρες στο λάδι || άμα δε σ’ αρέσει το κρέας, κάνε
παπάρες στη σάλτσα». γ. συμπεριφέρομαι ανόητα, κουτά: «πρόσεχε εκεί που
θα πάμε μην αρχίσεις να κάνεις παπάρες, γιατί είναι σοβαροί άνθρωποι»·
-
λέει παπάρες, λέει ανοησίες, βλακείες, ψέματα: «μην πιστεύεις αυτά που
σου λέει, γιατί σ’ όλους είναι γνωστό πως λέει παπάρες»·
-
τα κάνω παπάρα, αποτυχαίνω να φέρω κάποια δουλειά σε αίσιο τέλος: «του
ανάθεσα να μου τελειώσει μια δουλειά και τα ’κανε παπάρα»·
-
του δίνω (μια) παπάρα ή του δίνω την παπάρα του, τον παρατηρώ
έντονα, τον επιπλήττω, τον κατσαδιάζω: «μόλις γύρισε στο σπίτι, του ’δωσε μια
παπάρα ο πατέρας του, που ήταν όλη δική του»·
-
του (της) δίνω (μια) παπάρα ή του (της) δίνω την παπάρα του (της), δε
δέχομαι την πρότασή του (της) για σύναψη ερωτικού δεσμού: «πήγε και της ζήτησε
να τα φτιάξουν, αλλά του ’δωσε την παπάρα του».
παπαράκι
παπαράκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. παπάρι], ονομασία που δίνουμε σε μικροαντικείμενα ή μικροεργαλεία, ιδίως σε αυτά που είναι μακρουλά, αντί της πραγματικής τους ονομασίας, είτε γιατί δε τη γνωρίζουμε είτε γιατί την έχουμε λησμονήσει είτε γιατί δε θέλουμε να την αναφέρουμε, μόνο και μόνο για να κάνουμε εντύπωση: «για δώσε μου εκείνο το παπαράκι για να ξεκολλήσω αυτό το μαδέρι». Συνών. καβουρντιστήρι (6) / καλαμπούρι (2) / καυλιτζέκι / κολπέτο(2) / μαντζαφλάρι (1) / μαραφέτι (1) / μαρκούτσι (4) / μασπάτι (2) / νταραβέρι (6) / παραμύθι (3) / σκατουλάκι (4).
παπάρας
παπάρας, ο, θηλ. παπάρα, η, ουσ. [<παπάρα], άνθρωπος που λέει παπάρες, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν μπορώ να καταλάβω τι βρίσκεις σ’ αυτόν τον παπάρα και του κάνεις παρέα!».
παπαρδέλα
παπαρδέλα, η, ουσ. [<ίσως μσν. πεπραδῖλαι (= πορδές)], συνήθως στον πλ. οι παπαρδέλες, ανόητες κουβέντες, αερολογίες, σαχλαμάρες: «περιμέναμε ν’ ακούσουμε σοβαρά πράγματα κι ακούσαμε ένα σωρό παπαρδέλες».
παπαρδέλας
παπαρδέλας, ο, θηλ. παπαρδέλα, η, ουσ. [<παπαρδέλα], άνθρωπος που λέει παπαρδέλες: «δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να πάρει στα σοβαρά αυτόν τον παπαρδέλα».
παπάρης
παπάρης, ο, ουσ. [<παπάρι + κατάλ. -ης], άνθρωπος κακοήθης, τιποτένιος: «μην τον κάνεις παρέα, γιατί είναι πολύ παπάρης ο τύπος».
παπάρι
παπάρι, το, ουσ. [<ίσως από το μσν. παπαρίζω (= χαϊδεύω)]. 1.
το κεφάλι του πέους, η βάλανος και, κατ’ επέκταση, το πέος: «έχει ένα παπάρι,
που, αν φας μια στο κεφάλι, θα μείνεις σέκος». 2. το αρχίδι: «έχω ένα
πόνο στο δεξί μου παπάρι». 3. άνθρωπος ενοχλητικός, κακοήθης,
τιποτένιος: «είναι τέτοιο παπάρι, που δεν το θέλει κανένας στην παρέα του». 4.
χαρακτηρισμός ατόμου ή αντικειμένου που μας ενοχλεί ή μας εμποδίζει: «έλα και
πάρε αυτό το παπάρι από δω, γιατί μ’ έχει πονοκεφαλιάσει με τη λογοδιάρροιά του
|| τράβα αυτό το παπάρι απ’ το διάδρομο, γιατί μας εμποδίζει στο πάνε έλα». 5α.
στον πλ. τα παπάρια, τα αρχίδια: «του ’δωσε μια κλοτσιά στα παπάρια του
και τον ξάπλωσε κάτω». β. δίνεται και ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου: τι
χαμπάρια; -Παπάρια, και δηλώνει απογοήτευση,δηλ. τα πράγματα δεν
πάνε καθόλου καλά. γ. ως επιφών. παπάρια!έκφραση
αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «θα πάει να τη ζητήσει απ’ τους δικούς της.
-Παπάρια!». Πολλές φορές, μετά το επιφών. επαναλαμβάνεται και το ρ. της φρ. που
ανακοινώνεται: «θα πάει να τη ζητήσει απ’ τους δικούς της. -Παπάρια θα πάει!»,
ενώ είναι και φορές, που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που
ανακοινώνεται: «θα πάει να τη ζητήσει απ’ τους δικούς της. -Παπάρια θα πάει να
τη ζητήσει απ’ τους δικούς της». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). Υποκορ. παπαράκι,
το (βλ. λ.)·
-
πάρ’ ένα παπάρι, την έπαθες, ξεγελάστηκες, είσαι κορόιδο: «πάρ’ ένα
παπάρι τώρα και μην προσπαθείς να δικαιολογηθείς»·
-
πες μας τι είσαι, παπάρης ή παπάρι; λογοπαίγνιο ανάμεσα στον παπάρη και
στο παπάρι·
-
στα παπάρια μας! ή στα παπάρια μου! βλ. λ. στ’ αρχίδια μας! λ.
αρχίδι·
-
φάε ένα παπάρι, βλ. φρ. πάρ’ ένα παπάρι.
παπαριά
παπαριά, η, ουσ. [<παπάρι + κατάλ. -ιά], συνήθως στον πλ. οι
παπαριές, α. τα ψέματα, οι ψευτιές, οι ανοησίες, οι ανακρίβειες, οι
ψευδολογίες: «μην αρχίσεις πάλι τις παπαριές, γιατί θα πέσει σύννεφο η
σφαλιάρα». Συνών. κουραφέξαλα (1) / μαμούκαλα (α) / μαμούνια (3α) /
μπούρδες (α) / παπάρες (4α) / πίπες (2α) / σάλια (2α) / τρίχες (2α) / φλούδες
(1). β. ως επιφών. παπαριές! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα
κάποιου: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Παπαριές!». Πολλές φορές, μετά
το επιφών. επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και ο ρ. της φρ. που του
ανακοινώνεται: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Παπαριές αγόρασε!», ενώ
είναι και φορές, που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του
ανακοινώνεται: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. –Παπαριές αγόρασε ο τάδε
καινούριο αυτοκίνητο!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4)·
-
κάνω παπαριά ή κάνω παπαριές, κάνω λάθος, ενεργώ λανθασμένα,
άστοχα: «αφού κάνεις συνέχεια παπαριές, πώς θέλεις μετά να πάει μπροστά η
δουλειά;»·
-
λέει παπαριές, λέει ανοησίες, ανακρίβειες, ψευτιές: «δεν πιστεύει
κανένας στα λόγια του, γιατί λέει συνέχεια παπαριές».
παπαρόκος
παπαρόκος, [;], εύχρ. μόνο στη φρ. μόκος ρόκος παπαρόκος, υποτιθέμενη μαγική φρ. με την οποία μπορούμε να εξαφανίσουμε κάποιο αντικείμενο ή να επαναφέρουμε κάποιο αντικείμενο που ήταν χαμένο.
πάπαρος
πάπαρος, ο, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. παπάρι], το υπερφυσικό σε μέγεθος πέος: «έχει έναν πάπαρο, που καμιά γυναίκα δε δέχεται να πηδηχτεί μαζί του».
πάπαρος
πάπαρος, ο, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. παπάς], υψηλόσωμος, σωματώδης παπάς: «ήρθε στην ενορία μας ένας πάπαρος μέχρι εκεί απάνω».
παπαρούνα
παπαρούνα, η, ουσ. [<όψιμο μσν. παπαρούνα <ιταλ. σπάν.
papaverone (ιδιωματ. paparina) ή ρουμαν. paparoana], η παπαρούνα. 1. το
αφιόνι, το όπιο: «υπάρχουν ασιατικά κράτη, που στηρίζουν την οικονομία τους
στην παπαρούνα». 2. (για πρόσωπα) πολύ κόκκινο: «είχε ένα ολοκόκκινο
πρόσωπο σαν παπαρούνα». Από το ότι η παπαρούνα έχει έντονο κόκκινο χρώμα·
-
γίνομαι κόκκινος παπαρούνα ή γίνομαι κόκκινος σαν παπαρούνα ή γίνομαι
κόκκινος σαν την παπαρούνα, κοκκινίζω έντονα, ιδίως από ντροπή: «μόλις του σύστησα
την τάδε, έγινε κόκκινος σαν παπαρούνα || μόλις της ζήτησε να χορέψουν, έγινε
κόκκινη σαν την παπαρούνα». Το κοκκίνισμα από θυμό αποδίδεται συνήθως με το γίνομαι
κόκκινος παντζάρι·
-
κοκκινίζω σαν παπαρούνα ή κοκκινίζω σαν την παπαρούνα, βλ. φρ. γίνομαι
κόκκινος παπαρούνα.