Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παπί

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παπί, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. πάπια], μικρή πάπια· (στη γλώσσα των μηχανόβιων) το Honda-50 και γενικά όλες οι μοτοσικλέτες μικρού κυβισμού: «αγόρασε ένα παπί για να πηγαίνει στη δουλειά του». Υποκορ. παπάκι, το·
- γίνομαι παπί, καταβρέχομαι, ιδίως από τη βροχή: «μ’ έπιασε ξαφνικά βροχή στο δρόμο και μέχρι να ’ρθω, έγινα παπί». (Λαϊκό τραγούδι: κίνησα πρωί για να ’ρθω, μ’ έπιασε ψιλή βροχή, ας ερχόσουνα, βρε μάγκα, κι ας γινόσουνα παπί). Συνών. γίνομαι κατσί / γίνομαι λούτσα / γίνομαι μούσκεμα / γίνομαι μουσκίδι·
- τον κάνω παπί, τον καταβρέχω: «του ’ριξα έναν κουβά νερό απάνω του και τον έκανα παπί». Συνών. τον κάνω κατσί / τον κάνω λούτσα / τον κάνω μούσκεμα / τον κάνω μουσκίδι.