Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παιχνίδι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παιχνίδι κ. παιγνίδι, το, ουσ. [<παιγνίδι με επίδραση του παίχτης], το παιχνίδι. 1. οποιαδήποτε απασχόληση του παιδιού, που γίνεται για τη διασκέδασή του ή την ψυχαγωγία του: «το μυαλό του είναι όλο στα παιχνίδια». 2. το ίδιο το αντικείμενο ή το μέσο διασκέδαση; ή ψυχαγωγίας, ιδίως των μικρών παιδιών, αλλά και των μεγάλων: «βρήκε ένα παιχνίδι κι ασχολείται μ’ αυτό όλη τη μέρα». 3. η αθλοπαιδιά, η αθλητική αναμέτρηση δυο παιχτών ή ομάδων, ο αγώνας: «το παιχνίδι τέλειωσε χωρίς σκορ || το αυριανό παιχνίδι είναι πολύ δύσκολο για την ομάδα μας». 4. η χαρτοπαιξία: «αν δεν κόψεις το παιχνίδι, θα καταστραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ άλλες γυναίκες τα λεφτά σου σπαταλάς, σ’ έχουνε φάει το πιοτό και το παιχνίδι, εμένα πάντοτε σαν σκλάβα μου μιλάς κι όλο μου φέρνεσαι σαν να ’μουνα σκουπίδι). 5. η ερωτοτροπία από κάποια απόσταση, το φλερτ. (Λαϊκό τραγούδι: παιχνίδι με τα μάτια μόνο, μαζί σου θέλω και τελειώνω). 6. το αστείο, ο αστεϊσμός: «άσε τα παιχνίδια και συγκεντρώσου στη δουλειά». 7. κόλπο, τέχνασμα για την εξαπάτηση κάποιου: «στη δουλειά θέλω ειλικρίνεια και τιμιότητα κι όχι διάφορα παιχνίδια». (Λαϊκό τραγούδι: το δικός σου το παιχνίδι το ’χω καταλάβει ήδη). (Ακολουθούν 90 φρ.)·
- αγρίεψε το παιχνίδι, α. (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) έγινε σκληρό, αντιαθλητικό: «μόλις αγρίεψε το παιχνίδι, ο διαιτητής άρχισε να βγάζει συνέχεια κίτρινες και κόκκινες κάρτες || επειδή αγρίεψε το παιχνίδι, ο διαιτητής απείλησε πως θα διακόψει τον αγώνα». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) άρχισαν να ποντάρονται μεγάλα ποσά: «μόλις αγρίεψε το παιχνίδι βγήκα απ’ το καρέ, γιατί δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τους άλλους παίχτες»·
- ανοιχτό παιχνίδι, α. (στη γλώσσα ιδίως του ποδοσφαίρου), στο οποίο μπορούν να προκύψουν όλα τα αποτελέσματα: «το ’παιξα ένα δύο χι στο προπό, γιατί είναι ανοιχτό παιχνίδι». β. στο οποίο οι παίχτες και των δυο ομάδων παίζουν επιθετικά και όχι αμυντικά: «στα τελευταία παιχνίδια, οι παίχτες της ομάδας μας παίζουν ανοιχτό παιχνίδι»·
- βάζω πάλι την ομάδα στο παιχνίδι, (για ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) βλ. λ. ομάδα·
- βάζω στο παιχνίδι (κάποιον), δίνω την ευκαιρία σε κάποιον να συμμετάσχει σε κάποια συγκεκριμένη διαδικασία με τη δυνατότητα να διαμορφώνει την εξέλιξή της: «επειδή ξέμεινα από μετρητά, έβαλα στο παιχνίδι του πλειστηριασμού κι έναν φίλο μου που είχε άνεση ρευστού»·
- βγαίνω απ’ το παιχνίδι, αποχωρώ από κάποια διαδικασία, είτε γιατί δεν έχω τη δυνατότητα να συνεχίσω είτε γιατί υποπτεύομαι πως η περαιτέρω παραμονή μου σε αυτή θα αποβεί σε βάρος μου: «επειδή δεν μπορώ να τα βάλω με τους μεγαλοκαρχαρίες σ’ αυτό το διαγωνισμό, βγαίνω απ’ το παιχνίδι || επειδή υποπτευόμουν πως κάποιο λάκκο είχε η φάβα, βγήκα απ’ το παιχνίδι κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο»·
- βρίσκομαι έξω απ’ το παιχνίδι, βλ. φρ. είμαι έξω απ’ το παιχνίδι·
- βρίσκομαι μέσα στο παιχνίδι, βλ. φρ. είμαι μέσα στο παιχνίδι·
- γίνεται παιχνίδι, α. στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος συχνάζουν γυναίκες που ανταποκρίνονται στα ερωτικά νοήματα των αντρών και ως εκ τούτου υπάρχει περίπτωση να βρει κάποιος το ερωτικό του ταίρι: «κάθε απόγευμα τη στήνει στα μπαράκια της παραλίας, όπου συχνάζουν πολλές γυναίκες μόνες τους και γίνεται παιχνίδι». β. (για χαρτοπαίγνιο) στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος παίζουν χαρτιά: «έμαθα πως στο καφενείο γίνεται παιχνίδι». γ. υπάρχει οικονομικό ενδιαφέρον, αγοραστική κίνηση, γίνεται νταραβέρι, αλισβερίσι: «μόλις έμαθε ότι γίνεται παιχνίδι στο χρηματιστήριο, έτρεξε να αγοράσει μετοχές»·
- γίνεται παιχνίδι κέντρου, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), βλ. φρ. παίζεται παιχνίδι κέντρου·
- γίνεται χοντρό παιχνίδι, α. στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος συχνάζουν γυναίκες που ανταποκρίνονται απροκάλυπτα στα ερωτικά νοήματα των αντρών και ως εκ τούτου είναι σχεδόν σίγουρο πως θα βρει κάποιος άντρας το ερωτικό του ταίρι: «μόνο σ’ ένα μπαράκι της παραλίας γίνεται χοντρό παιχνίδι κι όλοι μαζευόμαστε σ’ αυτό, όταν είμαστε μόνοι». β. (για χαρτοπαίγνιο) στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος παίζουν χαρτιά με πολλά λεφτά: «δεν κάθομαι στο καρέ τους, γιατί γίνεται χοντρό παιχνίδι». γ. υπάρχει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, υπάρχει μεγάλη αγοραστική κίνηση: «τους τελευταίους μήνες στο χρηματιστήριο γίνεται χοντρό παιχνίδι»·
- γίνεται ψηλό παιχνίδι, βλ. φρ. παίζεται ψηλό παιχνίδι·
- γίνεται ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), στο χώρο για τον οποίο γίνεται λόγος παίζουν χαρτιά με λίγα χρήματα: «πήγε να παίξει χαρτιά στο καφενείο, γιατί έμαθε πως γίνεται ψιλό παιχνίδι»·
- γίνομαι κύριος του παιχνιδιού, ελέγχω απόλυτα μια κατάσταση ή διαδικασία: «αγόρασε τις περισσότερες μετοχές της επιχείρησης κι έτσι έγινε κύριος του παιχνιδιού»·
- γυρίζω το παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) αν και χάνω, καταφέρνω να ισοφαρίσω ή και να κερδίσω το παιχνίδι: «μέχρι το ογδόντα χάναμε 2-0, αλλά στα τελευταία λεπτά η ομάδα μας γύρισε το παιχνίδι και κερδίσαμε 3-2 || μ’ ένα εκπληκτικό σερί δέκα πόντων η ομάδα μας γύρισε το παιχνίδι και μέχρι το τέλος διεκδικούσε τη νίκη»·
- δεν είναι καιρός για παιχνίδια, βλ. λ. καιρός·
- δεν είναι παιχνίδι, πρόκειται για πολύ σοβαρή υπόθεση ή κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπιστεί με μεγάλη περίσκεψη: «οι νέοι πρέπει να παίρνουν όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις, όταν κάνουν έρωτα, γιατί το έιτζ δεν είναι παιχνίδι»·
- δεν είναι ώρα για παιχνίδια, βλ. λ. ώρα·
- δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, (για ποδοσφαιριστές) δεν έλαβε μέρος σε αρκετούς αγώνες, ώστε να είναι ή να επανακτήσει την καλή αγωνιστική του κατάσταση, τη φόρμα του: «ο τάδε παίχτης μας δεν έχει παιχνίδια στα πόδια του, γι’ αυτό και ο προπονητής δεν τον αφήνει να παίξει σε όλη τη διάρκεια του αγώνα»·
- δεν έχω καιρό για παιχνίδια, βλ. λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για παιχνίδια, βλ. λ. χρόνος·
- δεν έχω ώρα για παιχνίδια, βλ. λ. ώρα·
- δεν κάνω παιχνίδια, ενεργώ πολύ σοβαρά, δεν αστειεύομαι: «όταν πρόκειται για τη δουλειά μου, δεν κάνω παιχνίδια»·
- διαβάζουν το παιχνίδι, (ιδίως στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι αντίπαλοι παίχτες, επειδή βρίσκονται στα πρώτα λεπτά της συνάντησης, παίζουν συγκρατημένα και αναγνωριστικά: «συνήθως οι παίχτες στα πρώτα λεπτά του αγώνα διαβάζουν το παιχνίδι»·
- έγινε παιχνίδι στα χέρια του (της), βλ. φρ. έγινε παιχνιδάκι στα χέρια του (της), λ. παιχνιδάκι·
- είμαι έξω απ’ το παιχνίδι, δε συμμετέχω σε κάποια διαδικασία, είτε γιατί δεν έχω τη δυνατότητα είτε γιατί υποπτεύομαι πως η συμμετοχή μου σε αυτή θα αποβεί σε βάρος μου: «είμαι έξω απ’ το παιχνίδι της δημοπρασίας, γιατί δεν μπορώ να παρακολουθήσω δυο βιομηχάνους που παίρνουν μέρος»·
- είμαι κύριος του παιχνιδιού, βλ. φρ. γίνομαι κύριος του παιχνιδιού·
- είμαι μέσα στο παιχνίδι, συμμετέχω σε κάποια διαδικασία: «αν πάρει ο τάδε μέρος στη δουλειά, τότε κι εγώ είμαι μέσα στο παιχνίδι»·
- είμαι παιχνίδι (κάποιου), με κάνει ό,τι θέλει, είμαι υποχείριό του: «επειδή την αγαπούσα, νόμισε πως θα είμαι και παιχνίδι της, γι’ αυτό την έστειλα στη μάνα της». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου φύγω με καιρό και δικό σου δε θα είμαι παιχνίδι, στο ’χω πει από καιρό, να σ’ αντέξω δεν μπορώ και στα χέρια σου να γίνουμε σκουπίδι)·  
- είναι παιχνίδι για μένα, βλ. συνηθέστ. είναι παιχνιδάκι για μένα, λ. παιχνιδάκι·
- είναι παιχνίδι η δουλειά ή η δουλειά είναι παιχνίδι, βλ. φρ. είναι παιχνιδάκι η δουλειά, λ. παιχνιδάκι·
- είναι παιχνίδι στα χέρια του (της), βλ. φρ. είναι παιχνιδάκι στα χέρια του (της), λ. παιχνιδάκι·
- είναι χαμένο παιχνίδι ή είναι χαμένο το παιχνίδι, λέγεται για υπόθεση, όταν προδικάζουμε την αποτυχία της: «εκεί που έφτασαν τα πράγματα, δε γίνεται τίποτα, γιατί είναι χαμένο το παιχνίδι»·
- ερωτικά παιχνίδια, καθετί που γίνεται μεταξύ του ζευγαριού κατά τη σεξουαλική πράξη με σκοπό τη διέγερση του ερωτικού πόθου: «με τρελαίνει αυτή η γυναίκα, γιατί ξέρει πολλά ερωτικά παιχνίδια»·
- έχει παιχνίδι, βλ. φρ. γίνεται παιχνίδι·
- έχω παιχνίδι, (για αθλητές), συμμετέχω σε κάποια αθλητική αναμέτρηση, παίζω: «το βράδυ πρέπει να κοιμηθώ νωρίς, γιατί αύριο έχω παιχνίδι»·
- κάν’ τε παιχνίδι, προτροπή κρουπιέρη στους παίχτες να ποντάρουν· βλ. και φρ. κάνε παιχνίδι·
- κάν’ τε παιχνίδι ρεεε! αγανακτισμένη προτροπή των οπαδών μια ομάδας, ιδίως ποδοσφαιρικής, στους παίχτες της, που δεν αποδίδουν αγωνιστικά, να παίξουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους. Συνών. παίξτε μπάλα ρεεε(!)·
- κάνε παιχνίδι, α. φιλική προτροπή σε άτομο που του παραθέτουμε γεύμα να αρχίσει να τρώει: «μόλις δεις όλα τα φαγητά στο τραπέζι, κάνε παιχνίδι». β. φιλική προτροπή σε κάποιον να οργανώσει και εκ μέρους της παρέας μας, τη νυχτερινή μας έξοδο, τη νυχτερινή μας διασκέδαση: «αφού ξέρεις εσύ τον ταβερνιάρη, μπες και κάνε παιχνίδι || αφού είσαι ο μόνος που ξέρεις όλα τα κατατόπια της πόλης, κάνε παιχνίδι». γ. (στον ερωτικό ή επαγγελματικό τομέα) φιλική προτροπή σε κάποιον να ενεργήσει δυναμικά, να πάρει την κατάσταση στα χέρια του: «εγώ σου ’φερα την γκόμενα στο πιάτο, τώρα εσύ κάνε παιχνίδι || κάνε παιχνίδι, βρε ανόητε, τώρα που έχει κίνηση στην αγορά». Συνών. κάνε μπεγλέρι / παίξε μπάλα· βλ. και φρ. κάνω παιχνίδι·
- κάνουμε ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. παίζουμε ψιλό παιχνίδι·
- κάνω όλο το παιχνίδι, (για ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) είμαι ο κύριος συντονιστής των ενεργειών των συμπαιχτών μου: «όταν βρίσκομαι σε καλή φόρμα, κάνω όλο το παιχνίδι»·
- κάνω παιχνίδι, α. ερωτοτροπώ από μικρή απόσταση με άτομο του άλλου φύλου, φλερτάρω: «κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι κι άρχισε να κάνει παιχνίδι με την κοπέλα που καθόταν μόνη της». Συνών. κάνω μπεγλέρι. β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) διευθύνω το χαρτοπαίγνιο: «ποιος κάνει παιχνίδι μετά από μένα;». γ. έχω την ευθύνη, έχω πάρει την κατάσταση στα χέρια μου, έχω το πάνω χέρι: «ποιος κάνει επιτέλους παιχνίδι σ’ αυτό το σπίτι, να ξέρω για να φερθώ κι εγώ αναλόγως»· βλ. και φρ. κάνε παιχνίδι·
- καταστροφικό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) λέγεται στην περίπτωση που οι παίχτες της μιας ομάδας για κάποιο λόγο που τους συμφέρει, αντί να προσπαθούν να αναπτύξουν το παιχνίδι τους, εμποδίζουν με συντονισμένες προσπάθειες τους παίχτες της άλλη ομάδας, ώστε να μην μπορούν να αναπτύξουν το παιχνίδι τους: «μετά την επίτευξη του νικητήριου γκολ, η ομάδα μας επιδόθηκε σ’ ένα καθαρά καταστροφικό παιχνίδι»·
- κλειδώνω το παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) σιγουρεύω τη νίκη: «με το γκολ που πέτυχε ο παίχτης μας αύξησε τη διαφορά κι έτσι κλείδωσε το παιχνίδι». Συνών. κλειδώνω τη νίκη / κλειδώνω το ματς·
- μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι, με ξεγέλασε, με εξαπάτησε απροκάλυπτα, που έκανε μεγάλη ζημιά: «μου ’παιξε τόσο άσχημο παιχνίδι, που δε θα τον ξαναμιλήσω σ’ όλη μου τη ζωή || η ζωή μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι»·
- μου ’παιξε κακό παιχνίδι, βλ. φρ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μου ’παιξε παιχνίδι, με ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «ενώ έλεγε πως θα με βοηθήσει, στο τέλος μου ’παιξε παιχνίδι και μ’ άφησε αβοήθητο»·
- μου ’παιξε σκληρό παιχνίδι, βλ. φρ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι. (Τραγούδι: μια νύχτα σ’ έδιωξα από δω, παιχνίδι σου ’παιξα σκληρό, μα το μπλουζάκι σου φοράω και σ’ ανασαίνω για να ζω)·
- μου ’παιξε χοντρό παιχνίδι, βλ. συνηθέστ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μου σκάρωσε άσχημο παιχνίδι, βλ. συνηθέστ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μου σκάρωσε χοντρό παιχνίδι, βλ. συνηθέστ. μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι·
- μπαίνω στο παιχνίδι, α. παίρνω μέρος σε κάποια διαδικασία, συμμετέχω: «αν δεν είμαι σίγουρος πως θα έχω κάποια ωφέλεια, δεν μπαίνω σε κανένα παιχνίδι». β. (για χαρτοπαίγνιο) παίρνω μέρος, συμμετέχω: «είχα λεύτερο χρόνο και μπήκα στο παιχνίδι για να περάσω κι εγώ την ώρα μου»·
- παγώνω το παιχνίδι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ), επιβραδύνω το ρυθμό του για λόγους τακτικής, ιδίως επειδή ευνοούμαι από το σκορ: «απ’ τη στιγμή που η ομάδα προηγούνταν στο σκορ, ο προπονητής έδωσε εντολή στους παίκτες του να παγώσουν το παιχνίδι»·
- παίζει βρόμικο παιχνίδι, α. κινείται, ενεργεί, συμπεριφέρεται σε βάρος μας ανέντιμα, τις πιο πολλές φορές χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε: «πρόσεχε τον τάδε, γιατί παίζει βρόμικο παιχνίδι και θα ’χεις τραβήγματα». β. (για ποδοσφαιριστές) αντιμετωπίζει τον αντίπαλό του σκληρά, αντιαθλητικά: «φοβούνται να τον μαρκάρουν, γιατί παίζει βρόμικο παιχνίδι»·
- παίζει διπλό παιχνίδι, δουλεύει ταυτόχρονα για δυο αφεντικά μεταφέροντας παράλληλα πληροφορίες από το ένα στο άλλο ή έχει δυο ερωτικούς συντρόφους ταυτόχρονα και πηγαίνει πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον: «πρόσεχε τον τάδε που έχεις στο γραφείο σου, γιατί τον είδα να κουβεντιάζει με τον ανταγωνιστή σου κι έχω την εντύπωση πως παίζει διπλό παιχνίδι || έχει δυο πιτσιρίκες που είναι τρελά ερωτευμένες μαζί του και παίζει διπλό παιχνίδι». (Λαϊκό τραγούδι: διπλό παιχνίδι έπαιξες,δεν έπιασε και η καρδιά σου την καρδιά μου έχασε
- παίζει παιχνίδι στην πλάτη μου, επιδιώκει ύπουλα να αποκομίσει διάφορα οφέλη σε βάρος μου, επιδιώκει να με βλάψει, να με κοροϊδέψει ή να με γελοιοποιήσει: «κατάλαβα ότι παίζει παιχνίδι στην πλάτη μου, αλλά κάνω πως δεν καταλαβαίνω για να δω μέχρι πού θα το πάει». (Λαϊκό τραγούδι: διπλό παιχνίδι έπαιξες στην πλάτη μου,δεν το ’ξερα και σ’ έλεγα αγάπη μου
- παίζεται παιχνίδι κέντρου, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι παίχτες και των δυο ομάδων εξαντλούν όλες τους τις προσπάθειες στο χώρο του κέντρου του γηπέδου: «απ’ την έναρξη του αγώνα παίζεται παιχνίδι κέντρου και μέχρι το εβδομήντα το αποτέλεσμα εξακολουθεί να είναι μηδέν μηδέν»·
- παίζεται συρτό παιχνίδι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι παίχτες ανταλλάσσουν συστηματικά την μπάλα μεταξύ τους με μπαλιές που δίνονται με το πόδι και που δεν έχουν ύψος: «όταν οι αντίπαλοι παίχτες είναι ψηλοί, τότε παίζεται συρτό παιχνίδι απ’ την ομάδα μας»·
- παίζεται ύποπτο παιχνίδι, λέγεται για κάθε ανέντιμη ενέργεια ή χειρισμό σε βάρος κάποιου ή σε βάρος ενός συνόλου: «έχε το νου σου τώρα με τις προαγωγές, γιατί, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, παίζεται ύποπτο παιχνίδι σε βάρος σου || με τις διαπραγματεύσεις για τ’ όνομα της Μακεδονίας παίζεται ύποπτο παιχνίδι σε βάρος του ελληνικού λαού»·
- παίζεται χοντρό παιχνίδι, α. υπάρχει πολύ μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον, οι διαπραγματεύσεις είναι σκληρές και αφορούν μεγάλα χρηματικά ποσά ή πολύ σπουδαία ζητήματα: «στο τραπεζικό κύκλωμα παίζεται χοντρό παιχνίδι || με το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων παίζεται χοντρό παιχνίδι». β. οι διαπραγματεύσεις είναι αδιαφανείς και αφορούν μεγάλα χρηματικά ποσά ή συμφέροντα, γίνεται μεγάλη απάτη: «στο ζήτημα των προμηθειών πρέπει να παίζεται χοντρό παιχνίδι». γ. (για χαρτοπαίγνιο) βλ. φρ. γίνεται χοντρό παιχνίδι·
- παίζεται ψηλό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο) οι παίχτες ανταλλάσσουν συστηματικά την μπάλα μεταξύ τους με ψηλοκρεμαστές μπαλιές ή με το κεφάλι: «όταν οι παίχτες της αντίπαλης ομάδας είναι κοντοί, τότε παίζεται ψηλό παιχνίδι απ’ την ομάδα μας»·
- παίζεται ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. συνηθέστ. γίνεται ψιλό παιχνίδι·
- παίζουμε ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο), παίζουμε με λίγα χρήματα: «κάθε Κυριακή μαζευόμαστε όλη η παρέα στο καφενείο και παίζουμε κανένα ψιλό παιχνίδι»·
- παίζω παιχνίδι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι για να αποκομίσω προσωπικά οφέλη, κρύβω το αληθινό μου πρόσωπο: «ο τάδε σου παίζει παιχνίδι, γιατί μπροστά σου κάνει το φίλο και πίσω σου σε κατηγορεί»·
- παίζω το παιχνίδι μου, κάνω αυτό που πρέπει σχετικά με μένα, ενεργώ συστηματικά σύμφωνα με το συμφέρον μου: «ό,τι και να γίνεται στον περίγυρό του, αυτός σταθερά παίζει το παιχνίδι του»·
- παίζω το παιχνίδι του, συνειδητά ή ασυνείδητα υποστηρίζω τις επιδιώξεις κάποιου, ενεργώ για το συμφέρον κάποιου: «είναι πολύ φίλος του και απ’ τις θέσεις που παίρνει κάθε τόσο, φαίνεται πως παίζει το παιχνίδι του || πάνω στα νεύρα του δήλωσε παραίτηση και χωρίς να το θέλει έπαιξε το παιχνίδι του τάδε»·
- παίρνω απάνω μου το παιχνίδι ή παίρνω το παιχνίδι απάνω μου, (για παίχτες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) βλ. φρ. παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου·
- παίρνω το παιχνίδι, το κερδίζω, αναδεικνύομαι νικητής: «ποιος πήρε το παιχνίδι στο τάβλι που έπαιζες με το τάδε || ποια ομάδα πήρε το παιχνίδι στον αγώνα της Κυριακής;»·
- παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου ή παίρνω το παιχνίδι στις πλάτες μου, (για παίχτες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ), αναλαμβάνω πρωτοβουλία και επωμίζομαι την ανταγωνιστική διεξαγωγή του από τη στιγμή που οι συμπαίχτες μου, για κάποιο λόγο, δεν αποδίδουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους: «αν δεν έπαιρνε το παιχνίδι στις πλάτες του ο τάδε παίχτης, οι αντίπαλοι θα διέσυραν την ομάδα μας»·
- παίρνω το παιχνίδι στους ώμους μου, (για παίχτες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ), βλ. συνηθέστ. παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου·
- παιχνίδι κέντρου, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) παιχνίδι που παίζεται περισσότερο στο κέντρο του γηπέδου: «τα περισσότερα παιχνίδια κέντρου λήγουν με λευκή ισοπαλία»·
- παιχνίδι φωτιά, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) πολύ σπουδαία, πολύ κρίσιμη αναμέτρηση: «το παιχνίδι της Κυριακής είναι παιχνίδι φωτιά, γιατί απ’ αυτό θα κριθεί ως ένα σημείο ο πρωταθλητής»·
- παραχόντρυνε το παιχνίδι, α. (για χαρτοπαίγνιο), παίζονται όλο και μεγαλύτερα χρηματικά ποσά: «μόλις παραχόντρυνε το παιχνίδι, αποχώρησα, γιατί δεν μπορούσα να παρακολουθήσω τους άλλους». β. (για υποθέσεις) αντιμετωπίζεται χωρίς συναίσθημα, με ψυχρότητα και με στόχο το μεγαλύτερο κέρδος: «απ’ τη στιγμή που έμαθαν οι κληρονόμοι το μέγεθος της περιουσίας που άφηνε στη διαθήκη του ο μακαρίτης, παραχόντρυνε το παιχνίδι κι όλοι κοίταζαν πώς θα πάρουν τα περισσότερα». γ. (για διενέξεις) έφτασε σε επικίνδυνο σημείο, έφτασε στα άκρα: «πες ο ένας πες ο άλλος, στο τέλος παραχόντρυνε το παιχνίδι κι αρπάχτηκαν στα χέρια»·
- πιάνω παιχνίδι, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) αποδίδω πάρα πολύ καλά: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που οι αντίπαλοί μας έχασαν την μπάλα || όταν πιάνει παιχνίδι η ομάδα μου, δεν μπορεί καμιά ομάδα να τη νικήσει»·
- πνευματικά παιχνίδια, αυτά τα παιχνίδια που η έκβασή τους δεν επηρεάζεται από την τύχη, αλλά από τις πνευματικές ικανότητες των παιχτών: «το σταυρόλεξο και το σκάκι ανήκουν στα πνευματικά παιχνίδια, ενώ τα χαρτιά και η ρουλέτα ανήκουν στα τυχερά παιχνίδια»·
- σικέ παιχνίδι, βλ. λ. στημένο παιχνίδι·
- στημένο παιχνίδι, (ιδίως γιαποδόσφαιρο ή μπάσκετ) που έχει από πριν συμφωνηθεί το αποτέλεσμά του, το σικέ παιχνίδι: «στο προηγούμενο πρωτάθλημα υπήρξαν πολλά στημένα παιχνίδια». Πρβλ.: σικέ το ματς, είναι στημένο, στον πάγκο ακόμα περιμένω. (Τραγούδι)·
- στήνω παιχνίδι, α. οργανώνω χαρτοπαίγνιο, οργανώνω καρέ για χαρτοπαίγνιο: «μόλις μαζεύεται η παρέα του, στήνει αμέσως παιχνίδι για πρέφα». β. (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ), συμφωνώ από τα πριν το αποτέλεσμα του παιχνιδιού: «τον πήραν μυρουδιά πως στήνει παιχνίδια και τον πέταξαν απ’ την αθλητική οικογένεια»·
- στρώνομαι στο παιχνίδι, α. (για χαρτοπαίγνιο) παίζω απερίσπαστος: «όταν στρώνονται στο παιχνίδι, δεν ακούς μιλιά». β. (γενικά) παίζω με κέφι, με όρεξη: «έξω στην αυλή τα παιδιά στρώθηκαν στο παιχνίδι»·
- συρτό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο), κατά τη διάρκεια του οποίου οι παίχτες ανταλλάσσουν την μπάλα μεταξύ τους με μπαλιές που δίνονται με το πόδι και δεν έχουν ύψος: «επειδή οι παίχτες της αντίπαλης ομάδας ήταν ψηλοί, ο προπονητής μας συμβούλεψε να παίζουμε συρτό παιχνίδι»·
- τι παιχνίδι παίζει; έκφραση απορίας για κάποιον που δε γνωρίζουμε καλά, που αμφιβάλλουμε για την ειλικρίνεια των προθέσεών του και για τη στάση του γενικότερα σε κρίσιμα προβλήματα: «δεν μπορώ να καταλάβω τι παιχνίδι παίζει, επιτέλους, αυτός ο άνθρωπος; Τη μια φορά κάνει τον καλό σε μένα και την άλλη στον ανταγωνιστή μου»·
- το παιχνίδι είναι χαμένο απ’ τ’ αποδυτήρια, απαισιόδοξη διαπίστωση ατόμου που πιστεύει πως, οι εξελίξεις που αφορούν τη ζωή του, είναι αρνητικά προδιαγεγραμμένες από ισχυρούς, αλλά και ανέντιμους ανθρώπους, που κινούνται στο παρασκήνιο και που υπολογίζουν μόνο για την προσωπική τους επιτυχία ή προκοπή. Αναφορά στα στημένα παιχνίδια του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ·
- το παιχνίδι ήταν μοιρασμένο, (ιδίως για ποδόσφαιρο) πότε επικρατούσε η μια ομάδα και πότε η άλλη με συνηθισμένο αποτέλεσμα την ισοπαλία: «απ’ τη στιγμή που το παιχνίδι ήταν μοιρασμένο, οι φίλαθλοι των δυο ομάδων δέχτηκαν την ισοπαλία ως φυσιολογικό αποτέλεσμα»·  
- το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, α. η απροκάλυπτη κοροϊδία ή βασανισμός κάποιου από κάποιον: «όσο φίλος μου και να ’ναι, δε θ’ ανεχτώ άλλο αυτό το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι». β. συνεχόμενα μικρά πλήγματα πριν από το τελειωτικό, που δίνονται από κάποιον στον αντίπαλό του, μόνο και μόνο για να παρατείνει την αγωνία του: «άσε, μωρέ παιδάκι μου, αυτό το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι και δώσ’ του μια κατακέφαλα να τον ξαπλώσεις κάτω, δεν τον λυπάσαι!»·
- το παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων, ερευνητικές ερωτήσεις που γίνονται σε κάποιον για να ανακαλύψουμε το πρόσωπο ή το πράγμα που μας κρατάει κρυφό, μόνο και μόνο για να μας έχει σε αγωνία. Στην περίπτωση του προσώπου, αρχίζουμε να ρωτάμε, αν είναι άντρας ή γυναίκα, πλούσιος ή φτωχός, ψηλός ή κοντός, ξανθός ή μελαχρινός κ.λπ. και, αποδεχόμενος κάθε φορά ως σωστή ή απορρίπτοντας ο συνομιλητής μας την ερώτησή μας πλησιάζουμε στο να ανακαλύψουμε το εν λόγω πρόσωπο. Σχετικές είναι και οι ερωτήσεις για το πράγμα, Σχεδόν πάντα σε συνδυασμό με το ρ. παίζω και σε ερωτηματικό τύπο: «γιατί δε μου λες ποιος ήταν αυτός που σε βοήθησε; Το παιχνίδι των δέκα ερωτήσεων θα παίξουμε;»·
- τον (την) έκανε παιχνίδι στα χέρια της (του), βλ. συνηθέστ. τον (την) έκανε παιχνιδάκι στα χέρια της (του), λ. παιχνιδάκι·  
- τον βγάζω (έξω) απ’ το παιχνίδι, τον υποχρεώνω να αποχωρήσει από κάποια διαδικασία: «πρόσφερα δυο φορές απάνω απ’ ό,τι αυτός κι έτσι τον έβγαλα απ’ το παιχνίδι»·
- τυχερά παιχνίδια, εκείνα που, κατά ένα μεγάλο μέρος, εξαρτιόνται από την τύχη (χαρτιά, ζάρια, ρουλέτα κ. ά.) και όχι από κάποια πνευματική ή άλλη ικανότητα του παίχτη: «όλα του τα λεφτά τα παίζει στα τυχερά παιχνίδια || δεν παίζει τυχερά παιχνίδια, γιατί πιστεύει πως είναι άτυχος»·
- φτιαχτό παιχνίδι, βλ. φρ. στημένο παιχνίδι·
- χάνω το παιχνίδι, α. αποτυχαίνω να πραγματοποιήσω κάποια επιδίωξή μου: «όλο το καλοκαίρι δεν άνοιξα βιβλίο, γι’ αυτό έχασα το παιχνίδι των διαγωνισμών». β. νικιέμαι: «έπαιξα τάβλι με τον τάδε κι έχασα το παιχνίδι || η ομάδα μας έχασε το παιχνίδι, γιατί η αντίπαλη ομάδα ήταν πολύ ισχυρή»·
- χοντρό παιχνίδι, α. υπόθεση ή διαπραγμάτευση που αφορά μεγάλα χρηματικά ποσά ή σοβαρά ζητήματα: «δεν υπάρχει χοντρό παιχνίδι που να μην είναι μέσα αυτός ο μεγαλοκαρχαρίας!». β. (για χαρτοπαίγνιο) όπου ποντάρονται, όπου παίζονται μεγάλα χρηματικά ποσά: «δεν μπορώ να μπω σε τόσο χοντρό παιχνίδι, γιατί όλοι οι παίχτες είναι από βιομήχανος και πάνω»·
- χόντρυνε το παιχνίδι, ηπιότερη έκφραση του παραχόντρυνε το παιχνίδι·
- χτυπώ το παιχνίδι στα ίσα, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) αν και είμαι ομάδα κατώτερης δυναμικότητας, εντούτοις παίζω με την αντίπαλη ομάδα ως ίσος προς ίσο με σκοπό τη νίκη: «αν και παίζουν με την πρωτοπόρο του πρωταθλήματος, οι παίχτες είναι αποφασισμένοι να χτυπήσουν το παιχνίδι στα ίσα»·
- ψηλό παιχνίδι, (για ποδόσφαιρο) κατά τη διάρκεια του οποίου οι παίχτες ανταλλάσσουν την μπάλα μεταξύ τους με το κεφάλι ή με ψηλοκρεμαστές μπαλιές: «ο προπονητής συμβούλεψε τους παίχτες του ν’ αφήσουν το ψηλό παιχνίδι και να παίζουν με συρτές μπαλιές»·
- ψιλό παιχνίδι, (για χαρτοπαίγνιο) όπου δεν ποντάρονται, δεν παίζονται μεγάλα χρηματικά ποσά: «κάθε Κυριακή πρωί μαζευόμαστε στο καφενείο για καμιά πόκα, αλλά μόνο για ψιλό παιχνίδι».

καιρός

καιρός, ο, ουσ. [<αρχ. καιρός], ο καιρός. 1. προσδιορισμός ιστορικής χρονολογίας, χρονικής στιγμής, εποχής του χρόνου, χρονικής διάρκειας: «τον καιρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου || τον καιρό του πολέμου ||  εκείνο τον καιρό ήμουν σε άσχημη κατάσταση || τι καιρό είχαμε γνωριστεί; || πόσο καιρό θέλεις για να τελειώσεις τη δουλειά;». 2. οι ατμοσφαιρικές συνθήκες: «χάλασε ο καιρός || τι καιρό κάνει; || ο καιρός είναι άστατος». 3. η κατάλληλη περίσταση, η ευκαιρία, η στιγμή που αρμόζει: «θα το μάθεις, όταν θα έρθει ο καιρός». 4. η κατάλληλη εποχή, ο χρόνος της ακμή, ο χρόνος της ωριμότητας: «είναι στον καιρό του ο γιος μου και ψάχνει για νύφη». 5. ο διαθέσιμος χρόνος: «δεν έχω καιρό αυτή τη στιγμή, ίσως αύριο να μπορέσω να σ’ εξυπηρετήσω». 6. μεγάλο χρονικό διάστημα: «έχω να τον δω καιρό». 7. στον πλ. οι καιροί, οι κοινωνικές συνθήκες, γενικά η κατάσταση που επικρατεί, οι περιστάσεις, η εποχή: «οι καιροί δε μας επιτρέπουν παραπανίσια έξοδα». (Ακολουθούν 175 φρ.)·
- αγρίεψε ο καιρός, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες άλλαξαν απότομα προς το χειρότερο: «το πρωί είχαμε λιακάδα, αλλά τ’ απόγευμα ξαφνικά αγρίεψε ο καιρός»·
- άλλαξαν οι καιροί ή οι καιροί άλλαξαν, μεταβλήθηκε η κοινωνική κατάσταση είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, άλλαξαν οι περιστάσεις: «τώρα που έπεσε η χούντα, άλλαξαν οι καιροί κι έχουμε δημοκρατία || κάποτε η φιλία ήταν ιερό πράγμα, τώρα όμως άλλαξαν οι καιροί κι ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για την πάρτη του». (Τραγούδι: ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί,είν’ όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια, αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί δεν είναι όλα όπως λεν τα παραμύθια)· βλ. και φρ. άλλαξαν τα πράγματα, λ. πράγμα·
- άλλοι καιροί τότε! βλ. φρ. άλλες εποχές τότε! λ. εποχή·
- ανάποδοι καιροί, χρονική περίοδος με δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «μα τι ανάποδοι καιροί είναι αυτοί που περνούμε! Κάθε τόσο και κάτι κακό συμβαίνει»· βλ. και φρ. ανώμαλοι καιροί·
- ανάποδος καιρός, που δεν υπάρχουν σταθερές ατμοσφαιρικές συνθήκες: «πολύ ανάποδος καιρός ο σημερινός· απ’ το πρωί μέχρι τ’ απόγευμα άλλαξε τρεις φορές. Πότε βροχή, πότε ήλιο και τώρα μας τρέλανε με τον αέρα!»·
- άνοιξε ο καιρός, καθάρισε ο ουρανός από τα σύννεφα, βγήκε ήλιος: «μόλις άνοιξε ο καιρός, η παραλία γέμισε από κόσμο»·
- ανώμαλοι καιροί, χρονική περίοδος αστάθειας και ταραχών: «εύχομαι να ζείτε πάντα με ασφάλεια και ειρήνη και να μη γνωρίσετε κι εσείς ανώμαλους καιρούς, όπως γνώρισε η γενιά μου»·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι βεντούζες, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που βγήκαν οι λάσπες, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό που ο Παρθενώνας ήταν γιαπί, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό της πυραμίδας του Χέοπος, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό της Τουρκοκρατίας, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Αβραάμ, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Αδάμ, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Εικοσιένα, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Νώε, α. προσδιορισμός γεγονότος που συνέβη πάρα πολύ παλιά: «η γνωριμία των οικογενειών μας έγινε απ’ των καιρό του Νώε». β. (για μηχανήματα ή κατασκευές) που κατασκευάστηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν και, κατ’ επέκταση, που είναι πολύ παλιό ή σχεδόν άχρηστο: «έχει ένα αυτοκίνητο απ’ τον καιρό του Νώε και κάθε λίγο και λιγάκι το πηγαίνει στο συνεργείο || έχει ένα ψυγείο απ’ τον καιρό του Νώε και χρησιμοποιεί ακόμη πάγο». γ. (για πράγματα) που είναι πάρα πολύ παλιό και, κατ’ επέκταση, που μπορεί να έχει και συλλεκτική αξία: «έχει ένα κηροπήγιο απ’ τον καιρό του Νώε και το φυλάει σαν τα μάτια του». δ. (για ιδέες) που είναι απαρχαιωμένες: «σήμερα ο κόσμος έχει διαφορετική γνώμη για τα πράγματα, κι αυτά που λες εσύ τα έλεγαν απ’ τον καιρό του Νώε». Συνών. οι εννιά πιο πάνω και οι τρεις επόμενες φρ. συν από αμνημονεύτων χρόνων / από αρχαιοτάτων χρόνων / από καταβολής κόσμου / από κτίσεως κόσμου·
- απ’ τον καιρό του Όθωνα, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό του Φαραώ, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- απ’ τον καιρό των πυραμίδων, βλ. φρ. απ’ τον καιρό του Νώε·
- από καιρό, πριν από αρκετό χρονικό διάστημα: «από καιρό ξέρω τη σχέση του με την τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: τον έφαγε μια παστρικιά, μια του παλιά αγαπητικιά, αχ, έρημη αγάπη, γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ κρυφά της τα ’χε από καιρό με την Αγγέλα του Αράπη
- από καιρό ήθελα να..., πέρασε πολύς καιρός από τότε που ήθελα να..., εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα ήθελα να…: «από καιρό ήθελα να σε δω να σου μιλήσω || από καιρό ήθελα να κάνω αυτό το ταξίδι»·
- από καιρό σε καιρό, μερικές φορές, σε αραιά χρονικά διαστήματα, σπάνια: «περνάει από καιρό σε καιρό απ’ το μαγαζί και τα λέμε, αλλά τώρα έχει να εμφανιστεί ένα μήνα || από καιρό σε καιρό φιλοτιμείται να διαβάσει και κανένα βιβλίο!». Συνών. κάπου κάπου / πότε πότε / που και που·
- από καιρού εις καιρόν, βλ. συνηθέστ. από καιρό σε καιρό·
- άστατος καιρός, (στη γλώσσα της αργκό) προειδοποίηση σε κάποιον ή κάποιους πως η αστυνομία κάνει έρευνες για μια συγκεκριμένη υπόθεση στην οποία ίσως να ενέχονται και αυτοί, ή, γενικά, ότι υπάρχει επικείμενος κίνδυνος: «μην πάτε στα μπαράκια της παραλίας, γιατί επικρατεί άστατος καιρός»· βλ. και φρ. ανάποδος καιρός·
- άσχημος καιρός, βλ. φρ. ανάποδος καιρός·
- βλάκας παντός καιρού, βλ. λ. βλάκας·
- βρίσκω καιρό ή βρίσκω τον καιρό, α. βρίσκω την κατάλληλη περίσταση, τη στιγμή που αρμόζει, την ευκαιρία: «καθώς ήμουν αφηρημένος, βρήκε τον καιρό και μου ’κλεψε την τσάντα». β. βρίσκω διαθέσιμο χρόνο: «εσύ αν θέλεις, μπορείς να βρεις καιρό να με βοηθήσεις || δεν μπορώ να βρω τον καιρό να σε βοηθήσω»·
- γαμάς δε γαμάς, ο καιρός περνάει ή γαμείς δε γαμείς, ο καιρός περνάει, βλ. λ. γαμώ·
- για να περνώ τον καιρό μου, έκφραση που δηλώνει πως, αυτό το συγκεκριμένο με το οποίο ασχολούμαι κάποιο χρονικό διάστημα, είναι για μένα μια πάρεργη ασχολία που με ευχαριστεί: «μετά τη δουλειά μου, ασχολούμαι με τη συλλογή γραμματοσήμων για να περνώ τον καιρό μου»·
- γλυκός καιρός, που είναι μαλακός, ήπιος: «κάθε φορά που είναι γλυκός ο καιρός, είναι πολλοί αυτοί που κάνουν βόλτα στην παραλία»· 
- γύρισε ο καιρός, άλλαξαν οι καιρικές συνθήκες προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «τ’ απόγευμα γύρισε ο καιρός και βγήκε ήλιος || όλο το πρωί είχαμε ηλιοφάνεια, αλλά προς το μεσημέρι γύρισε ο καιρός κι άρχισε να βρέχει»·
- δε βρίσκω καιρό (για κάτι), βλ. φρ. δεν έχω καιρό (για κάτι)·
- δε με παίρνει ο καιρός, βλ. συνηθέστ. δε με παίρνει ο χρόνος, λ. χρόνος·
- δε χάνω (τον) καιρό, βιάζομαι, ενεργώ ταχύτατα: «μόλις έμαθε πως πήγαν το φίλο του στο νοσοκομείο, δεν έχασε καιρό κι έτρεξε να τον δει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψ’ έλα κοντά μου, τσιγγάνα, στον οντά μου, έλα να με γιάνεις και τον καιρό μη χάνεις
- δε χάνω τον καιρό μου, ασχολούμαι με πράγματα ουσιαστικά και ωφέλιμα, δεν αφήνω τον καιρό μου να περνάει ανεκμετάλλευτος: «δε χάνω τον καιρό μου με ανόητα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια ζήταγα να βρω τον άνθρωπό μου και τώρα που σ’ αντάμωσα δε χάνω τον καιρό μου
- δεν είναι καιρός για… ή δεν είναι καιρός να…, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή: «δεν είναι καιρός να κάνουμε έξοδα, γιατί δυσκόλεψαν τα πράγματα || δεν είναι καιρός για διασκεδάσεις, γιατί έχουμε δουλειά»·
- δεν είναι καιρός για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες·
- δεν είναι καιρός για παιχνίδια, πρέπει να σοβαρευτώ, να σοβαρευτούμε, πρέπει να ενεργοποιηθώ, να ενεργοποιηθούμε: «δεν είναι καιρός για παιχνίδια, γιατί αρχίζουν σε λίγο οι εξετάσεις»· βλ. και φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια·
- δεν είναι στον καιρό τους, (για καρπούς ή φρούτα) λέγεται στην περίπτωση που δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της ωρίμανσης: «τα σταφύλια δεν είναι ακόμα στον καιρό τους, γι’ αυτό και είναι ξινά || τα σύκα και τα σταφύλια είναι στον καιρό τους το μήνα Αύγουστο»· 
- δεν έχασε καιρό και…, βλ. συνηθέστ. χωρίς να χάνει καιρό·
- δεν έχει καιρό, επικρατούν ομαλές ατμοσφαιρικές συνθήκες: «μια και δεν έχει καιρό, αποφασίσαμε να πάμε για ψάρεμα»·
- δεν έχω καιρό (για κάτι), δεν έχω διαθέσιμο χρόνο, δεν είμαι εύκαιρος: «δεν έχω καιρό ν’ ασχοληθώ μαζί σου || δε θα ’ρθω μαζί σας, γιατί δεν έχω καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να σπάσουμε τις αλυσίδες, δεν έχουμε καιρό γι’ άλλες ελπίδες
- δεν έχω καιρό για κουβέντες, είμαι πολύ βιαστικός, δεν έχω χρόνο στη διάθεσή μου, επείγομαι για κάτι: «πες μου στα γρήγορα τι ακριβώς θέλεις, γιατί δεν έχω καιρό για κουβέντες»·
- δεν έχω καιρό για παιχνίδια, επείγομαι να τελειώσω κάτι: «δεν έχω καιρό για παιχνίδια, γιατί πρέπει να παραδώσω κάποια δουλειά»· βλ. και φρ. δεν είναι καιρός για παιχνίδια·
- δεν έχω καιρό για χάσιμο, α. δηλώνει άμεση ενέργεια λόγω ελλείψεως χρόνου: «πρέπει να φύγω να προλάβω τ’ αεροπλάνο, γι’ αυτό δεν έχω καιρό για χάσιμο». β. δηλώνει άμεση και ουσιαστική εκμετάλλευση του χρόνου που κυλάει: «αν θέλω να πετύχω στο πανεπιστήμιο, χρειάζεται πολύ διάβασμα, γι’ αυτό δεν έχω καιρό για χάσιμο»·
- δίνω καιρό ή δίνω τον καιρό (σε κάποιον), δίνω χρονικό περιθώριο σε κάποιον να κάνει κάτι: «δώσε μου λίγο καιρό και θα σου επιστρέψω τα λεφτά που σου χρωστάω || δώσε μου τον καιρό να ετοιμαστώ». (Τραγούδι: δε σου ’χω πει ακόμα τίποτα, δώσ’ μου τον καιρό, όλα τα λόγια μου τ’ ανείπωτα μέσα σου να βρω
- εδώ και καιρό ή εδώ και τόσο καιρό, (αόριστα) πάρα πολύ καιρό, τόσον καιρό: «εδώ και τόσο καιρό σε συμβουλεύω ν’ αλλάξεις τακτική κι εσύ με γράφεις στα παλιά σου τα παπούτσια»·
- είναι άσχημος καιρός ή είναι άσχημος ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες δεν είναι καλές: «ματαιώσαμε την εκδρομή μας, γιατί είναι άσχημος ο καιρός»·
- είναι καιρός για…, οι καιρικές συνθήκες είναι κατάλληλες για…: «το χειμώνα είναι καιρός για σκι, ενώ το καλοκαίρι είναι καιρός για μπάνια»·
- είναι καιρός να… ή είναι καιρός τώρα να…, είναι η κατάλληλη στιγμή, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου: «είναι καιρός να φύγουμε, γιατί πέρασε η ώρα || αφού βρήκες δουλειά, είναι καιρός τώρα να παντρευτείς»·
- είναι καιρός που… ή είναι καιρός τώρα που…, λέγεται για κάτι που άρχισε στο παρελθόν και συνεχίζεται μέχρι αυτή τη στιγμή: «είναι καιρός που πάει κι έρχεται στο γραφείο του τάδε || είναι καιρός τώρα που σε ψάχνει ο τάδε»·
- είναι καιρός που δεν…, βλ. φρ. πάει καιρός που δεν(…)·
- είναι καιρός που μας άφησε, βλ. φρ. πάει καιρός που μας άφησε·
- είναι κακός καιρός ή είναι κακός ο καιρός, βλ. φρ. είναι άσχημος καιρός·
- είναι καλός καιρός ή είναι καλός ο καιρός, οι καιρικές συνθήκες είναι καλές: «κάθε φορά που είναι καλός ο καιρός, βγαίνουμε με τη βάρκα για ψάρεμα»·
- είναι κόντρα ο καιρός, ο αέρας έρχεται αντίθετα, ενάντια προς τη φορά του πλοίου, το πλοίο δέχεται τον αέρα στη πρύμνη του, και, κατ’ επέκταση, ο καιρός δεν είναι καλός: «δε θα ρίξω σήμερα το σκάφος στη θάλασσα, γιατί είναι κόντρα ο καιρός». (Λαϊκό τραγούδι: κόντρα ο καιρός Φλωριά και τα ψάρια δεν τσιμπάνε. -Δε βαριέστε, βρε παιδιά, όσα έρθουν κι όσα πάνε
- είναι μπροστά απ’ τον καιρό του, βλ. συνηθέστ. είναι μπροστά απ’ την εποχή του, λ. εποχή·
- είναι στον καιρό της, (για έγκυες γυναίκες), βλ. συνηθέστ. είναι στις μέρες της, λ. μέρα·
- είναι στον καιρό του, (για αρσενικά ζώα) βρίσκεται σε περίοδο για να ζευγαρώσει με το θηλυκό: «ψάχνω να βρω μια σκυλίτσα ράτσας, γιατί το σκυλί μου είναι στον καιρό του»·
- είναι στον καιρό του (της), βρίσκεται στην κατάλληλη ηλικία για να κάνει κάτι, ιδίως να παντρευτεί: «έχει ένα παλικάρι, που είναι στον καιρό του, αλλά εδώ που τα λέμε κι η κόρη μου είναι στον καιρό της». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό μην πιάνεσαι κορόιδο και κουτή· τώρα λοιπόν που είσαι στον καιρό σου,προτού περάσουνε τα χρόνια σου μικρή, για κοίτα να ’βρεις κι εσύ τον άνθρωπό σου
- είναι φρούτο του καιρού, βλ. λ. φρούτο·
- έκλεισε ο καιρός, συννέφιασε: «το πρωί είχαμε λιακάδα, αλλά προς τ’ απόγευμα έκλεισε ο καιρός»·
- εν καιρώ, αργότερα, κάποτε στο μέλλον: «εν καιρώ θ’ ασχοληθώ και με το πρόβλημά σου»·
- έναν καιρό, κάποτε στο παρελθόν, άλλοτε, παλιά: «έναν καιρό μέναμε με τον τάδε στην ίδια γειτονιά». (Λαϊκό τραγούδι: έναν καιρό που με έστελνε η μάνα μου σχολείο κι ο δάσκαλος με έβαζε στο πρώτο το θρανίο
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι, (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), βλ. λ. άγγελος·
- έπεσε ο καιρός, σταμάτησε να φυσάει ή φυσάει με λιγότερη ένταση: «μόλις έπεσε ο καιρός, τα παιδιά βγήκαν στην πλατεία να παίξουν || αν δεν πέσει ο καιρός, δεν μπορεί ν’ αποπλεύσει το καράβι»· βλ. και φρ. μαλάκωσε ο καιρός·
- έσφιξε ο καιρός, επιδεινώθηκε: «το πρωί είχε λιακάδα, αλλά προς τ’ απόγευμα έσφιξε ο καιρός»·
- έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε, δηλώνει πολύ άσχημο καιρό, που πρέπει κανείς να τον περάσει στο σπίτι του: «ξέχνα την εκδρομή που είχαμε προγραμματίσει, γιατί έτσι που είναι ο καιρός, χέσε και πέσε»·
- έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, έκφραση που δηλώνει τη μοιρολατρική αποδοχή των περιστάσεων, την παραδοχή μας πως δεν μπορούμε να επέμβουμε και να αλλάξουμε την πορεία των γεγονότων ή να αντισταθούμε στις κοινωνικές συνθήκες, ή που φανερώνει την προσπάθειά μας να δικαιολογηθούμε για κάποιο ατόπημα ή κάποια επιλήψιμη πράξη μας, υποστηρίζοντας πως υπαγορεύεται ή απαιτείται από την παρούσα κοινωνική κατάσταση. (Λαϊκό τραγούδι: είμαι γυναίκα του γλεντιού και δεν υπολογίζω, έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω)·  
- έχει καιρό, επικρατούν άστατες ατμοσφαιρικές συνθήκες: «αφού έχει καιρό δε θα μπορέσουμε να πάμε για ψάρεμα»·
- έχει ο καιρός γυρίσματα, α. τίποτα δε διαρκεί μόνιμα, τα δεδομένα μιας κατάστασης διαφοροποιούνται μέσα στο χρόνο: «μην ανησυχείς, θα ξαναπάρει γρήγορα τ’ απάνω του, γιατί έχει ο καιρός γυρίσματα». β. λέγεται και ως απειλή από άτομο που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και δεν μπορεί να ενεργήσει δυναμικά εναντίον κάποιου, αλλά τον προειδοποιεί πως, μόλις αποκτήσει τη δύναμη, τη δυνατότητα, θα του συμπεριφερθεί ανάλογα: «τώρα που έχεις το πάνω χέρι, κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά να θυμάσαι πως έχει ο καιρός γυρίσματα». Σε αρκετές περιπτώσεις, η φρ. κλείνει με το κι ο χρόνος εβδομάδες. Συνών. έχει η ζωή γυρίσματα. Από το ότι ο καιρός είναι ευμετάβλητος· βλ. και φρ. γύρισε ο καιρός·
- έχω καιρό ή έχουμε καιρό, έχω, διαθέτω χρόνο, προλαβαίνω να κάνω κάτι, δε βιάζομαι: «έχω καιρό για να πάω στο αεροδρόμιο || έχουμε καιρό για να τελειώσω τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: πες της για να πάει να φέρει το γιατρό κι ώσπου να τον φέρει έχουμε καιρό).Συνήθως η φρ. κλείνει με το ακόμα ή με το μπροστά μου ή μπροστά μας. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- έχω καιρό για χάσιμο; βλ. φρ. δεν έχω καιρό για χάσιμο·
- έχω καιρό να…, λέγεται για κάτι που έγινε ή που κάναμε πριν από αρκετό χρονικό διάστημα: «έχω καιρό να σε δω || έχω καιρό να πάω στα μπουζούκια». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακούγεται το αρκετό ή το πολύ· βλ. και φρ. καιρό έχω να(…)·
- έχω καιρό μπροστά μου, βλ. φρ. έχω χρόνο μπροστά μου, λ. χρόνος·
- έχω τον καιρό πρίμα, α. ταξιδεύω, ιδίως με ιστιοφόρο, έχοντας ευνοϊκό άνεμο: «σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας είχαμε τον καιρό πρίμα και πλέαμε με φουσκωμένα τα πανιά». β. η ζωή μου, η δουλειά μου, εξελίσσεται ευνοϊκά: «τώρα που έχω τον καιρό πρίμα, πρέπει να τακτοποιήσω όλες τις υποθέσεις μου»·
- η τύχη και το γυαλί δε βαστούν πολύ καιρό, βλ. λ. τύχη·
- ήρθαν άλλοι καιροί, άλλαξε η κατάσταση στη ζωή ενός ατόμου ή ενός τόπου, μιας χώρας: «απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, ήρθαν άλλοι καιροί || κάποτε περνούσαμε τη ζωή μας ήσυχα κι ευτυχισμένα, όμως με τη γερμανική κατοχή ήρθαν άλλοι καιροί». (Λαϊκό τραγούδι: μα περάσαν τα χρόνια κι ήρθαν άλλοι καιροί,τώρα εγώ θα γελάω μα θα κλάψεις εσύ)·  
- ήρθε ο καιρός, έφτασε η κατάλληλη στιγμή, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου:  «ήρθε ο καιρός να κάνεις κι εσύ οικογένεια». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε είδα όνειρο που ’χε πολλά ελάφια και είπα ήρθε ο καιρός ν’ απολυθώ -ν’ απολυθώ- πιλάφια
- θα (το) δείξει ο καιρός, βλ. φρ. ο καιρός θα (το) δείξει·
- θέλει καιρό για να…, απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρωθεί κάτι: «θέλει καιρό για να ωριμάσουν τα ροδάκινα || θέλει καιρό για να τελειώσει η δουλειά». Πολλές φορές, μετά τον καιρό, ακολουθεί το ακόμα  ·
- θέλω καιρό για να…, α. απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρώσω κάτι: «θέλω καιρό για να πάρω το πτυχίο μου». Πολλές φορές, μετά τον καιρό, ακολουθεί το ακόμα. β. χρειάζομαι διαθέσιμο χρόνο: «θέλω καιρό για ν’ ασχοληθώ με την περίπτωσή σου, γιατί είναι πολύ μπερδεμένη»·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, βλ. λ. Θεός·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, βλ. λ. Θεός·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα, βλ. λ. αβγό·
- κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- καιρό έχω να…, δηλώνει μεγάλο χρονικό διάστημα: «ερχόταν αυτός που ζητάς σ’ αυτό το μπαράκι, αλλά καιρό έχω να τον δω»· βλ. και φρ. έχω καιρό να(…)·
- καιρός για σπίτι, δηλώνει πολύ άσχημο καιρό: «πού θα πάτε εκδρομή, δε βλέπετε που είναι καιρός για σπίτι;»·
-καιρός είναι να…, έκφραση με την οποία θέλουμε να προλάβουμε κάποια απαίτηση ή κάποια ενέργεια ατόμου, που δε μας είναι επιθυμητή ή ευχάριστη: «καιρός είναι να μου ζητάς πάλι δανεικά, απ’ τη στιγμή που δε μου ’φερες ούτε τα προηγούμενα! || καιρός είναι να μας πεις πως σ’ αδικήσαμε κι από πάνω!»·
- καιρός ήταν! έκφραση με την οποία δηλώνουμε την ευχαρίστηση ή την ικανοποίησή μας για ενέργεια ατόμου ή για κάτι που περιμέναμε προ πολλού να εκδηλωθεί: «ήρθα να σου επιστρέψω τα δανεικά που σου είχα πάρει. -Καιρός ήταν! || ήρθα να σου ζητήσω συγνώμη. -Καιρός ήταν! || άρχισε να βρέχει. -Καιρός ήταν!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το επιτέλους·
- καιρός να…, έκφραση που δηλώνει πως έφτασε η ώρα να γίνει ή να ενεργήσουμε σύμφωνα με αυτό που δηλώνει το ρ. που ακολουθεί: «καιρός να φεύγουμε, γιατί πέρασε η ώρα || καιρός ν’ αρχίσουμε να δουλεύουμε γιατί αρκετά καθίσαμε». (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου, καιρός ν’ αλλάξει νου, γιατί και να το θέλει, δε γίνεσαι αλλουνού
- καιρός να του δίνω! ή καιρός να του δίνουμε! βλ. φρ. ώρα να του δίνω! λ. ώρα·
- καιρός πανί, καιρός κουπί, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή: «αν θέλεις να πετύχει η δουλειά σου, πρέπει να κάνεις το άνοιγμα τώρα που είναι ευνοϊκά τα πράγματα, γιατί καιρός πανί, καιρός κουπί». Από την εικόνα του ναυτικού που, όταν έχει άνεμο χρησιμοποιεί τα πανιά και όταν πέσει ο άνεμος χρησιμοποιεί τα κουπιά της βάρκας του·
- καιρός πανί, καιρός παιδί, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην ώρα του, στην εποχή του, στην κατάλληλη ηλικία: «δεν είναι σωστό τώρα που γεράσαμε να τρέχουμε πίσω απ’ τα κοριτσόπουλα, γιατί καιρός πανί, καιρός παιδί». Από το ότι, όταν η γυναίκα αποκτήσει παιδί, δεν έχει καιρό να ασχολείται πολύ με το σπίτι της ή με το με το εργόχειρό της, γιατί αφοσιώνεται στη φροντίδα του·
- καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στον καιρό του, στην ώρα του, στην κατάλληλη στιγμή: «δεν έχω ούτε την όρεξη ούτε τη δύναμη να μπλεχτώ στην ηλικία που βρίσκομαι με επιχειρήσεις, γιατί καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια». Συνών. κάθε πράγμα στη σειρά του / κάθε πράγμα στην ώρα του / κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα / κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο / κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη / το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι / τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα·
- καιρούς και ζαμάνια, βλ. συνηθέστ. χρόνια και ζαμάνια·
- κακός καιρός, κακοκαιρία: «όταν έχει κακό καιρό, δε βγαίνω απ’ το σπίτι»·
- καλός καιρός, καλοκαιρία: «όταν έχει καλό καιρό, πάω βόλτα στην παραλία»·
- κατά καιρούς, σε αραιά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους, πότε πότε: «γενικά δεν του αρέσουν τα βιβλία, αλλά κατά καιρούς πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα»·
- κατά τον καιρό και το χορό, λέγεται στην περίπτωση εκείνη που κάποια ενέργεια εξυπηρετεί ή ταιριάζει σε κάποια περίσταση: «με την αναδουλειά που υπάρχει στην αγορά δε βλέπω φέτος να κάνω διακοπές, γιατί κατά τον καιρό και το χορό». Συνών. κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα / κατά τον άγιο και το κερί του·
- κερδίζω καιρό, βλ. συνηθέστ. κερδίζω χρόνο, λ. χρόνος·
- κλειστός καιρός, συννεφιασμένη, βαριά ατμόσφαιρα, που συχνά εξελίσσεται σε καταιγίδα: «είναι μανιώδης ψαράς αλλά, κάθε φορά που βλέπει κλειστό καιρό, δεν πάει για ψάρεμα»·
- κοιμάται του καλού καιρού, α. είναι βυθισμένος στον ύπνο: «ξάπλωσε από νωρίς, γιατί ήταν κουρασμένος, και τώρα κοιμάται του καλού καιρού». β. (ειρωνικά) δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα κακά συμβαίνουν γύρω του ή σε βάρος του: «η γυναίκα του τον κερατώνει κι αυτός κοιμάται του καλού καιρού»·
- κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό, λέγεται ειρωνικά ή επιτιμητικά για τους αργόσχολους, τους τεμπέληδες: «μόλις ξυπνούν, μαζεύονται στο μπαράκι της γειτονιάς κι όλη μέρα είναι κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό»·
- μαλάκωσε ο καιρός, σταμάτησε να κάνει κρύο ή κάνει λιγότερο κρύο: «χτες είχε κρύο τσουχτερό, αλλά σήμερα μαλάκωσε ο καιρός»· βλ. και φρ. έπεσε ο καιρός· 
- μας άφησε καιρό, βλ. συνηθέστ. πάει καιρός που μας άφησε·
- μας τα χάλασε ο καιρός, η κακοκαιρία ματαίωσε το πρόγραμμά μας, γιατί μας δημιούργησε δυσκολίες: «θέλαμε να πάμε απ’ το πρωί για ψάρεμα, αλλά μας τα χάλασε ο καιρός, γιατί έβγαλε τρελό αέρα»·
- με τον έρωτα περνά ο καιρός και με τον καιρό ο έρως, βλ. λ. έρωτας·
- με τον καιρό, με την πάροδο, με το πέρασμα του χρόνου: «με τον καιρό θα ξεχαστούν όλα». (Λαϊκό τραγούδι: θα κλάψω πικρά, μα θα ξεχάσω, μα θα ξεχάσω, με τον καιρό,καινούρια ζωή θα χαράξω να μην πονάω που σ’ αγαπώ
- με τον καιρό και την υπομονή, γίνεται το φύλλο της μουριάς μετάξι, βλ. λ. μετάξι·
- με τον καιρό του, τη σωστή χρονική στιγμή, όταν θα είναι κάποιος ή κάτι έτοιμο(ς) κατάλληλο(ς) ευνοϊκό(ς), με το χρονικό διάστημα που χρειάζεται: «μη βιάζεσαι να παντρευτείς, κάθε πράγμα με τον καιρό του || όλα θα τακτοποιηθούν με τον καιρό τους»·
- μη χάνεις καιρό, α. τρέξε γρήγορα, βιάσου, σπεύσε: «σε θέλει ο πατέρας κι είναι νευριασμένος, γι’ αυτό μη χάνεις καιρό». β. ενεργοποιήσου αμέσως: «αν αναλάβεις αυτή τη δουλειά θα βγάλεις καλά λεφτά, γι’ αυτό μη χάνεις καιρό»·  
- μη χάνεις τον καιρό σου, μη ματαιοπονείς: «εφόσον δε θέλει να κάνει δεσμό η κοπέλα μαζί σου, μη χάνεις τον καιρό σου». (Λαϊκό τραγούδι: σε γελάσανε, μη χάνεις τον καιρό σου, δε σε σπούδασε καλά ο δάσκαλός σου
- μηνύματα των καιρών, βλ. λ. μήνυμα·
- μια φορά κι έναν καιρό, βλ. λ. φορά·
- νέοι καιροί, νέα ήθη, λέγεται για να δηλώσουμε πως οι κοινωνικές συνθήκες άλλαξαν, ιδίως προς το χειρότερο: «κάποτε οι νέοι σέβονταν τους γεροντότερους, αλλά σήμερα νέοι καιροί, νέα ήθη»·
- ξοδεύω τον καιρό μου, τον διαθέτω άσκοπα: «μην ξοδεύεις τον καιρό σου, γιατί είναι πολύτιμος»· βλ. και φρ. περνώ τον καιρό μου·
- ο καιρός έδειξε τα δόντια του ή έδειξε τα δόντια του ο καιρός, υπήρξε επιδείνωση του καιρού, ιδίως με δριμύ ψύχος, με παγωνιά: «απ’ την αρχή του χειμώνα ο καιρός δεν ήταν και πολύ κρύος, αλλά, μόλις μπήκε ο Φλεβάρης, ο καιρός έδειξε τα δόντια του»·
- ο καιρός είναι στο… (στη…), οι ατμοσφαιρικές συνθήκες έχουν τάση, δείχνουν προς κάποιο καιρικό φαινόμενο: «ο καιρός είναι στη βροχή || ο καιρός είναι στο χιονιά». (Λαϊκό τραγούδι: είπα, ο καιρός είναι στη βροχή πώς να με νοιαστεί μια ξένη πόλη; Κι έτσι ξαφνικά, ένιωσα φτωχή. Όπως νιώθουμ’ όλοι  
- ο καιρός θα (το) δείξει, με την πάροδο του χρόνου θα αποδειχτεί κάτι: «ο καιρός θα δείξει τι σόι άνθρωπος είναι || ο καιρός θα δείξει, αν θα έχουμε φέτος βαρύ χειμώνα»·
- ο καιρός (το) πάει για…, έχει την τάση, δείχνει πως θα…, εξελίσσεται σε…: «απ’ το πρωί ο καιρός το πάει για βροχή || έχω την εντύπωση πως ο καιρός το πάει για χιόνι»·
- ο καιρός τρέχει, βλ. φρ. τρέχει ο καιρός·
- ο καιρός φυσάει πρίμα, φυσάει ευνοϊκός άνεμος. (Λαϊκό τραγούδι: ελαφρό ήταν το κύμα και ο καιρός φυσούσε πρίμα και μας φέρνει μάνι μάνι στου Περαία το λιμάνι
- ο παλιός καλός καιρός, βλ. φρ. οι παλιές καλές μέρες, λ. μέρα·
- όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει, δεν πρέπει να αφήνουμε τον καιρό μας να φεύγει ανεκμετάλλευτος, γιατί δε θα μπορέσουμε να τον ξαναβρούμε: «τώρα που είσαι νέος, μην αφήνεις τον καιρό σου να φεύγει άδικα, γιατί, όποιος σκορπάει τον καιρό, δεν τον ξαναμαζεύει»·
- όπως τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω, βλ. φρ. έτσι τον βρίσκω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω·
- όπως τον παλιό καλό καιρό, όπως τότε που όλα ήταν ωραία και οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς πολλά προβλήματα και ευτυχισμένοι: «πολλές φορές ονειρεύτηκα πως ζούσα στην αγαπημένη μου γειτονιά όπως τον παλιό καλό καιρό, αλλά το πρωί σαν ξυπνούσα, ερχόμουν πάλι αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα»·
- όσο είναι καιρός, όσο υπάρχουν ακόμη περιθώρια χρόνου:  «πρέπει να παντρευτείς όσο είναι καιρός, γιατί μετά τα σαράντα δυσκολεύουν τα πράγματα»·
- πάει καιρός που… ή πάει καιρός τώρα που…, εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, πολύ παλιά: «πάει καιρός που έχω κόψει το κάπνισμα || πάει καιρός τώρα που έφυγε και δε θα ξανάρθει». (Λαϊκό τραγούδι: πάει καιρός που κόπηκε το επίδομα ανεργίας, τζίφος και με την αίτηση στο Ευρέσεως Εργασίας)· βλ. και φρ. είναι καιρός που(…)·
- πάει καιρός που δεν…, πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα που δεν κάνω κάτι: «πάει καιρός που δεν καπνίζω, γιατί μου δημιούργησε πρόβλημα στα πνευμόνια || πάει καιρός που δεν τρώω λιπαρά, γιατί έχω ανεβασμένη χοληστερίνη»·
- πάει καιρός που μας άφησε, πέθανε πριν από πολύ καιρό: «δε μένει πια αυτός που ζητάς σ’ αυτό το σπίτι, γιατί πάει καιρός που μας άφησε»·
- πάλι με χρόνια με καιρούς, στο απώτερο μέλλον, κάποτε στο μέλλον: «μπορεί να χώρισαν, αλλά επειδή ξέρω ότι αγαπιούνται, πάλι με χρόνια με καιρούς θα ξανασμίξουν». (Λαϊκό τραγούδι: με χρόνια πάλι με καιρούς κοντά μου θα γυρίσεις, θα σφάλμα σου θα αισθανθείς, συγγνώμη θα ζητήσεις)· 
- πάω κόντρα με τον καιρό ή  πάω κόντρα στον καιρό, εναντιώνομαι στις κρατούσες κοινωνικές ή πολιτικές συνθήκες: «συνήθως δεν πάω κόντρα με τον καιρό κι έτσι έχω το κεφάλι μου ήσυχο || όλα τα επαναστατικά και προοδευτικά πνεύματα πάνε κόντρα στον καιρό». (Λαϊκό τραγούδι: όμως θέλω τη ζωή μου να την χαρώ, γι’ αυτό δεν τα πάω κόντρα με τον καιρό)·
- πέρασε ο καιρός του, (για πρόσωπα) έχασε την παλιά κοινωνική επιρροή ή αίγλη που είχε: «μόλις κατάλαβε πως πέρασε ο καιρός του, αποχώρησε απ’ το κόμμα κι έζησε ήσυχα στο εξοχικό του»·
- πέρασε ο καιρός τους, (για καρπούς, φρούτα) λέγεται στην περίπτωση που ολοκληρώθηκε προ πολλού η διαδικασία της ωρίμανσης και δεν είναι κατάλληλα ή ευχάριστα όταν τα τρώμε: «μην ξαναγοράσεις κεράσια, γιατί πέρασε ο καιρός τους και δεν τρώγονται»·
- περνώ τον καιρό μου, α. τον διαθέτω με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν ορισμένο σκοπό: «όταν δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω, περνώ τον καιρό μου διαβάζοντας || τις Κυριακές περνώ τον καιρό μου σκαλίζοντας τον κήπο του σπιτιού μου». β. ασχολούμαι με κάτι επειδή δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω: «όταν δεν έχω δουλειά, κάθομαι σ’ ένα μπαράκι της παραλίας και περνώ τον καιρό μου βλέποντας τον κόσμο που βολτάρει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε θα περάσω δυο λόγια να σου πω· πως έχω στην καρδιά μου για σε καλό σκοπό. Να παίξω, μη θαρρείς, γυρεύω και τον καιρό μου να περνώ· δυο χρόνια σένανε λατρεύω, τσαχπίνικο μελαχρινό
- πέφτει ο καιρός, οι ατμοσφαιρικές συνθήκες επανέρχονται σταδιακά σε ομαλή κατάσταση: «μόλις πέσει εντελώς ο καιρός, θα βγούμε βόλτα με τη βάρκα»·
- πονηροί καιροί, χρονική περίοδος με ρευστή πολιτική ή οικονομική κατάσταση, που εγκυμονεί απρόβλεπτους κινδύνους: «πρόσεχε τι λες και τι κάνεις, γιατί περνάμε πονηρούς καιρούς και δεν ξέρεις από πού θα ξεσπάσει το κακό»·
- πού καιρός για…, δεν υπάρχει διαθέσιμος, ελεύθερος χρόνος για κάτι: «έχω πάρα πολύ διάβασμα, πού καιρός για διασκεδάσεις!»·
- προ καιρού, πριν από αρκετό καιρό: «τον είδα προ καιρού τυχαία στο δρόμο»·
- πώς αλλάζουν οι καιροί! έκφραση με την οποία αναφέρεται κανείς σε παλιότερες χρονικές περιόδους, όταν  οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από τις παρούσες ή το αντίθετο: «πώς αλλάζουν οι καιροί! Κάποτε επικρατούσε ησυχία και τάξη και σήμερα έχει γίνει Σικάγο η πόλη μας || πώς αλλάζουν οι καιροί! Σήμερα μια τετραμελής οικογένεια χρειάζεται χίλια με χίλια πεντακόσια ευρώ το μήνα για να ζει ανθρωπινά, ενώ κάποτε με εκατόν πενήντα χιλιάδες δραχμές περνούσε όμορφα κι ωραία». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε. (Λαϊκό τραγούδι: βρε πώς αλλάζουν οι καιροί, άλλος εδώ κι άλλος εκεί
- σαν τον παλιό καλό καιρό, έκφραση που, επ’ αφορμή κάποιας καλής στιγμής, αναπολούμε παλιές καλές στιγμές του παρελθόντος: «συγκεντρωθήκαμε όλοι οι φίλοι και διασκεδάσαμε στα μπουζούκια σαν τον παλιό καλό καιρό»·
- σημάδια των καιρών, βλ. λ. σημάδι·
- σημεία των καιρών, βλ. λ. σημείο·
- σκοτώνω τον καιρό μου, α. ξοδεύω άσκοπα το χρόνο μου, τεμπελιάζω: «όλη τη μέρα κάθεται στο καφενείο και σκοτώνει τον καιρό του». β. διασκεδάζω την ανία μου ασχολούμενος στον ελεύθερο χρόνο μου με δευτερεύουσες δραστηριότητες: «έχω μια συλλογή με γραμματόσημα για να σκοτώνω τον καιρό μου»·
- στης ακρίβειας τον καιρό, βλ. λ. ακρίβεια·
- στον καιρό! (στη γλώσσα του στρατού, ιδίως του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας) στρατιωτικό παράγγελμα, που επαναφέρει τους στρατιώτες σε κατάσταση χαλάρωσης, πριν από την εκτέλεση του επίσημου παραγγέλματος, που θα πρέπει να εκτελεστεί με ακρίβεια. Στο στρατό ξηράς χρησιμοποιείται το άκυρο(ν)! (βλ. λ.)·
- στον καιρό μου ή στον καιρό μας, στα δικά μου τα χρόνια, στη δική μου την εποχή, όταν ήμουν νέος: «στον καιρό μου δε δεχόμουν μύγα στο σπαθί μου || στον καιρό μας η οικογένεια ήταν πολύ δεμένη». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- στον καιρό της βασιλείας του ή τον καιρό της βασιλείας του, τότε που είχε σπουδαίο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό ή καλλιτεχνικό ρόλο και που δεν έχει πια είτε λόγω φθοράς είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω αποχώρησης από την ενεργό δράση είτε λόγω θανάτου του: «στον καιρό της βασιλείας του έφτιαξε σπουδαία πράγματα || τον καιρό της βασιλείας του όλα μέσα στο εργοστάσιο δούλευαν ρολόι»·
- στον παλιό καλό καιρό! πρόποση που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι πότες που συνδέονται με παλιά φιλία και με ωραίες αναμνήσεις·
- τι καιρό έχει; βλ. φρ. τι καιρό κάνει(;)·
- τι καιρό κάνει; α. πώς είναι η ατμοσφαιρική κατάσταση(;): «για δες μια στιγμή απ’ το παράθυρο τι καιρό κάνει;». β. λέγεται και με την έννοια τι κοινωνική, πολιτική ή οικονομική κατάσταση επικρατεί κάπου: «εδώ τα πράγματα είναι μια χαρά, στην πατρίδα σας τι καιρό κάνει;». Την εποχή του ψυχρού πολέμου και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, μεταξύ αρκετών Δυτικών διπλωματών επικρατούσε το παρακάτω σκεπτικό: αν θέλεις να μάθεις τι καιρό κάνει στη Μόσχα, μάθε τι καιρό κάνει στη Σόφια, κι αυτό γιατί η κομμουνιστική Βουλγαρία ήταν τότε η πιο πιστή, η πιο φανατική σύμμαχος της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης· βλ. και φρ. τι καιρός φυσάει(;)·
- τι καιρό κάνει εκεί πάνω; ειρωνικό πείραγμα σε πολύ ψηλό άτομο: «Φασούλα, τι καιρό κάνει εκεί πάνω;»·
- τι καιρός φυσάει; ποια είναι η κατάσταση των πραγμάτων, πώς εξελίσσονται οι διάφορες καταστάσεις, ποιο είναι το κοινωνικό ή πολιτικό κλίμα που επικρατεί(;): «εδώ τα πράγματα σκουραίνουν μετά τις τελευταίες απεργιακές κινητοποιήσεις των συνδικάτων, εκεί κάτω τι καιρός φυσάει;»· βλ. και φρ. τι καιρό κάνει(;)·
- τον καιρό εκείνο, πριν από πολύ καιρό, πάρα πολύ παλιά: «τον καιρό εκείνο ήμασταν φίλοι, αλλά μετά χαθήκαμε». (Τραγούδι: τον καιρό εκείνο τον παλιό, και οι δυο γραμμένοι στο σχολειό)· βλ. και φρ. τω καιρώ εκείνω·
- τον καιρό που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, βλ. λ. σκυλί·
- τον κακό μου τον καιρό, έκφραση έντονης δυσαρέσκειας μετά από αποτυχημένη μου ενέργεια ή έκφραση ως ένδειξη μετάνοιας ή αυτοκριτικής: «τον κακό μου τον καιρό, που θέλησα κι εγώ ν’ ασχοληθώ μ’ αυτό το πράγμα». Πολλές φορές, η φρ. για περισσότερο έμφαση κλείνει με το και τον ανάποδό μου το χρόνο·
- τον κακό σου τον καιρό! α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα ή στην ενέργεια κάποιου: «τον κακό σου τον καιρό, που έγιναν έτσι τα πράγματα! || τον κακό σου τον καιρό, που θα μπορέσεις να το επιδιορθώσεις μ’ αυτό τον τρόπο!». β. λέγεται και ως κατάρα. Πολλές φορές, η φρ. για περισσότερη έμφαση κλείνει με το και τον ανάποδό σου το χρόνο·
- τον παλιό καλό καιρό, τότε που όλα ήταν ωραία και που οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς πολλά προβλήματα και ευτυχισμένοι. Λέγεται με νοσταλγική διάθεση: «η κοινωνία μας έγινε σκληρή και άδικη, ενώ τον παλιό καλό καιρό όλα ήταν πιο ανθρώπινα». (Λαϊκό τραγούδι: στων τραγουδιών μου τα συντρίμμια θα βρεις μαλάματα κι ασήμια απ’ τον παλιό καλό καιρό. Τότε που ήσουν η ζωή μου το επιούσιο κορμί μου που πάντοτε θα λαχταρώ   
- τον τελευταίο καιρό, το τελευταίο διάστημα, τώρα τελευταία: «απ’ ό,τι ξέρω, τον τελευταίο καιρό έχει προβλήματα με τη δουλειά του || τον τελευταίο καιρό, είναι ερωτευμένος με την κόρη του τάδε». Συνών. τις τελευταίες μέρες·
- τόσον καιρό ή τόσον καιρό τώρα, (αόριστα) πάρα πολύ καιρό, εδώ και καιρό: «τόσον καιρό του λέω να κόψει το κάπνισμα, αλλά αυτός εξακολουθεί να καπνίζει σαν φουγάρο».(Λαϊκό τραγούδι: δε ρώτησες τόσον καιρό για μένα πώς πέρασα τρελή στην ξενιτιά, αγάπησα, δυστύχησα για σένα και σέρνομαι κακούργα μακριά
- του καλού καιρού, α. σαν να μη συμβαίνει τίποτα, σαν να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα και όλα εξελίσσονται μια χαρά, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο: «έξω γινόταν χαλασμός Κυρίου από τις φωνές των διαδηλωτών, κι αυτοί μέσα είχαν πιάσει κουβεντούλα του καλού καιρού για το πού θα πάνε διακοπές». β. ανεμπόδιστα, με μεγάλη ευκολία: «χωρίς να κοπιάσει υπερβολικά, έβγαλε λεφτά του καλού καιρού». γ. δηλώνει υπερβολή: «κοιμάται του καλού καιρού || πίνει του καλού καιρού || τρώει του καλού καιρού». Από το ότι, όταν είναι καλός ο καιρός, όλα γίνονται εύκολα και ευχάριστα·
- του παλιού καιρού, α. (υποτιμητικά για πρόσωπα ή πράγματα) που δεν είναι σύγχρονος, μοντέρνος, που είναι παλιομοδίτικος και πολλές φορές, για το λόγο αυτό, είναι πιο σωστός, πιο γνήσιος, πιο αγνός: «έχει αντιλήψεις του παλιού καιρού, γι’ αυτό δυσκολεύεται να συνεννοηθεί με τους νέους || κάποτε ήταν αριστοκράτισσα κι εξακολουθεί να ντύνεται με ρούχα του παλιού καιρού || τα φρούτα του παλιού καιρού τα ’τρωγες και τα φχαριστιόσουν, ενώ τα σημερινά είναι σαν τρως πλαστικό!». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι καθώς πρέπει άντρας και του παλιού καιρού κι όχι απ’ τους λιμοκοντόρους και του γλυκού νερού). β. που συνέβη ή διαδραματίστηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν: «τώρα έχουμε δημοκρατία και δε θα γυρίσουμε σε μεθόδους του παλιού καιρού». (Τραγούδι: στη Μακεδονία του παλιού καιρού γνώρισα τη μάνα του Αλέξανδρου
- του τα ’χω από καιρό μαζεμένα, οφείλει να μου δώσει εξηγήσεις για γεγονότα που έχουν συμβεί ή που εξακολουθούν να συμβαίνουν εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, έχω συσσωρευμένα παράπονα σε βάρος κάποιου εδώ και πολύ χρονικό διάστημα: «πρέπει να ξεκαθαρίσει, επιτέλους, τη θέση του απέναντί μου, γιατί του τα ’χω από καιρό μαζεμένα»·
- του τα ’χω από καιρό φυλαγμένα, βλ. φρ. του τα ’χω από καιρό μαζεμένα·
- τρέχει ο καιρός, ο χρόνος κυλάει με μεγάλη ταχύτητα: «πρέπει να ενεργοποιηθούμε να τελειώσουμε τη δουλειά, γιατί τρέχει ο καιρός και θα χάσουμε την προθεσμία χωρίς να το καταλάβουμε»·
- τρώω τον καιρό μου, βλ. φρ. χάνω τον καιρό μου·
- τω καιρώ εκείνω, (ειρωνικά) λέγεται για κάτι που γινόταν ή συνηθιζόταν σε παλιότερες εποχές: «αυτά που μου λες γινόταν τω καιρώ εκείνω, από τότε όμως οι άνθρωποι άλλαξαν και νοοτροπία και γούστα». Από την εισαγωγική ευαγγελική φράση: τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁ Ἰησοῦς(…)·
- τώρα είναι (ο) καιρός, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να γίνει κάτι, τώρα ωρίμασε ο καιρός να γίνει κάτι: «τώρα είναι καιρός να φέρουμε αυτό το είδος, γιατί έχει μεγάλη ζήτηση στην αγορά || τώρα είναι ο καιρός να παντρευτείς, μην το πολυσκέφτεσαι»·
- χάλασε ο καιρός, μεταβλήθηκε προς το χειρότερο: «το πρωί είχε λιακάδα, αλλά τ’ απόγευμα χάλασε ο καιρός κι άρχισε να βρέχει»·
- χάνω καιρό, καθυστερώ: «κάθε φορά που έρχομαι να σε δω, χάνω καιρό με την κουβέντα κι αργώ να πάω στη δουλειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: για να μη χάνουμε καιρό,σε παίρνω απ’ το κινητό, γδύσου κι έρχομαι
- χάνω τον καιρό (μου), α. ματαιοπονώ: «χάνεις τον καιρό σου που προσπαθείς να του βάλεις μυαλό, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα χάνω τον καιρό για να σε συμβουλεύω, για μια γυναίκα του μπελά, ρε τ’ είν’ αυτά, το νου μου να παιδεύω). β. αφήνω το χρόνο μου να περνάει ανεκμετάλλευτος, τον σπαταλώ άδικα: «όταν ήμουν νέος, έχανα τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτα, και τώρα χτυπάω το κεφάλι μου». γ. καθυστερώ: «καθώς ερχόμουν έπεσα σ’ ένα μποτιλιάρισμα κι έχασα τον καιρό μου»·
- χειμώνα καιρό, βλ. λ. χειμώνας·
- χρόνια και καιρούς, βλ. λ. χρόνος·
- χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, αμέσως, ευθύς: «μόλις έμαθε πως ο φίλος του χτύπησε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, χωρίς να χάσει καιρό πήγε να τον δει». Συνών. χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο / χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα·
- ωραίοι καιροί τότε! έκφραση με την οποία αναφέρεται κανείς με νοσταλγία σε παλιότερες χρονικές περιόδους. όταν οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες από τις παρούσες: «ωραίοι καιροί τότε! Γλέντια, ξενύχτια, διασκεδάσεις χωρίς άγχος κι αγωνία για το αύριο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε ρε·
- ωραίος καιρός! στερεότυπη έκφραση προσέγγισης κάποιου σε μοναχική γυναίκα με σκοπό τη σύναψη ερωτικών σχέσεων. Είναι και φορές που δηλώνει αμηχανία, όταν ο επίδοξος εραστής εξαντλήσει το λεκτικό του οπλοστάσιο ή αποτελεί και απλό πείραγμα σε γυναίκα στο δρόμο·
- ωρίμασε ο καιρός, ήρθε η κατάλληλη στιγμή να γίνει κάτι: «όλοι υποστηρίζουν πως ωρίμασε ο καιρός για την ίδρυση ενός νέου πολιτικού κόμματος».

ομάδα

ομάδα, η, ουσ. [<μτγν. ὁμάς], η ομάδα· η σταθερή, η μόνιμη φιλική συντροφιά που συχνάζει συστηματικά στον ίδιο χώρο, στο ίδιο στέκι: «κάθε βραδάκι η ομάδα μαζεύεται στο μπαράκι Αλέα, ενώ κάθε Σαββατόβραδο όλη η ομάδα μαζεύεται στο κουτούκι του Νικόλα». Υποκορ. ομαδίτσα και ομαδούλα, η (βλ. λ.).Μεγεθ. ομαδάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βάζω πάλι την ομάδα στο παιχνίδι, (για ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) σκοράροντας, μειώνω τη διαφορά τερμάτων ή πόντων με την οποία προηγείται η αντίπαλη ομάδα, και διεκδικώ με αξιώσεις την ισοφάριση ή και τη νίκη: «ο τάδε παίχτης με δυο απανωτά γκολ, έβαλε πάλι την ομάδα στο παιχνίδι || ο τάδε παίχτης μ’ ένα εκπληκτικό σερί επτά καλαθιών, έβαλε πάλι την ομάδα στο παιχνίδι»·
- δεν τραβά η ομάδα, βλ. φρ. έκατσε η ομάδα·
- έκατσε η ομάδα, α. η συντροφιά, η παρέα έχασε την ενεργητικότητά της, το κέφι της: «μετά τη φασαρία που έγινε, έκατσε η ομάδα κι αποφασίσαμε να το διαλύσουμε». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η ομάδα έπαψε να αποδίδει σύμφωνα με τις δυνατότητές της: «οι παίχτες μας ήταν πολύ κουρασμένοι, γι’ αυτό στο δεύτερο ημιχρόνιο έκατσε η ομάδα». Ισχύει και για ομάδα μπάσκετ·
- κάθισε η ομάδα, βλ. φρ. έκατσε η ομάδα·
- κρέμασε η ομάδα, βλ. φρ. έκατσε η ομάδα·
- κρεμώ την ομάδα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) γίνομαι αιτία να μην κερδίσει η ομάδα μου: «πρέπει να διώξουμε αυτόν το χασογκόλη, γιατί έχει κρεμάσει την ομάδα ένα σωρό φορές». Ισχύει και για ομάδα μπάσκετ·
- ομάδα υψηλού κινδύνου, βλ. λ. κίνδυνος·
- παίρνω την ομάδα στην πλάτη μου ή παίρνω την ομάδα στις πλάτες μου, (για ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) από τη στιγμή που οι συμπαίχτες μου δεν αποδίδουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους, αναλαμβάνω προσωπικά να κάνω, να οργανώσω όλο το παιχνίδι: «όταν έκατσε η ομάδα, ο τάδε παίχτης πήρε την ομάδα στην πλάτη του». Συνών. παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη μου ή παίρνω το παιχνίδι στις πλάτες μου / παίρνω απάνω μου το παιχνίδι ή παίρνω το παιχνίδι απάνω μου·
- παίρνω την ομάδα στους ώμους μου, (για ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) βλ. φρ. παίρνω την ομάδα στην πλάτη μου·
- πετά η ομάδα! α. η συντροφιά μας, η παρέα μας, έχει έντονη ενεργητικότητα, βρίσκεται σε μεγάλα κέφια: «κάθε φορά που μαζευόμαστε όλα τα παιδιά στα μπουζούκια, πετά η ομάδα». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η ομάδα αποδίδει πολύ ικανοποιητικά, παίζει εξαιρετικά: «στο τελευταίο παιχνίδι πετούσε η ομάδα και τα γκολ έμπαιναν το ’να πίσ’ απ’ τ’ άλλο». Ισχύει και για ομάδα μπάσκετ·
- σκίζει η ομάδα, βλ. φρ. πετά η ομάδα·
- τραβά η ομάδα, βλ. φρ. πετά η ομάδα.

χρόνος

χρόνος, ο, ουσ. [<αρχ. χρόνος], ο χρόνος. (Ακολουθούν 172 φρ.)·
- άγουρα χρόνια, τα χρόνια της πρώτης εφηβείας: «σε πολλούς έχει μείνει αξέχαστος ο έρωτας των άγουρων χρόνων τους»·
- άλλα χρόνια, βλ. φρ. άλλες χρονιές, λ. χρονιά·
- άλλα χρόνια τότε! βλ. φρ. άλλες χρονιές τότε! λ. χρονιά·
- ανάποδος χρόνος, που στη διάρκειά του συμβαίνουν ή συνέβησαν δυσάρεστα γεγονότα, δυσάρεστες καταστάσεις: «πέρασα πολύ ανάποδο χρόνο, γιατί το ένα κακό διαδεχόταν τ’ άλλο || τι ανάποδος χρόνος είναι αυτός, Θεέ μου!»·
- απάνω στο χρόνο, με τη συμπλήρωση χρόνου: «βγήκε πριν από καιρό απ’ τη φυλακή, αλλά πάνω στο χρόνο ξαναμπήκε με τη ληστεία που έκανε»·
- από αμνημονεύτων χρόνων, βλ. φρ. προ αμνημονεύτων χρόνων·
- από αρχαιοτάτων χρόνων, βλ. λ. αρχαίος·
- από (του) χρόνου, από τον επόμενο χρόνο: «από χρόνου θα φτιάξουν τα πράγματα || από του χρόνου θα ’ρθουν περισσότεροι τουρίστες»·
- από χρόνο σε χρόνο, βλ. φρ. χρόνο με το χρόνο·
- Αύγουστε καλέ μου μήνα να ’σουν δυο φορές το χρόνο, βλ. λ. Αύγουστος·
- αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια, βλ. λ. κολόνια·
- βγάζω χρόνια, (στη γλώσσα της αργκό) εκτίω μεγάλη ποινή: «μόνο αυτός που βγάζει χρόνια ξέρει τι πάει να πει φυλακή». (Λαϊκό τραγούδι: Τρίτη Πέμπτη μακαρόνια· φάτε, μάγκες, βγάλτε χρόνια
- για το καλό του χρόνου, λέγεται για κάποια πράξη μας που επαναλαμβάνεται ως έθιμο κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς και που γίνεται για να πάει καλά ο χρόνος: «κάθε βράδυ, παραμονή Πρωτοχρονιάς, μαζευόμαστε όλοι οι φίλοι στο σπίτι μου και παίζουμε χαρτιά, για το καλό του χρόνου || κάθε βράδυ την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με την αλλαγή του χρόνου, κόβουμε τη βασιλόπιτα για το καλό του χρόνου»·
- δε βρίσκω χρόνο (για κάτι), δεν μπορώ να βρω διαθέσιμο χρόνο, να ασχοληθώ με κάτι διαφορετικό από την κύρια ασχολία μου: «έχω τόσο πολλή δουλειά, που δε βρίσκω χρόνο να διαβάσω κανένα βιβλίο»·
- δε με παίρνει ο χρόνος, δεν επαρκεί ο χρόνος που έχω στη διάθεσή μου, έχουν εξαντληθεί τα χρονικά περιθώρια που έχω, δεν προλαβαίνω, δεν προφταίνω να πραγματοποιήσω ή να ολοκληρώσω κάτι: «δε με παίρνει ο χρόνος να καθίσω περισσότερο, γιατί θα χάσω τ’ αεροπλάνο || δε θα μπορέσω να παραδώσω τη δουλειά στη συμφωνημένη ημερομηνία, γιατί δε με παίρνει ο χρόνος»·
- (δε) μετράει ο χρόνος, (για διάφορες αθλητικές συναντήσεις, ιδίως για μπάσκετ) (δεν) υπολογίζεται: «στο μπάσκετ δε μετράει ο χρόνος, όταν ο παίχτης πραγματοποιεί προσωπικές βολές || στο μπάσκετ ο χρόνος μετράει απ’ τη στιγμή που ο παίχτης ακουμπάει την μπάλα»·
- δεν έχω χρόνο (για κάτι), δεν έχω χρόνο στη διάθεσή μου, δεν είμαι εύκαιρος: «δεν έχω χρόνο για εκδρομές, γιατί έχω πολύ δουλειά»·
- δεν έχω χρόνο για κουβέντα, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντα, λ. καιρός·
- δεν έχω χρόνο για παιχνίδια, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια, λ. καιρός·
- δεν περνάει χρόνος από πάνω του (της), φαίνεται το ίδιο νέος όπως και πριν από χρόνια, ο χρόνος που πέρασε δεν άφησε τα σημάδια επάνω του: «απορώ, κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι πάντα όμορφος κι ωραίος, λες και δεν περνάει χρόνος από πάνω του»·
- δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου, βλ. λ. περιθώριο·
- διαθέσιμος χρόνος, που μπορεί κανείς να τον διαθέσει όπως θέλει, όπως του αρέσει: «κάθε φορά που βρίσκω διαθέσιμο χρόνο, τον αφιερώνω στο διάβασμα»·
- δουλεύει ο χρόνος, βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει·
- εδώ και λίγα χρόνια, πριν από λίγα χρόνια: «είναι εδώ και λίγα χρόνια που βγήκε στη σύνταξη». (Λαϊκό τραγούδι: την κάπα του την κρέμασε, εδώ και λίγα χρόνια, γι’ αυτό και τον εβγάλανε τρελάρα τα κορόιδα)· 
- εδώ και τόσα χρόνια, βλ. φρ. εδώ και χρόνια·
- εδώ και χρόνια, πριν από αρκετά χρόνια: «αυτή η επιχείρηση υπάρχει εδώ και χρόνια»·
- είναι εκτός τόπου και χρόνου, βλ. λ. τόπος·
- είναι ζήτημα χρόνου, βλ. λ. ζήτημα·
- είναι χάσιμο χρόνου, βλ. λ. χάσιμο·
- είναι χρόνια που… ή είναι χρόνια τώρα που…, δηλώνει κάτι που άρχισε στο παρελθόν και εξακολουθεί να συνεχίζεται και τώρα: «είναι χρόνια που λείπει στο εξωτερικό || είναι χρόνια τώρα που θέλω να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι στην εξοχή»·
- είναι χρόνια στο κουρμπέτι, βλ. λ. κουρμπέτι·
- εν ευθέτω χρόνω, σε πιο κατάλληλη χρονική στιγμή: «τώρα είμαι πνιγμένος στη δουλειά, γι’ αυτό φύγε και εν ευθέτω χρόνω θ’ ασχοληθώ με την περίπτωσή σου»· 
- εκατό χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει, βλ. λ. γάιδαρος·
- ελεύθερος χρόνος, που μπορεί κανείς να τον χρησιμοποιήσει όπως θέλει, όπως του αρέσει: «όταν έχω ελεύθερο χρόνο, τον αφιερώνω στην ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων»·
- ελλείψει χρόνου, επειδή δεν υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος να αρχίσει ή να τελειώσει κάτι: «ελλείψει χρόνου θα κουβεντιάσουμε το θέμα μια άλλη φορά || ελλείψει χρόνου θα κουβεντιάσουμε τα υπόλοιπα θέματα εν ευθέτω χρόνω»·
- έρχομαι στα χρόνια (κάποιου), βλ. φρ. φτάνω στα χρόνια (κάποιου)·
- έρχονται άλλα χρόνια, βλ. φρ. έρχονται άλλες χρονιές·
- ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος! ευχή που ανταλλάσσεται μεταξύ φίλων, γνωστών αλλά και αγνώστων με το κλείσιμο του παλιού χρόνου και την αρχή του νέου·
- ευτυχισμένος ο νέος χρόνος! βλ. φρ. ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος·
- έχασε χρόνο, (για μαθητές), βλ. φρ. έχασε χρονιά, λ. χρονιά·
- έχει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- έχει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του, είναι κάπως ηλικιωμένος: «δεν μπορούμε να πούμε πως είναι γέρος, αλλά έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του»·
- έχει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- έχει πολλά χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του, είναι μεγάλος σε ηλικία: «με την πρώτη ματιά που θα του ρίξεις, καταλαβαίνεις πως έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του»·
- έχει τη σφραγίδα του χρόνου, βλ. λ. σφραγίδα·  
- έχει χρόνια που… ή έχει χρόνια τώρα που…, βλ. φρ. είναι χρόνια που(…)·
- έχω άνεση χρόνου, βλ. λ. άνεση·
- έχω περιορισμένο χρόνο, βλ. φρ. δε με παίρνει ο χρόνος·
- έχω πίεση χρόνου, βλ. φρ. με πιέζει ο χρόνος·
- έχω χρόνο μπροστά μου, μπορώ να ενεργήσω χωρίς πίεση, χωρίς βιάση, δε με πιέζει τίποτα να βιαστώ: «τη δουλειά θα την πάω λάου λάου, γιατί έχω χρόνο μπροστά μου»·
- η πατίνα του χρόνου, βλ. λ. πατίνα·
- θα (το) δείξει ο χρόνος, βλ. φρ. ο χρόνος θα (το) δείξει·
- θα το θυμάται χρόνια! λέγεται για πολύ σοβαρό πάθημα που θα δε φύγει γρήγορα από το μυαλό αυτού που το έπαθε: «έπιασε τη γυναίκα καβάλα με τον καλύτερο φίλο του και θα το θυμάται χρόνια!». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου κάνουμε καψόνια, που θα τα θυμάσαι χρόνια. Για να μάθεις Τακατζίφα, να μας φέρεσαι στην τρίχα!)·  
- κάθε μέρα μου φαίνεται χρόνος, βλ. λ. μέρα·
- κάθε χρόνο, όλα τα χρόνια, πάντα: «από μικρό παιδί κάθε χρόνο παραθερίζω στη Χαλκιδική»· 
- και του χρόνου! α. ευχή σε κάποιον που γιορτάζει την ονομαστική του γιορτή να είναι γερός, για να την γιορτάσει και τον επόμενο χρόνο. (Λαϊκό τραγούδι: γιορτάζω απόψε, μα εσύ δεν θα μου πεις «χρόνια πολλά αγαπημένε, και του χρόνου». Κλαίει η ψυχή μου με τα δάκρυα της βροχής. Πλέει η ζωή μου μες στο πέλαγο του πόνου).β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που έπαθε κάτι κακό. Και στις δυο περιπτώσεις πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- και του χρόνου διπλός! (διπλή!), βλ. λ. διπλός·
- και του χρόνου με υγεία! βλ. λ. υγεία·
-και του χρόνου σπίτια μας! ή και του χρόνου στα σπίτια μας! βλ. λ. σπίτι·
-κακό χρόνο να ’χεις! βλ. λ. κακόχρονο να ’χεις(!)·
- κάλεσέ τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου, βλ. λ. γάμος·
- κερδίζω χρόνο, εξοικονομώ χρόνο: «στην επιστροφή, προτείνω να γυρίσουμε απ’ τον τάδε δρόμο, για να κερδίσουμε χρόνο»·
- κέρδισε χρόνο, (για μαθητές), βλ. φρ. κέρδισε χρονιά, λ. χρονιά·
- κλέβω το χρόνο (κάποιου), βλ. φρ. τρώω το χρόνο (κάποιου)·
- κλέβω (λίγο, πολύ) χρόνο (από κάπου), διαθέτω κάποιο χρόνο (λίγο, πολύ), για να ασχοληθώ με κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι το αντικείμενο της εργασίας μου, διακόπτω για κάποιο χρονικό διάστημα (λίγο, πολύ) αυτό που κάνω: «να φανταστείς πως έκλεβα χρόνο απ’ τη δουλειά μου να τον βοηθάω, κι ούτε ένα ευχαριστώ δεν άκουσα απ’ το γάιδαρο!»·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει κάποια χρόνια στην πλάτη του, βλ. φρ. έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στην καμπούρα του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- κουβαλάει πολλά χρόνια στην πλάτη του, βλ. φρ. έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του·
- κρατώ το χρόνο, βλ. φρ. κρατώ το ρυθμό, λ. ρυθμός·
- κρατώ χρόνο, χρονομετρώ: «όσο έτρεχε, κρατούσα χρόνο, για να δούμε σε πόσα λεπτά θα ’βγαζε τα χίλια μέτρα || ξεκινήσαμε στις δώδεκα απ’ την Αθήνα κι είδα πως κάναμε τέσσερις ώρες για να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη, γιατί κράτησα χρόνο»·  
- λίγα χρόνια και καλά, απάντηση στην ευχή «χρόνια πολλά» που μας εύχεται κάποιος. (Λαϊκό τραγούδι: εβίβα ρεμπέτες, εβίβα παιδιά μες στη ρεμπέτικη τούτη βραδιά, παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά λίγα χρόνια και καλά
- μας άφησε χρόνους, πέθανε: «δυστυχώς, ο παππούς μας άφησε χρόνους»·
- μαύρα χρόνια, περίοδος μεγάλων δυσκολιών: «στα μαύρα χρόνια της Κατοχής πέθανε πολύς κόσμος απ’ την πείνα». (Λαϊκό τραγούδι: η δυστυχία μας κουρελιάζει, απ’ τις πληγές μας το αίμα στάζει, τι μαύρα χρόνια καταραμένα, τα νιάτα φεύγουν, πάνε χαμένα!
- με κυνηγάει ο χρόνος, βλ. φρ. με πιέζει ο χρόνος·
- με παίρνουν τα χρόνια, γερνώ: «τώρα που άρχισαν να με παίρνουν τα χρόνια, μου φαίνονται όλα δύσκολα»·
- με πήραν τα χρόνια, γέρασα: «τώρα που με πήραν τα χρόνια, δεν είμαι ούτε για γλέντια ούτε για ξενύχτια»·
- με πιέζει ο χρόνος, δεν έχω στη διάθεσή μου αρκετό χρόνο, για να πραγματοποιήσω αυτό που θέλω: «πρέπει να ενεργοποιηθώ, γιατί με πιέζει ο χρόνος και δε θα προλάβω να παραδώσω τη δουλειά στην ημερομηνία που υποσχέθηκα»·
- με τα χρόνια, όσο περνάει ο καιρός, καθώς περνάει ο καιρός, με την πάροδο του χρόνου: «τον πρώτο καιρό του γάμου του δεν την αγαπούσε, αλλά με τα χρόνια την αγάπησε πολύ»·  
- με την πάροδο του χρόνου, με το πέρασμα του χρόνου, με τα χρόνια: «είναι νιόπαντρος, αλλά με την πάροδο του χρόνου θα συνηθίσει κι αυτός στις υποχρεώσεις του γάμου»·
- μέρας χαρά και χρόνου λύπη, βλ. λ. χαρά·
- μέσα στο χρόνο, στον ημερολογιακό χρόνο που διανύουμε: «μέσα στο χρόνο σκέφτονται να παντρευτούν»·
- μια φορά στα χίλια χρόνια, λέγεται για κάτι καλό ή κακό που συμβαίνει σε πάρα πολύ αραιά χρονικά διαστήματα, σχεδόν καθόλου: «απ’ αυτό το μπαράκι περνά μια φορά στα χίλια χρόνια || τέτοια τύχη παρουσιάζεται μια φορά στα χίλια χρόνια || μια φορά στα χίλια χρόνια εκδηλώνεται τέτοια κακία από άνθρωπο»·
- μοιράζει τα χρόνια σαν σπόρια, βλ. λ. σπόρια·
- μοιράζει τα χρόνια σαν στραγάλια, βλ. λ. στραγάλι·
- μου κλέβει το χρόνο, βλ. φρ. μου τρώει το χρόνο·
- μου παίρνει χρόνο (κάτι), χρειάζεται να αφιερώσω πολύ χρόνο για αυτό που θέλω να κάνω, για αυτό που κάνω, εκ των πραγμάτων πρέπει να αφιερώσω πολύ χρόνο για την πραγματοποίησή του: «θ’ αναλάβω αυτή την υπόθεση, αλλά να ξέρεις πως θα μου πάρει χρόνο να τη φέρω σε πέρας || η δουλειά είναι πολύ δύσκολη και θα μου πάρει χρόνο να την τελειώσω»·
- μου τρώει το χρόνο, μου αποσπά χρόνο από κάτι ενδιαφέρον που κάνω: «έρχεται κάθε τόσο την ώρα που δουλεύω και μου τρώει το χρόνο με διάφορες ανοησίες»·
- μου τρώει χρόνο (κάτι), βλ. φρ. μου παίρνει χρόνο (κάτι)·
- να ζήσεις χίλια χρόνια, ευχή που δίνουμε σε κάποιον όχι τόσο κατά την ονομαστική του γιορτή, αλλά στην περίπτωση που μας πρόσφερε σοβαρή βοήθεια. (Χριστουγεννιάτικα κάλαντα: σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει και να μας καλοκαρδίσει
- να μη σ’ εύρει ο χρόνος, είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις μέσα σε αυτόν το χρόνο που διανύουμε·
- ξοδεύω το χρόνο μου, βλ. φρ. περνώ το χρόνο μου·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, βλ. λ. Θεός·
- ο καινούριος (ο) χρόνος, βλ. φρ. ο νέος (ο) χρόνος·
- ο κακός ο χρόνος φεύγει, ο κακός ο γείτονας δε φεύγει, βλ. λ. γείτονας·
- ο νέος (ο) χρόνος, ο χρόνος που αρχίζει μετά το κλείσιμο του προηγούμενου χρόνου: «ο νέος χρόνος μας υπόσχεται χαρά και ευτυχία»·
- ο παλιός (ο) χρόνος, ο χρόνος που έκλεισε με τη συμπλήρωση των δώδεκα μηνών του: «Ο παλιός χρόνος ήταν όλο πόνους και βάσανα». (Παιδικό τραγούδι: πάει ο παλιός ο χρόνος,ας γιορτάσουμε παιδιά και του χωρισμού ο πόνος ας κοιμάται στην καρδιά
- ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι όχι απ’ τα χρόνια, βλ. λ. φρόνιμος·
- ο χρόνος δουλεύει για…, δηλώνει πώς κάθε παράταση ή καθυστέρηση στην εκπλήρωση κάποιας υποχρέωσής μας είναι προς όφελος κάποιου: «πρέπει να ξέρεις πως, όσο καθυστερείς να ξεχρεώσεις το δάνειο, τόσο ο χρόνος δουλεύει για την τράπεζα»·
- ο χρόνος δουλεύει για λογαριασμό μου (σου, του κ.λπ.), βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για μένα (για σένα)·
- ο χρόνος δουλεύει για μένα (για σένα κ.λπ.), κάθε παράταση ή καθυστέρηση της εκπλήρωσης κάποιας υποχρέωσης κάποιου απέναντί μου είναι προς όφελός μου: «όσο δεν αποφασίζει να έρθει να με βρει, ο χρόνος δουλεύει για μένα, γιατί μπορώ να προετοιμαστώ καλύτερα || όσο καθυστερεί να μου εξοφλήσει το χρέος του, ο χρόνος δουλεύει για μένα, γιατί οι τόκοι τρέχουν»·  
- ο χρόνος εργάζεται για…, βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για(…)·
- ο χρόνος εργάζεται για λογαριασμό μου (σου, του κ.λπ.), βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για λογαριασμό μου (σου, του κ.λπ.)·
- ο χρόνος εργάζεται για μένα (για σένα κ.λπ.), βλ. φρ. ο χρόνος δουλεύει για μένα (για σένα κ.λπ.)·
- ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
- ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος κριτής, βλ. λ. κριτής·
- ο χρόνος είναι χρήμα, πρέπει να εκμεταλλεύεται κανείς σωστά το χρόνο του, γιατί έχει μεγάλη αξία: «αν ξαναγεννιόμουν δε θ’ άφηνα ούτε στιγμή να πάει χαμένη, γιατί κατάλαβα πως ο χρόνος είναι χρήμα»·
- ο χρόνος θα (το) δείξει, θα αποκαλυφθεί, θα φανεί στο μέλλον: «ο χρόνος θα το δείξει αν είναι έτσι καλός, όπως φαίνεται || ο χρόνος θα δείξει αν θα πάει καλά η δουλειά»·
- ο χρόνος κυλάει σαν νεράκι ή ο χρόνος κυλάει σαν το νεράκι, φεύγει τόσο γρήγορα που δεν το καταλαβαίνουμε: «γλέντα τη ζωή σου, γιατί ο χρόνος κυλάει σαν νεράκι και θα γεράσεις χωρίς να το πάρεις μυρουδιά»·
- ο χρόνος που τρέχει, αυτός ο χρόνος που διανύουμε: «αποφάσισε να παντρευτεί μέσα στο χρόνο που τρέχει || ο χρόνος που τρέχει εξακολουθεί να μου φέρνει τύχη»·
- ο χρόνος τρέχει, περνάει γρήγορα ο καιρός: «πρέπει να βιαστούμε να τελειώσουμε τη δουλειά, γιατί ο χρόνος τρέχει»· βλ. και φρ. ο χρόνος δουλεύει για(…)·
- ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται, βλ. λ. ψεύτης·
- όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, βλ. λ. ώρα·
- ό,τι φέρνει η ώρα δεν το φέρνει ο χρόνος, βλ. λ. ώρα·
- παίρνει χρόνο (κάτι), χρειάζεται να αφιερώσει κανείς πολύ χρόνο για την πραγματοποίησή του: «μην τη θεωρείς εύκολη, γιατί παίρνει χρόνο, για να γίνει αυτή η δουλειά»·
- πάνω στο χρόνο, βλ. φρ. απάνω στο χρόνο·
- πάρ’ τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου! βλ. λ. γάμος·
- πέρασαν τα χρόνια μου, είμαι ηλικιωμένος: «κάποτε ξημεροβραδιαζόμασταν με την παρέα στα μπουζούκια, τώρα όμως πέρασαν τα χρόνια μου και δεν αντέχω στα ξενύχτια». Πρβλ.: περνούν τα χρόνια κι έρχονται οι ρυτίδες (Τραγούδι)·
- περνώ το χρόνο μου, τον χρησιμοποιώ με έναν ορισμένο τρόπο ή για έναν ορισμένο σκοπό: «όταν δεν έχω δουλειά, περνώ το χρόνο μου ζωγραφίζοντας || τις Κυριακές περνώ το χρόνο μου κάνοντας διάφορα μερεμέτια στο σπίτι»·
- πέτρινα χρόνια, περίοδος μεγάλης πίεσης, καταπίεσης και δυσκολιών: «γεννήθηκε στα πέτρινα χρόνια της δικτατορίας»·
- πίστωση χρόνου, βλ. λ. πίστωση·
- πού χρόνος για…, δεν υπάρχει διαθέσιμος, ελεύθερος χρόνος για κάτι: «με τη δουλειά που έχω τον τελευταίο καιρό, πού χρόνος για διασκεδάσεις!»·
- προ αμνημονεύτων χρόνων, βλ. φρ. προ αμνημονεύτων ετών, λ. έτος·
- ροκανίζω το χρόνο, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) ελαττώνω το ρυθμό του παιχνιδιού, όταν έχω την μπάλα στην κατοχή μου και την ανταλλάσσω συνέχεια με τους συμπαίχτες μου μέχρι να λήξει ο χρόνος του, επειδή με ευνοεί το αποτέλεσμα, το σκορ: «οι παίχτες, αφού προηγούνταν στο σκορ, αντάλλασσαν μακρινές μπαλιές για να ροκανίσουν το χρόνο»·
- σαράντα χρόνια φούρναρης, βλ. λ. φούρναρης·
- σε ανύποπτο χρόνο, σε χρόνο που δε μας απασχολούσε κάποιο ζήτημα, γιατί δεν είχε τεθεί: «σε ανύποπτο χρόνο προέβαλε κι άλλες απαιτήσεις, οπότε αναγκαστήκαμε να συνεδριάσουμε εκ νέου»·
- σε νεκρό χρόνο, (ιδίως για μπάσκετ) ακριβώς τη στιγμή που μηδενίζεται ο χρόνος διάρκειας του παιχνιδιού και που καταλογίζεται υπέρ του παίχτη που ενεργεί: «πέτυχε το καλάθι σε νεκρό χρόνο»·
- σε χρόνο μηδέν, πάρα πολύ γρήγορα: «πήγε και γύρισε σε χρόνο μηδέν»·
- σε χρόνο ντε τε, βλ. λ. ντε τε·
- σε χρόνο ρεκόρ, πολύ γρήγορα: «μόλις έμαθε πως η μητέρα του είναι αδιάθετη, πήγε στο σπίτι του σε χρόνο ρεκόρ»·
- σπαταλώ το χρόνο μου, τον διαθέτω άσκοπα: «μη σπαταλάς το χρόνο σου, γιατί κάποια στιγμή θα το μετανιώσεις, αλλά θα είναι αργά»·
- στα χρόνια μας ή στα χρόνια μου, όταν ήμουν νέος, την εποχή που ήμουν νέος: «στα χρόνια μας υπήρχε σεβασμός στους μεγαλύτερους». Αναφορά συνήθως ηλικιωμένων ανθρώπων στα χρόνια της νιότης σε αντιδιαστολή με τον παρόντα χρόνο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- στα χρόνια της υπομονής, σε περίοδο ανέχειας και πολλών δυσκολιών: «τώρα που τα κονόμησα, όλοι μου κάνουν το φίλο, στα χρόνια της υπομονής όμως όλοι έκαναν πως δε με ήξεραν». (Λαϊκό τραγούδι: στα χρόνια της υπομονής δε μας θυμήθηκε κανείς
- στενότητα χρόνου, βλ. λ. στενότητα·  
- στραβός χρόνος, βλ. φρ. ανάποδος χρόνος·
- συν τω χρόνω, βλ. φρ. με την πάροδο του χρόνου·
- τα εκατό πρώτα χρόνια είναι δύσκολα ή τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα, λέγεται ειρωνικά σε άτομο που παραπονιέται για κάτι που περιμένει και που καθυστερεί να πραγματοποιηθεί, ή για κάτι που άρχισε πρόσφατα να κάνει και που αργεί να το συνηθίσει: «πολύ αργεί να ’ρθει κι αυτή η προαγωγή μου. -Τα εκατό πρώτα χρόνια είναι δύσκολα || δεν αντέχεται αυτή η δίαιτα. -Τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα». Συνήθως η φρ. κλείνει με το (και) μετά συνηθίζεις·  
- τα παλιά καλά χρόνια, βλ. φρ. ο παλιός καλός καιρός, λ. καιρός·
- τα χρόνια του Αβραάμ και τ’ αγαθά του Ισαάκ ή τα χρόνια του Αβραάμ και τα καλά του Ισαάκ, βλ. λ. Αβραάμ·
- το πλήρωμα του χρόνου, βλ. λ. πλήρωμα2·
- το ροκάνισμα του χρόνου, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) η ελάττωση του ρυθμού του παιχνιδιού, όταν έχω την μπάλα στην κατοχή μου, και η συνεχής ανταλλαγή της με τους συμπαίχτες μου, μέχρι να λήξει ο χρόνος του, επειδή με ευνοεί το αποτέλεσμα, το σκορ: «το ροκάνισμα του χρόνου αποδείχτηκε σωτήριο για την ομάδα μας, γιατί καταφέραμε να κρατήσουμε μέχρι το τέλος του αγώνα το γκολ που μας έδινε τη νίκη»·
- το φίδι που δε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια, βλ. λ. φίδι·
- το χρόνο που δεν έχει Πάσχα, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- τόσα χρόνια ή τόσα χρόνια τώρα, βλ. φρ. εδώ και χρόνια. (Λαϊκό τραγούδι: λυπήσου, χάρε, την κοπέλα που τόσα χρόνια τον αγαπά κι αν θέλεις, διώξε απ’ τις καρδιές μου αυτή τη μαύρη τη συμφορά // τόσα χρόνια τώρα με δουλεύεις, πες μου από μένα τι γυρεύεις
- του ’δωσαν τα χρόνια του Χριστού ή του ’δωσαν του Χριστού τα χρόνια, βλ. λ. Χριστός·
- του Θεού τα χρόνια δε σώνονται, βλ. λ. Θεός·
- του ’πα τα χρόνια (του) πολλά, του ευχήθηκα “χρόνια πολλά”: «πήγα στη γιορτή του στο σπίτι και του ’πα τα χρόνια του πολλά»·
- του χρόνου, α. το ερχόμενο έτος, τον ερχόμενο χρόνο: «σκέφτομαι του χρόνου να παντρευτώ». β. ειρωνική απάντηση στην ερώτηση κάποιου πότε θα τον εξυπηρετήσουμε, ή πότε θα του δώσουμε τα χρήματα που του χρωστάμε, ή πότε θα έρθει κάποιο άτομο, κι έχει την έννοια μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα ή και ποτέ·
- του χρόνου που δεν έχει Σάββατο, βλ. συνηθέστ. το μήνα που δεν έχει Σάββατο, λ. μήνας·
- του χρόνου σπίτι σας! βλ. λ. σπίτι·
- του χρόνου σπίτι σου! βλ. λ. σπίτι·
- τρώω το χρόνο (κάποιου), κάνω κάποιον να χάσει τον πολύτιμο χρόνο του για μένα: «δεν τον ξαναενοχλώ για ψύλλου πήδημα, γιατί είναι πολύ απασχολημένος και τρώω το χρόνο του»·
- τρώω το χρόνο, (ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ), βλ. συνηθέστ. ροκανίζω το χρόνο·
- τρώω το χρόνο μου, βλ. φρ. χάνω το χρόνο μου·
- φτάνω στα χρόνια (κάποιου), φτάνω στην ηλικία που έχει κάποιος: «όταν φτάσεις στα χρόνια μου, θα καταλάβεις κι εσύ τη ματαιότητα της ζωής»·
- χάνω άδικα το χρόνο μου, βλ. φρ. χάνω τζάμπα το χρόνο μου·
- χάνω τζάμπα το χρόνο μου, τον αφήνω να περνάει ανεκμετάλλευτο: «δώσε μου επιτέλους να κάνω κάτι, γιατί χάνω τζάμπα το χρόνο μου»· βλ. και φρ. χάνω το χρόνο μου·
- χάνω το χρόνο μου, ματαιοπονώ: «χάνεις το χρόνο σου να τον συμβουλεύεις, γιατί δεν έχει σκοπό να γίνει άνθρωπος»· βλ. και φρ. χάνω τζάμπα το χρόνο μου·
- χάνω χρόνο, καθυστερώ: «τελείωνε γρήγορα, γιατί χάνω χρόνο και θα χάσω και τ’ αεροπλάνο»·
- χρόνια και ζαμάνια, δηλώνει πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα: «χρόνια και ζαμάνια έχω να σε δω»·
- χρόνια και καιρούς, βλ. συνηθέστ. χρόνια και ζαμάνια·
- χρόνια και χρόνια, δηλώνει μεγάλο χρονικό διάστημα, για πολλά χρόνια: «χρόνια και χρόνια ζούσα κι εγώ σε κείνη τη γειτονιά». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια ζήταγα να βρω τον άνθρωπό μου και τώρα που σ’ αντάμωσα δε χάνω τον καιρό μου
- χρόνια καλά! ευχή σε άτομο που γιορτάζει την ονομαστική του γιορτή ή τα γενέθλιά του να ζήσει καλά χρόνια σε αντιδιαστολή με το χρόνια πολλά! ή ευχή που ανταλλάσσεται μεταξύ φίλων, γνωστών αλλά και αγνώστων, κάθε φορά με την αλλαγή του χρόνου·  
- χρόνια ολόκληρα, πολλά χρόνια συνεχώς: «χρόνια ολόκληρα ήταν μπλεγμένος με το πιοτό, αλλά κατάφερε και το ’κοψε»·
- χρόνια πολλά! ευχή σε άτομο που γιορτάζει την ονομαστική του γιορτή ή τα γενέθλιά του να ζήσει πολλά χρόνια ή ευχή που ανταλλάσσεται μεταξύ φίλων, γνωστών αλλά και αγνώστων, κάθε φορά με την αλλαγή του χρόνου. (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια πολλά σου ευχόμαστε εγώ και το παιδί σου και να μας βρει όλους καλά του χρόνου στη γιορτή σου
- χρόνο με το χρόνο, καθώς περνούν τα χρόνια, σταδιακά: «χρόνο με το χρόνο γίνεται πλουσιότερος || χρόνο με το χρόνο χειροτερεύει η υγεία του παππού μας»·
- χρόνο σε χρόνο, βλ. φρ. χρόνο με το χρόνο·
- χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ευθύς, αμέσως: «μόλις ο άλλος του ’βρισε τη μάνα, αυτός, χωρίς να χάσει χρόνο του άστραψε ένα χαστούκι». Συνών. χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό / χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα·
- ώριμα χρόνια, η περίοδος του ανθρώπου που είναι μεστωμένος σωματικά και ιδίως πνευματικά: «στα ώριμα χρόνια του ανθρώπου δε δικαιολογούνται άστοχες ενέργειες».

ώρα

ώρα, η, ουσ. [<αρχ. ὥρα], η ώρα· το ρολόι: «τι ώρα έχεις; -Δεν έχω ώρα επάνω μου». Πολλές φορές, όταν για κάποιο λόγο δεν μπορούμε να μιλήσουμε, ζητάμε από κάποιον να μας πει την ώρα, χτυπώντας επανειλημμένα το δείκτη του χεριού μας επάνω στον καρπό του άλλου μας χεριού, εκεί δηλαδή, όπου φοράει κανείς το ρολόι του. Υποκορ. ωρίτσα, η. (Λαϊκό τραγούδι: το βράδυ σαν δροσίσει την πιο καλή ωρίτσα, παίρνουνε τον κατήφορο τα όμορφα κορίτσια).(Ακολουθούν 175 φρ.)·
- ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- ανάθεμα την ώρα που…, βλ. λ. ανάθεμα·
- απ’ τη μια ώρα στην άλλη, μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «τον παρακολουθούσα στενά, αλλά απ’ τη μια ώρα στην άλλη τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- απ’ την ώρα που…, α. από τη χρονική στιγμή που…, από τότε που…: «απ’ την ώρα που ήρθε, δεν έκλεισε στιγμή το στόμα του». β. αφού, εφόσον: «απ’ την ώρα που υπέγραψες το συμβόλαιο, δεν μπορείς να κάνεις πίσω»·
- απάνω στην ώρα, ακριβώς τη στιγμή που γινόταν κάτι, την κατάλληλη στιγμή: «ήρθε ακριβώς απάνω στην ώρα της μισθοδοσίας»·
- από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή, εντός ολίγου, χωρίς όμως να γνωρίζουμε επακριβώς: «από ώρα σε ώρα πρέπει να ’ρθει»·
- ας... (ακολουθεί ρήμα) μια ώρα αρχύτερα, από τη στιγμή που είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε αυτό που δηλώνει τι ρήμα ας το συντομεύσουμε: «ας πάμε μια ώρα αρχύτερα στο γήπεδο για να βρούμε και θέση || ας φύγουμε μια ώρα αρχύτερα για να μην πέσουμε στη μεγάλη κυκλοφοριακή κίνηση». (Λαϊκό τραγούδι: τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα· ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα· του χωρισμού μας έφτασε η ώρα – ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα 
- βάρβαρη ώρα, οι πρωινές ώρες λίγο πριν ξημερώσει, που είναι δύσκολο να ξυπνήσει κανείς, για να ασχοληθεί με κάτι: «ήρθε και μου χτυπούσε την πόρτα βάρβαρη ώρα και, μέχρι να ξυπνήσω είδα κι έπαθα»·
- βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που…, δίνει περισσότερη έμφαση στην αμέσως παρακάτω φράση·
- βλαστήμησα την ώρα που…, μετάνιωσα πάρα πολύ και καταράστηκα που έκανα ή είπα κάτι, ιδίως που μπλέχτηκα σε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «βλαστήμησα την ώρα που σε γνώρισα || βλαστήμησα την ώρα που συνεταιρίστηκα μαζί σου». (Λαϊκό τραγούδι: σήκω πάνω, κάτσε κάτω αγανάκτησα και βλαστήμησα την ώρα που σ’ αγάπησα, ώσπου έγινα θηρίο κι επαναστάτησα
- βρήκες την ώρα να…! ή βρήκες ώρα να…! έκφραση που ανάλογα με τον τόνο της φωνής δηλώνει στενοχώρια ή δυσφορία σε κάποιον που μας ζητάει κάτι και που έμμεσα δηλώνει την άρνησή μας: «βρήκες την ώρα να μου ζητήσεις δανεικά σήμερα που πληρώνω μισθούς και δώρα στο προσωπικό μου! || βρήκες ώρα να μου ζητήσεις τ’ αυτοκίνητο! Δε βλέπεις που ετοιμάζομαι για ταξίδι;». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ή μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το κι εσύ·
- γεμίζω τις άδειες μου ώρες ή γεμίζω τις άδειες ώρες μου ή γεμίζω τις ώρες μου, ασχολούμαι πάρεργα με κάτι, όταν έχω ελεύθερο χρόνο: «έχω μια συλλογή γραμματοσήμων, για να γεμίζω τις άδειες μου ώρες || στο πίσω μέρος του σπιτιού μου καλλιεργώ ένα μικρό κηπάκο, για να γεμίζω τις ώρες μου»·
- γέρασα πριν την ώρα μου ή γέρασα πριν της ώρας μου, καταβλήθηκα πρόωρα σωματικά από τα πολλά βάσανα, τις πολλές στενοχώριες: «πέρασα τόσα πολλά στη ζωή μου, που γέρασα πριν την ώρα μου». (Λαϊκό τραγούδι: από σένα στη ζωή μου υποφέρω· θα γεράσω πριν την ώρα μου, το ξέρω
- για να περνά η ώρα, λέγεται για κάτι, που πολλές φορές το κάνουμε μηχανικά, απλώς για να έχουμε κάποια ασχολία, για να μην καθόμαστε άπραγοι: «έπαιζε το κομπολόι του, για να περνά η ώρα || έτρωγε σπόρια, για να περνά η ώρα του». (Λαϊκό τραγούδι: αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ· τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα)· βλ. και φρ. περνώ την ώρα μου·
- για όλες τις ώρες, για διάφορες περιστάσεις ή εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής: «αγόρασα ένα κοστούμι για όλες τις ώρες || η γυναίκα μου έχει ένα σερβίτσιο για όλες τις ώρες»·
- για την ώρα, προσωρινά, προς το παρόν: «για την ώρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα || πάρε για την ώρα αυτά τα λεφτά και για τα υπόλοιπα βλέπουμε»·
- για ώρα ανάγκης, στην περίπτωση που μου χρειαστεί, όταν μου χρειαστεί: «δε μου ήταν απαραίτητος αυτός ο φακός, αλλά τον αγόρασα για ώρα ανάγκης»·
- για ώρες, για αρκετό χρονικό διάστημα: «για ώρες δε γνώριζε κανείς πού βρισκόταν ο διευθυντής μας». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ολόκληρες·
- δε βλέπω την ώρα να..., αδημονώ να έρθει η ώρα να κάνω ή να γίνει κάτι: «δε βλέπω την ώρα να ξεκινήσω γι’ αυτό το ταξίδι || δε βλέπω την ώρα ν’ αρχίσω αυτή τη δουλειά || δε βλέπω την ώρα να ’ρθει η γυναίκα μου»·
- δε με παίρνει η ώρα, δεν επαρκεί, εξαντλήθηκε, δεν έχω άνεση χρόνου: «δε με παίρνει η ώρα να καθίσω περισσότερο, γιατί θα χάσω τ’ αεροπλάνο»·
- δεν είν’ ώρα για τέτοια, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ασχοληθούμε με αυτό που αναφέρει ή προτείνει κάποιος: «θέλεις να παίξουμε κανένα ταβλάκι; -Δεν είν’ ώρα για τέτοια, γιατί έχω δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα τέτοια θα λέμε, πώς πετούν τα πουλιά; Δεν είν’ ώρα για τέτοια, είναι ώρα για κέφια γι’ αγκαλιές και φιλιά
- δεν είναι η ώρα του, α. (για πρόσωπα) δεν είναι κατάλληλη στιγμή περίσταση, καιρός, χρόνος να κάνει κάτι, να ενεργήσει: «πες του να μη βιάζεται, γιατί δεν είναι η ώρα του να βγει». β. (για φρούτα) δεν ωρίμασε ακόμα: «τα ροδάκινα δεν τρώγονται, γιατί δεν είναι η ώρα τους»·
- δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες, βλ. φρ. όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες·
- δεν είναι της ώρας (κάτι), δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να ασχοληθούμε με κάτι, δεν είναι του παρόντος: «δεν είναι της ώρας να κουβεντιάζουμε αυτό το θέμα, γιατί μας απασχολούν σοβαρότερα προβλήματα»·
- δεν είναι ώρα γι’ αστεία, πρέπει να σοβαρευτούμε, γιατί έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια σοβαρή υπόθεση ή κατάσταση: «δεν είναι ώρα γι’ αστεία, γιατί πρέπει ν’ αποφασίσουμε για το μέλλον της επιχείρησής μας»·
- δεν είναι ώρα για…, δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή για κάτι: «δεν είναι ώρα για παραπανίσια έξοδα, γιατί έρχονται δύσκολοι καιροί || δεν είναι ώρα να παντρευτείς, γιατί είσαι ακόμα αδημιούργητος»·
- δεν είναι ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν είναι καιρός για κουβέντες, λ. καιρός·
- δεν είναι ώρα για παιχνίδια, βλ. φρ. δεν είναι καιρός για παιχνίδι, λ. καιρός·
- δεν έχω ώρα, α. δεν έχω διαθέσιμο καιρό, βιάζομαι: «δεν έχω ώρα ν’ ασχοληθώ τώρα μαζί σου || μια άλλη φορά θα μιλήσουμε με περισσότερη άνεση, γιατί τώρα δεν έχω ώρα». β. δεν έχω ρολόι: «πες μου, σε παρακαλώ, τι ώρα είναι, γιατί δεν έχω ώρα»·
- δεν έχω ώρα για κουβέντες, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για κουβέντες, λ. καιρός·
- δεν έχω ώρα για παιχνίδια, βλ. φρ. δεν έχω καιρό για παιχνίδια, λ. καιρός·
- δεν ήρθε η ώρα του, βλ. φρ. δεν είναι η ώρα του·
- δεν ξέρω τι ώρες κάνει, (στη γλώσσα της αργκό) α. δεν ξέρω με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, δεν ξέρω ποια είναι η κοινωνική ή οικονομική του κατάσταση: «φαίνεται λεφτάς ο άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω τι ώρες κάνει». β. δεν ξέρω τι είδους άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του: «από μια πρώτη ματιά φαίνεται συμπαθητικός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω τι ώρες κάνει». Συνών. δεν ξέρω τι βιολί βαράει / δεν ξέρω τι καπνό φουμάρει / δεν ξέρω τι ρόλο παίζει·
- εγώ τι ώρες κάνω! έκφραση δυσαρέσκειας ή δυσφορίας από άτομο που, ενώ έχει υπό τη δικαιοδοσία του κάποιον ορισμένο κύκλο εργασιών, παραγκωνίζεται συστηματικά και όλοι αναφέρονται σε κάποιο άλλο άτομο: «καλά, ρε παιδιά, εγώ τι ώρες κάνω σ’ αυτή την επιχείρηση κι όλοι ζητάτε άδεια απ’ τον τάδε!». Συνών. εγώ τι βιολί βαράω! / εγώ τι καπνό φουμάρω! / εγώ τι ρόλο παίζω(!)· 
- εγώ τι ώρες κάνω; ποια είναι η θέση μου, το πόστο μου, η ουσιαστική μου συμμετοχή ή συμβολή στη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση: «ο ένας ανέλαβε το ταμείο, ο άλλος ανέλαβε τις παραγγελίες, εγώ, ρε παιδιά, τι ώρες κάνω;». Συνών. εγώ τι βιολί βαράω; / εγώ τι καπνό φουμάρω; / εγώ τι ρόλο παίζω(;)·
- εδώ και ώρα ή εδώ και ώρες ή εδώ και τόση ώρα ή εδώ και τόσες ώρες, (αόριστα) πριν από αρκετή ώρα: «τον περιμένω εδώ και τόση ώρα κι ακόμη να φανεί»·
- είμαι στην ώρα μου, α. πηγαίνω σε κάποιο σημείο, σε κάποιο χώρο, ακριβώς την ώρα που έχω προκαθορίσει με κάποιον, είμαι ακριβής στο ραντεβού μου: «πάντα, όταν κλείνω ραντεβού με κάποιον, είμαι στην ώρα μου». β. επιστρέφω στο σπίτι μου πολύ πριν από τα μεσάνυχτα: «είναι η κόρη μου άρρωστη και θα φύγω νωρίς, γιατί θέλω να ’μαι στην ώρα μου στο σπίτι»·
- είναι η ώρα του, α. δηλώνει πως είναι η συνηθισμένη, η τακτική ώρα που παρουσιάζεται κάπου κάποιος: «όπου να ’ναι θα ’ρθει, γιατί είναι η ώρα του». β. δηλώνει πως είναι η συγκεκριμένη στιγμή να ενεργήσει κάποιος θετικά ή αρνητικά: «πάμε να φύγουμε, γιατί είναι η ώρα του να ξεσπάσει με τις βλακείες που ακούει απ’ τον τάδε || πάμε στην αίθουσα, γιατί είναι η ώρα του να μιλήσει»· 
- είναι λίγες οι ώρες του ή λίγες είναι οι ώρες του, πρόκειται από ώρα σε ώρα να πεθάνει: «οι γιατροί το ’παν καθαρά πως είναι λίγες οι ώρες του»·
- είναι με τις ώρες του, έχει τις ιδιοτροπίες του, τις παραξενιές του, τις λόξες του, πρόκειται για κυκλοθυμικό άτομο: «πρέπει να βρεις την κατάλληλη στιγμή να του ζητήσεις την εξυπηρέτηση που θέλεις, γιατί είναι με τις ώρες του || όπως κάθε άνθρωπος, είναι κι αυτός με τις ώρες του. Άλλοτε γίνεται χαλί να τον πατήσεις κι άλλοτε αδιαφορεί τελείως για το πρόβλημά σου». Συνών. είναι με τα φεγγάρια του / είναι με τις μέρες του / είναι με τις νότες του·
- είναι μετρημένες οι ώρες του ή μετρημένες είναι οι ώρες του, πρόκειται να πεθάνει από ώρα σε ώρα: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως είναι μετρημένες οι ώρες του»·
- είναι περασμένη η ώρα, είναι πολύ αργά, ιδίως μετά τα μεσάνυχτα: «παιδιά, πρέπει να το διαλύσουμε, γιατί είναι περασμένη η ώρα». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ η ώρα περασμένη κι η βραδιά σκοτεινιασμένη. Έχει ο ουρανός μαυρίσει και η μπόρα δε θ’ αργήσει
- είναι προχωρημένη η ώρα, βλ. φρ. είναι περασμένη η ώρα·
- είναι στην ώρα της, (για έγκυες γυναίκες) είναι ετοιμόγεννη: «τη μετέφεραν στο χειρουργείο, γιατί είναι στην ώρα της»·
- είναι στην ώρα του, προσέρχεται κάπου ακριβώς την ώρα που πρέπει: «κάθε πρωί είναι στην ώρα του στο εργοστάσιο που εργάζεται». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάντα·
- είναι ώρα για… ή είναι ώρα να…, είναι ο κατάλληλος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή να κάνουμε ή να γίνει κάτι: «παιδιά στα κρεβάτια σας, γιατί είναι ώρα για ύπνο || εμπρός, όλοι στο τραπέζι, γιατί είναι ώρα για φαγητό || τώρα που ήρθαν και τα όργανα, είναι ώρα για χορό και τραγούδι || άιντε παιδιά, ετοιμαστείτε, γιατί είναι ώρα να φεύγουμε || περίμενε ακόμα λίγο, γιατί είναι ώρα να ’ρθει». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα τέτοια θα λέμε, πώς πετούν τα πουλιά; Δεν είν’ ώρα για τέτοια, είναι ώρα για κέφια γι’ αγκαλιές και φιλιά
- είναι ώρα για τέτοια! βλ. φρ. δεν είν’ ώρα για τέτοια·
- είναι ώρα που… ή είναι ώρες τώρα που…, δηλώνει πως κάτι που άρχισε πριν από πολλή ώρα εξακολουθεί να συνεχίζεται: «είναι ώρες που σε ψάχνει ο αδερφός σου»· βλ. και φρ. έχει ώρα που(…)·
- εκατό ώρες, πάρα πολλές ώρες: «τον περίμενα εκατό ώρες, μέχρι να ’ρθει!»·
- επί ώρες, βλ. φρ. με τις ώρες·
- έρχομαι στην ώρα μου, βλ. φρ. είμαι στην ώρα μου·
- ευλογημένη η ώρα που… ή ευλογημένη να ’ναι η ώρα που…, λέγεται όταν αναφερόμαστε σε κάτι που μας έφερε ευτυχία ή που εκ των υστέρων αποδείχτηκε η ευτυχία αυτή: «ευλογημένη η ώρα που σε γέννησα, παιδί μου, γιατί μου πρόσφερες τη μεγαλύτερη χαρά || ευλογημένη να ’ναι η ώρα που παντρεύτηκα αυτή τη γυναίκα, γιατί μου συμπαραστάθηκε στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου»·
- έφτασε η μεγάλη ώρα, βλ. φρ. ήρθε η μεγάλη ώρα·
- έφτασε η ώρα, βλ. φρ. ήρθε η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα, ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα. Του χωρισμού μας έφτασε η ώρα, μπορεί και για τους δυο να ’ναι καλύτερα, ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα)·
- έφτασε η ώρα μου, βλ. φρ. ήρθε η ώρα μου·
- έφτασε η ώρα σας! απειλητική ιαχή οπαδών στο ποδόσφαιρο ή στο μπάσκετ, που απευθύνεται επαναλαμβανόμενη στους παίχτες και τους οπαδούς της αντίπαλης ομάδας, με την έννοια ότι ήρθε η ώρα να γνωρίσουν μια μεγάλη ήττα, ή ότι ήρθε η ώρα να τους ξυλοκοπήσουν λόγω των αδικιών που υφίσταται η ομάδα τους από τη διαιτησία·
- έφτασε η ώρα της αλήθειας, βλ. φρ. ήρθε η ώρα της αλήθειας·
- έφτασε η ώρα του, βλ. φρ. ήρθε η ώρα του·
- έφυγε πριν την ώρα του ή έφυγε πριν της ώρας του, α. πέθανε πρόωρα: «δεν πρόλαβε να δει την προκοπή των παιδιών του, που τόσο λαχταρούσε, γιατί έφυγε πριν της ώρας του». β. (για μεταφορικά μέσα) αναχώρησε πριν από την καθορισμένη του ώρα: «έχασα άδικα το τρένο, γιατί έφυγε πριν την ώρα του»·
- έχει τις ώρες του, βλ. φρ. είναι με τις ώρες του· 
- έχει ώρα να… ή έχει ώρα που…, ή έχει ώρες να… ή έχει ώρες που…, πέρασε αρκετό χρονικό διάστημα από την ώρα που έγινε κάτι: «κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή του, αλλά από τότε έχει ώρα να την ακούσω || πήγαινε, αν θέλεις, να τον συναντήσεις στο γραφείο του, γιατί έχει ώρα που ήρθε || μην περιμένεις να τον συναντήσεις, γιατί έχει ώρα που έφυγε». Πολλές φορές, μετά το ώρα ή ώρες, ακολουθεί το τώρα·
- έχεις ώρα; α. έχεις διαθέσιμο χρόνο(;): «έχεις ώρα ν’ ασχοληθείς για λίγο μαζί μου; || έχεις ώρα να μου κάνεις λίγο παρέα;» .β. έχεις ρολόι(;): «έχεις ώρα να μου πεις τι ώρα είναι;»·
- έχω κενή ώρα, α. (για καθηγητές, δασκάλους, μαθητές, σπουδαστές) μεταξύ δυο εκπαιδευτικών ωρών μεσολαβεί μια ώρα που δεν έχω μάθημα: «επειδή είχα κενή ώρα πετάχτηκα μέχρι το σπίτι μου, που είναι κοντά στο σχολείο μας || όταν έχουμε κενή ώρα παίζουμε στην αυλή του σχολείου || τη δεύτερη ώρα σήμερα την είχαμε κενή, γιατί ήταν άρρωστος ο καθηγητής μας». β. (γενικά) δεν έχω κάποια συγκεκριμένη εργασία ή υποχρέωση, έχω ελεύθερο χρόνο: «όταν έχω κενή ώρα ασχολούμαι με τη συλλογή των γραμματοσήμων μου || όταν έχω κενές ώρες, δεν τις σπαταλώ τζάμπα, αλλά διαβάζω κάποιο βιβλίο»·
- η κακιά ώρα, βλ. φρ. ήταν η κακιά η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: και αν περάσεις θάλασσες και βρεις κακούς ανθρώπους, να βάλεις στην καρδιά βαθιά αυτά τα λόγια τώρα, θα λες της μάνας τ’ όνομα μες την κακιά την ώρα)·
- η μεγάλη ώρα ή η πιο μεγάλη ώρα, η ώρα κατά την οποία αρχίζει να εξελίσσεται κάποιο μεγάλο γεγονός: «η πιο μεγάλη ώρα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
- η στερνή ώρα, βλ. φρ. η υστερνή ώρα·
- η υστερνή ώρα, η τελευταία ώρα πριν γίνει κάτι, ιδίως πριν πεθάνει κάποιος: «μόλις κατάλαβε την υστερνή του ώρα, έδωσε την ευχή του στα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: παίξε, μπουζούκι μου πιστό, σαν άλλοτε και τώρα, να μου γλυκάνεις την ψυχή, την υστερνή μου ώρα)·  
- η ώρα η καλή! α. ευχή σε αρραβωνιασμένους να φτάσουν και στο γάμο τους. (Παιδικό τραγούδι: να ’ρθει η ώρα η καλή κι η ώρα η ευλογημένη, να τους βλογήσει ο Θεός με το δεξί το χέρι). β. ευχή σε κάποιον που ετοιμάζεται να επιχειρήσει κάτι: «αύριο μεθαύριο, θα βάλω μπρος τη δουλειά. -Η ώρα η καλή!»·
- η ώρα της Κρίσεως, βλ. λ. κρίση·
- η ώρα του παιδιού, χρονικό διάστημα κατά το οποίο επικρατεί παιγνιώδης διάθεση ανάμεσα στα μέλη μιας παρέας: «τρέξε κι εσύ στο μπαράκι να κάνεις πλάκα, γιατί είναι όλοι εκεί μαζεμένοι κι είναι η ώρα του παιδιού». Αναφορά σε παιδική ραδιοφωνική εκπομπή στις δεκαετίες του 1950 και του 1960·
- ήγγικεν η ώρα, βλ. φρ. ήρθε η ώρα
- ήρθε η μεγάλη ώρα, ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος να γίνει, να πραγματοποιηθεί κάτι σπουδαίο: «μετά την έντονη προεκλογική περίοδο ήρθε ή μεγάλη ώρα των εκλογών». Πρβλ.: κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα (Λαϊκό τραγούδι)·
- ήρθε η ώρα, ήρθε η κατάλληλη στιγμή: «τώρα που τακτοποιήθηκα από δουλειά, ήρθε η ώρα να παντρευτώ»·
- ήρθε η ώρα κι η στιγμή, επιτείνει την παραπάνω φράση. (Νησιώτικο τραγούδι: ήρθε η ώρα κι η στιγμή το στόμα μου ν’ ανοίξω και στην καλή παρέα μου καληνύχτα ν’ αφήσω
- ήρθε η ώρα μου, α. ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος να προβληθώ, να αναδειχτώ ή να κυριαρχήσω σε ένα χώρο: «αφού δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός ανταγωνιστής, ήρθε η ώρα μου ν’ αναλάβω τη διεύθυνση του εργοστασίου». β. ήρθε η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος χρόνος να επέμβω κάπου δυναμικά: «αφού δεν υπάρχει κάποιος να τους βάλει στη θέση τους, ήρθε η ώρα μου να επιβάλω την τάξη»· βλ. κι φρ. ήρθε η ώρα του·
- ήρθε η ώρα της, (για έγκυες γυναίκες)βλ. φρ. είναι στην ώρα της·
- ήρθε η ώρα της αλήθειας, ήρθε ο κατάλληλος χρόνος, η κατάλληλη στιγμή να ειπωθεί ή να εκτεθεί η πραγματική κατάσταση, η αλήθεια ακόμη και όταν αυτή είναι σκληρή: «τόσον καιρό κρυβόσουνα, αλλά τώρα ήρθε η ώρα της αλήθειας και θα μάθουν όλοι τι κουμάσι είσαι». (Τραγούδι: θα στα βγάλω όλα στη φόρα της αλήθειας ήρθε η ώρα)· 
- ήρθε η ώρα του, βρίσκεται στα τελευταία του, ήρθε η στιγμή του θανάτου του: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως ήρθε η ώρα του || μόλις κατάλαβε πως ήρθε η ώρα του κάλεσε το συμβολαιογράφο για να συντάξει τη διαθήκη του». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω κάμπους και βουνά, τις ρεματιές απάνω, ωσότου να ’ρθει η ώρα μου να πέσω να πεθάνω)· βλ. και φρ. ήρθε η ώρα μου·
- ήρθε σ’ άσχημη ώρα, με επισκέφτηκε σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε κακή ψυχολογική διάθεση: «ήθελε μια εξυπηρέτηση, αλλά ήρθε σ’ άσχημη ώρα, γιατί είχα τα νεύρα μου και τον έδιωξα»·
- ήρθε σε κακή ώρα, βλ. φρ. ήρθε σ’ άσχημη ώρα·
- ήρθε σε καλή ώρα, με επισκέφτηκε σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόμουν σε καλή ψυχολογική διάθεση: «ό,τι μου ζήτησε, του το ’δωσα, γιατί ήρθε σε καλή ώρα και δεν μπορούσα να του πω όχι»·
- ήρθε στην ώρα του, βλ. φρ. ήρθε τσακ στην ώρα του·
- ήρθε τσακ στην ώρα του, ήρθε ακριβώς στην ώρα που έπρεπε, που είχε συμφωνηθεί ή που είχε προαναγγελθεί: «το τρένο ήρθε τσακ στην ώρα του || είχα ραντεβού με το φίλο μου στις δέκα και ήρθε τσακ στην ώρα του || στο φωτεινό πίνακα αναγραφόταν πως το αεροπλάνο θα ερχόταν στις οχτώ και ήρθε τσακ στην ώρα του». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλη χειρονομία με το χέρι να τινάζεται ελαφρά προς τα εμπρός και κάτω με τον αντίχειρα, το δείκτη και το μεγάλο δάχτυλο ενωμένα στις άκρες του·
- ήρθε τσαφ στην ώρα του, βλ. φρ. ήρθε τσακ στην ώρα του·
- ήρθε τσιφ στην ώρα του, βλ. συνηθέστ. ήρθε τσακ στην ώρα του·
- ήταν η κακιά η ώρα, έκφραση με την οποία αποδίδουμε κάτι κακό που συνέβη σε άτυχη στιγμή, όταν δεν έχουμε κάποιο λόγο ή αιτία να δικαιολογήσουμε πώς έγινε: «τι να σου πω, φαίνεται πως ήταν η κακιά η ώρα, γιατί κανείς δεν κατάλαβε πώς έπεσε απ’ το μπαλκόνι κι έσπασε τα πόδια του»·
- θα βλαστημήσεις την ώρα και τη στιγμή που…, δίνει περισσότερη έμφαση στην αμέσως παρακάτω φράση·
- θα βλαστημήσεις την ώρα που…, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα μετανιώσεις πάρα πολύ που έκανες ή είπες κάτι, ιδίως που μπλέχτηκες σε κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αν συμπεριφερθείς ξανά μ’ αυτόν τον απαράδεκτο τρόπο, θα βλαστημήσεις την ώρα που με γνώρισες || αν αντιληφθώ ξανά πως πουλάς εμπόρευμα χωρίς να κόβεις τη σχετική απόδειξη, θα βλαστημήσεις την ώρα που συνεταιρίστηκες μαζί μου»·
- θέλει ώρα ή θέλει ώρες (κάτι), βλ. φρ. παίρνει ώρα·
- κάθε πράγμα στην ώρα του, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάθε ώρα και στιγμή ή κάθε στιγμή και ώρα, πάραπολύ συχνά, πάρα πολύ τακτικά: «κάθε ώρα και στιγμή έρχεται στο γραφείο μου και με διακόπτει απ’ τη δουλειά μου ζητώντας τα πιο απίθανα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: αμάν, αμάν, μ’ έκανες κουρέλι, αμάν, αμάν, η καρδιά μου θέλει, αμάν, αμάν, όλο να σε υπηρετεί κάθε ώρα και στιγμή και χωρίς ανταμοιβή
- καλή του ώρα! ευχετική έκφραση για άτομο που απουσιάζει από την ομήγυρη από αυτόν που αναφέρεται στο όνομά του, με την έννοια να είναι καλά, να περνάει καλά εκεί που βρίσκεται: «αν δεν ήταν ο τάδε, καλή του ώρα, να με βοηθήσει, θα περνούσα σήμερα πολύ δύσκολες καταστάσεις!»·
- καλή ώρα σαν..., παρεμπίπτουσα ευχετική φράση: «ήταν μια όμορφη κοπέλα καλή ώρα σαν την κόρη σου»·
- καλή ώρα (σαν και τώρα), έκφραση που αναφέρεται σε παλιότερο ευχάριστο γεγονός, που συμβαίνει πάλι την ώρα που μιλάμε: «ήταν μαζεμένη όλη η οικογένεια, καλή ώρα || είχαμε μαζευτεί όλοι οι φίλοι, καλή ώρα σαν και τώρα»·
- κάνει μια ώρα να… ή κάνει μια ώρα μέχρι να… ή κάνει μια ώρα ώσπου να…, αργεί, καθυστερεί αρκετά: «είναι λίγο κουτός, γι’ αυτό κάνει μια ώρα μέχρι να καταλάβει τι του λες || είναι τόσο βραδυκίνητος, που κάνει μια ώρα ώσπου να πάει στο σπίτι του, κι ας είναι μόνο πεντακόσια μέτρα απ’ το μπαράκι μας»·
- κατάρα την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. φρ. καταραμένη η ώρα που(…)·
- καταραμένη η ώρα που… ή καταραμένη να ’ναι η ώρα που…, λέγεται όταν αναφερόμαστε σε κάτι που μας έφερε δυστυχία: «καταραμένη η ώρα που πέθανε ο πατέρας μου, γιατί μείναμε χωρίς προστάτη || καταραμένη να ’ναι η ώρα που σε γνώρισα, γιατί μ’ έψησες το ψάρι στα χείλια»·
- καταριέμαι την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. φρ. καταραμένη η ώρα που(…)·
- κι εμείς τι ώρες κάνουμε! γιατί δεν υπολογίζεις στην παρουσία μας, στην ύπαρξή μας, στη δυνατότητα ή στην ικανότητά μας να πραγματοποιήσουμε κάτι, ή να βοηθήσουμε σε κάτι που έχεις ανάγκη: «αν δε βρω αυτά τα λεφτά μέχρι το τέλος της βδομάδας τότε χάθηκα. -Κι εμείς τι ώρες κάνουμε! || δεν παίρνει μπρος τ’ αυτοκίνητό μου και δεν ξέρω τι έχει. -Κι εμείς τι ώρες κάνουμε!». Συνήθως η φρ. κλείνει με το εδώ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει για τον εαυτό του. Συνών. κι εμείς τι βιολί βαράμε! / κι εμείς τι καπνό φουμάρουμε! / κι εμείς τι ρόλο παίζουμε(!)·
- κλέβω ώρα ή κλέβω ώρες (από κάπου), αποσπώ χρόνο από άλλες δραστηριότητές μου για να τον αφιερώσω σε αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο: «τον τελευταίο καιρό κλέβω ώρες απ’ όπου μπορώ, για ν’ ασχοληθώ με τη διατριβή μου»·
- κούφια η ώρα! ή κούφια η ώρα που τ’ ακούει! ευχή να μην επαληθευτεί ή να μην προκύψει και σε μας το κακό που κουβεντιάζουμε: «με τις ενέργειες που κάνει, θα βρεθεί σύντομα σε πολύ δύσκολη κατάσταση, κούφια η ώρα! || όπως έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, έπεσε πάνω σε μια κολόνα, κούφια η ώρα που τ’ ακούει!». (Τραγούδι: εμείς έχουμ’ ιστορία, πολεμήσαμε στην Τροία, εσύ μου ’γινες πρεζόνι, κούφια η ώρα που μας ζώνει, πού πας, μωρή, ξυπόλυτη στ’ αγκάθια). Πολλές φορές, συνοδεύεται από διπλό ή τριπλό φτου·
- κούφια η ώρα που το λες! βλ. φρ. κούφια η ώρα(!)·
- κράτα ώρα, προτροπή στο συνομιλητή μας να μας χρονομετρήσει, για να διαπιστώσει αν πράγματι φέρουμε σε πέρας κάτι μέσα στο χρόνο που αναφέραμε: «μα είναι δυνατό απ’ το σημείο που βρισκόμαστε, να πας μέχρι το Λευκό Πύργο και να γυρίσεις πίσω σε δέκα λεπτά; -Κράτα ώρα»·
- κρατώ ώρα, σημειώνω το χρόνο εκκίνησης και τερματισμού μιας ενέργειας, για να δω πόσο χρονικό διάστημα απαιτήθηκε, για να φέρω ή να φέρει κάποιος σε αίσιο πέρας κάτι: «κράτησα ώρα, για να δω σε πόσο χρόνο θα κάνω την απόσταση Θεσσαλονίκη-Αθήνα με τ’ αυτοκίνητό μου»·
- λίγες να ’ναι οι ώρες σου, κατάρα σε κάποιον για να πεθάνει σύντομα·
- μαύρη να ’ταν η ώρα, βλ. φρ. μαύρη η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: τη βάρεσα μέσ’ στην καρδιά, μαύρη να ’ταν η ώρα, και τώρα κλαίω, μάνα μου, εδώ σε ξένη χώρα
- μαύρη η ώρα ή μαύρη ώρα, ανάθεμα τη στιγμή που συνέβη κάτι ή για κάτι που εκ των υστέρων αποδείχτηκε κακό: «μαύρη η ώρα που σε γνώρισα, γιατί μ’ έψησες το ψάρι στα χείλια || μαύρη η ώρα που σε βοήθησα, γιατί φάνηκες πολύ αχάριστος || μαύρη ώρα που γύρισα να σε ξαναβρώ, γιατί το θεώρησες αδυναμία μου και πια, δε με υπολογίζεις». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρη ώρα που σ’ αντάμωσα, τζάμπα την καρδιά μου χαράμισα)· βλ. και φρ. μαύρη ώρα·
- μαύρη ώρα, ονομασία σήραγγας της Αττικής οδού με κατεύθυνση προς Ελευσίνα: «τι μακάβριο αστείο, να ονομάσουν μαύρη ώρα κάποιον δρόμο!»· βλ. και φρ. μαύρη η ώρα
- με την ώρα, (για πληρωμή σε εργαζομένους) που η πληρωμή του υπολογίζεται με βάση τις ώρες που δουλεύει, που δουλεύει ως ωρομίσθιος: «πώς πληρώνεσαι για τη δουλειά που κάνεις; -Με την ώρα». Πρβλ. εκατό δραχμές την ώρα παίρνω, τζιβαέρι μου, πες της μάνας σου πως θέλω, αμάν, αμάν, ωχ, να σε κάνω ταίρι μου (Λαϊκό τραγούδι)·  
- με την ώρα μου (σου, του, κ.λπ.), βλ. φρ. στην ώρα μου (σου, του, κ.λπ)·
- με τις ώρες, επί πολλές ώρες συνέχεια: «αφήνει τα πράγματά του όπου να ’ναι, κι όταν τα χρειάζεται τα ψάχνει με τις ώρες || κάθεται με τις ώρες και πίνει στα διάφορα μπαράκια || η γυναίκα μου μιλάει με τις ώρες στο τηλέφωνο»·
- μετράω τις ώρες, α. ανυπομονώ να περάσει ο καιρός, γιατί περιμένω να συμβεί κάτι καλό, κάτι που θα με χαροποιήσει: «μετράω τις ώρες ν’ απολυθεί ο γιος απ’ το στρατό, γιατί θα ’χω ένα χέρι βοηθείας στη δουλειά μου || μετράω τις ώρες να τη σφίξω πάλι στην αγκαλιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: σε είδαν να καπνίζεις τσιγαράκι και να ρουφάς με κέφι το πιοτό και μένα μ’ έστειλες στο κουτουκάκι, βρε κουκλάκι, τις ώρες στο ρολόι να μετρώ).β. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω, πλήττω: «απ’ τη μέρα που με απέλυσαν απ’ τη δουλειά μου, μετράω τις ώρες»·
- μια ψυχή θα βγει που θα βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα ή μια ψυχή που ’ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα, βλ. λ. ψυχή·
- μου κλέβει την ώρα, βλ. φρ. μου τρώει την ώρα·
- μου τρώει την ώρα, μου αποσπά χρόνο από κάτι ενδιαφέρον που κάνω ή που θέλω να κάνω: «κάθε φορά που έρχεται στο γραφείο μου, μου τρώει την ώρα μ’ ένα σωρό χαζά πράγματα»·
- οι μικρές ώρες, το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα ως τα χαράματα και μέχρι την ανατολή του ηλίου: «χτες γύρισε πάλι παραπατώντας στο σπίτι του τις μικρές ώρες»·
- οι πρώτες πρωινές ώρες, βλ. λ. πρωινός·
- όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, η υπομονή είναι μεγάλο προσόν στον άνθρωπο και συνήθως τον οδηγεί στην επιτυχία: «να μάθεις να μη βιάζεσαι και να είσαι υπομονητικός, γιατί όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει»·
- όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες, δηλώνει πως, εκτός από τις ώρες της ξεγνοιασιάς, υπάρχουν και οι ώρες που πρέπει κανείς να είναι σοβαρός και υπεύθυνος: «χτες βράδυ χορέψαμε, διασκεδάσαμε με την παρέα, αλλά τώρα πρέπει να στρωθώ στη δουλειά, γιατί όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες»·
- όλες τις ώρες, σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετράωρου: «το κατάστημα είναι ανοιχτό όλες τις ώρες»·
- όλη την ώρα, διαρκώς, συνέχεια: «όλη την ώρα μιλούσε με το διπλανό του || όλη την ώρα διέκοπτε τον αγορητή με άκαιρες παρεμβάσεις»·    
- όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, τα σημαντικά γεγονότα, είτε θετικά είτε κυρίως αρνητικά, μπορούν να συμβούν οποιαδήποτε στιγμή·
- όταν έρθει η ώρα, στην κατάλληλη στιγμή: «όταν έρθει η ώρα, θ’ ασχοληθώ με το πρόβλημά σου || όταν έρθει η ώρα, θα μπορέσεις κι εσύ να παντρευτείς»· βλ. και φρ. όταν σημάνει η ώρα·
- όταν σημάνει η ώρα, όταν έρθει η ώρα, η στιγμή που θα πρέπει να κάνει κάνεις υποχρεωτικά κάτι: «όταν σήμανε η ώρα του ξεσηκωμού, όλα τα παλικάρια πήραν τα όπλα στα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σημάνει η ώρα,τότε καρδιά μου χρυσή, τη μεγαλύτερη μπόρα, θα την περάσεις εσύ)· βλ. και φρ. όταν έρθει η ώρα·
- ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, βλ. φρ. όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος·
- ούτε ώρα, δηλώνει σύντομο χρονικό διάστημα: «δε θα κάνουμε ούτε ώρα να φτάσουμε || δε θα λείψεις ούτε ώρα απ’ τη δουλειά»·
- παίρνει ώρα ή παίρνει ώρες (κάτι), απαιτείται, χρειάζεται πολύς χρόνος για να γίνει κάτι: «μπορείς ν’ αφήσεις τ’ αυτοκίνητό σου για επισκευή, αλλά θα πάρει ώρες»·
- πάνω στην ώρα, ακριβώς την κατάλληλη στιγμή: «άνοιξαν το κοσμηματοπωλείο, αλλά πάνω στην ώρα πλάκωσε η αστυνομία || λίγο ακόμα και θα μ’ έδερναν, αλλά πάνω στην ώρα ήρθε η παρέα μου κι έκαναν πίσω». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθες πάνω στην ώρα που γι’ αγάπη διψούσα»·
- περνώ την ώρα μου ή περνώ τις ώρες μου, ασχολούμαι με κάτι απλώς για να μην κάθομαι άπραγος: «περνώ την ώρα μου ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα || όταν είμαι στο σπίτι, περνώ την ώρα μου βλέποντας διάφορα έργα στην τηλεόραση || τις Κυριακές περνώ τις ώρες μου διαβάζοντας Έλληνες συγγραφείς». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχό κομπολογάκι μου, σε είχα το μεράκι μου· εσύ μου πέρναγες την ώρα πες μου· τι θα γίνω τώρα; // τσάκα τσάκα το κομπολογάκι μου και τις ώρες μου περνάω με το αραπάκι μου
- πήγε πριν την ώρα του ή πήγε πριν της ώρας του, βλ. φρ. έφυγε πριν την ώρα του·
- πριν την ώρα του ή πριν της ώρας του, πρόωρα: «πέθανε πριν την ώρα του || πέρασε τόσο βάσανα, που γέρασε πριν της ώρας του»·
- Σαββάτο να ’ναι μάστορα (κι) ας είν’ και χίλιες ώρες, βλ. λ. Σάββατο·
- σήμανε η μαύρη ώρα, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να τονίσουμε τη στιγμή που συνέβη κάτι πολύ κακό σε μας τους ίδιους ή σε ένα σύνολο ανθρώπων: «στις 21 Απριλίου του 1967, σήμανε η μαύρη ώρα της επιβολής της δικτατορίας». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σημάνει εκείν’ η ώρα η μαύρη ώρα, μη νιώσεις πόνο, άσε με μόνο στην παγωνιά
- σήμανε η ώρα, ήρθε η ώρα, η στιγμή που πρέπει να κάνει κανείς υποχρεωτικά κάτι: «σήμανε η ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού».(Λαϊκό τραγούδι: καρδιά πικρή, καρδιά που μένεις μοναχή μες στου βοριά την μπόρα, καρδιά πικρή, απ’ τον καημό να πικραθείς εσήμανε η ώρα)· βλ. και φρ. ήρθε η ώρα·
- σήμανε η ώρα μου, βλ. φρ. ήρθε η ώρα μου·
- σήμανε η ώρα του, βλ. φρ. ήρθε η ώρα του·
- σκοτώνω την ώρα μου, α. ξοδεύω άσκοπα τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «όταν δεν έχω δουλειά, γυρνάω απ’ το ’να μπαράκι στ’ άλλο, για να σκοτώνω την ώρα μου». β. διασκεδάζω την ανία μου ασχολούμενος με δευτερεύοντα πράγματα: «έχω μια συλλογή γραμματοσήμων, για να σκοτώνω την ώρα μου»·
- στην ώρα μου (σου, του, κ.λπ.), ακριβώς την ώρα που πρέπει, την κατάλληλη, την προκαθορισμένη ώρα: «εγώ ήμουν στην ώρα μου στο ραντεβού μας, αλλά αυτός δεν ήρθε || το τρένο ήρθε κι έφυγε στην ώρα του»·
- τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, λόγια που λέγονται σε ακατάλληλη στιγμή, ιδίως πράξεις που γίνονται σε ακατάλληλη στιγμή και γι’ αυτό γίνονται βεβιασμένες·
- την ίδια ώρα, ταυτόχρονα: «τα εμπορικά καταστήματα ανοίγουν και κλείνουν κάθε μέρα την ίδια ώρα  || ενώ ορκίζεται πως δε θα ξαναπιεί, την ίδια ώρα γίνεται σκνίπα στο μεθύσι || ενώ πήγαινε ν’ ανοίξει ο καιρός, την ίδια ώρα μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό || ενώ είναι συγκροτημένο και ήσυχος, την ίδια ώρα τα χάνει και κάνει τον κόσμο άνω κάτω»·
- την ίδια ώρα που…, δηλώνει παράλληλη ενέργεια παρόμοια ή διαφορετική: «την ίδια ώρα που εσύ μιλούσες στους δικούς σου σχετικά με τη δουλειά, εγώ υπέγραφα το συμβόλαιό της || την ίδια ώρα που εσύ κοιμόσουν, εγώ διασκέδαζα στα μπουζούκια || την ίδια ώρα που σε σας γινόταν κατακλυσμός, εμείς είχαμε λιακάδα»·
- την κακή σου (την) ώρα! εκφράζει κατάρα·
- την ώρα που…, ενώ, καθώς: «την ώρα που έμπαινα στο σπίτι, χτύπησε το τηλέφωνο || την ώρα που έκλεινα το μαγαζί, ήρθε ένας καθυστερημένος πελάτης»·
- της κακιάς ώρας, λέγεται για οτιδήποτε δε βρίσκεται σε καλή κατάσταση ή είναι ελαττωματικό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο της κακιάς ώρας || το διαμέρισμα ήταν της κακιάς ώρας»·
- της ώρας, α. (για ψάρια) που είναι ολόφρεσκα: «πηγαίνω πάντα στην ίδια ψαροταβέρνα, γιατί έχει πάντα ψάρια της ώρας». β. (για κρέατα) που ψήνονται λίγο πριν τα φάμε: «μπριζόλες της ώρας || παϊδάκια της ώρας». γ. (για καφέ) ο στιγμιαίος: «ήπιαμε βιαστικά έναν καφέ της ώρας και φύγαμε»·
- τι ώρα είναι; (στη νεοαργκό) ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ζητάει παράλογα πράγματα ή κάτι που δεν είμαστε διατεθειμένοι να του δώσουμε: «θα μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό σου την Κυριακή που το χρειάζομαι; -Τι ώρα είναι;». Συνών. με ζήτησε κανείς; / ποιος ήρθε(;)·
- τι ώρες κάνει; (στη γλώσσα της αργκό) με τι καταγίνεται, με τι ασχολείται στη ζωή του, τι είδους άνθρωπος είναι, ποιο είναι το ποιόν του: «εσύ που είσαι άνθρωπος της πιάτσας, μπορείς να μου πεις τι ώρες κάνει αυτός ο τύπος;». Συνών. πώς μετράει; / τι βιολί βαράει; / τι καπνό φουμάρει; / τι ρόλο παίζει(;)·
- το ’φερε η κακιά η ώρα, βλ. φρ. ήταν η κακιά η ώρα. (Λαϊκό τραγούδι: μάνα, γλυκιά μανούλα μου, κι αδέρφια αγαπημένα, ώρα κακιά το έφερε να στερηθείτ’ εμένα)·
- τον βρήκα σ’ άσχημη ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα·
- τον βρήκα σε δύσκολη ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα·
- τον βρήκα σε κακή ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε κακή ώρα·
- τον βρήκα σε καλή ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε καλή ώρα·
- τον πέτυχα σ’ άσχημη ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα·
- τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα, τον επισκέφτηκα σε πολύ ακατάλληλη στιγμή, σε πολύ ακατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε κακή ψυχολογική διάθεση: «ήθελα να του ζητήσω κάτι δανεικά, αλλά, επειδή τον πέτυχα σε δύσκολη ώρα δεν του είπα τίποτα»·
- τον πέτυχα σε κακή ώρα, βλ. φρ. τον πέτυχα σ’ άσχημη ώρα·
- τον πέτυχα σε καλή ώρα, τον επισκέφτηκα σε πολύ κατάλληλη στιγμή, σε πολύ κατάλληλη ώρα, σε στιγμή που βρισκόταν σε καλή ψυχολογική διάθεση: «ό,τι κι αν του ζήτησα, μου το ’δωσε χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί τον πέτυχα σε καλή ώρα·
- τόση ώρα ή τόσες ώρες ή τόση ώρα τώρα ή τόσες ώρες τώρα, βλ. φρ. εδώ και τώρα·
- τρώει ώρα ή τρώει ώρες (κάτι), βλ. φρ. παίρνει ώρα·
- τρώω την ώρα μου, βλ. φρ. χάνω την ώρα μου·
- φτάνω στην ώρα μου, βλ. φρ. είμαι στην ώρα μου·
- χάνω την ώρα μου, α. την σπαταλώ άδικα, την αφήνω να περνάει ανεκμετάλλευτη: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ είναι αραχτός στο μπαράκι τις γειτονιάς του και χάνει την ώρα του». β. ματαιοπονώ: «μου φαίνεται πως χάνω την ώρα μου προσπαθώντας να σου βάλω μυαλό, γιατί είσαι αγύριστο κεφάλι»·
- χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, αμέσως, ευθύς: «μόλις έμαθε πως ο γιος του φίλου του μπλέχτηκε με ναρκωτικά, χωρίς να χάσει ώρα πήγε και του το ’πε, για να πάρει τα μέτρα του». Συνών. χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό / χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο·
- ώρα αιχμής ή ώρες αιχμής, βλ. λ. αιχμή·
- ώρα Γκρήνουιτς, δηλώνει την ακριβή ώρα: «τι ώρα έχεις φίλε; -Οχτώ. -Πας καλά; -Ώρα Γκρήνουιτς». Αναφορά στο ομώνυμο αστεροσκοπείο που βρίσκεται στο Λονδίνο. Η ώρα Γκρήνουιτς δηλώνει τον τοπικό μέσο ηλιακό χρόνο που ισχύει στο μεσημβρινό 0ο, που είναι η νοητή γραμμή που περνάει από το Γκρήνουιτς συνδέοντας το Βόρειο και το Νότιο Πόλο, ανατολικά και δυτικά της οποίας μετριέται το γεωγραφικό μήκος και χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για τον προσδιορισμό της ώρας σε διάφορα σημεία της Γης. Αν θυμάμαι καλά και μέχρι την δεκαετία του 1950 ο προσδιορισμός της ώρας από την Ελληνική Ραδιοφωνία (Ε.ΡΑ) γινόταν σε ώρα Γκρήνουιτς και αργότερα επικράτησε το ώρα Ελλάδος·
- ώρα είναι να…ή ώρες είναι να…, λέγεται για κάτι που θα το θεωρούσαμε πολύ περίεργο ή ενοχλητικό αν συμβεί: «ώρα είναι να ζητάει και τα ρέστα μετά τη φασαρία που δημιούργησε! || ώρα είναι να ’ρθει και κείνος ο αχώνευτος τη στιγμή που περνάμε τόσο ωραία!»·   
- ώρα καλή! ή ώρα σου καλή! α. ευχή σε κάποιον που φεύγει από το χώρο που βρισκόμαστε ή που ξεκινάει για τα ταξίδι. (Λαϊκό τραγούδι: κι η δόλια μου ματιά θολή, παιδί μου, ώρα σου καλή). β. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που για κάποιο λόγο μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από το χώρο ή τον τόπο που βρισκόμαστε, και έχει την έννοια μπορείς να φύγεις όποια ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι·
- ώρα καλή στην πρύμη σου κι αγέρα (αέρα) στα πανιά σου, α. ευχή σε κάποιον, που ξεκινάει να ταξιδέψει, να κάνει ευχάριστο ταξίδι, χωρίς αναπάντεχες δυσκολίες ή προβλήματα. β. ευχή σε κάποιον να του έρχονται όλα δεξιά, όλα καλά. γ. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που για κάποιο λόγο μας ανακοινώνει με εκβιαστική διάθεση πως θα αποχωρήσει από την ομήγυρη, από το χώρο ή τον τόπο στον οποίο βρισκόμαστε και έχει την έννοια μπορείς να φύγεις όποια ώρα θέλεις, δε σε κρατάει κανείς με το ζόρι. (Λαϊκό τραγούδι: με φοβερίζεις πως θα πας στον άντρα της καρδιάς σου, ώρα καλή στην πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου
- ώρα με την ώρα, καθώς περνάει η ώρα, από στιγμή σε στιγμή: «υπάρχει ο φόβος πως ώρα με την ώρα θα μεγαλώσει ο αριθμός των θυμάτων»· βλ. και φρ. από ώρα σε ώρα·
- ώρα μηδέν, η ώρα που αρχίζει κάτι πολύ σημαντικό. Συνήθως χρησιμοποιείται στη στρατιωτική ορολογία και ιδίως προσδιορίζει την ώρα που αρχίζει κάποια σοβαρή στρατιωτική επιχείρηση: «έφτασε η ώρα μηδέν της επίθεσης κατά του εχθρού»·
- ώρα να του δίνω! ή ώρα να του δίνουμε! έκφραση που δηλώνει πως έφτασε η ώρα να φύγω από κάποιο χώρο, είτε γιατί κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα είτε γιατί άρχισε να διαφαίνεται κάποιος κίνδυνος: «ώρα να του δίνω, γιατί ήρθα να σου πω μια καλημέρα και σου ’φαγα όλο το πρωινό! || παιδιά, ώρα να του δίνω, γιατί έρχεται κάποιος που του χρωστάω ένα κάρο λεφτά». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- ώρα που βρήκες! ή ώρα που τη βρήκες! βλ. φρ. βρήκες την ώρα(!)·
- ώρα που γαμούν οι γύφτοι, ειρωνική απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι ώρα είναι(;)·
- ώρα σου καλή κι ο δρόμος σου γυαλί! βλ. λ. δρόμος·
- ώρα ώρα, βλ. συνηθέστ. ώρες ώρες·  
- ώρες κοινής ησυχίας, βλ. λ. ησυχία·
- ώρες ολόκληρες, βλ. φρ. με τις ώρες·
- ώρες ώρες, ενίοτε, κάπου κάπου, πότε πότε, κατά διαστήματα: «είμαι τόσο απελπισμένος απ’ τη ζωή, που ώρες ώρες εύχομαι να πεθάνω || ώρες ώρες μου ’ρχεται να τον σπάσω στο ξύλο αυτόν τον άνθρωπο || είναι καλό παιδί, αλλά ώρες ώρες μου τη δίνει με την γκρίνια του». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι στη ζωή σου ο ένας, δε με σβήνει κανένας, κι αν με άλλους γυρνάς κι ώρες ώρες γελάς, κατά βάθος πονάς, γιατί σκέφτεσ’ εμένα).