Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
παίκτης

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

παίκτης, ο, θηλ. παίκτρια, η, ουσ., βλ. λ. παίχτης

παίχτης

παίχτης κ. παίκτης, ο, ουσ. [<μτγν. παίκτης <παίζω]. 1. αυτός που συμμετέχει ενεργά σε παιχνίδι (ψυχαγωγικό, αθλητικό ή τυχερό) ή που είναι χαρτοπαίχτης: «είναι παίχτης της τάδε ομάδας || είναι παίχτης λαχείων». (Λαϊκό τραγούδι: έμαθα πως παίζεις ζάρια είσαι και χασικλής, είσαι μάγκας, είσαι παίχτης, νυχτοπερπατητής).2. χαρακτηρίζει άτομο που έχει το θάρρος να ρισκάρει στη ζωή του ή στον επαγγελματικό του χώρο: «όσο επικίνδυνη κι αν είναι μια δουλειά, την αναλαμβάνει, γιατί έχει μάθει να είναι παίχτης || το ’χει πάρει σαν πρόγραμμα μια να κερδίζει και μια να χάνει, γιατί πάνω απ’ όλα είναι παίχτης». 3. (στη γλώσσα της αργκό) το κομπολόι: «έβγαλε τον παίχτη απ’ την τσέπη του κι άρχισε να τον παίζει σκεφτικός». (Λαϊκό τραγούδι: τον παίχτη, μάγκα, πέτα τον· σε σένα δεν ταιριάζει· τώρα η δική σου γκόμενα μ’ άλλον τακιμιάζει). Συνών. μπεγλέρι (1) / τεσπίχι·
- άλλο παίχτης κι άλλο τσουτσουνοπαίχτης, βλ. λ. τσουτσουνοπαίχτης.