Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πίνακας

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πίνακας, ο, ουσ. [<αρχ. πίναξ], ο πίνακας·
- τον γράφω στο μαύρο πίνακα ή τον έχω γραμμένο στο μαύρο πίνακα, βλ. συνηθέστ. τον γράφω στο μαυροπίνακα, λ. μαυροπίνακας.

μαυροπίνακας

μαυροπίνακας, ο, ουσ. [<μαυρο- + πίνακας], ο μαυροπίνακας·
- τον γράφω στο μαυροπίνακα ή τον έχω γραμμένο στο μαυροπίνακα, βλ. φρ. τον γράφω στο τεφτέρι, λ. τεφτέρι. Πρβλ.: κάποτε ζούσα κι εγώ στα μεγαλεία, ήμουν καμάρι μες στο ντουνιά. Τώρα όλα τέλειωσαν, μείναν τα συντρίμματα κι όλοι πια με βάλαν στο μαυροπίνακα (Λαϊκό τραγούδι).