πέρασμα
πέρασμα,
το, ουσ. [από το
θέμα αορ. του ρ. περνώ + κατάλ. -μα], το πέρασμα. 1. το σημείο από όπου
περνάει κάποιος από το ένα μέρος στο άλλο ή το πράγμα που χρησιμοποιεί ως
διάβαση, η περασιά: «δεν μπορούσα να βρω πέρασμα για να πάω απέναντι || αυτοί
που είχαν περάσει, έριξαν το πέρασμα για να μην μπορέσουμε να τους κυνηγήσουμε».
2. απόμερο σημείο από όπου περνάνε συνήθως τα άγρια θηράματα: «είναι
παλιός κυνηγός και γνωρίζει όλα τα περάσματα των αγρίων ζώων». 3α.
πολυσύχναστο μέρος από όπου περνούν πολλοί άνθρωποι: «όταν έχω καιρό να δω
κάποιον τη στήνω στο τάδε μπαράκι, στο κέντρο της πόλης, που είναι πέρασμα και
τις πιο πολλές φορές τον συναντώ». (Τραγούδι: έλεγα πως θα περάσεις, είναι πέρασμα
μεγάλο, από δω περνούνε όλοι και για τόνα και για τ’ άλλο).β.
πολυσύχναστο μέρος από όπου περνούν συνήθως πολλές γυναίκες: «κάθε απόγευμα την
αράζω στο τάδε μπαράκι στην παραλία, που είναι πέρασμα || αν έχει πέρασμα, να
πάμε να καθίσουμε στο μέρος που μου λες, μπας και βρούμε καμιά πιτσιρίκα». 4.
(για χρονικό διάστημα) η πορεία, η εξέλιξη, το κύλισμα της ώρας, η λήξη
χρονικής διάρκειας: «το πέρασμα του χρόνου θα αποδείξει αν ήταν καλός καλλιτέχνης
ή όχι || με την κουβέντα δεν κατάλαβα το πέρασμα της νύχτας». 5. η
εισαγωγή, η ένταξη, η διάρκεια συμμετοχής κάποιου κάπου: «έχει σίγουρο το
πέρασμα του γιου στο πανεπιστήμιο || το πέρασμα απ’ το στρατό, κάνει τους νέους
άντρες»·
- κάνω
(ένα) πέρασμα, διέρχομαι από έναν τόπο, από έναν χώρο: «πρέπει να κάνω ένα
πέρασμα απ’ το σπίτι μου, γιατί κάτι με θέλει η μητέρα μου». (Λαϊκό τραγούδι: θα
κάνω πέρασμα κρυφό από τη γειτονιά σου· έμαθα πως κρυφομιλάς με κάποιο
γείτονά σου)·
- του
κάνω (ένα) πέρασμα, τον προσπερνώ, ιδίως με αυτοκίνητο: «πάνω στη στροφή
του ’κανα ένα πέρασμα, που τα ’χασε τ’ ανθρωπάκι»·
- του
κλείνω το πέρασμα, τον εμποδίζω να περάσει από κάποιο συγκεκριμένο σημείο:
«οι στρατιώτες έπιασαν τις γύρω πλαγιές κι έκλεισαν το πέρασμα που οδηγούσε προς
τη θάλασσα».