πάσχω
πάσχω, ρ. [<αρχ. πάσχω], πάσχω. 1.
είμαι άρρωστος: «πάσχω απ’ το στομάχι μου». 2. βασανίζομαι από δυσάρεστα
γεγονότα που αφορούν εμένα ή τους γύρω μου, υποφέρω ψυχικά, στενοχωριέμαι:
«πάσχω, κάθε φορά που βλέπω τα παιδιά μου να μαλώνουν || κάθε φορά που ακούω
πως στην Αφρική πεθαίνουν παιδιά από πείνα, πάσχω». 3. υποφέρω έντονα,
ιδίως από ερωτικό καημό: «πάσχει ο φουκαράς για πάρτη της κι αυτή δεν του δίνει
σημασία». 4. είμαι τρελός: «μπα σε καλό σου, πάσχεις και μας ξεσήκωσες
μεσάνυχτα με τις αγριοφωνάρες σου!». 5. παρουσιάζω αδυναμίες ή
προβλήματα σε ένα σημείο, υστερώ: «έχω πολύ καλή δουλειά, αλλά πάσχω από
λογιστήριο || η ομάδα μας είναι καλά μονταρισμένη, αλλά πάσχει από
τερματοφύλακα». 6. λέγεται και για κάτι που παρουσιάζει χρόνια
προβλήματα: «ειδικά στα θέματα της Παιδείας και της Υγείας το κράτος μας
πάσχει». 7. στο β΄ πρόσ. σε ερωτημ. τύπο, πάσχεις; λέγεται με
ειρωνεία ή με επιθετική διάθεση σε κάποιον μου μας λέει ή μας ζητάει παράλογα
πράγματα: «θέλω να μυ δώσεις τώρα ένα εκατομμύριο, γιατί το χρειάζομαι.
-Πάσχεις;». Συνήθως προτάσσεται το καλά·
- κάλλιο
να πάσχει η τσέπη μου, παρά η κοιλιά μου, βλ. λ. κοιλιά·
- πάσχει
από αμορτισέρ, βλ. λ. αμορτισέρ·
- πάσχει
από αναρτήσεις, βλ. λ. ανάρτηση·
- πάσχει
από οξεία μαλακίτιδα, βλ. λ. μαλακίτιδα·
- πάσχει
από οξεία τεμπελίτιδα, βλ. λ. τεμπελίτιδα.
αμορτισέρ
αμορτισέρ,
το, άκλ. ουσ.
[<γαλλ. amortisseur], το αμορτισέρ· οι
καλοσχηματισμένοι γλουτοί γυναίκας, που καταλήγουν σε καλλίγραμμα και δυνατά
πόδια: «είναι όμορφη γυναίκα και με πολύ ωραίο αμορτισέρ». Από το ότι το
αμορτισέρ είναι ένα εξάρτημα αυτοκινήτου με το οποίο πετυχαίνεται η ελάττωση
των κραδασμών·
- δουλεύει
αμορτισέρ, (στη γλώσσα της αργκό και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη
σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «τέτοιο ωραίο παλικάρι να δουλεύει
αμορετισέρ! || όμορφη γυναίκα κι απ’ ό,τι λένε δουλεύει αμορτισέρ». Συνών. δουλεύει
αναρτήσεις / δουλεύει εξάτμιση (α) / δουλεύει την πίσω πόρτα·
- πάσχει
από αμορτισέρ, (στη γλώσσα της αργκό) α. η γυναίκα για την οποία
γίνεται λόγος, δεν έχει καλοσχηματισμένους γλουτούς, ούτε δυνατά καλλίγραμμα
πόδια: «αυτή η γυναίκα έχει όμορφο προσωπάκι και ωραίο στήθος, αλλά πάσχει από
αμορτισέρ». β. η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος δε δέχεται να
υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «λένε πως είναι καλή στον
έρωτα, αλλά δυστυχώς πάσχει από αμορτισέρ». Συνών. πάσχει από αναρτήσεις.
ανάρτηση
ανάρτηση,
η, ουσ.
[<μτγν. ἀνάρτησις], η ανάρτηση· συνήθως στον πλ. οι αναρτήσεις, οι
καλλίγραμμοι γλουτοί γυναίκας, που καταλήγουν σε καλλίγραμμα πόδια: «δεν είναι
πολύ όμορφη γυναίκα, αλλά έχει πολύ ωραίες αναρτήσεις». Από τα όργανα του
αυτοκινήτου, που μεταφέρουν το βάρος του στον άξονα των τροχών»·
- δουλεύει
αναρτήσεις, (στη γλώσσα της αργκό και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί
τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «έπεσε να πεθάνει μόλις έμαθε πως ο
γιος του δουλεύει αναρτήσεις || στον έρωτα, του αρέσει η γυναίκα να δουλεύει
αναρτήσεις». Συνών. δουλεύει αμορτισέρ / δουλεύει εξάτμιση (α) / δουλεύει
την πίσω πόρτα·
- πάσχει
από αναρτήσεις, (στη γλώσσα της αργκό) α. η γυναίκα για την οποία
γίνεται λόγος, δεν έχει καλλίγραμμους γλουτούς να καταλήγουν σε καλλίγραμμα
δυνατά πόδια: «είναι όμορφη γυναίκα, αλλά πάσχει από αναρτήσεις». β. η
γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, δε δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη
από πίσω, από τον κώλο: «λένε πως είναι καλή στον έρωτα, αλλά δυστυχώς πάσχει
από αναρτήσεις». Συνών. πάσχει από αμορτισέρ.
μαλακίτιδα
μαλακίτιδα,
η, ουσ. [<μαλακία + κατάλ.
-ίτιδα], φανταστική ασθένεια από την οποία πάσχει ο μαλάκας: «έχει τέτοια
μαλακίτιδα, που δε γίνεται καλά με τίποτα»·
-
έχει οξεία μαλακίτιδα, βλ. φρ. πάσχει
από οξεία μαλακίτιδα·
-
πάσχει από οξεία μαλακίτιδα, είναι
πολύ μεγάλος μαλάκας: «δεν τον υπολογίζει κανένας μέσα στην παρέα μας, γιατί
πάσχει από οξεία μαλακίτιδα»·
-
τον βάρεσε οξεία μαλακίτιδα, βλ. φρ. πάσχει από οξεία μαλακίτιδα.
τεμπελίτιδα
τεμπελίτιδα, η, ουσ. [<τεμπέλης+ κατάλ. -ίτιδα], φανταστική
ασθένεια από την οποία πάσχει ο τεμπέλης: «έχει τέτοια τεμπελίτιδα, που
προτιμάει να πεθάνει απ’ την πείνα παρά να δουλέψει»·
-
έχει οξεία τεμπελίτιδα, βλ. φρ. πάσχει από οξεία τεμπελίτιδα·
- πάσχει από οξεία τεμπελίτιδα, είναι πολύ μεγάλος τεμπέλης: «τον
τελευταίο καιρό πάσχει από οξεία τεμπελίτιδα και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για
τη δουλειά του»·
-
τον βάρεσε οξεία τεμπελίτιδα, βλ. φρ. πάσχει από οξεία τεμπελίτιδα.