Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πάρσιμο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πάρσιμο, το, ουσ. [<πάρω, υποτακτ. αορ. του ρ. παίρνω + κατάλ. -σιμο], το πάρσιμο. 1. η άλωση, η εκπόρθηση, η κατάληψη: «το πάρσιμο της Πόλης απ’ τους Τούρκους». 2. η σεξουαλική πράξη, ιδίως με αμοιβαία συμμετοχή των εραστών: «κάναμε τέτοιο πάρσιμο, που θα το θυμόμαστε για χρόνια». 3. η αμοιβαία αρπαγή, το αμοιβαίο κλέψιμο ερωτικού ζευγαριού: «το πάρσιμο της μικρής με τον τάδε αναστάτωσε τους γονείς της». 4. το μίκρεμα, το κόντεμα με αφαίρεση, με αποκοπή: «τα μανίκια θέλουν λίγο πάρσιμο || τα μαλλιά σου θέλουν λίγο πάρσιμο».