Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ουαί
ουαί, επιφών.
[<μτγν. οὐαί], αλίμονο·
-
ουαί κι αλίμονο! α. επιτείνει την έννοια του αλίμονο για κάτι που,
αν συμβεί, θα έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις: «ουαί κι αλίμονο, αν εμπλακεί η
χώρα μας σ’ αυτόν τον πόλεμο!». β. δηλώνει και απειλή: «ουαί κι αλίμονο
αν σε πιάσει να ενοχλείς τα κορίτσια της γειτονιάς του·
-
ουαί κι αλίμονό σου έκφραση που δηλώνει απειλή: «ουαί κι αλίμονό σου, αν
δε συμμορφωθείς!»·
-
ουαί τοις ηττημένοις, αλίμονο σε αυτούς που έχουν ηττηθεί, νικηθεί,
γιατί οι νικητές τους επιβάλλουν τους όρους τους.