ορθά
ορθά,
επίρρ. [του επιθ. ορθός], με ευθύτητα. Συνήθως συνοδευόμενο από το κοφτά·
-
μιλώ ορθά κοφτά, βλ. φρ. τα λέω ορθά κοφτά·
-
ξηγιέμαι ορθά κοφτά, συμπεριφέρομαι με ειλικρίνεια, με ευθύτητα, με
ντομπροσύνη: «να έχεις εμπιστοσύνη σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί πάντα ξηγιέται
ορθά κοφτά»·
-
ορθά κοφτά, με ευθύτητα, χωρίς περιστροφές, απερίφραστα. (Λαϊκό
τραγούδι: κι η λεύτερη ορθά κοφτά, αντί γιαούρτι γιαουρτά)·
- τα λέω ορθά κοφτά, μιλώ απερίφραστα, με ευθύτητα, χωρίς
περιστροφές: «δεν έχει ανάγκη κι ούτε φοβάται κανέναν, γι’ αυτό τα λέει πάντα
ορθά κοφτά». (Λαϊκό τραγούδι: για βάστα φρένο στα τερτίπια σου αυτά, είπα ν’
αλλάξεις, αν γουστάρεις, το σκοπό σου. Θα μπλέξω μ’ άλληνε, στο λέω
ορθά-κοφτά και δε θα είμαι το κορόιδο το δικό σου).