Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ορθά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ορθά, επίρρ. [του επιθ. ορθός], με ευθύτητα. Συνήθως συνοδευόμενο από το κοφτά·
- μιλώ ορθά κοφτά, βλ. φρ. τα λέω ορθά κοφτά·
- ξηγιέμαι ορθά κοφτά, συμπεριφέρομαι με ειλικρίνεια, με ευθύτητα, με ντομπροσύνη: «να έχεις εμπιστοσύνη σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί πάντα ξηγιέται ορθά κοφτά»·
- ορθά κοφτά, με ευθύτητα, χωρίς περιστροφές, απερίφραστα. (Λαϊκό τραγούδι: κι η λεύτερη ορθά κοφτά, αντί γιαούρτι γιαουρτά
- τα λέω ορθά κοφτά, μιλώ απερίφραστα, με ευθύτητα, χωρίς περιστροφές: «δεν έχει ανάγκη κι ούτε φοβάται κανέναν, γι’ αυτό τα λέει πάντα ορθά κοφτά». (Λαϊκό τραγούδι: για βάστα φρένο στα τερτίπια σου αυτά, είπα ν’ αλλάξεις, αν γουστάρεις, το σκοπό σου. Θα μπλέξω μ’ άλληνε, στο λέω ορθά-κοφτά και δε θα είμαι το κορόιδο το δικό σου).