Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
οργώνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

οργώνω, ρ. [<σπάν. εργώνω <έργο + κατάλ. -ώνω], οργώνω. 1. πηγαίνω διαδοχικά από κέντρο σε κέντρο διασκεδάζοντας. (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που υπάρχουνε τα τάλιρα, οι μάγκες θα οργώσουνε τα Φάληρα). 2. πηγαίνω πάνω κάτω ψάχνοντας να βρω κάτι στο έδαφος ή στο πάτωμα ή γενικά ψάχνω με μεγάλη επιμονή, με μανία κάτι ή κάποιον: «όργωσα όλη την παραλία, αλλά δεν μπόρεσα να βρω το ρολόι που έχασα || θα οργώσω όλη τη γη, αλλά θα τη βρω την άτιμη || όργωσα όλο το σπίτι, αλλά δε βρήκα τα κλειδιά μου ». (Λαϊκό τραγούδι: μια βαρκούλα θ’ αρματώσω με ολόλευκα πανιά κι όλες τις ακρογιαλιές θα τις οργώσω να ’ρθω να σε ανταμώσω Λεμονιά).Από το ότι το αλέτρι όταν οργώνει διασχίζει πάνω κάτω σε λουρίδες όλο το χωράφι·
- οργώνω τα πέλαγα, βλ. λ. πέλαγος·
- οργώνω τις θάλασσες, βλ. λ. θάλασσα·
- όργωσε βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι, βλ. λ. σιτάρι.

θάλασσα

θάλασσα, η, ουσ. [<αρχ. θάλασσα], η θάλασσα. α. η επιφάνεια της θάλασσας: «έκανε ελεύθερη κατάδυση είκοσι μέτρα κάτω απ’ τη θάλασσα». β. το νερό της θάλασσας: «ήπιε θάλασσα κι άρχισε να βήχει || ήταν βρόμικη η θάλασσα και δε βουτήξαμε». (Ακολουθούν 48 φρ.)·
- αγρίεψε η θάλασσα, άλλαξε απότομα προς το χειρότερο, έπιασε τρικυμία, θαλασσοταραχή: «ξαφνικά σηκώθηκε δυνατός αέρας κι αγρίεψε η θάλασσα»·
- άμα πέσεις στη θάλασσα, θα κολυμπήσεις, δηλώνει αναγκαστική προσαρμογή, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώνονται: «έστειλα το γιο μου να σπουδάσει στην Ευρώπη και κάνω χίλιες δυο δουλειές για να του στέλνω τα χρήματα που του χρειάζονται. -Άμα πέσεις στη θάλασσα, θα κολυμπήσεις». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- άνθρωπος στη θάλασσα! βλ. λ. άνθρωπος·
- άνθρωπος της θάλασσας, βλ. λ. άνθρωπος·
- ανοιχτές θάλασσες, τα πελάγη, οι ωκεανοί: «είναι επικίνδυνο για τα ιστιοφόρα να ταξιδεύουν στις ανοιχτές θάλασσες»·
- βλέπω θάλασσα και ουρανό, (ιδίως για ναυτικούς) ταξιδεύω σε ανοιχτές θάλασσες: «ξεκινήσαμε απ’ το λιμάνι της Θεσσαλονίκης για την Αλεξάνδρεια κι επί μέρες βλέπαμε θάλασσα κι ουρανό». (Λαϊκό τραγούδι: πέλαγο θα σκίσω μακρινό, θάλασσα θα βλέπω κι ουρανό, μα η συντροφιά μου θα ’σαι εσύ πάντα ο νους μου θα ’ναι στο νησί
- βρίσκω θάλασσα, συναντώ τρικυμία, θαλασσοταραχή: «κάθε φορά που βρίσκει θάλασσα το πλοίο της γραμμής, αργεί να ’ρθει στο νησί»·
- γλύκανε η θάλασσα, ηρέμησε: «όλη τη μέρα είχε τρικυμία, προς το απόγευμα όμως γλύκανε η θάλασσα»·
- δια θαλάσσης, (για συγκοινωνίες ή μεταφορές) που γίνονται από τη θάλασσα: «πήγε στη Ρόδο δια θαλάσσης, γιατί φοβάται τ’ αεροπλάνο»·
- είναι γυαλί η θάλασσα ή η θάλασσα είναι γυαλί, βλ. λ. γυαλί·
- είναι καθρέφτης η θάλασσα ή η θάλασσα είναι καθρέφτης, βλ. λ. καθρέφτης·
- είναι λάδι η θάλασσα ή η θάλασσα είναι λάδι, βλ. λ. λάδι·
- είναι σαν το ψάρι στη θάλασσα, βλ. λ. ψάρι·
- είναι τζάμι η θάλασσα ή η θάλασσα είναι τζάμι, βλ. λ. τζάμι·
- έπεσε στη θάλασσα, αυτοκτόνησε ή προσπάθησε να αυτοκτονήσει πέφτοντας στη θάλασσα: «είχε διάφορα ψυχολογικά προβλήματα κι έπεσε στη θάλασσα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το πήγε, από το ότι για να φτάσει κανείς στη θάλασσα, πρέπει να διανύσει και κάποια απόσταση·
- έχει θάλασσα, υπάρχει θαλασσοταραχή, υπάρχει τρικυμία: «επειδή έχει θάλασσα, απαγορεύτηκε κάθε απόπλους»·
- έχει πολλά ψάρια η θάλασσα, βλ. λ. ψάρι·
- έφαγε τη θάλασσα με το κουτάλι, είναι πολύπειρος ναυτικός λόγω των πολλών δοκιμασιών που πέρασε, και, κατ’ επέκταση, λέγεται για κάθε άτομο που είναι πολύπειρο στη ζωή: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξεπερνάει τις δυσκολίες που του τυχαίνουν, γιατί είναι άνθρωπος που έφαγε τη θάλασσα με το κουτάλι»·
- έχει η θάλασσα νερό; ή έχει νερό η θάλασσα; (ειρωνικά) λέγεται για κάτι που είναι οφθαλμοφανές: «αν πέσεις απ’ τον έκτο όροφο θα σκοτωθείς, έτσι δεν είναι; -Τώρα τι μου λες, έχει η θάλασσα νερό;»·
- ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι, βλ. λ. ζωή·
- θα πέσω στη θάλασσα, βρίσκομαι σε απελπιστική κατάσταση: «έχω τόσα πολλά προβλήματα, που θα πέσω στη θάλασσα να ησυχάσω». Πολλές φορές, μετά το θα της φρ. ακολουθεί το πάω, από το ότι για να φτάσει κανείς στη θάλασσα, πρέπει να διανύσει και κάποια απόσταση·
- θα σε ρίξω στη θάλασσα, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν σε δω να κοροϊδεύεις ξανά γέρο άνθρωπο, θα σε ρίξω στη θάλασσα»·
- μαλάκωσε η θάλασσα, βλ. φρ. γλύκανε η θάλασσα·
- με πειράζει η θάλασσα, βλ. φρ. με πιάνει η θάλασσα·
- με πιάνει η θάλασσα, μου προκαλεί ναυτία η δια θαλάσσης μεταφορά (με πλοίο, με βάρκα) ή μου προκαλεί ναυτία η θαλασσοταραχή: «είχε πολλά μποφόρ και μ’ έπιασε η θάλασσα»·
- ο σταυρός της θάλασσας, βλ. λ. σταυρός·
- όποιος κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, είναι πολύ επικίνδυνο για κάποιον που ασχολείται με κάποια σίγουρη και κερδοφόρα επιχείρηση να επιχειρεί αμφίβολα ή παράτολμα οικονομικά ανοίγματα: «έχεις μια χαρά δουλειά κι άσε τα σάλτα που ονειρεύεσαι, γιατί, όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει». Από το ότι τα κουκιά ως φαγητό είναι για πολλούς ανθρώπινους οργανισμούς βλαβερά έως θανατηφόρα·
- οργώνω τις θάλασσες, είμαι ναυτικός που πέρασα μεγάλο μέρος της ζωής μου ταξιδεύοντας στις ανοιχτές θάλασσες: «έχει πάει και στα πιο απίθανα μέρη της γης, γιατί χρόνια ολόκληρα στα εμπορικά όργωσε τις θάλασσες». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα καράβι φορτηγό τις θάλασσες οργώνω κι αυτό, αγάπη μου γλυκιά, το κάνω για σένα μόνο).Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλες·
- παίρνω τις θάλασσες, ταξιδεύω με πλοίο ως ναυτικός: «επειδή ήταν φτωχός, πήρε τις θάλασσες για να θρέψει την οικογένειά του». (Λαϊκό τραγούδι: πήρα τις θάλασσες για να σε ζήσω και σαν κυρία να σε κρατήσω
- πέφτω (και) στη θάλασσα (για κάποιον), βλ. συνηθέστ. πέφτω (και) στη φωτιά (για κάποιον), λ. φωτιά·
- πουτάνα θάλασσα που σε γαμάν τα ψάρια, βλ. λ.πουτάνα·
- πυρ, γυνή και θάλασσα, βλ. λ. γυνή·
- ρίχνω στη θάλασσα (κάποιον), ξεφορτώνομαι κάποιον αντιμετωπίζοντάς τον ως εξιλαστήριο θύμα, ως αποδιοπομπαίο τράγο: «για να βγουν αυτοί στον αφρό, έριξαν στη θάλασσα τον υποδιευθυντή της επιχείρησης»· 
- σε στεριά και θάλασσα, βλ. λ. στεριά·
- σπέρνω στη θάλασσα, ματαιοπονώ: «να πεις του φίλου σου πως, αν δεν έχει λεφτά, να μην ξεκινήσει καμιά δουλειά, γιατί χωρίς λεφτά σπέρνει στη θάλασσα»·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, άμμο δε βρίσκει, βλ. συνηθέστ. στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό, είναι πολύ ηλίθιος, πολύ βλάκας ή πολύ ανίκανος: «μην του αναθέσεις καμιά δουλειά, γιατί, στη θάλασσα να τον στείλεις, δε θα σου φέρει νερό». Συνών. δεν μπορεί να βρει καφέ στη Βραζιλία·
- τ’ αλογάκι της θάλασσας, βλ. λ. αλογάκι·
- τα κάνω θάλασσα, α. αποτυχαίνω εντελώς να φέρω σε πέρας κάποια δουλειά ή υπόθεση, προκαλώ αναστάτωση ή μπέρδεμα: «σ’ άφησα μια βδομάδα στο πόδι μου και τα ’κανες θάλασσα». β. συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, αταίριαστα με την περίπτωση ή την περίσταση: «μια φορά σ’ έβαλα στα σαλόνια και τα ’κανες θάλασσα». Από την εικόνα της φουσκωθαλασσιάς ή της τρικυμίας, κατά τη διάρκεια της οποίας, όταν βγει το κύμα έξω στη στεριά, φαίνονται όλα σαν θάλασσα, επιφέροντας και καταστροφή. (Λαϊκό τραγούδι: θάλασσα τα ’χεις κάνει θάλασσα και για σένα τη ζωή μου χάλασα
- της θάλασσας τα ψάρια δεν μπαίνουν μόνα τους στον νταβά, βλ. λ. νταβάς1·
- το μάτι της θάλασσας, βλ. λ. μάτι·
- το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα, βλ. λ.ψάρι·
- τον ήπιε η θάλασσα, βλ. συνηθέστ. τον πήρε η θάλασσα·
- τον κατάπιε η θάλασσα, βλ. φρ. τον πήρε η θάλασσα·
- τον έφαγε η θάλασσα, βλ. συνηθέστ. τον κατάπιε η θάλασσα·
- το πήρε η θάλασσα, έχασε τη ζωή του σε ναυάγιο, πνίγηκε: «είχε ένα γιο ναυτικό, που τον κατάπιε η θάλασσα»·
- τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάθηκαν τα κουτάλια ή τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάσαμε τα κουτάλια, βλ. λ. γιαούρτι.

σιτάρι

σιτάρι, το, ουσ. [<μσν. σιτάριν <μτγν. σιτάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σῖτος], το σιτάρι· τα κόλλυβα: «μετά το τρισάγιο που έκανε στον τάφο του άντρα της, μοίρασε σιτάρι τους λίγους παρευρισκόμενους». Από το ότι τα κόλλυβα γίνονται από βρασμένο σιτάρι·
- δείχνει σιτάρι και πουλάει κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
- έσπειρε σιτάρι κι εφύτρωσε κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
- μ’ άβροχο Φλεβάρη, λιγοστό σιτάρι, βλ. λ. άβροχος·
- ξεχωρίζω την ήρα απ’ το σιτάρι, βλ. λ. ήρα·
- ξεχώρισε η ήρα απ’ το σιτάρι, βλ. λ. ήρα·
- όργωσε βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι, όποιος εργάζεται εντατικά, όποιος κοπιάζει θα έχει και τις ανάλογες απολαβές, τα ανάλογα κέρδη: «μη χάνεις τον καιρό σου τώρα που είσαι παλικάρι, όργωσε βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι».