Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ξύλινος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ξύλινος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ξύλινος], ξύλινος·
- ξύλινη γλώσσα, λ. γλώσσα.