Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ξεσκέπασμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ξεσκέπασμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. ξεσκεπάζω + κατάλ. -μα], το ξεσκέπασμα· η αποκάλυψη, η φανέρωση, ιδίως κακής ή παράνομης ενέργειας ή πράξης κάποιου: «του ’κανε τέτοιο ξεσκέπασμα ο μάρτυρας, που δεν μπορούσε πια να δικαιολογηθεί με τίποτα».