Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ξερόβηχας

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ξερόβηχας, ο, ουσ. [<μτγν. ξηρόβηξ <ξηρός + βήξ]. 1. ο χωρίς φλέματα βήχας: «έχω ένα ξερόβηχα, που μου ’χει σπάσει τα νεύρα». 2. ο τσιγαρόβηχας: «πρέπει να κόψω το τσιγάρο, γιατί μ’ έχει τρελάνει αυτός ο ξερόβηχας». 3. κοφτό και συνήθως προσποιητό βήξιμο για να προκαλέσουμε την προσοχή κάποιου: «καθώς περνούσε από κοντά της, άρχισε δήθεν τον ξερόβηχα, αλλά αυτή ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει»·
- με πιάνει ξερόβηχας, βλ. λ. ξεροβήχω.

ξεροβήχω

ξεροβήχω, ρ. [<ξερο- + βήχω]. 1. βήχω χωρίς να βγάζω φλέματα: «είναι μια ώρα που ξεροβήχω και μ’ έχει πονέσει το κεφάλι μου». 2. προσποιούμαι πως βήχω για να προκαλέσω την προσοχή κάποιου. (Τετράστιχο με περιπαικτική διάθεση: από την πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω, κι αν δε γυρίσεις να με δεις, σου κατουρώ τον τοίχο). 3. βρίσκομαι σε αμηχανία: «μόλις τον ξεμπρόστιασε ο άλλος, άρχισε να ξεροβήχει ο δικός σου και δεν ήξερε τι να πει».