Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ξεπουλώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ξεπουλώ κ. ξεπουλάω, ρ. [<μσν. ἐκπωλῶ]. 1α. (για εμπορεύματα) εξαντλώ το προς πώληση εμπόρευμα, το πουλώ όλο: «αυτός ξεπούλησε κι εμείς δεν κάναμε σεφτέ ακόμα». (Λαϊκό τραγούδι: το ’χουν το γρι γρι ψαράδες, παλικάρια χουβαρδάδες, μόλις ξεπουλήσουν πάνε στην ταβέρνα και γλεντάνε). β. πουλώ εμπόρευμα σε χαμηλή τιμή: «επειδή δεν έχει δουλειά άρχισε να ξεπουλάει, μήπως και προσελκύσει πελατεία». 2. εκποιώ το εμπόρευμά μου λόγω διάλυσης της επιχείρησής μου: «πήρα άδεια απ’ το Πρωτοδικείο για να ξεπουλήσω». Η άδεια του Πρωτοδικείου σε μια τέτοια περίπτωση είναι απαραίτητη, για να μη θεωρηθεί η εκποίηση του εμπορεύματος αθέμιτος ανταγωνισμός. 3. (γενικά) εκποιώ την περιουσία μου: «του χρειάζονταν χρήματα για την εγχείρηση της γυναίκας του και ξεπούλησε ό,τι είχε και δεν είχε». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα είν’ η ευκαιρία σου η μια για να κάνεις τη μεγάλη σου ζημιά όλα να τα ξεπουλήσεις μα εμένα να κερδίσεις).4. προδίδω κάποιον ή κάτι έναντι ευτελούς ανταλλάγματος: «την τελευταία στιγμή, κι ενώ κανένας μας δεν το περίμενε, μας ξεπούλησε στους άλλους και την κοπάνησε || δεν υπάρχει Έλληνας που μπορεί να ξεπουλήσει την πατρίδα του».