Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
νοιάζομαι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

νοιάζομαι κ. γνοιάζομαι, ρ. [<μσν. ἐννοιάζομαι <αρχ. ἔννοια + κατάλ. -άζομαι]. 1. φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον: «έχει να νοιαστεί γέρους γονείς». 2. ενδιαφέρομαι για κάποιον ή για κάτι, έχω έγνοια, ανησυχώ: «απ’ ό,τι καταλαβαίνω νοιάζεσαι πολύ γι’ αυτή τη δουλειά || νοιάζεται πολύ για το γιο του, γιατί σπουδάζει στο εξωτερικό». 3. στον αόρ. νοιάστηκα!(ειρωνικά) αδιαφορώ τελείως: «δε θα σε ξανακάνω παρέα. -Νοιάστηκα!»·
- δε νοιάζομαι, μου είναι αδιάφορο, αδιαφορώ: «δε νοιάζομαι γι’ αυτόν τον άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: κύμα πικρό στην πλώρη μου και τα πανιά σχισμένα, ούτ’ αδερφός αγόρι μου δε νοιάστηκε για μένα
- δε νοιάζομαι σταλιά, μου είναι εντελώς αδιάφορο, αδιαφορώ τελείως: «δε νοιάζομαι σταλιά γι’ αυτόν τον άνθρωπο»· βλ. και λ. σταλιά·
- νοιάζεται μόνο για το τομάρι του, βλ. λ. τομάρι·
- όλοι για την κουτάλα νοιάζονται, βλ. λ. κουτάλα·
- τον νοιάζομαι, ανησυχώ, ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν: «μπορεί να μη μου ’φέρθηκε καλά, αλλά εγώ τον νοιάζομαι».

κουτάλα

κουτάλα, η, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. κουτάλι], η κουτάλα. 1. άνθρωπος λαίμαργος, φαγάς: «είναι τέτοια κουτάλα, που, αν καθίσεις μαζί του στο τραπέζι, δεν προλαβαίνεις να φας ούτε μια μπουκιά!». 2. το μεγάλο χέρι που καταλήγει σε μεγάλη, σε φαρδιά παλάμη: «σήκωσε την κουτάλα του και του ’δωσε μια σφαλιάρα, που είδε αστράκια ο δικός σου». 3. το κόκαλο της ωμοπλάτης· βλ. και λ. κουταλιά·
- κρατάει στο χέρι την κουτάλα, βλ. λ. χέρι·
- μεγάλη κουτάλα, βλ. συνηθέστ. μεγάλο κουτάλι, λ. κουτάλι·
- όλοι για την κουτάλα νοιάζονται, λέγεται για τους πολιτικούς ιδίως και τους συνδικαλιστές, που αγωνίζονται να καταλάβουν τις αντίστοιχες θέσεις όχι για να υπηρετήσουν το κοινό συμφέρον, αλλά μόνο και μόνο για να ωφεληθούν οι ίδιοι: «μην πιστεύεις αυτά που υπόσχονται, γιατί όλοι για την κουτάλα νοιάζονται»·
- όλος ο καβγάς έγινε για την κουτάλα ή όλος ο καβγάς ήταν για την κουτάλα, βλ. λ. καβγάς.

τομάρι

τομάρι, το, ουσ. [<μσν. τομάρι(ο)ν, υποκορ. του αρχ. τόμος (= μεμβράνη)], το τομάρι. 1. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) το ανθρώπινο σώμα με ιδιαίτερη έμφαση στις υλικές απαιτήσεις του, στην ηδονική του φύση, σε αντιδιαστολή με τις πνευματικές ή ψυχικές ιδιότητές του: «είναι άνθρωπος που έχει συνέχεια στο μυαλό του το τομάρι του και δε νοιάζεται για τίποτ’ άλλο». Συνών. σαρκίο. 2. (υβριστικά) άνθρωπος χοντρόπετσος, κακότροπος, κακοήθης, παλιάνθρωπος: «αν σε δω να ξανακάνεις παρέα μ’ αυτό το τομάρι, να ’σαι σίγουρος πως θα το πω στον πατέρα σου». 3α. υβριστική προσφώνηση σε άτομο: «έλα δω, ρε τομάρι, γιατί με κατηγορείς στους φίλους μου;». β. χαϊδευτική ή ειρωνική προσφώνηση σε οικείο άτομο: «πού είσαι, ρε τομάρι, που, όταν σε χρειάζομαι, δεν μπορώ να σε βρω!». 4. (στη γλώσσα της αργκό) πορτοφόλι δερμάτινο: «στη μέσα τσέπη του σακακιού του κουβαλούσε πάντα το παραφουσκωμένο τομάρι του». Από το ότι το πορτοφόλι είναι συνήθως κατασκευασμένο από δέρμα. (Ακολουθούν 17 φρ.)· 
- από ένα κριάρι δυο τομάρια, βλ. λ. κριάρι·
- γλίτωσε το τομάρι του, διέφυγε τον κίνδυνο, γλίτωσε τη ζωή του: «όπως έπεφτε στον γκρεμό, κατάφερε ν’ αρπαχτεί από μια ρίζα κι έτσι την τελευταία στιγμή γλίτωσε το τομάρι του»·
- είναι μόνο για το τομάρι του, βλ. φρ. νοιάζεται μόνο για το τομάρι του·
- ή τιμάρι ή τομάρι, βλ. λ. τιμάρι·
- θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου, α. θα υπερασπιστώ σθεναρά τη ζωή μου, κι αν τύχει και χαθώ, θα χαθώ προκαλώντας στον αντίπαλο μεγάλη ζημιά: «ας έρθουν όσοι θέλουν να με πιάσουν, αρκεί να ξέρουν πως θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου». (Τραγούδι: μια φορά στη Σενεγάλη με στριμώξανε δυο Γάλλοι κι αστράψαν τα μαχαίρια τους για χάρη μου. Είπα μέσα μου, η γυναίκα, δεν πά’ να ’ναι κι άλλοι δέκα, ακριβά θα το πουλήσω το τομάρι μου). β. κατηγορηματική δήλωση άντρα πως, αν ποτέ αποφασίσει να παντρευτεί, θα πάρει γυναίκα με πολύ μεγάλη προίκα: «δεν έχω αποφασίσει να παντρευτώ, αλλά, αν τ’ αποφασίσω, να ’σαι σίγουρος πως θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου»·
- με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι, δηλώνει πως τα χρήματα του πατέρα δίνουν τη δυνατότητα στην κόρη του να καλοπαντρευτεί: «δεν ενδιαφέρει αν είναι όμορφη ή άσχημη, γιατί αυτό που ξέρω εγώ είναι πως με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι»· 
- μεγάλο τομάρι, είναι πολύ κακοήθης, πολύ παλιάνθρωπος, μεγάλο παλιοτόμαρο: «τόσο μεγάλο τομάρι δε γνώρισα άλλοτε στη ζωή μου κι απ’ ότι ξέρω δεν τον κάνει κανείς παρέα»·
- νοιάζεται μόνο για το τομάρι του, ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, ενδιαφέρεται μόνο για το πώς θα καλοπερνάει στη ζωή του: «μην έχεις την εντύπωση πως θα σε βοηθήσει, γιατί αυτός ο άνθρωπος νοιάζεται μόνο για το τομάρι του»·
- παίζω το τομάρι μου, εκθέτω τη ζωή μου σε μεγάλο κίνδυνο, διακινδυνεύω, ρισκάρω τη ζωή μου: «είμαι πυροτεχνουργός της Αστυνομίας και κάθε τόσο παίζω το τομάρι μου»·
- πούλησε ακριβά το τομάρι του, α. υπερασπίστηκε σθεναρά τη ζωή του και, τη στιγμή που χανόταν, προκάλεσε στον αντίπαλο μεγάλη ζημιά: «πούλησε ακριβά το τομάρι του στην προσπάθειά του να καθυστερήσει τον εχθρό, μέχρι να διαφύγει ο ομάδα του». β. παντρεύτηκε με γυναίκα που είχε πολύ μεγάλη προίκα: «ήταν κατά του γάμου, γι’ αυτό πούλησε ακριβά το τομάρι του, όταν αποφάσισε να παντρευτεί»·
- σαν τη γίδα το τομάρι, βλ. λ. γίδα·
- τ’ αγαπάει το τομάρι του, α. ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτούλη του, είναι πολύ καλοπερασάκιας: «δε στερείται το παραμικρό, προκειμένου να βοηθήσει κάποιον, γιατί τ’ αγαπάει το τομάρι του». β. δεν επιχειρεί επικίνδυνα πράγματα, δε θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του: «όταν οδηγεί, δεν τρέχει παραπάνω απ’ τα ογδόντα, γιατί τ’ αγαπάει το τομάρι του»·
- το θέλω το τομάρι μου, α. δεν επιχειρώ επικίνδυνα πράγματα, δε θέτω σε κίνδυνο τη ζωή μου: «εσύ αν θέλεις, μπορείς να τρέχεις στα ράλι, εγώ όμως το θέλω το τομάρι μου». β. πολλές φορές, δίνεται ως αρνητική απάντηση σε άτομο που μας προτείνει να επιχειρήσουμε πράγματα που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή μας: «πάμε να κάνουμε ορειβασία στον Όλυμπο; -Το θέλω το τομάρι μου»·
- τον τρώει το τομάρι του! (ειρωνικά) συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο σαν να επιδιώκει να πάθει κάποιο κακό, σαν να θέλει να φάει ξύλο: «για να λέει και να κάνει τέτοια πράγματα, μου φαίνεται πως τον τρώει το τομάρι του!»·
- του άργασα το τομάρι, τον έδειρα πολύ άγρια: «από καιρό τον είχα άχτι και με την πρώτη ευκαιρία τον έπιασα στα χέρια μου και του άργασα το τομάρι». Συνών. του άργασα το κορμί / του άργασα το πετσί·
- του τίναξα το τομάρι, τον έδειρα, τον ξυλοκόπησα: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του τίναξα το τομάρι κι ησύχασε»·
- φυλάει το τομάρι του, προσέχει, δεν εκθέτει σε κίνδυνο τη ζωή του: «απ’ τη μέρα που γλίτωσε παρά τρίχα από κείνο το δυστύχημα, φυλάει το τομάρι του».