Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
νιώθω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

νιώθω, ρ. [<μσν. γνώθω, από το ἔγνωσα, μτγν. αόρ. του ρ. γιγνώσκω], νιώθω· αντιλαμβάνομαι, αισθάνομαι, καταλαβαίνω: «νιώθεις τι βλακεία λες τώρα; || νιώθω τα χέρια μου παγωμένα || δε νιώθω τα πόδια μου απ’ την κούραση || δε νιώθω τη μέση μου || νιώθω ένα μυρμήγκιασμα στο πρόσωπό μου». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- δε νιώθει, α. (υποτιμητικά) δεν ξέρει, δεν κατέχει κάτι: «δε νιώθει τίποτα από γεωγραφία». β. δεν έχει συναισθήματα: «δε νιώθει τον πόνο του αλλουνού»·
- δε νιώθει πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- με νιώθεις; με καταλαβαίνεις(;): «έπρεπε να κάνω αυτό που έκανα, με νιώθεις;». Επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά σε μια διήγηση·
- νιώθω άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- νιώθω βαριά τα βλέφαρά μου, βλ. λ. βλέφαρο·
- νιώθω γυμνός ή νιώθω σαν γυμνός ή νιώθω σαν να ’μαι γυμνός, βλ. λ.γυμνός·
- νιώθω κάπως, βλ. λ. κάπως·
- νιώθω μείον, βλ. λ. μείον· 
- νιώθω μόνος, βλ. λ. μόνος·
- νιώθω πίσω μου την ανάσα (κάποιου), βλ. λ. ανάσα·
- νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό ή νιώθω σαν το ψάρι στη στεριά, βλ. λ. ψάρι·
- νιώθω τα πόδια μου βαριά σαν μολύβι, βλ. λ. πόδι·
- νιώθω (την) υποχρέωση, βλ. λ. υποχρέωση·
- πώς νιώθεις τον εαυτό σου; βλ. λ. εαυτός·
- το ’νιωσα στο πετσί μου, βλ. λ. πετσί·
- τόσα νιώθει, τόσα λέει, βλ. λ. τόσος.

ανάσα

ανάσα, η, ουσ. [<ανασαίνω], η ανάσα. 1. οτιδήποτε θεωρούμε πολύτιμο στη ζωή μας. (Τραγούδι: σώμα και ψυχή μου, ανάσα πρωινή μου, πόσο σ’ αγαπώ). 2. η ανακούφιση: «τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης ήταν μια ανάσα για τους χαμηλόμισθους»· βλ. και λ. αναπνοή. (Ακολουθούν 18 φρ.)·
- ανάσα μου! προσφώνηση σε λατρευτό μας πρόσωπο με έντονη συναισθηματική φόρτιση. (Λαϊκό τραγούδι: φεύγεις στα ξένα, φεύγεις, παιδί μου, φεύγεις, ανάσα μου, φεύγεις, πνοή μου
- βαστώ την ανάσα μου, βλ. φρ. βαστώ την αναπνοή μου, λ. αναπνοή·
- βρίσκεται μια ανάσα από…, βλ. φρ. είναι μια ανάσα από(…)·
- δε θέλω ανάσα, βλ. φρ. δε θέλω ν’ ακούγεται ανάσα·
- δε θέλω ν’ ακούγεται ανάσα, απαγορεύω και τον παραμικρό θόρυβο, απαιτώ απόλυτη ησυχία: «όση ώρα θα λείπω απ’ την αίθουσα, δε θέλω ν’ ακούγεται ανάσα»·
- δεν ακούγεται ανάσα, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όση ώρα μιλούσε ο πρόεδρος, δεν ακουγόταν ανάσα». Συνών. δεν ακούγεται αναπνοή / δεν ακούγεται άχνα / δεν ακούγεται κιχ / δεν ακούγεται μιλιά / δεν ακούγεται τσικ / δεν ακούγεται τσιμουδιά·
- δεν παίρνω ανάσα ή δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα, βλ. φρ. δεν παίρνω αναπνοή, λ. αναπνοή·
- δεν πήρα ανάσα, βλ. φρ. δεν πήρα αναπνοή, λ. αναπνοή·   
- δίχως ανάσα, βλ. φρ. δίχως αναπνοή, λ. αναπνοή·
- είναι μια ανάσα από…, α. πρόκειται για πολύ κοντινή απόσταση: «θα πάμε με τα πόδια στο σπίτι μου, γιατί είναι μια ανάσα από δω που βρισκόμαστε». β. είναι πολύ κοντά σε κάτι: «η δουλειά είναι μια ανάσα απ’ το τέλος»·
- κόπηκε η ανάσα μου ή μου κόπηκε η ανάσα, βλ. φρ. κόπηκε η αναπνοή μου, λ. αναπνοή·
- κρατώ την ανάσα μου, βλ. φρ. κρατώ την αναπνοή μου·
- με κομμένη ανάσα ή με κομμένη την ανάσα, α. με μεγάλη αγωνία: «μόλις έμαθε για το δυστύχημα που είχε γίνει στην εθνική, περίμενε με κομμένη ανάσα να γυρίσουν τα παιδιά του στο σπίτι». β. με μεγάλο φόβο: «μόλις τον είδε να ’ρχεται αγριεμένος κατ’ απάνω του, πήγε και κρύφτηκε με κομμένη την ανάσα»·
- με μια ανάσα, βλ. φρ. δίχως ανάσα·
- νιώθω πίσω μου την ανάσα (κάποιου), (για δρομείς ή για βαθμολογία αθλητικών ομάδων) με πλησίασε πάρα πολύ, σχεδόν με έφτασε: «μόλις οι δρομείς μπήκαν στην τελευταία στροφή, ο δρομέας που προπορευόταν ένιωσε πίσω του την ανάσα του δρομέα που ακολουθούσε || με την ήττα της Κυριακής μειώθηκε η διαφορά που υπήρχε στη βαθμολογία, και η ομάδα μας ένιωσε πίσω της την ανάσα της ομάδας που ακολουθούσε». Πολλές φορές, μετά το πίσω μου, ακούγεται για μεγαλύτερη έμφαση το καυτή·
- παίρνω ανάσα, α. ανακουφίζομαι ψυχικά, ησυχάζω, ηρεμώ από διάφορες πιεστικές καταστάσεις: «πήρε ανάσα ο άνθρωπος απ’ τη στιγμή που πάντρεψε την κόρη του, γιατί φοβόταν πως θα μείνει γεροντοκόρη». (Λαϊκό τραγούδι: και πριν χαράξει η αυγή και πριν ο ήλιος καλοβγεί τον στόλισαν στην κάσα, τον κλαίει Τσεσμές και Αϊβαλί τον μπάρμπα μου τον Παναή πήρε η Τουρκιά ανάσα). β. ανακουφίζομαι, ξελαφρώνω οικονομικά: «μόνο αν ξοφλήσω τις δόσεις του δανείου μου στην τράπεζα, θα πάρω ανάσα». γ. διακόπτω προσωρινά αυτό που κάνω για να ξεκουραστώ, ξαποσταίνω, ξεκουράζομαι για λίγο: «στάσου και λίγο, ρε παιδάκι μου, να πάρω ανάσα, γιατί με ξεθέωσες στο περπάτημα!»·
- παίρνω βαθιά ανάσα, α. νιώθω μεγάλη ψυχική ανακούφιση, ησυχάζω, ηρεμώ εντελώς από διάφορες πιεστικές καταστάσεις: «μόλις έγινε γνωστό πως δεν ήταν τα παιδιά του ανάμεσα στους τραυματίες του πούλμαν, πήρε βαθιά ανάσα». β. ανακουφίζομαι, ξελαφρώνω οικονομικά σε ικανοποιητικό βαθμό: «απ’ τη στιγμή που ξόφλησα όλες τις δόσεις του δανείου μου στην τράπεζα, πήρα βαθιά ανάσα». γ. ξεκουράζομαι ικανοποιητικά: «αφού κάθισα για ένα διάστημα και πήρα βαθιά ανάσα, συνέχισα την εργασία μου»·
- χωρίς ανάσα, βλ. φρ. δίχως ανάσα.

άσχημος

άσχημος κ. άσκημος, -η, -ο, επίθ. [<μσν. ἄσκημος <μτγν. ἄσχημος], άσχημος. 1. (για κλιματολογικές συνθήκες) που δεν είναι ομαλός: «οι κλιματολογικές συνθήκες στη Β. Ευρώπη είναι άσχημες». 2. που είναι δυσάρεστος, κακός: «μας έφερε άσχημα νέα». (Λαϊκό τραγούδι: άσχημες πληροφορίες μου ’δωσαν για σένανε, με τα λόγια που μου είπαν με πληγώσανε, την καρδιά μου σαν χαρτί την τσαλακώσανε). 3. (γενικά) οτιδήποτε αποκλίνει από τη σωστή συμπεριφορά και προκαλεί αντίδραση ή κακή εντύπωση: «άσχημες χειρονομίες». 4. Επίρρ. άσχημα κ. άσκημα, α. όχι ωραία, όχι σωστά, όχι ευχάριστα: «στη δουλειά ήρθαν όλα άσχημα». β. σε ερωτηματικό τύπο άσχημα; κ. άσκημα; μήπως δεν είναι καλά; μήπως δε συμφέρει; βεβαίως είναι καλά, βεβαίως συμφέρει: «θα μαζέψω κάτι καλά λεφτουδάκια και το καλοκαίρι θα πάω στα νησιά. -Άσχημα;». γ. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «έχασα όλα τα λεφτά μου στο καζίνο. -Άσχημα;». Υποκορ. ασχημούλης κ. ασκημούλης, -α, -ι κ. ασχημούλικος κ. ασκημούλικος, -η κ. -ια, -ο. Επίρρ. ασχημούλικα κ. ασκημούλικα. (Ακολουθούν 80 φρ.)·
- ακούγεται άσχημα (κάποιος), φαίνεται να μην είναι καλά στην υγεία του: «ακούγεται άσχημα ο φίλος σου, γιατί συνέχεια είναι γκουχ και γκουχ!»·  
- ακούγεται άσχημα (κάτι), λόγος που δεν προξενεί καλή εντύπωση, που προξενεί αλγεινή εντύπωση: «οπωσδήποτε ακούγεται άσχημα, όταν σου λένε πως ο γιος σηκώνει χέρι στον πατέρα του»·
- αλλάξαμε άσχημα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- αλλάξαμε άσχημες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- άσχημα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- άσχημη γκάφα, βλ. λ. γκάφα·
- άσχημη γυναίκα κι όμορφη γκόμενα, βλ. λ. γκόμενα·
- άσχημο λάθος, βλ. λ. λάθος·
- άσχημο όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο παιδί στη ρούγα, βλ. λ. παιδί·
- άσχημο σφάλμα, βλ. λ. σφάλμα·
- άσχημος καιρός, βλ. λ. καιρός·
- βαδίζω άσχημα, εκτρέπομαι από τη σωστή, από την παραδεκτή πορεία της ζωής μου: «πρέπει να προσέξεις το γιο σου, γιατί τον τελευταίο καιρό βαδίζει άσχημα». Αντίθ. βαδίζω όμορφα·
- βρέθηκε σ’ άσχημη μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) βλ. λ.μέρα·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη θέση, βλ. λ. θέση·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- βρίσκομαι σ’ άσχημη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- δεν είναι (κι) άσχημα, απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς κρίνουμε κάποιο χώρο, και έχει την έννοια ότι είναι αρκετά καλός: «σας αρέσει το μέρος που σας έβαλα  να κοιμηθείτε; -Δεν είναι κι άσχημα»·
- δεν είναι (κι) άσχημο(ς), απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς κρίνουμε οπτικά κάποιον ή κάτι, κι έχει την έννοια ότι είναι αρκετά καλό(ς): «σ’ αρέσει ο αρραβωνιαστικός της κόρης μου; -Δεν είναι κι άσχημος || ποια είναι η γνώμη σου για το καινούριο μου αυτοκίνητο; -Δεν είναι άσχημο»·
- δεν τα πήγε (κι) άσχημα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, αντεπεξήλθε αρκετά καλά σε κάποια δουλειά, κάποιο πρόβλημα ή κάποια υπόθεση: «δεν τα πήγε κι άσχημα με τη δουλειά που του ανέθεσα || δεν τα πήγε κι άσχημα στις εξετάσεις του»·
- δεν υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·  
- είδα άσχημο όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- είμαι σ’ άσχημη κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι σ’ άσχημη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είναι άσχημα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, βρίσκεται σε δεινή θέση από άποψη υγείας ή οικονομικών: «έπεσε θύμα τροχαίου κι είναι άσχημα || έπεσαν έξω οι δουλειές του κι είναι άσχημα ο άνθρωπος»·
- είναι άσχημη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- είναι άσχημη η κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι άσχημη η κατάστασή του, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι άσχημη (η) μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είναι άσχημος (ο) καιρός, βλ. λ. καιρός·
- είναι σ’ άσχημη κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είπαμε άσχημα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε άσχημες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαν άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είχε άσχημη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε άσχημο τέλος, βλ. λ. τέλος·
- έπεσε άσχημα, έπαθε μεγάλη οικονομική καταστροφή, απέτυχε οικτρά στη δουλειά του: «τον τελευταίο καιρό δε μιλιέται καθόλου, γιατί έπεσε άσχημα με την τελευταία δουλειά που πήγε να κάνει»·
- έχει άσχημα φυσικά, βλ. λ. φυσικό·
- έχει άσχημες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχει άσχημες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχει άσχημη αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- έχει άσχημη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει άσχημο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει άσχημο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει άσχημο χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- ήρθε μ’ άσχημες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε μ’ άσχημες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε σ’ άσχημη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ήρθε σ’ άσχημη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήταν ένα άσχημο όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- θα ’χουμε άσχημα ξεμπερδέματα, βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- κάνει άσχημο μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνει άσχημο χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- κάνεις άσχημα, δε συμπεριφέρεσαι καλά, κάνεις λάθος, σφάλλεις: «κάνεις άσχημα που του μιλάς άγρια του παιδιού || κάνεις άσχημα που δεν κάνεις παρέα μαζί του, γιατί καλός άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: κάνεις άσχημα που με περιφρονείς, τέτοια αγάπη με λεφτά δεν θα τη βρεις)· 
- κάνω άσχημες σκέψεις, βλ. λ. σκέψεις·
- λέει άσχημα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- με βρήκε άσχημη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- μιλάει άσχημα, α. είναι κακόγλωσσος, βρομόγλωσσος, αισχρολόγος: «σιχαίνεσαι να τον ακούς να μιλάει, γιατί, κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, μιλάει άσχημα». β. μιλάει απότομα, σκληρά: «το ’χει παράπονο η γυναίκα του, ν’ ακούσει ένα γλυκό λόγο απ’ το στόμα του, γιατί πάντα της μιλάει άσχημα». γ. δε μιλάει καθαρά, κατανοητά, γιατί έχει ένα πρόβλημα στην ομιλία του: «όταν σου μιλάει, δεν καταλαβαίνεις τι σου λέει, γιατί μιλάει άσχημα»·
- μου βγήκε άσχημα ή μου τη βγήκε άσχημα ή μου τη βγήκε στο άσχημο, ενήργησε, μου συμπεριφέρθηκε με  προκλητικό τρόπο: «του την έχω στημένη, γιατί μου τη βγήκε άσχημα». Για συνών. βλ. φρ. μου βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε στο ανάποδο, λ. ανάποδος·
- μου ’παιξε άσχημο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου χτύπησε άσχημα στ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- μου χτύπησε άσχημα στη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- μου χτύπησε άσχημα στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μπλέκω άσχημα, περιέρχομαι σε πολύ άσχημη θέση: «η γυναίκα του αποδείχτηκε παλιοθήλυκο κι έμπλεξε άσχημα». (Λαϊκό τραγούδι: βρε συ Θωμά, μην κάνεις φασαρίες, γιατί θα μπλέξεις άσχημα και θα ’χεις ιστορίες
- νιώθω άσχημα, α. είμαι αδιάθετος: «εγώ θα φύγω για το σπίτι, γιατί νιώθω κάπως άσχημα». β. καταπιέζομαι ψυχικά: «νιώθω άσχημα να κάθομαι, τη στιγμή που υπάρχει όρθιος γέρος άνθρωπος»·
- οι δουλειές μου πάνε άσχημα ή πάνε άσχημα οι δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- πάω άσχημα, η υγεία μου ή τα οικονομικά μου επιδεινώνονται: «και μετά την εγχείρηση που έκανα, πάω άσχημα || δεν ξέρω τι κάνεις εσύ με τα οικονομικά σου, πάντως εγώ πάω άσχημα·
- περνώ άσχημα, ζω δύσκολα, αντιμετωπίζω προβλήματα: «απ’ τη μέρα που έπεσαν οι δουλειές μου έξω, περνώ άσχημα»·
- πέφτω σ’ άσχημα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- τ’ ασχημότερο της ρούγας, τ’ ομορφότερο της μάνας, βλ. λ. ρούγα·
- την έπαθε άσχημα, βλ. φρ. την πάτησε άσχημα·
- την έχω άσχημα, αντιμετωπίζω σοβαρό οικονομικό πρόβλημα ή πρόβλημα υγείας ή αντιμετωπίζω υπόθεση, ιδίως νομική, που δείχνει πως θα αποβεί σε βάρος μου: « απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, την έχω άσχημα || μετά την εξέταση που μου ’κανε ο γιατρός, μου ’πε πως την έχω άσχημα || ο δικηγόρος με συμβούλεψε να βρω κι άλλους μάρτυρες για τη δίκη, γιατί την έχω άσχημα»·
- την πάτησε άσχημα, α. ξεγελάστηκε, έπεσε θύμα απάτης: «μπλέχτηκε με κάτι απατεώνες και την πάτησε άσχημα». β. δημιουργήθηκε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα ή σοβαρό πρόβλημα υγείας σε βάρος του: «έριξε όλα του τα λεφτά σε μια επιχείρηση, αλλά την πάτησε άσχημα, γιατί οι δουλειές δεν πήγαν καθόλου καλά || έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω σε μια κολόνα και την πάτησε άσχημα, γιατί βγήκε με κάταγμα λεκάνης»· 
- το άσχημο είναι που… ή το άσχημο είναι πως… ή το άσχημο είναι ότι…, δηλώνει τη δυσαρέσκεια ή τη δυσφορία μας για κάποια υπόθεση ή κατάσταση: «το άσχημο είναι που, ενώ πήρε εκείνος τα λεφτά μέσ’ απ’ το ταμείο, έλεγε πως τα πήρα εγώ || θέλουμε να πάμε εκδρομή, αλλά το άσχημο είναι ότι δε βοηθάει ο καιρός»·
- τον βρήκα σ’ άσχημη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον βρήκα σ’ άσχημη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον πέτυχα σ’ άσχημη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον πέτυχα σ’ άσχημη ώρα·
- του βγαίνω άσχημα ή του τη βγαίνω άσχημα ή του τη βγαίνω στο άσχημο, ενεργώ, συμπεριφέρομαι εναντίον του με βίαιο ή προκλητικό τρόπο: «εγώ του τη βγαίνω άσχημα κι αυτός, επειδή με φοβάται, κάνει πως δεν καταλαβαίνει». Για συνών. βλ. φρ. του βγαίνω ανάποδα ή του τη βγαίνω ανάποδα ή του τη βγαίνω στο ανάποδο, λ. ανάποδος·
- φέρομαι άσχημα, συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, με απρέπεια ή με σκληρότητα: «χτες βράδυ στο χορό φέρθηκες άσχημα στον καβαλιέρο της αδερφής σου || πολύ άσχημα φέρεσαι σ’ αυτό το παιδί».

βλέφαρο

βλέφαρο, το, ουσ. [<αρχ. βλέφαρον <βλέπω], το βλέφαρο, συνήθως στον πλ. τα βλέφαρα, τα ματόφυλλα·
- ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου, βλ. λ. βλεφαρίζω·
- βαραίνουν τα βλέφαρά μου, βλ. φρ. κλείνουν τα βλέφαρά μου·
- δεν κλείνω βλέφαρο, βλ. συνηθέστ. δεν κλείνω μάτι, λ. μάτι·
- κλείνουν τα βλέφαρά μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πάω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα βλέφαρά μου»·
- κλείνω τα βλέφαρα ή κλείνω τα βλέφαρά μου, κοιμάμαι: «έρχεται κάθε βράδυ με τέτοια κούραση, που, μόλις ξαπλώσει στο κρεβάτι, κλείνει τα βλέφαρα»·
- κλείνω τα βλέφαρά μου μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, λ. μάτι·
- νιώθω βαριά τα βλέφαρά μου, νυστάζω: «εγώ πάω για ύπνο, γιατί νιώθω βαριά τα βλέφαρά μου»·
- πέφτουν τα βλέφαρά μου, βλ. φρ. κλείνουν τα βλέφαρά μου·
- πεταρίζω τα βλέφαρά μου, βλ. φρ. ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου·
- ρίχνω ένα βλέφαρο, κοιτάζω βιαστικά, ρίχνω μια βιαστική ματιά: «ρίξ’ ένα βλέφαρο στο μπαράκι κι αν είναι ο αδερφός μου, πέσ’ του πως τον θέλω || δε θυμάμαι πώς ακριβώς ήταν, γιατί έριξα ένα βλέφαρο μόνο»·
- του κλείνω τα βλέφαρα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω τα μάτια, λ. μάτι.

εαυτός

εαυτός, ο, αυτοπαθ. αντων. [<μσν. ἑαυτός <αρχ. ἑαυτοῦ], ο εαυτός· στις πλάγιες πτώσεις ενικού και πληθυντικού δηλώνει πως το ίδιο πρόσωπο ενεργεί και πάσχει ταυτόχρονα: «δεν κάνει άλλο από το να τιμωρεί τον εαυτό του». Υποκορ. εαυτούλης, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 50 φρ.)·
- αφ’ εαυτού μου (σου, του κ.λπ.), με δική μου (σου, του κ.λπ.) πρωτοβουλία, χωρίς να μου υποδείξει ή να με πιέσει κανένας: «ό,τι έκανα, το ’κανα αφ’ εαυτού μου || το ευχάριστο είναι ότι ήρθε αφ’ εαυτού του να μου ζητήσει συγνώμη»· 
- αφήνω ελεύθερο τον εαυτό μου ή αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο, συμπεριφέρομαι αυθόρμητα και φυσικά: «οι πιο πολλοί άνθρωποι πάνω στο γλέντι αφήνουν τον εαυτό τους ελεύθερο και παρουσιάζουν τον πραγματικό τους χαρακτήρα»· 
- βγαίνω εκτός εαυτού, βλ. φρ. γίνομαι εκτός εαυτού·
- βιάζω τον εαυτό μου, εντείνω τις προσπάθειές μου για να πετύχω ή για να τελειώσω κάτι, βάζω τα δυνατά μου, κάνω τ’ αδύνατα δυνατά: «επειδή δε μ’ έπαιρναν οι προθεσμίες που είχα, βίασα τον εαυτό μου για να τελειώσω τη δουλειά στην ώρα της». (Λαϊκό τραγούδι: πόσες φορές δεν βίασα τον εαυτό μου για να τον πείσω πως μαζί δεν θα ταιριάζαμε, να κάνουμε χωριό, που λες, άκου τα τώρα και μην κλαις, γιατί χωρίς τον ξενοδόχο λογαριάζαμε
- βρίσκω τον εαυτό μου, επανέρχομαι σε καλή σωματική ή ψυχολογική κατάσταση, ξαναβρίσκω την ευεξία μου, την ψυχική μου ηρεμία, συνέρχομαι ύστερα από σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία: «με τη γυμναστική και την καλή διατροφή βρήκα τον εαυτό μου || μόνο όταν κατάφερα να τον ξεχρεώσω, βρήκα τον εαυτό του || μόνο ύστερα από πολλά χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα μου, βρήκα τον εαυτό μου». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ έδιωξα να βρω τον εαυτό μου κι είπα το μαρτύριο πως τέλειωσε εδώ). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάλι· βλ. και φρ. έρχομαι στον εαυτό μου·
- βρίσκω τον παλιό καλό μου εαυτό, επανέρχομαι στην προηγούμενη καλή σωματική ή ψυχική μου κατάσταση: «μόλις έκοψα τα ποτά και τα ξενύχτια, βρήκα τον παλιό καλό μου εαυτό». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πάλι·  
- γίνομαι εκτός εαυτού, εκνευρίζομαι, νευριάζω πάρα πολύ: «όταν τον ακούω να λέει τέτοιες βλακείες, γίνομαι εκτός εαυτού»·
- έγινε σκιά του εαυτού του, βλ. λ. σκιά·
- δείχνω τον αληθινό μου εαυτό, βλ. φρ. δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό·
- δείχνω τον καλό μου εαυτό, εντείνω τις προσπάθειές μου για να εντυπωσιάσω κάποιον ή κάποιους: «επειδή ήθελα να μπω στον κύκλο τους, έδειξα τον καλό μου εαυτό»·   
- δείχνω τον καλύτερό μου εαυτό, αποδίδω τα μέγιστα για να εντυπωσιάσω κάποιον ή κάποιους: «μόνο όταν έδειξα τον καλύτερό μου εαυτό, μπόρεσα και μπήκα στην παρέα τους»·
- δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό, εκθέτω, παρουσιάζω σε κάποιον ή κάποιους το χαρακτήρα που πραγματικά έχω, καλό ή κακό: «μέχρι να τους δείξω τον πραγματικό μου εαυτό, ήταν όλοι κουμπωμένοι μαζί μου || στην αρχή μας ήταν πολύ ευχάριστος, αλλά, μόλις μας έδειξε τον πραγματικό του εαυτό, τον διώξαμε απ’ την παρέα μας». Συνών. δείχνω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- δεν επιτρέπω τον εαυτό μου ή δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου (να πει ή να κάνει κάτι), αρνούμαι, δε δέχομαι, δεν τον αφήνω να κάνει ή να προβεί σε κάτι: «δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να συμπεριφέρεται με αγένεια || δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου να λέει βλακείες και να γελάνε οι άλλοι || δεν επιτρέπω τον εαυτό μου να κάνει λάθη»·
- δίνω τον εαυτό μου, αφοσιώνομαι, αφιερώνομαι κάπου ή σε κάτι: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, έδωσε τον εαυτό του σ’ αυτή τη γυναίκα || έδωσε τον εαυτό του σ’ αυτή τη δουλειά και στο τέλος πέτυχε»·
- έγινε φάντασμα του εαυτού του, βλ. λ. φάντασμα·
- είμαι εκτός εαυτού, είμαι πολύ εκνευρισμένος, πολύ νευριασμένος: «μην του μιλάς, γιατί είναι εκτός εαυτού»·
- είμαι κύριος του εαυτού μου, δεν έχω την ανάγκη ή δεν υπάγομαι στην εξουσία κανενός, είμαι αυτεξούσιος: «όσο είμαι κύριος του εαυτού μου, δε φοβάμαι κανέναν»·
- είναι κλεισμένος στον εαυτό του, δεν είναι εκδηλωτικός, είναι αποξενωμένος από τον κόσμο, είναι εσωστρεφές άτομο: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, είναι κλεισμένος στον εαυτό του»·
- είναι όλο(ς) ιδέα για τον εαυτό του, βλ. φρ. έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του·
- είναι πάντα ο εαυτός του, συμπεριφέρεται πάντα απλά, φυσικά, δεν προσποιείται: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο είσαι εντελώς σίγουρος, γιατί είναι πάντα ο εαυτός του κι ξέρεις πώς να του συμπεριφερθείς»·
- έρχομαι στον εαυτό μου, α. συνέρχομαι, ηρεμώ, βρίσκω τον εαυτό μου: «μόνο όταν δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, ήρθα πάλι στον εαυτό μου». β. ξαναβρίσκω την πνευματική διαύγεια που είχα πρώτα: «όταν μπόρεσα να έρθω στον εαυτό μου, τότε μόνο κατάλαβα τι μεγάλο λάθος είχα κάνει!»·
- έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, βλ. λ. ιδέα·
- έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, εμπιστεύομαι τις δυνάμεις μου, τις ικανότητές μου: «ποτέ δεν κωλώνω στη ζωή μου, γιατί έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου»·
- καταδικάζω τον εαυτό μου, με πράξεις, ενέργειες ή παραλείψεις μου οδηγούμαι στην καταστροφή, είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο μ’ αυτούς τους όρους, είναι σαν να καταδικάζω τον εαυτό μου»·
- κατάντησε σκιά του εαυτού του, βλ. λ. σκιά·
- κλείνομαι στον εαυτό μου, α. δε λέω, δεν εξωτερικεύω τις σκέψεις μου: «απ’ τη μέρα που κλείστηκε στον εαυτό του, δε λέει ποτέ τη γνώμη του». β. μένω οικειοθελώς περιορισμένος σε κάποιο χώρο, δε βγαίνω έξω, αποξενώνομαι από τον κόσμο: «έχει αηδιάσει με όλα όσα συμβαίνουν γύρω του, γι’ αυτό κλείστηκε στον εαυτό του»·
- κρύβω τον αληθινό μου εαυτό, βλ. φρ. κρύβω τον πραγματικό μου εαυτό·
- κρύβω τον πραγματικό μου εαυτό, κρατώ στάση αναμονής, δεν εκθέτω, δεν παρουσιάζω, δεν εκδηλώνω σε κάποιον ή κάποιους το χαρακτήρα μου, καλό ή κακό: «όλο το χρονικό διάστημα που βρισκόμουν ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους, έκρυβα τον πραγματικό μου εαυτό». Συνών. κρύβω το πραγματικό μου πρόσωπο·
- λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου, να μιλάς λίγο και να σκέφτεσαι πολύ, αν θέλεις να βγαίνεις κερδισμένος: «τώρα που θα πας στην ξενιτιά, αν θέλεις να προκόψεις, λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου»·
- λέω στον εαυτό μου, μονολογώ, σκέφτομαι: «κάθε τόσο λέω στον εαυτό μου να κόψω το τσιγάρο, αλλά το βλέπω κάπως δύσκολο»·
- μιλάει με τον εαυτό του, παραμιλάει, είτε γιατί έχει πολλά προβλήματα είτε γιατί είναι ελαφρόμυαλος: «αφού τον βλέπεις να μιλάει με τον εαυτό του, παναπεί πώς κάτι δεν πάει καλά με τη δουλειά του ή με το σπίτι του || μη του δίνεις σημασία αυτουνού, γιατί μιλάει με τον εαυτό του»·
- να είσαι ο εαυτός σου, (συμβουλευτικά) να συμπεριφέρεσαι απλά και φυσικά, να μην προσποιείσαι: «εκεί που θα πας, να είσαι ο εαυτός σου και να δεις πως θα σε συμπαθήσουν αμέσως, γιατί είσαι καλό παιδί»·
- ξαναβρίσκω το χαμένο μου εαυτό, ξαναβρίσκω την ψυχική μου ισορροπία, την ψυχική μου γαλήνη: «για ένα διάστημα, μετά το θάνατο του πατέρα μου, κόντευα να τρελαθώ, αλλά με τον καιρό ξαναβρήκα τον χαμένο μου εαυτό»·
- ξεπέρασε τον εαυτό του ή ξεπέρασε τον ίδιο του τον εαυτό, υπερέβαλε τις δυνάμεις του για να πετύχει κάτι: «δεν το περίμενε κανείς πως θα περνούσε στο πανεπιστήμιο, αλλά υπερέβαλε τον ίδιο του τον εαυτό και πέρασε απ’ τους πρώτους»·
- ο άλλος εαυτός μου ή ο άλλος μου εαυτός, λέγεται για τον άνθρωπο που μας συμπληρώνει ως ύπαρξη, ως οντότητα, ο αχώριστος σύντροφος, ιδίως ο ερωτικός: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, έγινε ο άλλος μου εαυτός». (Λαϊκό τραγούδι: αυτός ο άνθρωπος αυτός, ήταν ο άλλος μου εαυτός 
- ο δεύτερος εαυτός μου ή ο δεύτερός μου εαυτός, λέγεται συνήθως για έξη, καλή ή κακή, που δεν μπορούμε να την αποβάλουμε: «η χαρτοπαιξία έγινε δυστυχώς ο δεύτερος εαυτός μου || απ’ τη μέρα που αγόρασα κομπιούτερ στο γιο μου, μπήκε στο διαδίκτυο και του έγινε ο δεύτερός του εαυτός». (Λαϊκό τραγούδι: κι ας μην της το ’πα κι ας μην το ’μαθε ποτέ, εγωισμέ μου, πόσο μίσος σε κρατάω, εγωισμέ μου δεύτερέ μου εαυτέ)·   
- ο καθένας για τον εαυτό του, βλ. φρ. ο καθένας για την πάρτη του, λ. πάρτη·
- ο σώζων εαυτόν σωθήτω, λέγεται σε περίπτωση γενικού κινδύνου (ναυάγιο), όπου ο καθένας δικαιούται, αν μπορεί, να σωθεί, χωρίς να ενδιαφερθεί για τη σωτηρία των άλλων: «μέσα στο γενικό πανικό, ακούστηκε η ταραγμένη φωνή του καπετάνιου: ο σώζων εαυτόν σωθήτω»·
- όπως σε φέρει το φέρον φέρσου και φέρε, μην αδημονείς, και τον εαυτόν σου λυπείς και το φέρον σε φέρει, βλ. λ. φέρνω·
- περιποιούμαι τον εαυτό μου, φροντίζω την εξωτερική μου εμφάνιση, καλλωπίζομαι: «πριν βγει έξω, περιποιείται πάντα τον εαυτό της»·
- πιέζω τον εαυτό μου, εντείνω τις προσπάθειές μου, βάζω όλα τα δυνατά μου προκειμένου να πετύχω κάτι: «έχω αποφασίσει να πιέσω τον εαυτό μου, για να πάρω τη χρονιά αυτή το πτυχίο μου»·
- πιστεύω στον εαυτό μου, βλ. φρ. έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου·
- πώς νιώθεις τον εαυτό σου; πώς είσαι; πώς είναι η υγεία σου(;): «σε βλέπω κάπως χλομό, πώς νιώθεις τον εαυτό σου;»·
- τρώγεται με τον εαυτό του, γκρινιάζει συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε στο γραφείο, τρώγεται με τον εαυτό του και μας έσπασε τα νεύρα»·
- φανερώνω τον αληθινό μου εαυτό, βλ. φρ. φανερώνω τον πραγματικό μου εαυτό·
- φανερώνω τον πραγματικό μου εαυτό, βλ. φρ. δείχνω τον πραγματικό μου εαυτό·
- φάνηκε ο αληθινός μου εαυτός, βλ. φρ. φάνηκε ο πραγματικός μου εαυτός·
- φάνηκε ο πραγματικός του εαυτός, αποκαλύφθηκε ο πραγματικός μου χαρακτήρας, καλός ή κακός: «με την πρώτη δυσκολία που μας έτυχε φάνηκε ο πραγματικός του εαυτός, γιατί μας εγκατέλειψε χωρίς βοήθεια». Συνών. φάνηκε το πραγματικό του πρόσωπο·
- χάνω τον εαυτό μου, α. χάνω την ψυχική μου ηρεμία: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, έχασε τον εαυτό του». β. εκνευρίζομαι, νευριάζω πολύ: «όταν χάνει τον εαυτό του, δεν ξέρει τι λέει και τι κάνει». γ. λιποθυμώ: «εκεί που καθόμασταν και μιλούσαμε, έχασε τον εαυτό του και σωριάστηκε στο χώμα»·
- χάνω τον έλεγχο του εαυτού μου, δεν μπορώ να κυριαρχήσω στα νεύρα μου και ξεσπώ βίαια: «κάθε φορά που χάνει τον έλεγχο του εαυτού του, γίνεται επικίνδυνος».

μόνος

μόνος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. μόνος], μόνος. 1. που δεν έχει συντροφιά: «δεν πήγα πουθενά, γιατί ήμουν μόνος». 2. που δεν έχει άλλους, που δε βρίσκεται μαζί με άλλους: «καθόταν μόνος σε μια γωνιά». (Τραγούδι: και η βάρκα γύρισε μόνη δίχως μέσα τον ψαρά). 3. που είναι μοναδικός: «η μόνη της φροντίδα είναι τα παιδιά της || ο τάδε υπήρξε ο μόνος της έρωτας». 4. (για πράγματα) που βρίσκεται κάπου, χωρίς να υπάρχει άλλο όμοιό του: «μια παπαρούνα κόκκινη ξεχώριζε μόνη σ’ όλο τον κάμπο». 5α. Επίρρ. μόνο, δηλώνει αποκλειστικότητα: «μόνο ένας θα είναι αρχηγός». β. περιορισμό: «θα μπούνε μόνο πέντε άτομα μέσα». γ. εξαίρεση: «δεν επισκέπτεται κανέναν, μόνο το φίλο του». 6. ως σύνδ., αλλά: «θα καθόμουν κι εγώ μαζί σας, μόνο που βιάζομαι να επιστρέψω στο σπίτι μου || θα φύγω μόνο αν φύγουν κι οι άλλοι». (Ακολουθούν 81 φρ.)·
- άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη, βλ. λ. Γιάννης·
- ανοίγω μόνος μου το λάκκο μου, βλ. λ. λάκκος·
- ανοίγω μόνος μου τον τάφο μου, βλ. λ. τάφος·
- (από) μόνος μου (σου, του, της κ.λπ.), α. με δική μου (σου, του, της κ.λπ) πρωτοβουλία: «δε με κάλεσε κανείς, από μόνος μου ήρθα || δε μ’ έδιωξε κανείς, μόνος μου έφυγα || ενήργησε από μόνη της». β. χωρίς τη βοήθεια κανενός: «από μόνος μου κουβάλησα αυτό το μπαούλο || μόνος μου έφτιαξα αυτό το σπιτάκι»·
- (από) μόνο του, χωρίς την επέμβαση κάποιου: «το κάδρο έπεσε από μόνο του»·
- ας κάνει καλά μόνος του, βλ. λ. καλός·
- δεν είναι σκατά, μόν’ η γριά τα χέζει, βλ. λ. σκατά·
- δεν έκλασε, μόνο έκανε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- δουλεύουν μόνο τα ρολόγια και τα κορόιδα ή δουλεύουν μόνο τα ρολόγια κι οι μηχανές, βλ. λ. ρολόι·
- εγώ το ξέρω μόνο, βλ. λ. ξέρω·
- είναι μόνο για το τομάρι του, βλ. λ. τομάρι·
- είναι μόνο θεωρία, βλ. λ. θεωρία·
- είναι μόνο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είναι μόνο μπλαμπλά, βλ. λ. μπλαμπλά·
- είναι μόνο παράσταση, βλ. λ. παράσταση·
- είναι μόνο φιγούρα και ιδέα ή είναι μόνο φιγούρα και κακό ή είναι μόνο φιγούρα και λεζάντα, βλ. λ. φιγούρα·
- είναι μόνο φρου φρου κι αρώματα, βλ. λ. άρωμα·
- είναι μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- είναι μόνος σαν καλάμι στον κάμπο, βλ. λ. καλάμι·
- είναι μόνος σαν (την) καλαμιά στον κάμπο, βλ. λ. καλαμιά·
- είναι ο μόνος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- έμεινε μόνος, βλ. φρ. έμεινε μονάχος, λ. μονάχος·
- έμεινε μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- έμεινε μόνος σαν καλάμι στον κάμπο, βλ. λ. καλάμι·
- έμεινε μόνος σαν (την) καλαμιά στον κάμπο, βλ. λ. καλαμιά·
- ένα θαύμα μόνο θα μας σώσει ή ένα θαύμα μόνο μας σώνει ή ένα θαύμα μόνο θα με σώσει ή ένα θαύμα μόνο με σώνει, βλ. λ. θαύμα·
- ένας σεισμός μόνο θα μας σώσει ή ένας σεισμός μόνο μας σώνει ή ένας σεισμός μόνο θα με σώσει ή ένας σεισμός μόνο με σώνει, βλ. λ.σεισμός·
- ζει μόνος, βλ. φρ. ζει μονάχος, λ. μονάχος·
- ζει μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- και μόνο με τη σκέψη πως… ή και μόνο με τη σκέψη ότι…, βλ. λ. σκέψη·
- και μόνο που… και όταν απλώς. (Λαϊκό τραγούδι: και μόνο που με κοιτάς λιώνω και μόνο που με κοιτάς και μόνο που με κοιτάς λιώνω, σκέψου να μ’ αγαπάς
- και μόνο που τ’ ακούω…, βλ. λ. ακούω·
- και μόνο στη σκέψη πως… ή και μόνο στη σκέψη ότι…, βλ. λ. σκέψη·
- καλώς τηνε τη συμφορά μονάχα να ’ναι μόνη, βλ. λ. συμφορά·
- κοιτάζει μόνο τη βολή του, βλ. λ. βολή1·
- κοιτάζει μόνο την ευκολία του, βλ. λ. ευκολία·
- κοιτάζει μόνο την τσέπη του, βλ. λ. τσέπη·
- κοιτάζει μόνο τον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
- λέω μόνος, μονολογώ: «τι λες μόνος εκεί στη γωνιά;»·
- λίγο μόνο αν… ή λίγο μόνο να…, βλ. λ. λίγος·
- με βλέπω μόνο, διαπιστώνω πως δε θα βρω φιλική ή ερωτική συντροφιά: «δεν ξέρω πού βρίσκεται η παρέα μου και με βλέπω μόνο || μάλωσα με την γκόμενα και με βλέπω μόνο». (Λαϊκό τραγούδι: πάλι μες τους δρόμους βγήκα για καινούρια γκόμενα, πάλι μόνο μου με βλέπω για τα βράδια τα επόμενα)· 
- με τη μόνη διαφορά, βλ. λ. διαφορά·
- μείναμε μόνοι σαν το λεμόνι, βλ. λ. λεμόνι·
- μένω μόνος, διαμένω σε ένα χώρο μόνος, δεν έχω συγκάτοικο: «επειδή δε θέλω να ’χω προβλήματα με άλλους, έχω συνηθίσει να μένω μόνος»·
- μένω μόνος κι έρημος, μένω εντελώς μόνος στη ζωή μου: «τα παιδιά του λείπουν χρόνια στο εξωτερικό και από τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του έμεινε μόνος κι έρημος»·
- μια βροχή μόνο θα μας σώσει ή μια βροχή μόνο μας σώνει ή μια βροχή μόνο θα με σώσει ή μια βροχή μόνο με σώνει, βλ. λ. βροχή·
- μιλάει από μόνο του, βλ. συνηθέστ. φωνάζει από μόνο του, βλ. λ.φωνάζω·
- μιλώ μόνος, βλ. φρ. λέω μόνος·
- μόνο δεξιά! βλ. λ. δεξιά·
- μόνο ένας γάιδαρος έχει αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μόνο η κακία μένει, βλ. λ. κακία·
- μόνο και μόνο, αποκλειστικά: «ήρθα μόνο και μόνο για σένα»·
- μόνο καλά! βλ. λ. καλός·
- μόνο μια και δυο; πολλές φορές: «εσύ νομίζεις πως μόνο μια και δυο τον συμβούλεψα;»·
- μόνο πάνω απ’ το πτώμα μου, βλ. λ. πτώμα·
- μόνο πότε θα πεθάνω δεν ξέρω, βλ. λ. πεθαίνω·
- μόνο που…, δηλώνει αντίθεση σε όσα ειπώθηκαν προηγουμένως, όμως, αλλά: «καλό παιδί, δε λέω, μόνο που είναι καβγατζής»·
- μόνο που δε(ν)…, λίγο έλειψε να…: «δεν πάω ξανά να του ζητήσω τίποτε, γιατί την προηγούμενη φορά, μόλις άνοιξα το στόμα μου, μόνο που δε μ’ έδειρε || μόλις του είπα πως ψηφίζουμε τον ίδιο υποψήφιο, μόνο που δε με φίλησε || εγώ, ό,τι είπα, το ’πα για το καλό του κι αυτός μόνο που δεν ήρθε να με δείρει»·
- μόνο τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται, βλ. λ. σπανός·
- μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ’ ακούω, βλ. φρ. εγώ τα λέω, εγώ τ’ ακούω, λ. εγώ·
- μόνος στο είδος του, βλ. λ. είδος·
- νιώθω μόνος, νιώθω μοναξιά: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα μου, νιώθω μόνος»·
- νοιάζεται μόνο για το τομάρι του, βλ. λ. τομάρι·
- ο κουβαλητής θυμάται το Θεό, μόνο όταν έχει το φορτίο στον ώμο του, βλ. λ. κουβαλητής·
- ο λύκος έχει το σβέρκο του χοντρό, γιατί κάνει μόνος του τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος τρέχει μόνος του, τερματίζει πρώτος, βλ. λ. τερματίζω·
- ό,τι κάνεις μόνος σου είναι γρήγορα καμωμένο, όταν φροντίζεις μόνος σου μια δουλειά, μια υπόθεση έχεις γρήγορα αποτελέσματα: «βρε άσε τους μεσάζοντες και τους παρατρεχάμενους κι ενδιαφέρσου να πάρεις εσύ την υπογραφή της πολεοδομίας γιατί, ό,τι κάνεις μόνος σου είναι γρήγορα καμωμένο»· βλ. και φρ. μοναχός χόρευε κι όσο θέλεις πήδα, λ. μοναχός·
- ου γαρ έρχεται μόνον (ενν. το γήρας), βλ. λ. ου·
- παίζει μόνος του μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- παρά μόνο, βλ. λ. παρά·
- παρά μόνο αν, βλ. λ. παρά·
- πάω εκεί που και ο βασιλιάς πάει μόνος, βλ. λ. βασιλιάς·
- σκάβω μόνος μου το λάκκο μου, βλ. λ. λάκκος·
- σκάβω μόνος μου τον τάφο μου, βλ. λ. τάφος·
- τα πράγματα φωνάζουν από μόνα τους, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- της θάλασσας τα ψάρια δεν μπαίνουν μόνα τους στον νταβά, βλ. λ. νταβάς1·
- το κάνει μόνο από μπρος, (για γυναίκες) βλ. λ. μπρος·
- το πράγμα μιλάει από μόνο του ή το πράγμα μιλάει μόνο του, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τον (την) έχει μόνο για κατούρημα (ενν. τον πούτσα, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. κατούρημα·
- τόσο(ς) μόνο, ή μόνο τόσο(ς), βλ. λ. τόσος.

τέσσερα

τέσσερα, άκλ. απόλ. αριθμητ. [<μτγν. τέσσερα <αρχ. τέσσαρα], τέσσερα· βλ. και λ. τέσσερις. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- δε νιώθει πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. φρ. δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα·
- δεν έχει ιδέα πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. λ. ιδέα·
- δεν ξέρει πού πάν’  τα τέσσερα, α. είναι εντελώς ανίδεος, εντελώς άσχετος με μια δουλειά, τέχνη ή επάγγελμα ή είναι εντελώς ακατατόπιστος για την υπόθεση ή το θέμα που συζητείται: «μην πας τ’ αυτοκίνητό σου σ’ αυτόν το μηχανικό, γιατί δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα || μην αναθέσεις στον τάδε δικηγόρο καμιά υπόθεσή σου, γιατί δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα || μην τον ρωτήσεις τίποτα για την υπόθεση, γιατί δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα || αφού δεν ξέρεις πού πάν’ τα τέσσερα, γιατί χώνεσαι στην κουβέντα;». β. είναι πολύ μεθυσμένος: «όταν πιει λίγο παραπάνω απ’ το κανονικό δεν ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα»·
- δυο και δυο ίσον τέσσερα ή δυο και δυο κάνουν τέσσερα, βλ. λ. δυο·
- έπεσε στα τέσσερα, θερμοπαρακάλεσε: «έπεσε στα τέσσερα μπροστά μου για να τον βοηθήσω»·
- έτρεξε με τα τέσσερα, έτρεξε πάρα πολύ γρήγορα, ταχύτατα, έφυγε με τα τέσσερα: «έτρεξε με τα τέσσερα να πάει να τους ειδοποιήσει». Από την εικόνα του αλόγου που καλπάζει·
- έφυγε με τα τέσσερα, έφυγε πολύ γρήγορα, έφυγε ταχύτατα: «μόλις είδε τους αστυνομικούς που έρχονταν να τον συλλάβουν, έφυγε με τα τέσσερα». Από την εικόνα του αλόγου που καλπάζει·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα, βλ. λ. μάτι·
- ήρθε με τα τέσσερα, ήρθε ταχύτατα: «μόλις έμαθε πως είχα την ανάγκη του, ήρθε με τα τέσσερα». Αναφορά στο γρήγορο καλπασμό του αλόγου·
- η πονηρή αλεπού απ’ τα τέσσερα πιάνεται, βλ. λ. αλεπού·
- θα τον κάνω να ’ρθει με τα τέσσερα, θα τον υποχρεώσω να έρθει ταχύτατα: «τώρα μας κάνει το βαρύ πεπόνι, αλλά, αν αποφασίσω να πω αυτά που ξέρω γι’ αυτόν, θα τον κάνω να ’ρθει στα τέσσερα, για να με σταματήσει». Αναφορά στο γρήγορο καλπασμό του αλόγου·
- θα τον κάνω να πέσει στα τέσσερα, θα τον υποχρεώσω να με θερμοπαρακαλέσει, να με ικετεύσει ταπεινά: «τώρα μας κάνει τον τάχαμ δήθεν, αλλά, αν ξαναπάρει την κάτω βόλτα, θα τον κάνω να πέσει στα τέσσερα μπροστά μου, για να τον βοηθήσω»·
- με τα τέσσερα, α. αποκαρδιωτική απάντηση ατόμου στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάει ή πώς πάνε τα πράγματα, και σημαίνει πως η δουλειά του ή γενικά η ζωή του δεν εξελίσσεται, δεν πορεύεται ομαλά, φυσιολογικά, πως αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα·
- πάει με τα τέσσερα, α. είναι πολύ μεθυσμένος και υποτίθεται πως κινείται μπουσουλώντας: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, πάει με τα τέσσερα». β. (για νήπια) κινείται μπουσουλώντας: «είναι τόσο μωρό ακόμα ο γιος του, που πάει με τα τέσσερα». γ. (γενικά) η δουλειά ή η υπόθεση δεν εξελίσσεται κανονικά, ομαλά, φυσιολογικά ή το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα: «τον τελευταίο καιρό δεν ξέρω τι να κάνω, γιατί η δουλειά πάει με τα τέσσερα || ούτε κι αυτός μπορεί να μας βοηθήσει, γιατί, απ’ ότι ξέρω, κι αυτός πάει με τα τέσσερα»·
- περπατάει στα τέσσερα, βλ. συνηθέστ. πάει με τα τέσσερα·
- πέφτω στα τέσσερα, θερμοπαρακαλώ, ικετεύω κάποιον ταπεινά: «έπεσε στα τέσσερα μπροστά στο διευθυντή, για να μην διώξει το γιο του απ’ τη δουλειά»·
- σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, βλ. λ. σημείο·
- τα μάτια σου τέσσερα, βλ. λ. μάτι·
- το βάζω στα τέσσερα, φεύγω τρεχάτος, ιδίως από φόβο ή δειλία: «μόλις έμαθε πως ερχόταν ο τάδε να του ζητήσει το λόγο, το ’βαλε στα τέσσερα κι όπου φύγει φύγει». Αναφορά στον καλπασμό του αλόγου.

τόσος

τόσος, -η, -ο, δεικτ. αντων. [<αρχ. τόσος], τέτοιος κατά το μέγεθος, το ποσό, το πλήθος, την απόσταση, τη διάρκεια ή την ένταση: «είναι τόσο μεγάλος || είναι τόσοι πολλοί || πήγε τόσο μακριά; || έχει τόση ομορφιά; || φωνάζει τόσο δυνατά;». Επίρρ. τόσο, για μέγεθος, ποσό, πλήθος, απόσταση, διάρκεια: «δεν είναι και τόσο καλά || τόσο μπορεί να παράγει το εργοστάσιο». (Ακολουθούν 75 φρ.)·
- άλλα τόσα, βλ. λ. άλλος·
- άλλες τόσες, βλ. λ. άλλος·
- άλλο τόσο, βλ. λ. άλλος·
- άλλο τόσο κι εγώ, βλ. λ. άλλος·
- αν είχα τόσα λεφτά, θα παντρευόμουν, βλ. λ. λεφτά·
- απ’ το χίλια εννιακόσια τόσο, βλ. λ. χίλιοι·
- έγινε άλλος τόσος, βλ. λ. άλλος·
- εδώ και τόσα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- εδώ και τόσες μέρες, βλ. λ. μέρα·
- εδώ και τόση ώρα ή εδώ και τόσες ώρες, βλ. λ. ώρα·
- εδώ και τόσο καιρό, βλ. λ. καιρός·
- εδώ και τόσους μήνες, βλ. λ. μήνας·
- είναι τόσο(ς), έχει αυτό το μέγεθος ή το ύψος που δείχνω. Λέγεται συνήθως για μικρό μέγεθος και συνοδεύεται πάντα από χειρονομία με τον αντίχειρα να έρχεται και με την εσωτερική του πλευρά να δείχνει την έκταση της πρώτης φάλαγγας του δείκτη από την εσωτερική του πλευρά. Στην περίπτωση του ύψους, η παλάμη έρχεται κάθετα προς το έδαφος και σταματάει σε μικρή απόσταση από αυτό, ανάλογα με το υποτιθέμενο ύψος που θέλει να προσδιορίσει κάθε φορά·
- είναι τόοοοσο(ς), έχει αυτό το μέγεθος ή το ύψος που δείχνω. Λέγεται συνήθως για μεγάλο μέγεθος και συνοδεύεται πάντα από χειρονομία με τα δυο χέρια να απομακρύνονται το ένα από το άλλο και να φτάνουν στην έκταση προσδιορίζοντας το υποτιθέμενο μεγάλο μέγεθος. Λέγεται όμως και ειρωνικά για πολύ μικρό μέγεθος με την ίδια έμφαση στον τόνο της φωνής, με τη διαφορά πως τα χέρια, από τη θέση της έκτασης που βρίσκονται, έρχονται να ενώσουν μπροστά και οι παλάμες, η μια κοντά στην άλλη, προσδιορίζουν το υποτιθέμενο μικρό μέγεθος. Στην περίπτωση του ύψους, συνοδεύεται από χειρονομία με το χέρι τεντωμένο ψηλά, σε μια προσπάθεια να προσδιορίσει το υποτιθέμενο μεγάλο ύψος. Λέγεται όμως και ειρωνικά για πολύ μικρό ύψος με την ίδια έμφαση στον τόνο της φωνής, με τη διαφορά πως το χέρι, αρχίζοντας από το μεγάλο ύψος κατεβαίνει σταδιακά κι έρχεται με την παλάμη του να σταθεί οριζόντια σε μικρή απόσταση από το έδαφος, θέλοντας να προσδιορίσει το υποτιθέμενο μικρό ύψος·
- είναι τόσο(ς) δα, α. έχει πολύ μικρό μέγεθος ή ύψος: «είναι τόσο δα αυτοκινητάκι και δε μας χωράει όλους ||  είναι τόσο δα εμπόδιο και θα το πηδήσεις με το πρώτο». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία που προσδιορίζει το μέγεθος ή το ύψος. β. (για πρόσωπα) είναι μικρός στην ηλικία ή πολύ κοντός: «είναι τόσο δα ανθρωπάκι και θέλει να μπερδεύεται με τους μεγάλους || είναι τόσο δα ανθρωπάκι και θέλει να τα βάλει μ’ εκείνον το γίγαντα! || είναι τόσος δα, όμως δε φοβάται κανέναν!». (Λαϊκό τραγούδι: από μικρούλα τόση δα, με την κοντή ποδίτσα, κατάλαβα πως ήσουνα σιγανοπαπαδίτσα
- κάθε τόσο, βλ. λ. κάθε·
- κάθε τόσο και λιγάκι, βλ. λ. κάθε·
- και τόσο, α. δηλώνει μετριασμό του χαρακτηρισμού που έγινε από άτομο για κάποιον ή για κάτι: «δεν είναι και τόσο άσχημος! || δεν είναι και τόσο όμορφος!». β. επίσης δηλώνει κάτι περισσότερο από αυτό που αναφέρεται: «η ώρα είναι δώδεκα και τόσο»·
- κάνει το τόσο τόσο, βλ. φρ. το τόσο το κάνει τόσο·
- κάνει το τοσοδουλάκι τόσο, βλ. λ. τοσοδουλάκι·
- κι άλλα τόσα, βλ. λ. άλλος·
- κι άλλο τόσο, βλ. λ. άλλος·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είν’ και τόσο, βλ. λ. κώλος·
- μη γαμάς τόσο πολύ, θα στραβοψωλιάσεις! βλ. λ. στραβοψωλιάζω·
- μια στα τόσα, βλ. φρ. μια φορά στα τόσα, λ. φορά·
- μια στις τόσες, βλ. φρ. μια φορά στις τόσες, λ. φορά·
- όσα δίνεις τόσα παίρνεις, βλ. λ. όσος·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- όση γλυκάδα έχει το χέλι, τόση πικράδα έχει το φίδι, βλ. λ. φίδι·
- όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή, βλ. λ. γριά·
- όσο ο ένας τόσο κι ο άλλος, στον ίδιο βαθμό: «όσο ο ένας, τόσο κι ο άλλος είναι καλά παιδιά»· βλ. και φρ. τόσο ο ένας, όσο κι ο άλλος·
- όσο πίνει η πεθερά μας, τόσο μας καλοχαιρετάει, βλ. λ. πεθερά·
- όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά, βλ. λ. βαθύς·
- όσο χορταίνει η φάβα από λάδι τόσο κι η γκαστρωμένη από χάδι, βλ. λ. γκαστρωμένη·
- όχι και τόσο(ς)! πιο λίγο, πιο μέτρια: «είπαμε να τον αγριέψεις τον άνθρωπο, αλλά όχι και τόσο! || είπαμε ότι είναι κουτός, αλλά όχι και τόσο!»·
- το 1990 τόσο (ή άλλη χρονολογία), (αόριστα) μετά το 1990: «ήταν το 1990 τόσο, που είχαν αρχίσει οι οικονομικές δυσκολίες στον τόπο μας»·
- το ζυμάρι, όσο ζυμώνεις, τόσο φουσκώνει, βλ. λ. ζυμάρι·
- το καλό το δέντρο, όσο μεγαλώνει, τόσο πλαταίνει ο ίσκιος του, βλ. λ. δέντρο·
- το τόσο το κάνει τόσο ή το τόσο το κάνει τόοοοοσο, δίνει μεγάλη διάσταση σε μια υπόθεση ή κατάσταση χωρίς αιτία και λόγο, μεγαλοποιεί πολύ τα πράγματα: «είναι στο χαρακτήρα του το τόσο να το κάνει τόσο». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία με τις δύο παλάμες τεντωμένες και κάθετες προς το έδαφος να απομακρύνονται δεξιά αριστερά μεγαλώνοντας την αρχική ένδειξη μεγέθους·
- τον (την) ξέρω από τόσο δα παιδάκι, βλ. λ. παιδάκι·
- τόσα και τόσα, πάρα πολλά: «υπέφερε τόσα και τόσα και μυαλό δεν έβαλε || γνώρισε τόσα και τόσα στα διάφορα ταξίδια του!»·
- τόσα κι άλλα τόσα, τα διπλάσια: «μου ζήτησε εκατό χιλιάρικα και του ’δωσα τόσα κι άλλα τόσα»·
- τόσα νιώθει, τόσα λέει, βλ. συνηθέστ. τόσα ξέρει, τόσα λέει·
- τόσα ξέρει, τόσα λέει, σχετικά με μια κατάσταση ή υπόθεση εκφράζει την άποψή του, ενώ βρίσκεται σε πλήρη άγνοια ή δεν έχει τις σχετικές γνώσεις: «μη δίνεις βάση στα λεγόμενά του, γιατί τόσα ξέρει, τόσα λέει»·
- τόσα χρόνια ή τόσα χρόνια τώρα, βλ. λ. χρόνος·
- τόσες και τόσες, πάρα πολλές: «τόσες και τόσες φτωχιές κοπέλες καλοπαντρεύτηκαν || τόσες και τόσες τον ήθελαν στα νιάτα του, όμως αυτός δεν ξεχώρισε καμιά απ’ την ιδιοτροπία του, ώσπου έμεινε γεροντοπαλίκαρο»·
- τόσες μέρες ή τόσες μέρες τώρα, βλ. λ. μέρα·
- τόσες φορές, βλ. λ. φορά·
- τόση φασαρία για το τίποτα! βλ. λ. φασαρία·
- τόση ώρα ή τόσες ώρες ή τόση ώρα τώρα ή τόσες ώρες τώρα, βλ. λ. ώρα·
- τόσο από τόσο, τόσο, έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε πως η αριθμητική πράξη της αφαίρεσης που καλείται να κάνει κάποιος είναι πανεύκολη ή πως κάποιος υπολογισμός για την αφαίρεση κάποιων εξόδων ή κάποιου ποσού είναι πανεύκολος: «τι σκέφτεσαι, ρε παιδάκι μου! Τόσο από τόσο, τόσο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε κλείνει το ορίστε ή το σιγά το πράγμα, υποδηλώνοντας την ευκολία του υπολογισμού·  
- τόσο δα, δηλώνει ελάχιστη ποσότητα, μέγεθος ή ένταση: «μου ’βαλε τόσο δα ουίσκι να πιω || έχει έναν τόσο δα αναπτήρα || χαμήλωσε τόσο δα το ραδιοφωνάκι σου, γιατί μ’ ενοχλεί»·
- τόσο δα ανθρωπάκι! βλ. λ. ανθρωπάκι·
- τόσο δια τόσο, τόσο, έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε πως η αριθμητική πράξη της διαίρεσης που καλείται να κάνει κάποιος είναι πανεύκολη ή πως κάποιος υπολογισμός για τη διαίρεση κάποιων εξόδων ή ποσών είναι πανεύκολος: «τι σκέφτεσαι μια ώρα, ρε παιδάκι μου! Τόσο δια τόσο, τόσο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε κλείνει το ορίστε ή το σιγά το πράγμα, υποδηλώνοντας την ευκολία του υπολογισμού·
- τόσο δουλεύει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- τόσο επί τόσο, τόσο, έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε πως η αριθμητική πράξη του πολλαπλασιασμού που καλείται να κάνει κάποιος είναι πανεύκολη ή πως κάποιος υπολογισμός για τον πολλαπλασιασμό κάποιον εξόδων ή κάποιων ποσών είναι πανεύκολος: «μα τι να το κάνεις το χαρτί και το μολύβι! Τόσο επί τόσο, τόσο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε κλείνει το ορίστε ή το σιγά το πράγμα, υποδηλώνοντας την ευκολία του υπολογισμού·
- τόσο καιρό ή τόσο καιρό τώρα, βλ. λ. καιρός·
- τόσο κακό για το τίποτα! βλ. λ. κακός·
- τόσο καλά! ειρωνική επιφωνηματική έκφραση σε άτομο που μας εξιστορεί τη μια μετά την άλλη όλες τις δυσκολίες ή τις κακοτυχίες του: «τον τελευταίο καιρό μ’ έδιωξαν απ’ τη δουλειά, αρρώστησε η μάνα μου, τράκαρα τ’ αυτοκίνητό μου κι από λεφτά δεν έχω μία. -Τόσο καλά!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και λ. καλός·
- τόσο κι άλλο τόσο, το διπλάσιο: «θέλω να μου βάλεις τόσο που έβαλες στον προηγούμενο κι άλλο τόσο»·
- τόσο κόβει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- τόσο κόβει το νιονιό  του, βλ. λ. νιονιό·
- τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος, εξίσου: «τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος είναι φταίχτες σ’ αυτή την υπόθεση || τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος σ’ αγαπάνε πάρα πολύ»· βλ. και φρ. όσο ο ένας τόσο κι ο άλλος·
- τόσο πολύ! ειρωνική επιφωνηματική έκφραση με την οποία αμφισβητούμε τις επιδόσεις που μας παραθέτει κάποιος: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα μου και τις έριξα καμιά δεκαριά. -Τόσο πολύ! || τον έπιασα στα χέρια μου και τον σακάτεψα στο ξύλο. -Τόσο πολύ!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. τόσο καλά(!)·
- τόσο συν τόσο, τόσο, έκφραση με την οποία θέλουμε να δείξουμε  πως η αριθμητική πράξη της πρόσθεσης που καλείται να κάνει κάποιος είναι πανεύκολη ή πως κάποιος υπολογισμός για την πρόσθεση κάποιων εξόδων ή ποσών είναι πανεύκολος: «αμάν, ρε παιδάκι μου! Δύσκολο πράγμα είναι να κάνεις την πρόσθεση! Τόσο συν τόσο, τόσο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και άλλοτε κλείνει το ορίστε ή το σιγά το πράγμα, υποδηλώνοντας την ευκολία του υπολογισμού·  
- τόσο το καλύτερο! βλ. λ. καλύτερος·
- τόσο το χειρότερο! βλ. λ. χειρότερος·
- τόσο του κόφτει, έκφραση με την οποία θέλουμε να δικαιολογήσουμε κάποιον για κάποιο παράπτωμα ή παρατυπία του, αποδίδοντάς του ελαττωμένη νοημοσύνη: «μην τον μαλώνεις τον άνθρωπο που πήρε τ’ αυτοκίνητο να το οδηγήσει χωρίς να έχει δίπλωμα, αφού τόσο του κόφτει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ·
- τόσο φτάνει το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- τόσοι και τόσοι, πάρα πολλοί: «τόσοι και τόσοι θέλησαν να τον βοηθήσουν, αλλά δε δέχτηκε τη βοήθεια κανενός || τόσοι και τόσοι τη ζήτησαν, αλλά απ’ τις ιδιοτροπίες της έμεινε γεροντοκόρη»·
- τόσος θόρυβος για το τίποτα! βλ. λ. θόρυβος·
- τόσος και τόσος ή τόσοι και τόσοι, πάρα πολύς, αμέτρητος, πάρα πολλοί, αμέτρητοι: «τόσος και τόσος κόσμος άκουσε κι είδε αυτά που είπες κι έκανες μπροστά τους || τόσοι και τόσοι άνθρωποι κι ούτε ένας είχε το θάρρος να εναντιωθεί στον τάδε!»·
- τόσος λόγος για το τίποτα! βλ. λ. λόγος·
- τόσο(ς) μόνο ή μόνο τόσο(ς), σε τόσο βαθμό μικρό(ς), κοντό(ς) ή λίγο(ς): «μια πιθαμή άνθρωπος κι ήθελε να τα βάλει με τον τάδε. -Τόσος μόνο! || εμένα τόσο μόνο θα μου δώσεις; – διάβασε δυο τρεις μέρες στην αρχή και τόσο μόνο ήταν το ενδιαφέρον του για το διάβασμα»·
- τόσος ντόρος για το τίποτα! βλ. λ. ντόρος·
- τόσους μήνες ή τόσους μήνες τώρα, βλ. λ. μήνας.

υποχρέωση

υποχρέωση, η, ουσ. [<υποχρεω- (υποχρεώνω) + κατάλ. -ση], η υποχρέωση. 1. το ηθικό χρέος: «έχω υποχρέωση να βοηθήσω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κι αυτός πάντοτε με βοηθούσε στις δύσκολες στιγμές». 2. το χρηματικό, το οικονομικό χρέος: «έχω ακόμα μια υποχρέωση στο τέλος του μηνός κι ύστερα δε χρωστώ σε κανέναν». 3. στον πλ. οι υποχρεώσεις, το σύνολο των χρεών, ιδίως μιας επιχείρησης: «τον άλλο μήνα έχω πολλές υποχρεώσεις και δεν ξέρω, αν θα μπορέσω ν’ ανταποκριθώ». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- από υποχρέωση, λέγεται για κάτι που γίνεται χωρίς μεγάλη ευχαρίστηση: «δεν είχα και καμιά σπουδαία όρεξη, αλλά τον βοήθησα από υποχρέωση, γιατί είναι γνωστός του αδερφού μου»·
- βγάζω την υποχρέωση, ανταποδίδω σε κάποιον κάτι καλό, κάποια εξυπηρέτηση ή εκδούλευση που μου είχε κάνει στο παρελθόν: «πολύ χάρηκα που μπόρεσα να βοηθήσω αυτόν τον άνθρωπο και βγήκα απ’ την υποχρέωση που του είχα!»·
- βγαίνω απ’ την υποχρέωση, απαλλάσσομαι από το να κάνω κάτι: «πολλοί λόγω σπουδών βγαίνουν απ’ την υποχρέωση να παρουσιαστούν στην ώρα τους να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία»·  
- δεν έχει υποχρεώσεις, (ιδίως για άντρες) είναι ελεύθερος από οικογενειακά βάρη, δεν έχει δηλ. να θρέψει οικογένεια, να παντρέψει αδερφή, να σπουδάσει αδερφό, να φροντίσει άρρωστους γονείς ή να τους γηροκομήσει: «ό,τι βγάζει απ’ τη δουλειά του τα τρώει, γιατί δεν έχει υποχρεώσεις»·
- έχω (την) υποχρέωση, οφείλω να ανταποδώσω σε κάποιον κάτι καλό, κάποια εξυπηρέτηση ή την εκδούλευση που μου είχε κάνει στο παρελθόν: «έχω την υποχρέωση να βοηθήσω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, κάθε φορά που βρισκόμουν σε δύσκολη θέση, με βοηθούσε»·
- έχω υποχρεώσεις, έχω έξοδα, χρέη: «δεν μπορώ να σου δώσω το ποσό που μου ζητάς, γιατί έχω υποχρεώσεις που πρέπει να τακτοποιήσω»·
- μπαίνω σε υποχρέωση, βοηθούμαι ή εξυπηρετούμαι από κάποιον και νιώθω πως πρέπει να του ανταποδώσω, υποχρεώνομαι: «με βοήθησε τόσο πολύ αυτός ο άνθρωπος, όταν χρειάστηκε, που μπήκα σε υποχρέωση»·
- μπαίνω σε υποχρεώσεις, μπαίνω σε έξοδα, σε χρέη: «τον άλλο μήνα παντρεύω την κόρη μου κι είναι σίγουρο πως θα μπω σε πολλές υποχρεώσεις»·
- νιώθω (την) υποχρέωση, βλ. φρ. έχω (την) υποχρέωση·
- πληρώνω τις υποχρεώσεις μου, ανταποκρίνομαι στα έξοδα, στα χρέη μου: «μέχρι τώρα πληρώνω τις υποχρεώσεις μου, αλλά δεν ξέρω τι θα γίνει στο μέλλον»·
- υποχρέωσή μου! έκφραση ευγενείας με την οποία δείχνουμε τη μεγάλη μας διάθεση, προθυμία, να εξυπηρετήσουμε κάποιον σε κάτι που μας ζητάει και που είναι μέσα στα καθήκοντά μας: «θα μπορούσες να με βοηθήσεις ν’ ανεβάσω τις αποσκευές στο δωμάτιό μου; -Υποχρέωσή μου!».

ψάρι

ψάρι, το, ουσ. [<μσν. ψάρι(ν) <μτγν. ὀψάριον, υποκορ. του ουσ. ὄψον (= προσφάγι)], το ψάρι. 1. (ειρωνικά), άνθρωπος που δεν ανοίγει συχνά το στόμα του για να μιλήσει: «μην κάθεσαι σαν ψάρι, ρε παιδάκι μου, πες μας κι εσύ τη γνώμη σου!». 2. (ειρωνικά) αυτός που είναι κακός τραγουδιστής: «με πιάνουν τα νεύρα, όταν ακούω αυτό το ψάρι να τραγουδάει». 3. άνθρωπος εύπιστος, αφελής, που πέφτει εύκολα στις παγίδες που του στήνουν οι άλλοι: «να ’σαι από κοντά του να τον συμβουλεύεις, γιατί είναι ψάρι ο μικρός και θα τον ξεγελάσουν». Από την εικόνα του ψαριού που πιάνεται στο αγκίστρι. 4. άνθρωπος που σαστίζει εύκολα, που με το παραμικρό χάνει το θάρρος του, δειλιάζει: «λίγο να κάνεις πως τον αγριεύεις, είναι τέτοιο ψάρι που δεν ξέρει πώς να αντιδράσει!». Από την εικόνα των ψαριών που με το παραμικρό χτύπημα στη θάλασσα εξαφανίζονται αμέσως. 5. (ειρωνικά στη γλώσσα του στρατού) ο νεοσύλλεκτος: «έλα δω, ρε ψάρι, γιατί δε χαιρετάς τον ανώτερό σου;». 6. στον πλ. τα ψάρια, (στη γλώσσα του στρατού), το σύνολο των νεοσυλλέκτων: «την άλλη βδομάδα θα γεμίσει το κέντρο εκπαιδεύσεως με ψάρια». Τέλος, όποιος δει ψάρια στον ύπνο του, σύμφωνα με την ερμηνευτική των ονείρων, θα περάσει κάποια μεγάλη λαχτάρα. Υποκορ. ψαράκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ψαρούκλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 45 φρ.)·
- άλλο ψάρια κι άλλο μακαρόνια, βλ. λ. μακαρόνι·
- αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. πόδι·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, βλ. λ. κώλος·
- αν δε ρίξεις την πετονιά, δεν πιάνεις ψάρι, βλ. λ. πετονιά·
- βαφτίζει το κρέας ψάρι, προβάλλει κάθε δικαιολογία προκειμένου να πετύχει το σκοπό του: «προκειμένου να πετύχει αυτό που θέλει, δεν έχει κανένα πρόβλημα να βαφτίζει το κρέας ψάρι». Λέγεται ότι κάτι τέτοιο έκαναν οι καθολικοί μοναχοί κατά το Μεσαίωνα, προκειμένου να σπάσουν την αποχή τους από τη νηστεία του κρέατος. Συνών. ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή·
- βρόμικα ψάρια, καλά παζάρια, λέγεται στην περίπτωση που διαθέτουμε κακό εμπόρευμα και έχουμε το φόβο πως δε θα το πουλήσουμε, αλλά, λόγω έλλειψης του εμπορεύματος αυτού από τη λαϊκή αγορά, από το παζάρι, το μοσχοπουλάμε: «είχα πράμα δεύτερης και τρίτης διαλογής κι είχα την αγωνία μη μου μείνει, αλλά, επειδή δεν πρόσφερε άλλος αυτό το είδος στη λαϊκή, αποδείχτηκε περίτρανα το βρόμικα ψάρια, καλά παζάρια κι έτσι, τα κονόμησα»·
- γλιστράει σαν ψάρι ή γλιστράει σαν το ψάρι, αποφεύγει με επιδεξιότητα διάφορους κινδύνους ή ανεπιθύμητες καταστάσεις: «ούτε κι η αστυνομία μπορεί να τον πιάσει, γιατί γλιστράει σαν ψάρι || θέλησαν να τον κουκουλώσουν με μια πιτσιρίκα, αλλά γλίστρησε σαν το ψάρι»·
- είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, είμαι έξω από το γνωστό περιβάλλον και ενεργώ αμήχανα, απερίσκεπτα ή φοβισμένα, επειδή αντιμετωπίζω συνθήκες που δεν τις έχω συνηθίσει: «όταν βρίσκομαι στ’ αριστοκρατικά σαλόνια είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, γιατί εγώ είμαι λαϊκός άνθρωπος»·
- είμαι σαν το ψάρι στη στεριά, βλ. φρ. είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό·
- είναι βουβός σαν ψάρι, δεν ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, μένει εντελώς σιωπηλός: «κάθε φορά που τον παίρνω μαζί μου, είναι βουβός σαν ψάρι»·
- είναι (μεγάλο) ψάρι, είναι (πολύ) εύπιστος, (πολύ) αφελής και πέφτει (πολύ) εύκολα στις παγίδες που του στήνουν οι άλλοι: «πρόσεχέ τον καλά να μην του φάνε τα λεφτά, γιατί είναι μεγάλο ψάρι»·
- είναι σαν το ψάρι στη θάλασσα, βρίσκεται ακριβώς στο περιβάλλον που γνωρίζει καλάι ή που του ταιριάζει απόλυτα: «άφησέ τον μοναχό του και μη νοιάζεσαι καθόλου, γιατί όταν διοργανώνει χορούς είναι σαν το ψάρι στη θάλασσα»·
- είναι ψάρι χωρίς κόκαλο, λέγεται για υποψήφιο γαμπρό ο οποίος είναι πετυχημένος, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις (γονείς που δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν, αδελφή ελεύθερη ή άλλες οικονομικές υποχρεώσεις) και για το λόγο αυτό περιζήτητος: «είναι πολύ χαρούμενος, γιατί τα ’φτιαξε η κόρη του μ’ έναν άντρα που είναι ψάρι δίχως κόκαλο». Από το ότι το ψάρι που δεν έχει κόκαλα προτιμάται από τα άλλα, γιατί, εκτός από την ευκολία με την οποία τρώγεται είναι και πολύ νόστιμο (γλώσσα, λαβράκι κ. ά.)·
- έχει πολλά ψάρια η θάλασσα, βλ. συνηθέστ. είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, λ. πορτοκαλιά·
- κάθεται βουβός σαν ψάρι, βλ. φρ. είναι βουβός σαν ψάρι·
- κολυμπάει σαν ψάρι ή κολυμπάει σαν το ψάρι, είναι δεινός κολυμβητής: «είναι άπιαστος μέσα στη θάλασσα, γιατί κολυμπάει σαν το ψάρι»· 
- λέει το βόδι ψάρι, βλ. λ. βόδι·
- μένει βουβός σαν ψάρι, βλ. φρ. είναι βουβός σαν ψάρι·
- μου τηγάνισε το ψάρι στα χείλη, βλ. συνηθέστ. μου ’ψησε το ψάρι στα χείλη·
- μου ’ψησε το ψάρι στα χείλη ή μου ’χει ψήσει το ψάρι στα χείλη ή μου ’χει ψημένο το ψάρι στα χείλη, με καταβασάνισε, με καταταλαιπώρησε, με έκανε να μαρτυρήσω: «μου ’ψησε το ψάρι στα χείλη, μέχρι να μου επιστρέψει τα λεφτά που του ’χα δανείσει». (Λαϊκό τραγούδι: μην παραπονιέσαι πως δεν σε κοιτάζει κι ότι τώρα πλέον σε παραμελεί, ξέρεις πως στα χείλη ψάρι του ’χεις ψήσει, έχει δίκιο το παιδί // μου ’χεις ψημένο το ψάρι στα χείλη καιρό πολύ καιρό, πρέπει να φύγω, μα μένω κοντά σου, γιατί σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ
- να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε, λέγεται στην περίπτωση που ξεκινάμε κάποια προσπάθειά μας, κι έχει την έννοια να δούμε τι θα καταφέρουμε, τι θα πετύχουμε: «εγώ θα την ξεκινήσω τη δουλειά, αλλά να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε || θα δώσω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, αλλά να δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- να δούμε τι ψάρια πιάσαμε, λέγεται στην περίπτωση που τελειώσαμε κάποια προσπάθειά μας, κι έχει την έννοια να δούμε τι καταφέραμε, τι πετύχαμε, τι κέρδος αποκομίσαμε: «τώρα που τέλειωσε η δουλειά, να δούμε τι ψάρια πιάσαμε || τώρα που θα βγουν τ’ αποτελέσματα των εξετάσεων, να δούμε τι ψάρια πιάσαμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, βλ. φρ. είμαι σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό·
- νιώθω σαν το ψάρι στη στεριά, βλ. φρ. είμαι σαν το ψάρι στη στεριά·
- ξεγλιστράει σαν ψάρι ή ξεγλιστράει σαν το ψάρι, βλ. φρ. γλιστράει σαν ψάρι·
- ο καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή, βλ. λ. καλόγηρος·
- ο μουσαφίρης και το ψάρι, την τρίτη μέρα βρομάνε, βλ. λ. μουσαφίρης·
- όσοι μήνες δεν έχουν ρω, ψάρι δε βγαίνει στο γιαλό, βλ. λ. μήνας·
- πιάνω μεγάλο ψάρι, μου τυχαίνει πολύ ωφέλιμη, πολύ κερδοφόρα περίπτωση, είμαι πολύ τυχερός: «έπιασε μεγάλο ψάρι ο κερατούκλης, γιατί ήταν ο μοναδικός νικητής στο τζόκερ»· βλ. και φρ. πιάνω λαβράκι, λ. λαβράκι·
- πουτάνα θάλασσα που σε γαμάν τα ψάρια, βλ. λ. πουτάνα·
- σπαρταρώ σαν ψάρι ή σπαρταρώ σαν το ψάρι, α. φοβάμαι πάρα πολύ, τρέμω από το φόβο μου: «κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, σπαρταρώ σαν το ψάρι». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είναι μάγκας τι μ’ αυτό εγώ τον αγαπάω κι όταν μου λείψει μια βραδιά σαν ψάρι σπαρταράω). β. νιώθω πολύ έντονο πόνο, συσπώμαι, υποφέρω πολύ από τον πόνο: «έπιασα το δάχτυλό μου στην πόρτα και για μισή ώρα σπαρταρούσα σαν το ψάρι». (Λαϊκό τραγούδι: μάνα μου βήχω και πονώ και σπαρταρώ σαν ψάρι, κάποια βραδιά στην κλίνη μου ο χάρος θα με πάρει). γ. συσπώμαι ολόκληρος από ηδονή: «όταν άρχισα να τη χαϊδεύω στα ευαίσθητα σημεία της, άρχισε να σπαρταρά σαν ψάρι»·
- στέκεται βουβός σαν ψάρι, βλ. φρ. είναι βουβός σαν ψάρι·  
- τα ψάρια έβγαλαν φτερά, είναι πανάκριβα: «πηγαίνω κάθε τόσο στην ψαραγορά, αλλά φεύγω μ’ άδεια χέρια, γιατί τα ψάρια έβγαλαν φτερά»·
- ταΐζει τα ψάρια, (ειρωνικά) λέγεται για άτομο που ψαρεύει με καθετή και όλο χάνει το δόλωμα από το αγκίστρι του, γιατί του το τρώνε τα ψάρια: «μην τον πιστεύεις, όταν σου λέει πως πιάνει ψαρούκλες, γιατί, κάθε φορά που πάει για ψάρεμα, ταΐζει τα ψάρια»· βλ. και φρ. τάισε τα ψάρια·
- τάισε τα ψάρια, (ειρωνικά) πνίγηκε: «ήθελε να μας κάνει το μεγάλο κολυμβητή και τάισε τα ψάρια»· βλ. και φρ. ταΐζει τα ψάρια·
- της θάλασσας τα ψάρια δεν μπαίνουν μόνα τους στον νταβά, βλ. λ. νταβάς1·
- τι ψάρια έπιασες; ή τι ψάρια έχεις πιάσει; τι κατάφερες; τι πέτυχες; ποιο είναι το αποτέλεσμα των προσπαθειών σου(;): «παραδέχομαι πως κουράστηκες στη ζωή σου, αλλά τι ψάρια έπιασες;»·
- το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, το δίκαιο του ισχυρότερου είναι κανόνας της ζωής: «από απαρχής κόσμου και σ’ όλες τις κοινωνίες το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό»·
- το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα είτε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «περίμενε πρώτα να δούμε πώς θα πάει η δουλειά κι ύστερα θα σκεφτούμε τι θα κάνουμε τα κέρδη μας, γιατί το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα είναι μόνο για τους ανόητους || δεν πηγαίνω ορειβασία, γιατί θα σκοτωθώ. -Αμάν, ρε παιδάκι μου, το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα κι εσύ  σκοτώθηκες κιόλας;». Συνών. ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε / το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά·
- το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι, η διαφθορά και η ανηθικότητα ξεκινάει από τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, από τους ηγέτες, από την εξουσία: «μην ψάχνεις ανάμεσα στον κοσμάκη να βρεις ενόχους και καταχραστές, γιατί το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι»·
- το ψάρι μυρίζει απ’ το κεφάλι, βλ. φρ. το ψάρι βρομάει απ’ το κεφάλι·
- τρέμει σαν ψάρι ή τρέμει σαν το ψάρι, α. είναι πολύ δειλός, πολύ φοβητσιάρης: «όσο και να του βρίζεις τη μάνα του, δε λέει να μαλώσει, γιατί τρέμει σαν το ψάρι ο φουκαράς». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν μασάει σίδερα και κάνει το λιοντάρι,στο τσαρδί τουο Κουταλιανός τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος, αχ, πώς τη φοβάται ο φτωχός Κουταλιανός). β. κρυώνει πάρα πολύ: «είναι άνθρωπος που δεν το αντέχει το κρύο, γι’ αυτό το χειμώνα τρέμει σαν το ψάρι». Συνών. τρέμει σαν καλάμι ή τρέμει σαν το καλάμι / τρέμει σαν φύλλο ή τρέμει σαν το φύλλο / τρέμει σαν φτερό ή τρέμει σαν το φτερό·
- τσίμπησε το ψάρι, λέγεται για αφελή, για εύπιστο άτομο, που έπεσε στην παγίδα που του στήσαμε: «του παρουσίασε με τόσο όμορφο τρόπο τα πράγματα, που τσίμπησε το ψάρι και του ’φαγε τα λεφτά»· βλ. και φρ. τσίμπησε το μελανούρι, λ. μελανούρι·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, βλ. λ. μάτι·
- χωρίς δόλωμα ψάρι δεν πιάνεται, βλ. λ. δόλωμα.