Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
νεύρο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

νεύρο, το, ουσ. [<αρχ. νεῦρον], το νεύρο. 1. άνθρωπος δραστήριος, δυναμικός, ενεργητικός: «είναι πολύ νεύρο αυτός ο άνθρωπος». 2. η δύναμη, η ζωτικότητα, η ενεργητικότητα: «η δουλειά θέλει νεύρο». 3. στον πληθ. τα νεύρα, ο εκνευρισμός, η οξύθυμη διάθεση ή κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος: «βαρέθηκα ν’ ανέχομαι τα νεύρα σου και τις φωνές σου». (Ακολουθούν 55 φρ.)·
- βαστώ τα νεύρα μου, τα συγκρατώ: «δεν μπορώ να βαστήξω τα νεύρα μου, όταν ακούω συνέχεια βλακείες»·
- βράζει απ’ τα νεύρα του, είναι πολύ εκνευρισμένος: «χάλασε η δουλειά που ετοίμαζε και βράζει απ’ τα νεύρα του»·
- διέλυσαν τα νεύρα μου, βλ. φρ. έγιναν τα νεύρα μου σμπαράλια·
- έγιναν τα νεύρα μου ζαρτιέρες, εκνευρίστηκα υπερβολικά: «μη μου μιλάς άλλο, γιατί έγιναν τα νεύρα μου ζαρτιέρες». Ακούγεται συνήθως από τις γυναίκες, αλλά σε χρήση και από τους άντρες·
- έγιναν τα νεύρα μου κουρέλι, βλ. φρ. έγιναν τα νεύρα μου σμπαράλια·
- έγιναν τα νεύρα μου σμπαράλια, τα νεύρα μου εξασθένησαν πολύ, εξουθενώθηκαν, έγινα ψυχικό ράκος: «είναι τόσο γκρινιάρα η γυναίκα μου, που έγιναν τα νεύρα μου σμπαράλια»·
- έγιναν τα νεύρα μου τιράντες, εκνευρίστηκα υπερβολικά: «όταν άρχισαν να φωνάζουν όλοι μαζί, έγιναν τα νεύρα μου τιράντες». Από το ότι οι τιράντες που είναι από λάστιχο, έχουν μεγάλη ελαστικότητα·
- έγιναν τα νεύρα μου τσατάλια, εκνευρίστηκα υπερβολικά: «πάψε αυτή τη γκρίνια σου, γιατί έγιναν τα νεύρα μου τσατάλια»·
- είμαι με τα νεύρα στην πρίζα, είμαι πολύ αγχωμένος, έχω πολύ μεγάλο εκνευρισμό: «περιμένω τον τάδε να μου φέρει λεφτά για να καλύψω μια επιταγή μου, κι είμαι με τα νεύρα στην πρίζα»·
- είμαι μέσα στα νεύρα μου, είμαι πολύ εκνευρισμένος: «δε θέλω ν’ ακούσω κουβέντα από κανέναν, γιατί είμαι μέσα στα νεύρα μου»·
- είμαι όλο(ς) νεύρα, βρίσκομαι σε κατάσταση νευρικής υπερδιέγερσης, είμαι πολύ εκνευρισμένος: «μ’ έστησε στο ραντεβού που είχαμε κι είμαι όλο νεύρα»· βλ. και φρ. είναι όλο(ς) νεύρο·
- είναι νεύρο μοναχό, α. έχει έντονη δραστηριότητα, δυναμικότητα, ενεργητικότητα: «όταν καταπιάνεται με κάτι, δεν μπορεί να τον προλάβει κανένας, γιατί είναι νεύρο μοναχό». β. έχει έντονα νευρικό χαρακτήρα: «μην τον κοντράρεις, γιατί είναι νεύρο μοναχό και θα ’χεις μπλεξίματα μαζί του»·
- είναι όλο(ς) νεύρο, έχει μεγάλη ενεργητικότητα, μεγάλη ζωτικότητα: «δεν μπορεί να μείνει λεπτό σε μια θέση, γιατί είναι όλο νεύρο αυτός ο άνθρωπος»· βλ. και φρ. είμαι όλο(ς) νεύρα·
- είναι πειραγμένα τα νεύρα του, πάσχει από τα νεύρα του, εκνευρίζεται με το παραμικρό: «μην τον παρεξηγείς που αρπάζεται αμέσως, γιατί είναι πειραγμένα τα νεύρα του»·
- είναι σπασμένα τα νεύρα μου, βλ. φρ. έσπασαν τα νεύρα μου·
- έσπασαν τα νεύρα μου, α. νευρίασα υπερβολικά, τα νεύρα μου ξεπέρασαν τα όρια της αντοχής τους: «κάποια στιγμή, έσπασαν τα νεύρα μου με τις βλακείες που έλεγε και τον πλάκωσα στο ξύλο». β. κλονίστηκε η ψυχική μου ισορροπία: «έσπασαν τα νεύρα μου μέχρι να συνεννοηθώ μ’ αυτόν τον άνθρωπο!». γ. εξασθένησαν τα νεύρα μου, έπαθα νευρική κατάρρευση: «κατά τη διάρκεια της κηδείας του πατέρα μου, έσπασαν τα νεύρα μου και με κουβαλούσαν απ’ τις μασχάλες»·
- έχει ατσαλένια νεύρα, βλ. φρ. έχει γερά νεύρα·
- έχει γερά νεύρα, δεν εκνευρίζεται εύκολα, μπορεί και κρατάει την ψυχραιμία του ακόμη και στις πιο δύσκολες ή παράλογες καταστάσεις: «ευτυχώς που ο τάδε είχε γερά νεύρα και δεν αρπάχτηκε με τις βλακείες που έλεγε ο άλλος»·
- έχει νεύρο, είναι δραστήριος, δυναμικός, ενεργητικός: «θέλω στη δουλειά μου άνθρωπο που να ’χει νεύρο και να μην είναι κοιμισμένος»·
- έχει πειραγμένα νεύρα, βλ. φρ. είναι πειραγμένα τα νεύρα του·
- έχω νεύρα ή έχω τα νεύρα μου, βρίσκομαι σε κατάσταση νευρικής υπερδιέγερσης, είμαι πολύ εκνευρισμένος: «όταν έχω τα νεύρα μου, δε θέλω ν’ ακούω το παραμικρό»·
- έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ή έχω τα νεύρα μου πάνω απ’ το κεφάλι, είμαι πολύ εκνευρισμένος, νευριασμένος, δεν ξέρω τι μου γίνεται από τα νεύρα που έχω: «μη μιλάς, μη μου ζητάς τίποτα, γιατί έχω τα νεύρα μου πάνω απ’ το κεφάλι και δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω»·
- ηρέμησαν τα νεύρα μου, έπειτα από εκνευρισμό επανήλθαν σε κατάσταση ηρεμίας: «μόλις έφυγε αυτός ο ηλίθιος, ηρέμησαν τα νεύρα μου»·
- με νεύρο, με έντονη ενεργητικότητα, με ζωτικότητα: «δουλεύει με νεύρο και τελειώνει πάντα έγκαιρα τη δουλειά που αναλαμβάνει»·
- με πειράζει στα νεύρα, βλ. φρ. με χτυπάει στα νεύρα·
- με πιάνουν τα νεύρα (μου), εκνευρίζομαι: «σταμάτα αυτό το θόρυβο, γιατί μ’ έπιασαν τα νεύρα μου || κάθε φορά που ακούω ηλιθιότητες με πιάνουν τα νεύρα και παραφέρομαι»·
- με τεντωμένα νεύρα ή με τεντωμένα τα νεύρα, λέγεται για κάποιον που βρίσκεται σε νευρική υπερδιέγερση: «τον περίμενε με τεντωμένα τα νεύρα»·
- με χτυπάει στα νεύρα, με εκνευρίζει, με ενοχλεί υπερβολικά: «είναι τόσο αντιπαθητικός άνθρωπος, που με χτυπάει στα νεύρα». (Λαϊκό τραγούδι: φιρί φιρί το πας και θα σου τις βρέξω, στα νεύρα με χτυπάς, φιρί φιρί το πας)· βλ. και φρ. μου χτυπάει στα νεύρα·
- μου βαράει στα νεύρα ή μου τη βαράει στα νεύρα, βλ. φρ. μου δίνει στα νεύρα·
- μου διέλυσε τα νεύρα, βλ. φρ. μου σμπαράλιασε τα νεύρα·
- μου δίνει στα νεύρα ή μου τη δίνει στα νεύρα, με νευριάζει, με εκνευρίζει, με ενοχλεί υπερβολικά: «αυτός ο άνθρωπος μου τη δίνει στα νεύρα || αυτή η μουσική μου δίνει στα νεύρα»·
- μου ’κανε τα νεύρα κουρέλι, βλ. φρ. μου κουρέλιασε τα νεύρα·
- μου ’κανε τα νεύρα ρετάλι, βλ. φρ. μου κουρέλιασε τα νεύρα·
- μου ’κανε τα νεύρα σμπαράλια, βλ. φρ. μου σμπαράλιασε τα νεύρα·
- μου ’κανε τα νεύρα τιράντες, με εκνεύρισε υπερβολικά: «όταν άρχισε να λέει πάλι τις βλακείες του, μου ’κανε τα νεύρα τιράντες»·
- μου ’κανε τα νεύρα τσίκλα, βλ. συνηθέστ. μου ’κανε τα νεύρα τιράντες·
- μου ’κανε τα νεύρα τσίχλα, βλ. συνηθέστ. μου ’κανε τα νεύρα τιράντες·
- μου κουρέλιασε τα νεύρα, βλ. φρ. μου σμπαράλιασε τα νεύρα·
- μου σμπαράλιασε τα νεύρα, μου εξουθένωσε τα νεύρα, με εκνεύρισε πάρα πολύ, με κατάντησε ψυχικό ράκος: «είναι τόσο γκρινιάρα η γυναίκα μου, που μου σμπαράλιασε τα νεύρα»·
- μου ’σπασε τα νεύρα, με εκνεύρισε υπερβολικά: «μου ’σπασε τα νεύρα με την ακατάσχετη φλυαρία του». (Τραγούδι: και πάψε πια να μου κολλάς, τα νεύρα μου μη μου τα σπας, το κέφι μου μη μου χαλάς και γράψε λάθος
- μου τέντωσε τα νεύρα, με νευρίασε, με εκνεύρισε υπερβολικά: «κάποια στιγμή μου τέντωσε τα νεύρα απ’ τις παράλογες απαιτήσεις του και χάλασα τη δουλειά μαζί του»·
- μου τσάκισε τα νεύρα, βλ. φρ. μου ’σπασε τα νεύρα·
- μου τσίτωσε τα νεύρα, βλ. συνηθέστ. μου τέντωσε τα νεύρα·
- μου χτυπάει στα νεύρα, βλ. φρ. μου δίνει στα νεύρα. (Λαϊκό τραγούδι: φιρί φιρί τι πας και θα σου τις βρέξω, στα νεύρα με χτυπάς, φιρί φιρί το πας)· βλ. και φρ. με χτυπάει στα νεύρα·
- παίζει με τα νεύρα μου, διασκεδάζει εκνευρίζοντάς με: «εγώ έχω ένα σωρό προβλήματα κι αυτός κάθεται και παίζει με τα νεύρα μου»·  
- πάνω στα νεύρα μου, ενώ βρίσκομαι σε νευρική υπερδιέγερση, κατά τη διάρκεια εκνευρισμού, τσαντίλας: «αν είπα δυο κουβέντες παραπάνω, ήταν πάνω στα νεύρα μου, γι’ αυτό μη δίνεις βάση || πάνω στα νεύρα μου δεν ξέρω τι κάνω και τι λέω»·
- πειράχτηκαν τα νεύρα του, βλ. φρ. είναι πειραγμένα τα νεύρα του·
- πόλεμος νεύρων, βλ. λ. πόλεμος·
- σμπαράλιασαν τα νεύρα μου, βλ. φρ. έγιναν τα νεύρα μου σμπαράλια·
- σπάσιμο νεύρων, βλ. λ. σπάσιμο·
- τέντωσαν τα νεύρα μου, νευρίασα υπερβολικά: «όταν άρχισε να παίζει εκείνη η εκνευριστική μουσική, τέντωσαν τα νεύρα μου»·
- του κάνω πόλεμο νεύρων, βλ. λ. πόλεμος·
- του κάνω σπάσιμο νεύρων, βλ. λ. σπάσιμο·
- τσίτωσαν τα νεύρα μου, βλ. συνηθέστ. τέντωσαν τα νεύρα μου·
- χτυπώ στα νεύρα (κάποιον), εκνευρίζω πάρα πολύ κάποιον: «με τις ανοησίες που λες, χτυπάς όλον τον κόσμο στα νεύρα».

πόλεμος

πόλεμος, ο, ουσ. [<αρχ. πόλεμος], ο πόλεμος. 1. η περίοδος που διαρκεί η εμπόλεμη κατάσταση: «γεννήθηκε στον πόλεμο». 2. η συντονισμένη  προσπάθεια εναντίον κάποιου ή ενάντια σε κάτι: «η εφορία εξαπέλυσε πόλεμο κατά  των φοροφυγάδων || η κυβέρνηση εξαπέλυσε πόλεμο κατά των ναρκωτικών || ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας θα ενταθεί, δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος». 3. έντονη λεκτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες ατόμων: «ο πόλεμος ύβρεων μεταξύ των διαφωνούντων ανάγκασε τον πρόεδρο να διακόψει τη συνεδρίαση». (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- ακήρυχτος πόλεμος, α. εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ δυο κρατών που δεν έχει αναγγελθεί, κηρυχθεί επίσημα: «τα δυο κράτη ταλανίζονταν χρόνια από τον ακήρυχτο πόλεμο, που είχε ξεσπάσει ανάμεσά τους». β. εχθρικές και ύπουλες ενέργειες που έχουν σκοπό να βλάψουν κάποιον: «μεταξύ των δυο οικογενειών έχει ξεσπάσει ένας ακήρυχτος πόλεμος για τα περιουσιακά»· 
- άναψε ο πόλεμος, γενικεύτηκε, πήρε μεγάλες διαστάσεις, έφτασε σε μεγάλη ένταση: «μόλις μπήκε η άνοιξη άναψε ο πόλεμος»·
- ανοίγω πόλεμο (σε κάποιον), βρίσκομαι σε συνεχή προσπάθεια για την εξουδετέρωση κάποιου: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως ο τάδε τον κατηγόρησε, του άνοιξε πόλεμο και δε θα ησυχάσει, αν δεν τον διώξει απ’ τη δουλειά του»·
- βρόμικος πόλεμος, η χρησιμοποίηση αθέμιτων ή απάνθρωπων μέσων για την εξουδετέρωση κάποιου: «δε θα πετύχεις τίποτα με το βρόμικο πόλεμο, γιατί ο άνθρωπος είναι εγνωσμένης αξίας || ο βρόμικος πόλεμος του Βιετνάμ || ο βρόμικος πόλεμος του Ιράκ»·
- έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, έγινε μεγάλη φασαρία, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «κάποιος πέταξε ένα υπονοούμενο κι όταν αρπάχτηκαν οι δυο παρέες στα χέρια, έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος μέσα στο μαγαζί». Αναφορά στο καταστροφικότατο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνών. έγινε αμέρικαν μπαρ / έγινε Βιετνάμ / έγινε Δευτέρα Παρουσία / έγινε η σφαγή των Αρμενίων / έγινε Λίβανος / έγινε ο χαμός του Δράμαλη / έγινε Τέξας / έγινε της Κορέας·  
- έχουμε πόλεμο, βρισκόμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση ή βρισκόμαστε σε έντονη αντιπαράθεση με κάποιον ή κάποιους: «όλοι οι νέοι τρέχουν να καταταγούν στο στρατό, γιατί έχουμε πόλεμο || με τον τάδε έχουμε πόλεμο, γιατί φερόμαστε και οι δυο ως κάτοχοι του ιδίου οικοπέδου»· βλ. και φρ. κάνουμε πόλεμο·
- ήχησαν τα τύμπανα του πολέμου, βλ. λ. τύμπανο·
- θα γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «αν ξαναπιάσεις τ’ όνομα της οικογένειας μου στο στόμα σου, θα γίνει δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος». Συνών. θα γίνει αμέρικαν μπαρ / θα γίνει Βιετνάμ / θα γίνει Δευτέρα Παρουσία / θα γίνει η σφαγή των Αρμενίων / θα γίνει Λίβανος / θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη / θα γίνει Τέξας / θα γίνει της Κορέας. Ακούγεται και Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος·
- ιερός πόλεμος, ο πόλεμος που γίνεται εναντίον των απίστων στο όνομα του Θεού και με την ευλογία του Θεού: «οι Παλαιστίνιοι απειλούν το Ισραήλ με ιερό πόλεμο || οι Ιρακινοί κήρυξαν ιερό πόλεμο κατά των Άγγλων και των Αμερικάνων κατακτητών»·  
- κάνουμε πόλεμο, βρισκόμαστε σε έντονο συναγωνισμό, σε έντονη άμιλλα: «κάνουμε πόλεμο μεταξύ μας για το ποιος θα παραδώσει την ποιο τέλεια δουλειά»· βλ. και φρ. έχουμε πόλεμο·
- κάνω πόλεμο, πολεμώ εναντίον κάποιου: «η Τουρκία ήθελε να κάνει πόλεμο με την Ελλάδα». (Δημοτικό τραγούδι: μήνα σε γάμο ρίχνονται (ενν. οι ντουφεκιές) μήνα σε χαροκόπι; Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι. Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια) ·
- μη πόλεμος! προτροπή σε κάποιους που φιλονικούν να μονοιάσουν: «αμάν, ρε παιδιά, εσείς είστε φίλοι, μη πόλεμος!». Αναφορά στη χαρακτηριστική φρ. του Αντρέα Παπανδρέου·
- μου κάνει ψυχρό πόλεμο, κρατάει απέναντί μου μια συγκαλυμμένη εχθρική στάση και χρησιμοποιεί όλα τα δυνατά μέσα να με εξουδετερώσει ή να κάμψει σταδιακά το ηθικό μου, χωρίς να έρχεται σε άμεση αντιπαράθεση ή σύγκρουση μαζί μου: «απ’ τη μέρα που πήρα προαγωγή, μου κάνει ψυχρό πόλεμο, γιατί θεωρούσε τη θέση αυτή δική του»·
- ο πόλεμος της αφίσας, βλ. λ. αφίσα·
- ο πόλεμος της μαρκίζας, βλ. λ. μαρκίζα·
- παίζω πόλεμο (με κάποιον), έρχομαι σε σύγκρουση με κάποιον, ανοίγουμε διαμάχη ή πιανόμαστε στα χέρια: «αν τολμήσει να πει έστω και μια κουβέντα, θα παίξουμε πόλεμο». Αναφορά στο παιδικό παιχνίδι του πετροπόλεμου·
- πήρε τον πόλεμο, νίκησε: «αν και ο εχθρός υπερτερούσε σε δυνάμεις, ο στρατός μας πήρε τον πόλεμο». (Λαϊκό τραγούδι: μου κέρδισες τη μάχη μου πήρες και τον πόλεμο μ’ αυτό το λάγνο βλέμμα σου το καθαρόαιμο
- πόλεμος εντυπώσεων, αντιπαράθεση δυο ατόμων ή δυο ομάδων με μόνο σκοπό τον εντυπωσιασμό της κοινής γνώμης: «κυβέρνηση και αντιπολίτευση έχουν επιδοθεί σ’ έναν πόλεμο εντυπώσεων λόγω των επικείμενων εκλογών»·
- πόλεμος λάσπης, προσπάθεια σπίλωσης ατόμου με αισχρές συκοφαντίες: «επειδή ορισμένοι δε θέλουν ν’ ανέβει ο τάδε στην ιεραρχία του κόμματος, έχουν εξαπολύσει εναντίον του πόλεμο λάσπης»·
- πόλεμος νεύρων, συνεχής προσπάθεια με τη χρήση διαφόρων ψυχολογικών μεθόδων για την κάμψη του ηθικού κάποιου: «στο τέλος απέδωσε ο πόλεμος νεύρων εναντίον του, γιατί ο τάδε, μη αντέχοντας άλλο, υπέβαλε την παραίτησή του»·
- πόλεμος χαρακωμάτων, α. που διεξάγεται μέσα από τα χαρακώματα: «ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίστηκε πόλεμος χαρακωμάτων». β. αντιπαράθεση μεταξύ δυο ατόμων ή δυο ομάδων, χωρίς άμεση ρήξη, όπου επιδιώκεται η σταδιακή φθορά του αντιπάλου: «η αντιπολίτευση έχει επιδοθεί σ’ ένα πόλεμο χαρακωμάτων, προσπαθώντας να φέρει την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση»·
- πρώτος πόλεμος ή δεύτερος πόλεμος, για συντομία, η διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου ή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου: «στον πρώτο πόλεμο ήμουν δέκα πέντε χρονών και θυμάμαι πολλά γεγονότα || ο δεύτερος πόλεμος, όπως και ο πρώτος, προκλήθηκε απ’ τη Γερμανία»·
- του κάνει πόλεμο λάσπης, προσπαθεί να σπιλώσει άτομο για το οποίο γίνεται λόγος με αισχρές συκοφαντίες: «επειδή έχουν παλιές διαφορές, του κάνει πόλεμο λάσπης για να τον εκθέσει»·
- του κάνω πόλεμο, διάκειμαι εχθρικά απέναντί του και προσπαθώ να του κάνω κακό: «όποτε βρω ευκαιρία, του κάνω πόλεμο αυτού του ανθρώπου, γιατί είναι μεγάλος παλιάνθρωπος»·
- του κάνω πόλεμο νεύρων, με συνεχή χρήση διάφορων ψυχολογικών μεθόδων προσπαθώ να κάμψω το ηθικό του: «αν εξακολουθήσεις να του κάνεις πόλεμο νεύρων, στο τέλος θα υποκύψει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε θα ’ρθω πάλι να στα ψάλλω, ίσως μυαλό λιγάκι να σου βάλω, τον πόλεμο των νεύρων που μου κάνεις,εσύ μικρή μου πρώτη θ’ αποκάνεις
- χάνω τον πόλεμο, α. νικιέμαι: «ευτυχώς που η ναζιστική Γερμανία έχασε τον πόλεμο». (Τραγούδι: στρατιώτη, αν θες τη μάχη μα κερδίσεις, μια κοπελίτσα κοίτα ν’ αγαπήσεις, όποιος το γυρισμό σκοπό δεν κάνει, στρατιώτη μου, τον πόλεμο τον χάνει).β. χάνω κάποια υπόθεση: «όταν η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, έχασα τον πόλεμο κι αναγκάστηκα να τον αποζημιώσω»·
- ψυχρός πόλεμος, σύγκρουση που δεν εκδηλώνεται καθαρά, αλλά υποφώσκει, εχθρική στάση που χρησιμοποιεί όλα τα δυνατά μέσα, για να πραγματοποιήσει την εξουδετέρωση του αντιπάλου, ιδίως για να κάμψει σταδιακά το ηθικό του, χωρίς να χρησιμοποιεί ένοπλη βία: «μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ακολούθησε μεγάλη περίοδος ψυχρού πολέμου ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις».

σπάσιμο

σπάσιμο, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. σπάω + κατάλ. -ιμο], το σπάσιμο. 1. κάταγμα οστού: «έχω ένα παλιό σπάσιμο στο χέρι μου και, κάθε φορά που με πονάει, είμαι σίγουρος πως θ’ αλλάξει ο καιρός». 2. έντονος εκνευρισμός καθώς και αυτό που τον προκαλεί: «ήταν μεγάλο σπάσιμο γι’ αυτόν η ακύρωση της παραγγελίας από τον πελάτη του». 3. η κακή ψυχολογική κατάσταση ατόμου που δημιουργείται από το λόγο, τη χειρονομία ή την ενέργεια κάποιου: «αυτός ο άνθρωπος είναι μάνα στο σπάσιμο». 4. σωματική ή ψυχική κατάπτωση: «είχε τέτοιο σπάσιμο ο άνθρωπος, που τρόμαξα να τον αναγνωρίσω». 5. αθέτηση λόγου, δέσμευσης ή συμφωνίας: «το σπάσιμο του συμβολαίου από το συνεταίρο του του δημιούργησε μεγάλα προβλήματα»·
- για σπάσιμο, μόνο και μόνο για να εκνευρίσω κάποιον: «αντιδρούσα για σπάσιμο σ’ ό,τι κι αν έλεγε». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- κάνω σπάσιμο, (για τάβλι) βγάζω πούλι μου πάνω από πιασμένο αντίπαλο πούλι: «πρέπει να κάνω σπάσιμο, γιατί δεν έχω άλλη κίνηση»· 
- σπάσιμο επιταγής, εξόφληση πριν από την αναγραφόμενη ημερομηνία λήξης με κάποιο κέρδος γι’ αυτόν που την προεξοφλεί και με κάποια χασούρα γι’ αυτόν που τη δίνει για προεξόφληση: «σε κάθε σπάσιμο επιταγής που κάνει κερδίζει πάνω από δέκα τοις εκατό»·
- σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου, είμαι ο κύριος αίτιος για τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχω περιέλθει, είμαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου. (Λαϊκό τραγούδι: μα κανένας δε μου φταίει για το χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου
- σπάσιμο νεύρων, η δοκιμασία των νεύρων από μεγάλο εκνευρισμό: «παρακολουθήσαμε ένα τόσο κουλτουριάρικο έργο, που ήταν σκέτο σπάσιμο νεύρων»·
- σπάσιμο τιμών, πώληση εμπορεύματος σε τιμή πολύ μικρότερη από την κανονική: «αυτό το μαγαζί δεν κάνει εκπτώσεις, κάνει σπάσιμο τιμών»·
- το σπάσιμο της μέσης, βλ. λ. μέση·
- το σπάσιμο του καπνού, βλ. λ. καπνός2· 
- του κάνω σπάσιμο, του δημιουργώ με λόγο, χειρονομία ή ενέργειά μου κακή ψυχολογική κατάσταση: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, κάθε φορά που τον συναντώ, βρίσκω ένα τρόπο και του κάνω σπάσιμο»·
- του κάνω σπάσιμο νεύρων, ακολουθώ τέτοια τακτική ή ενεργώ με τέτοιο τρόπο, με σκοπό να του δημιουργήσω μεγάλο εκνευρισμό: «κάποτε δε μου φέρθηκε καθόλου καλά κι από τότε έχω βρει ένα τρόπο και του κάνω σπάσιμο νεύρων».