Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
νερουλάς

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

νερουλάς, ο, ουσ. [<νερό + κατάλ. -ουλάς]. 1. πλανόδιος πωλητής νερού (σε παλιότερες εποχές): «οι νερουλάδες κάποτε αποτελούσαν μια συμπαθέστατη τάξη βιοπαλαιστών»· βλ. και λ. νεροκουβαλητής. 2. (στη ναυτική γλώσσα) αυτός που εφοδιάζει το πλοίο με πόσιμο νερό: «σε κάθε λιμάνι είχαμε μόνιμο νερουλά που μας τροφοδοτούσε με το νεράκι του Θεού».

νεροκουβαλητής

νεροκουβαλητής, ο, θηλ. νεροκουβαλήτρα, η, ουσ. [<νερό + κουβαλητής], (υποτιμητικά) άνθρωπος που υπηρετεί, που κοπιάζει για να απολαμβάνουν οι άλλοι τους καρπούς των προσπαθειών του, χωρίς να αποκομίζει αυτός κάποιο όφελος πολλές φορές και εν γνώση του: «δεν το ’χει πάρει ακόμα χαμπάρι ο βλάκας πως είναι νεροκουβαλητής του τάδε || αφού θέλει να ’ναι νεροκουβαλητής του τάδε, με γεια του με χαρά του». Από την εικόνα του ατόμου που κουράζεται κουβαλώντας νερό και το πίνει άλλος.