Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μπουρέκι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μπουρέκι, το, ουσ. [<τουρκ. börek], είδος εδέσματος από ζύμη και γέμιση γλυκιά ή αλμυρή, τυρί ή κρέμα, χόρτα ή κιμά: «έφαγα ένα μπουρέκι και στάνιαρα». Υποκορ. μπουρεκάκι, το (βλ. λ.). 2.