Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μοιάζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μοιάζω, ρ. [<μσν. μοιάζω <αρχ. ὁμοιάζω], μοιάζω. 1. έχω τα χαρακτηριστικά ή το χαρακτήρα κάποιου: «μοιάζει εντελώς με τον πατέρα του». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα που δε μοιάζεις με καμιά με μακριά μαλλιά και λίγη γνώση κι όταν θα πάθεις στη ζωή καμιά ζημιά, τότε θα δούμε ποιος θα σε γλιτώσει). 2. φαίνομαι σαν κάτι άλλο, επειδή έχω μια ομοιότητα με αυτό : «δεν μου μοιάζει για αυθεντικό διαμάντι». 3. δίνω την εντύπωση ότι έχω κάποια ιδιότητα: «με την τσάντα στο χέρι και τα γυαλιά στα μάτια μοιάζει με γιατρός». 4. στο α΄ πλ. πρόσ. σε ερωτηματικό τύπο μοιάζουμε; (ενν. για βλάκες, για κορόιδα) λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που καταλαβαίνουμε πως επιχειρεί να μας κοροϊδέψει, να μας ξεγελάσει: «αν μου δώσεις σήμερα χίλια ευρώ, θα σου επιστρέψω σε μια βδομάδα πέντε χιλιάδες. -Μοιάζουμε;»· 
- αν δε μοιάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε, βλ. λ. συμπεθεριάζω·
- δε μοιάζουμε ή δε σου μοιάζω, δεν έχω τις δικές σου κακές συνήθειες ή ιδιότητες: «εμένα μην προσπαθείς να με παρασύρεις με τις παλιοπαρέες σου, γιατί δε σου μοιάζω»·
- διαλέξαμε η νύφη μας να μοιάζει της γενιάς μας, βλ. λ. νύφη·
- η νύφη, όταν γεννηθεί, της πεθεράς θα μοιάζει, βλ. λ. νύφη·
- μοιάζει να…, δίνει την εντύπωση: «αυτός ο άνθρωπος, απ’ τη στιγμή που μπήκε μέσα, μοιάζει να θέλει να σου μιλήσει || έχω την εντύπωση πως ο τάδε μοιάζει να σε φοβάται»·
- μοιάζουμε! α. (ειρωνικά) έκφραση με την οποία θέλουμε να δώσουμε σε κάποιον να καταλάβει πως δεν είμαστε βλάκες ή κορόιδα: «αν μου δώσεις σήμερα εκατό χιλιάρικα, θα σου δώσω αύριο εκατόν πενήντα. -Μοιάζουμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. β. δεν είμαστε του ίδιου επιπέδου, είμαι πολύ καλύτερος από σένα: «θα μπορέσουμε να κάνουμε πολύ καλή παρέα οι δυο μας. -Μοιάζουμε!»·
- μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, βλ. λ. σταγόνα·
- μοιάζω για κορόιδο; ή μοιάζω με κορόιδο; βλ. λ. κορόιδο·
- σε μοιάξαμε! ή σε μοιάσαμε! λέγεται ειρωνικά σε άτομο που μας αποδίδει τις ίδιες κακές συνήθειες ή ιδιότητες με αυτό: «έλα, μάθαμε πως πας και παίζεις χαρτιά στα κρυφά. -Σε μοιάσαμε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το Μμμμ! και κλείνει με το νομίζεις·   
- του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει, βλ. λ. Γενάρης.

Γενάρης

Γενάρης, ο, ουσ. [<μσν. Γεννάριος <λατιν. Iennarius <Ianuarius], ο μήνας Ιανουάριος·
- κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη, βλ. λ. κότα.
- του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει, λέγεται γιατί, κατά τη διάρκεια του Γενάρη, το φεγγάρι είναι πολύ λαμπερό.

κορόιδο

κορόιδο, το, ουσ. [<σπάνιο κουρόγιδο (= κουρεμένο γίδι]. 1. άτομο που προσφέρει στους άλλους τη δυνατότητα να το περιγελάσουν, να το εμπαίξουν, να το περιπαίξουν, ο βλάκας: «κάθε βράδυ σπάμε πλάκα, όταν έρχεται αυτό το κορόιδο στην παρέα μας». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι κορόιδο Μουσολίνι κι όχι μαγκιόρος όπως λες, λύκοι και κένταυροι που στέλνεις έχουνε γίνει για να τους κλαις). 2. άτομο που πέφτει εύκολα θύμα εξαπάτησης, ο αφελής, ο ευκολόπιστος: «τον βρήκανε κορόιδο και του ’φαγαν όλα τα λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι μου ζητάς στο δίνω, σαν κορόιδο σ’ αγαπώ, κι αν μου μάσησες τα φράγκα, βρε τρελόπαιδο, έχε χάρη που ’σαι μάγκας κι ομορφόπαιδο). 3. παιδικό ομαδικό παιχνίδι, που παίζεται στο ύπαιθρο από ομάδα παιδιών που πετούν το ένα στο άλλο συνήθως μια μπάλα, ενώ ένα άλλο προσπαθεί να τους την αποσπάσει. Αν το κατορθώσει, κορόιδο γίνεται το παιδί που πέταξε τελευταίο την μπάλα. Υποκορ. κοροϊδάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: ψάχνουν για κοροϊδάκι, για κανένα καψουράκι). Μεγεθ. κοροϊδάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- για κορόιδα ψάχνεις; ή για κορόιδο ψάχνεις; ειρωνική έκφραση, αλλά και με επιθετική διάθεση σε άτομο που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας εξαπατήσει, να μας ξεγελάσει: «αν μου δώσεις τώρα πέντε χιλιάδες ευρώ που τα χρειάζομαι, θα σου τα επιστρέψω αύριο διπλά. -Για κορόιδα ψάχνεις;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά· 
- (δε) με πιάνουν κορόιδο ή (δεν) πιάνομαι κορόιδο, (δεν) εξαπατώμαι, (δεν) ξεγελιέμαι, (δεν) πέφτω θύμα εξαπάτησης: «μ’ έπιασαν κορόιδο κι έδωσα ένα κάρο λεφτά για σκάρτο εμπόρευμα || πήγε να με ξεγελάσει, αλλά δεν ήξερε πως εγώ δεν πιάνομαι κορόιδο». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα, Χάρε, καρτερείς και τον καιρό σου χάνεις· όσο υπάρχει το κρασί κορόιδο δε με πιάνεις // κορόιδα δεν πιαστήκανε, γιατί την ψυλλιαστήκανε· ζούλα γίναν οι λουλάδες, τα μπουζούκια και οι μπαγλαμάδες). Συνών. (δε) με πιάνουν βιδέλο ή (δεν) πιάνομαι βιδέλο / (δε) με πιάνουν γιαγλή ή (δεν) πιάνομαι γιαγλής / (δε) με πιάνουν γιατρό ή (δεν) πιάνομαι γιατρός / (δε) με πιάνουν θύμα ή (δεν) πιάνομαι θύμα / (δε) με πιάνουν κότσο ή (δεν) πιάνομαι κότσος / (δε) με πιάνουν μπαγλαμά ή (δεν) πιάνομαι μπαγλαμάς·
- δουλεύουν μόνο τα ρολόγια και τα κορόιδα, βλ. λ. ρολόι·
- εις υγεία του κορόιδου! ή εις υγείαν του κορόιδου! βλ. λ. υγεία·
- κάνω το κορόιδο, α. προσποιούμαι πως δεν ξέρω, πως δεν καταλαβαίνω κάτι: «σε σένα μιλάω, μην κάνεις το κορόιδο». (Λαϊκό τραγούδι: κάνει το κορόιδο, ζούλα τον κοιτάει, και με κόλπο έξυπνο τονε χαιρετάει). β. προσποιούμαι άγνοια, κάνω τον ανήξερο, κάνω πως δεν έχω ιδέα, ιδίως για κάτι κακό ή παράνομο: «πάψε να κάνεις το κορόιδο και πες μας ό,τι ακριβώς ξέρεις». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν πεις και για τους φίλους μου, που αγάπησα σαν ρόιδο, όποτε κι αν με πιάσανε, μου κάναν το κορόιδο). γ. παραβλέπω κάτι: «αλλού κι αλλού ξέρεις να δίνεις τα χρέη σου, ενώ σε μένα κάνεις το κορόιδο». δ. προσποιούμαι τον κουτό, τον βλάκα: «αυτός κάνει το κορόιδο, αλλά είναι μάρκα μ’ έκαψες». (Λαϊκό τραγούδι: όλα τα καταλαβαίνω, όλα τα καταλαβαίνω, όμως κάνω το κορόιδο και σωπαίνω). ε. δε μαρτυρώ κάτι που ξέρω και που ενοχοποιεί κάποιον: «αν δεν έκανα το κορόιδο στο δικαστήριο, θα ’σουν σήμερα στη φυλακή»·
- κορόιδο είμαι; δεν είμαι καθόλου κορόιδο, δεν είμαι βλάκας: «κορόιδο είμαι να δώσω δανεικά σ’ αυτόν τον απατεώνα; || κορόιδο είμαι να μην το πάρω, αφού μου το δίνει;»·
- κορόιδο με πατέντα, κατά γενική διαπίστωση, αναμφίβολα: «όλοι το λένε πως ο φίλος σου είναι κορόιδο με πατέντα». (Λαϊκό τραγούδι: γλέντα, γλέντα, γλέντα, γλέντα, γιατί αλλιώς είσαι κορόιδο με πατέντα
- κορόιδο της τράπουλας, άτομο που χάνει τα λεφτά του συστηματικά στη χαρτοπαιξία και, κατ’ επέκταση, άτομο καταγέλαστο: «τι βάση να δώσω σε σένα, ρε κορόιδο της τράπουλας, που γελάει μαζί σου και το παρδαλό κατσίκι!»·
- κορόιδο χοντρέ! βλ. λ. χοντρός·
- μοιάζω για κορόιδο; ή μοιάζω με κορόιδο; βλ. φρ. για κορόιδα ψάχνεις(;)·
- πιάνομαι κορόιδο, ξεγελιέμαι, πέφτω θύμα εξαπάτησης: «μπορεί να δείχνει αγαθός άνθρωπος, αλλά δεν πιάνεται εύκολα κορόιδο || είναι τόσο αφελής, που μπορεί να τον πιάσει κορόιδο κι ένα μικρό παιδί». (Λαϊκό τραγούδι: δεν το ’λπιζα Μανόλη κορόιδο να πιαστείς,τον μπαγλαμά να σπάσεις αχ, στη φυλακή να μπεις
- της φυλακής τα σίδερα είναι για τα κορόιδα, βλ. λ. φυλακή·
- τον παίρνω για κορόιδο, τον εκλαμβάνω για αφελή, για ευκολόπιστο, για άτομο που πέφτει εύκολα θύμα εξαπάτησης, πράγμα όμως που μπορεί και να μην είναι: «τον πήρα για κορόιδο αλλά, δυστυχώς την πάτησα, γιατί ο τύπος αποδείχτηκε αητός». (Λαϊκό τραγούδι: για κορόιδα, ρε μας παίρνεις, κι ολοένα μας τη φέρνεις;
- τον πιάνω κορόιδο, τον κοροϊδεύω, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «τον έπιασα κορόιδο και του πούλησα σκάρτο εμπόρευμα». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ κορόιδο να με πιάσεις δεν μπορείς, μαζί μου που ’μπλεξες μπαστούνια θα τα βρεις). Συνών. τον πιάνω βιδέλο / τον πιάνω γιαγλή / τον πιάνω γιατρό / τον πιάνω θύμα / τον πιάνω κότσο / τον πιάνω μπαγλαμά·
- του την έσκασα σαν κορόιδο, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «ήθελε να μου κάνει τον έξυπνο, αλλά του την έσκασα σαν κορόιδο και του ’φαγα ένα κάρο λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, το ’να μήλο τ’ άλλο ρόιδο, άιντε, του τη σκάσαν σαν κορόιδο και του πήραν τα ψιλά του, άιντε, και τον στείλαν στη δουλειά του). 

νύφη

νύφη, η, πλ. νύφες κ. νυφάδες, οι, ουσ. [<μσν. νύφη <αρχ. νύμφη], η νύφη. Υποκορ. νυφούλα κ. νυφίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, τα καινούρια πρόσωπα σε ένα σπίτι, σε μια επιχείρηση, φέρνουν συνήθως και καινούριες συνήθειες, καινούρια συστήματα: «απ’ τη μέρα που ήρθε νέος διευθυντής στο εργοστάσιο, χάραξε νέα γραμμή στην παραγωγή, γιατί, άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε»·
- άλλος πληρώνει τη νύφη, βλ. φρ. πληρώνω τη νύφη·
- αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που δεν κάνει κανείς αυτό που επείγεται να γίνει, αλλά ασχολείται με κάτι διαφορετικό: «λέω ν’ ανοίξουμε τις δουλειές μας και στο χώρο των ηλεκτρονικών. -Αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη. Κάτσε, ρε παιδάκι μου, πρώτα να ξεχρεώσουμε αυτή τη δουλειά που έχουμε και βλέπουμε τι θα κάνουμε μετά!»· 
- αν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- βρες τη νύφη εσύ κι εγώ σε στεφανώνω, χρειάζονται ορισμένες προϋποθέσεις για να βοηθηθούμε από κάποιον ή από το περιβάλλον μας: «πώς να σε βοηθήσω, ρε παιδάκι μου, να κάνεις δουλειά αφού δεν ξέρεις τι θέλεις να κάνεις; Βρες τη νύφη εσύ κι εγώ σε στεφανώνω», δηλ. αποφάσισε τι θέλεις να κάνεις κι εγώ σε βοηθάω·
- γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα, βλ. λ. γιος·
- διαλέξαμε η νύφη μας να μοιάζει της γενιάς μας, συναναστρεφόμαστε πάντα με άτομα που μας ταιριάζουν ή μας εξυπηρετούν: «αν δυσανασχετήσω τώρα γι’ αυτό το παλιόμουτρο που κάνεις παρέα, ξέρω πως θα μου πεις διαλέξαμε η νύφη μας να μοιάζει της γενιάς μας»· βλ. και φρ. βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ·
- έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος, η απρεπής συμπεριφορά δημιουργεί πολλές φορές αβάσταχτα προβλήματα. Λέγεται συνήθως με ειρωνική διάθεση·
- (η) νύ(μ)φη του Θερμαϊκού ή (η) νυφούλα του Θερμαϊκού, η πόλη της Θεσσαλονίκης: «η νύμφη του Θερμαϊκού θεωρείται από πολλούς η πρωτεύουσα των Βαλκανίων». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα την αγάπη μου την έκανα τραγούδι, νυφούλα του Θερμαϊκού και του βορρά λουλούδι
- η νύφη, όταν γεννηθεί, της πεθεράς θα μοιάζει, δηλώνει πως ο άντρας τις περισσότερες φορές διαλέγει για σύζυγό του γυναίκα που μοιάζει στο χαρακτήρα με τη μητέρα του·
- η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα, αποκτούμε, πετυχαίνουμε κάτι, όταν το απαιτήσουμε, το επιδιώξουμε στην κατάλληλη ώρα, στην κατάλληλη στιγμή: «έχε το νου σου και, μόλις τον δεις κάπως μπόσικο, ζήτα του την αύξηση που θέλεις, γιατί, η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα»· βλ. και φρ. ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι·
- και νύφη! ευχή σε ανύπαντρη γυναίκα που είχε μια σπουδαία επιτυχία να τη συμπληρώσει ή να την ολοκληρώσει και με έναν γάμο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άιντε ή το άντε ή το και γρήγορα ή το του χρόνου ή το άιντε και γρήγορα ή το άιντε και του χρόνου ή το άντε και γρήγορα ή το άντε και του χρόνου·
- καμαρώνει σαν νύφη, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, νιώθει περήφανη, είναι πολύ ικανοποιημένη και το δείχνει με την έκφρασή της: «έπιασε αγκαζέ τον αρραβωνιαστικό της και καμάρωνε σαν νύφη || μόλις πήρε το πτυχίο στα χέρια της καμάρωνε σαν νύφη». Ακούγεται πολύ σπάνια και για άντρα·
- μαλώνουν όπως η νύφη με την πεθερά ή μαλώνουν σαν τη νύφη με την πεθερά, βλ. φρ. τρώγονται όπως η νύφη με την πεθερά·
- ντύνομαι νύφη, παντρεύομαι: «ήταν τρία χρόνια αρραβωνιασμένη και την Κυριακή ντύνεται νύφη»·
- ντύνομαι σαν νύφη, βλ. φρ. στολίζομαι σαν νύφη·
- ντύνουν τη νύφη, βλ. φρ. στολίζουν τη νύφη·
- ξεχνά η γρουσούζα η πεθερά, πως ήταν νύφη μια φορά, βλ. λ. πεθερά·
- όλα τα στραβά καρβέλια απ’ τη νύφη καμωμένα ή όλα τα στραβά ψωμιά απ’ τη νύφη καμωμένα, λέγεται στην περίπτωση που πάντα θεωρούμε το ίδιο πρόσωπο υπεύθυνο για κάτι κακό χωρίς να εξετάσουμε αν πραγματικά είναι. Από την εικόνα της κακιάς πεθεράς που συνήθως, για κάθε κακό που συμβαίνει, ενοχοποιεί τη νύφη της. Συνών. όλα τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει·
- όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη, βλ. λ. γάμος·
- όλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, λέγεται για τα ζευγάρια εκείνα που ο σύζυγος βγάζει τη γυναίκα του για διασκέδαση συνήθως την Κυριακή: «το ’χουμε έθιμο στην οικογένεια, όλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, γι’ αυτό, σήμερα μη με υπολογίζεται στην παρέα, γιατί θα βγω έξω με τη γυναίκα μου»·
- όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου, όταν δε θέλει κάποιος να κάνει κάτι, βρίσκει και τον τρόπο να το αποφύγει: «αφού τσινάει, δε θα σου τελειώσει τη δουλειά, γιατί, όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου»·
- ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι, βλ. λ. παίρνω·
- ούτε νύφη να ντυνόσουν! βλ. φρ. ούτε νύφη να στολιζόσουν(!)·
- ούτε νύφη να στολιζόσουν! έκφραση αγανάκτησης προς γυναίκα, που, καθώς προσέχει πάρα πολύ το ντύσιμό της κατά τη διάρκεια που ντύνεται, μας αναγκάζει να την περιμένουμε πάρα πολύ. Παρομοίωση με την προετοιμασία της νύφης πριν την τελετή του γάμου, που είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα.
- πληρώνω τη νύφη, α. πληρώνω τη ζημιά, το λογαριασμό χωρίς να είμαι ο υπαίτιος, πληρώνω κοροϊδίστικα: «επειδή ξέρει ότι του έχω μεγάλη αδυναμία, πηγαίνει τρώει και πίνει κι ύστερα περνώ εγώ και πληρώνω τη νύφη». β. υφίσταμαι τις συνέπειες κάποιου ή κάποιων, χωρίς να έχω κάποια ανάμειξη σε κάτι: «ό,τι κακό θα γίνεται από δω και πέρα, θα το καρφώνω αμέσως στο διευθυντή, γιατί βαρέθηκα να πληρώνω συνέχεια τη νύφη για μαλακίες άλλων». Συνών. πληρώνω τα γαμησιάτικα / πληρώνω τα κερατιάτικα / πληρώνω τα σπασμένα / πληρώνω το μάρμαρο·
- ποιος παινάει τη νύφη; Η τσιμπλού η μάνα της, ο έπαινος σε συγγενικό πρόσωπο είναι πολλές φορές χωρίς αξία: «να παίνευε κάποια άλλη την κόρη της θα τον πίστευα, αλλά, γι’ αυτήν θα πω: ποιος παινάει τη νύφη; Η τσιμπλού η μάνα της»· βλ. και φρ. αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, λ. σπίτι·
- πολύφερνη νύφη, κοπέλα που βρίσκεται σε ηλικία γάμου και που λόγω της ομορφιάς ή του πλούτου της εκδηλώνουν ενδιαφέρον να την παντρευτούν πολλοί άντρες·
- σαν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- σαν ξαναγίνω νύφη, ξέρω να προσκυνήσω, όταν κανείς αποκτήσει πείρα σε κάτι, ξέρει πώς πρέπει να συμπεριφερθεί σε παρόμοια περίπτωση: «δεν μπορούσα να υποπτευθώ πως θα τον ενοχλούσε ο τρόπος με τον οποίον του συμπεριφέρθηκα, αλλά σαν ξαναγίνω νύφη, ξέρω να προσκυνήσω»·
- στολίζομαι σαν νύφη, (για γυναίκες) ντύνομαι πολύ επίσημα: «κάθε φορά που είναι να φάνε έξω το βράδυ με τον άντρα της, στολίζεται σαν νύφη». Ακούγεται πολύ σπάνια και για άντρα·
- στολίζουν τη νύφη, τη βοηθούν να ντυθεί με το νυφικό του γάμου της και με όλα τα παρελκυόμενα: «μέσα στο δωμάτιο είναι μαζεμένες οι φίλες και στολίζουν τη νύφη»·
- τα έξοδα του γάμου η νύφη δεν τα βγάζει, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση, όταν σε ένα γάμο η νύφη είναι πολλή άσχημη: «ο γαμπρός είναι μια χαρά παλικάρι, αλλά τα έξοδα του γάμου η νύφη δεν τα βγάζει»·
- τα λέω στην πεθερά για να τ’ ακούει η  νύφη ή τα λέω της πεθεράς για να τ’ ακούει η νύφη, λέω κάτι σε κάποιον που δεν τον ενδιαφέρει με κύριο σκοπό να το ακούσει αυτός που πραγματικά με ενδιαφέρει να το ακούσει, απευθύνομαι έμμεσα σε κάποιον τρίτο, για να ακούσει αυτός που είναι άμεσα ενδιαφερόμενος: «μια ζωή μ’ αυτόν τον τρόπο συμπεριφέρεται, τα λέει στην πεθερά για να τ’ ακούει η νύφη»·
- τρώγονται όπως η νύφη με την πεθερά ή τρώγονται σαν τη νύφη με την πεθερά, (για γυναίκες) βρίσκονται συνεχώς σε έντονη διαμάχη, γκρινιάζουν και μαλώνουν συνεχώς: «δυο αδερφές είναι κι αντί να ’ναι αγαπημένες, τρώγονται όπως η νύφη με την πεθερά». Από την αντιπαλότητα που παρατηρείται πολλές φορές ανάμεσα στην πεθερά και την νύφη. Λέγεται σπάνια και για άντρες·
- φταρνίστηκε η νύφη, σχόλασε ο γάμος, πολλές φορές από μικρή αιτία καταστρέφονται σπουδαία πράγματα. Λέγεται με ειρωνική διάθεση.

σταγόνα

σταγόνα, η, ουσ. [<αρχ. σταγών], η σταγόνα. 1. ελάχιστη ποσότητα ιδίως υγρού: «δώσε και σε μένα να πιω μια σταγόνα». 2. στον πλ. οι σταγόνες, λέγεται για φάρμακο, που η χορηγούμενη δόση στον ασθενή μετριέται με σταγόνες, και αυτό το ίδιο το φάρμακο: «ο πατέρας μου, κάθε φορά που του πονούσε το στομάχι του, έπαιρνε είκοσι σταγόνες μπελαντόνα μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό || μην ξεχάσεις να πάρεις τις σταγόνες σου!»·  
- δεν άφησε σταγόνα, (για χρήματα ή περιουσία) σπατάλησε ολοκληρωτικά: «έκανε πολύ σπάταλη ζωή κι απ’ την περιουσία του δεν άφησε σταγόνα». Από την εικόνα του ατόμου που πίνει ολοκληρωτικά το περιεχόμενο του ποτηριού του. Συνών. δεν άφησε άντερο / δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο / δεν άφησε κουκούτσι / δεν άφησε λέπι / δεν άφησε ρουθούνι / δεν άφησε σάλιο / δεν άφησε σπυρί / δεν άφησε φλούδα·
- δεν έμεινε σταγόνα, α. (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλήθηκε ολοκληρωτικά: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με παλιοπαρέες, δεν έμεινε σταγόνα απ’ την περιουσία του». β.(για εμπορεύματα) εξαντλήθηκε, πουλήθηκε, καταναλώθηκε όλο: «είχε τόση ζήτηση το εμπόρευμα που έφερα, που δεν έμεινε σταγόνα». Συνών. δεν έμεινε άντερο / δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο / δεν έμεινε κουκούτσι / δεν έμεινε λέπι / δεν έμεινε σάλιο / δεν έμεινε σπυρί / δεν έμεινε φλούδα·
- η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, το τελευταίο από μια σειρά αρνητικών γεγονότων που ανεχόταν κάποιος, και που τον κάνει να χάσει την υπομονή του και να εκδηλώσει την αντίδρασή του: «το που τον έπιασε με την γκόμενα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, γιατί τα μάζεψε και πήγε στη μάνα της»·
- μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, τα άτομα ή τα πράγματα για τα οποία γίνεται λόγος, είναι εντελώς όμοια μεταξύ τους: «δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αυτά τα δυο αδέρφια, γιατί μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό || τ’ αυτοκίνητά τους μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό»·
- ούτε σταγόνα ή ούτε μια σταγόνα, (για υγρά) καθόλου, τίποτα: «ο γιατρός μου απαγόρεψε το ποτό και δεν πίνω ούτε σταγόνα». (Λαϊκό τραγούδι: και στο σπίτι δεν υπάρχει ούτε μια σταγόνα λάδι, τόσα στόματα πώς ζούνε πρωί, μεσημέρι, βράδυ;). Συνών. ούτε στάλα ή ούτε μια στάλα (α) / ούτε σταλιά ή ούτε μια σταλιά (α)·
- σταγόνα σταγόνα, (για υγρά) κατά ελάχιστες ποσότητες: «το καλοκαίρι το νερό απ’ τη βρύση έσταζε σταγόνα σταγόνα»·
- σταγόνα στον ωκεανό, εντελώς λίγο, εντελώς ασήμαντο σε σχέση με κάτι  άλλο: «είναι τόσο πλούσιος άνθρωπος, που γι’ αυτόν οι πενήντα χιλιάδες ευρώ είναι σταγόνα στον ωκεανό».

συμπεθεριάζω

συμπεθεριάζω κ. συμπεθερεύω, ρ. [<μσν. συμπε(ν)θεριάζω <συμπέ(ν)θερος], συμπεθεριάζω·
- αν δε μοιάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε, βλ. συνηθέστ. αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε·
- αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε, λέγεται για άτομα που έχουν τους ίδιους χαρακτήρες, τις ίδιες συνήθειες ή ενδιαφέροντα ή που είναι της ίδιας κοινωνικής τάξης και που για το λόγο αυτό συνδέονται μεταξύ τους με φιλική ή ερωτική σχέση.