μιλημένος
μιλημένος,
-η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. μιλώ], που
του έγιναν συστάσεις για κάποιο πρόσωπο ή για κάποια υπόθεση και έγιναν
αποδεκτές: «ο εξεταστής ήταν μιλημένος, γι’ αυτό τον πέρασε με την πρώτη»· βλ. και
λ. διαβασμένος·
-
μιλημένα ξηγημένα, έκφραση με την οποία εφιστούμε την προσοχή του συνομιλητή
μας πώς, από τη στιγμή που κουβεντιάσαμε και αποδεχτήκαμε κάτι, δε θα ανεχτούμε
παρερμηνείες ή υπαναχωρήσεις από μέρους του·
-
μιλημένα τιμημένα,έκφραση με την οποία αναλαμβάνουμε να τηρήσουμε αυτά που
συμφωνήσαμε με κάποιον·
-
τα ’χουμε μιλημένα, έχουμε συνεννοηθεί εκ των προτέρων: «μπορείς να πας να
του ζητήσεις ό,τι θέλεις, γιατί τα ’χουμε μιλημένα || ό,τι δουλειά κι αν του προκύψει,
θα την κάνει πάσα σε μένα, γιατί τα ’χουμε μιλημένα».