Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μιλημένος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μιλημένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. μιλώ], που του έγιναν συστάσεις για κάποιο πρόσωπο ή για κάποια υπόθεση και έγιναν αποδεκτές: «ο εξεταστής ήταν μιλημένος, γι’ αυτό τον πέρασε με την πρώτη»· βλ. και λ. διαβασμένος·
- μιλημένα ξηγημένα, έκφραση με την οποία εφιστούμε την προσοχή του συνομιλητή μας πώς, από τη στιγμή που κουβεντιάσαμε και αποδεχτήκαμε κάτι, δε θα ανεχτούμε παρερμηνείες ή υπαναχωρήσεις από μέρους του·
- μιλημένα τιμημένα,έκφραση με την οποία αναλαμβάνουμε να τηρήσουμε αυτά που συμφωνήσαμε με κάποιον·
- τα ’χουμε μιλημένα, έχουμε συνεννοηθεί εκ των προτέρων: «μπορείς να πας να του ζητήσεις ό,τι θέλεις, γιατί τα ’χουμε μιλημένα || ό,τι δουλειά κι αν του προκύψει, θα την κάνει πάσα σε μένα, γιατί τα ’χουμε μιλημένα».