Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μηχανή

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μηχανή, η, ουσ. [<αρχ. μηχανή], η μηχανή. 1. (υποτιμητικά για πρόσωπα) αυτός που κάνει κάτι, που εργάζεται εντατικά, χωρίς να διαμαρτύρεται και χωρίς να αναπτύσσει πρωτοβουλία: «έφυγα απ’ τη δουλειά του, γιατί αυτός δε θέλει εργάτες, αλλά μηχανές». 2. (στη γλώσσα της αργκό) το κόλπο, η κομπίνα, το τέχνασμα, η σκευωρία, ο δόλος, η απάτη: «έχει βρει μια μηχανή και δουλεύει όλον τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: θαρρείς πως με τραβάς από τη μύτη, γιατ’ είσαι από τζάκι κι από σπίτι, τέτοιες μηχανές εσύ μη μου πουλάς που μικρή μαζί μου είσαι μη γελάς). 3. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού: «τον είδα καβάλα στη μηχανή του να κόβει βόλτες στην παραλία». Υποκορ. μηχανάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. μηχανάρα, η. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- ανάβω τη μηχανή, τη θέτω σε κίνηση, σε λειτουργία: «μόλις μπήκε στ’ αυτοκίνητό του, άναψε τη μηχανή κι έφυγε». (Λαϊκό τραγούδι: θα πατήσουμε τη μίζα και θ’ ανάψει η μηχανή και θα πάμε για γλεντάκι, κούκλα μου μελαχρινή)· βλ. και φρ. άναψε η μηχανή·
- άναψε η μηχανή, υπερθερμάνθηκε από συνεχή ή κακή λειτουργία της: «είχε τέτοιο μπλοκάρισμα ο δρόμος, που, σταμάτα ξεκίνα κάθε τόσο, άναψε η μηχανή || είχα ξεχάσει να βάλω νερό κι άναψε η μηχανή»·
- από μηχανής θεός, βλ. λ. θεός·
- βάζω μπρος τη μηχανή, τη θέτω σε κίνηση, σε λειτουργία: «μόλις μπήκε στ’ αυτοκίνητό του έβαλε μπρος τη μηχανή κι έφυγε»·
- βάζω μπρος τη μηχανή μου ή βάζω μπρος τις μηχανές μου, α. προετοιμάζομαι εντατικά για δράση, είμαι έτοιμος για δράση: «εν όψη των εκλογών, κυβέρνηση και αντιπολίτευση έβαλαν μπρος τις μηχανές τους». β. ενεργώ πολύ δραστήρια, πολύ αποτελεσματικά: «μόλις η ομάδα έβαλε μπρος τις μηχανές της, τους βάλαμε τρία γκολ μέσα σε δέκα λεπτά»·
- βάζω μπροστά τη μηχανή, βλ. φρ. βάζω μπρος τη μηχανή·
- βάζω μπροστά τη μηχανή μου ζω μπροστά τις μηχανές μου. φρ. βάζω μπρος τη μηχανή μου·
- δένω τη μηχανή, (ιδίως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας) τη συναρμολογώ μετά από την αποσυναρμολόγηση που της είχα κάνει: «αφού διόρθωσε τη βλάβη, ο μηχανικός έδεσε πάλι τη μηχανή»·
- δουλεύει σαν μηχανή ή δουλεύει σαν τη μηχανή, δουλεύει πολύ σκληρά, εντατικά και εξαντλητικά: «απ’ τη μέρα που τον πήρα στη δουλειά μου, δουλεύει σαν μηχανή». Για συνών. βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- δουλεύουν μόνο τα ρολόγια κι οι μηχανές, βλ. λ. ρολόι·
- δουλεύω μηχανή, (στη γλώσσα της αργκό) ενεργώ ως κομπιναδόρος, ως απατεώνας. (Λαϊκό τραγούδι: όλος ο κόσμος τώρα δουλεύει μηχανές, κι αν κάνεις το κορόιδο, σου κάνουν πιο πολλές
- ζεσταίνουν τις μηχανές των τρακτέρ, βλ. λ. τρακτέρ·
- ζεσταίνω τη μηχανή μου, προετοιμάζομαι εντατικά για δράση: «απ’ τη στιγμή που ανέλαβα τη δουλειά, ζεσταίνω τη μηχανή μου για να την αρχίσω || η κυβέρνηση ζεσταίνει τη μηχανή της εν όψει της προεκλογικής περιόδου»·
- η κρατική μηχανή, το σύνολο των κρατικών υπηρεσιών που διαθέτει μια χώρα: «η κρατική μηχανή χωλαίνει». (Λαϊκό τραγούδι: η Ντεσπέρια η μακρινή είναι μια χώρα ευλογημένη, μα η κρατική της μηχανή φαίνεται λίγο σκουριασμένη
- η πολεμική μηχανή, το σύνολο του πολεμικού εξοπλισμού των στρατιωτικών δυνάμεων που διαθέτει μια χώρα: «η πολεμική μηχανή της Ελλάδας μπορεί να αποτρέψει κάθε εξωτερικό κίνδυνο»·
- κλείνω τη μηχανή, βλ. φρ. σβήνω τη μηχανή·
- κράτει οι μηχανές, βλ. λ. κράτει·
- λύνω τη μηχανή, (ιδίως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας) αποσυνδέω μεθοδικά τα μέρη από τα οποία αποτελείται, την αποσυναρμολογώ: «έλυσε τη μηχανή τ’ αυτοκινήτου του για να μπορέσει να εντοπίσει τη βλάβη»·
- ξέρω μηχανή, (στη γλώσσα της αργκό) ξέρω τον τρόπο, την κατάλληλη τακτική ή μέθοδο για να πετύχω κάτι: «μη στενοχωριέσαι, γιατί ξέρω μηχανή να τον τουμπάρουμε και να μας δώσει το δάνειο που του ζητάμε». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να ξέρεις μηχανή να κόψεις μαύρα μάτια, γιατί, σαν σε κοιτάζουνε, σε κάνουνε κομμάτια
- σβήνω τη μηχανή, διακόπτω τη λειτουργία της: «μόλις παρκάρισα, έκλεισα τη μηχανή τ’ αυτοκινήτου μου»·
- σκαρώνω μηχανή, βλ. φρ. στήνω μηχανή·
- στήνω μηχανή, (στη γλώσσα της αργκό) δημιουργώ τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να ενεργήσω σε βάρος κάποιου ή κάποιων, οργανώνω σκευωρία, συνωμοσία: «του ’στησε τέτοια μηχανή, που ακόμα δεν μπορεί να καταλάβει πώς έχασε τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: τρεις μέρες με πήρε με τον Αμερικάνο, για να του στήσω μηχανή, το κόλπο να του κάνω
- του πήρε η μηχανή το χέρι (το πόδι), του το έκοψε: «δούλευε στην κορδέλα ενός ξυλουργείου και, κάποια φορά που αφαιρέθηκε, του πήρε η μηχανή το χέρι».

θεός

θεός, ο, ουσ. [<αρχ. θεός], ο θεός· ο πολύ όμορφος άντρας: «σε τέτοιον θεό δεν μπορεί να πει καμιά γυναίκα όχι»· βλ. και λ. Θεός·
- απειλεί θεούς και δαίμονες, εκτοξεύει οργισμένος απειλές προς όλες τις κατευθύνσεις: «μάλωσε το πρωί με τη γυναίκα του κι απ’ την ώρα πού ήρθε στο γραφείο, απειλεί θεούς και δαίμονες»·
- από μηχανής θεός, λέγεται για κάθε απροσδόκητο ρυθμιστή ή βοηθό σε δύσκολη περίπτωση ή κατάσταση: «την ώρα που οι δυο παρέες σηκώθηκαν απ’ τα τραπέζια τους κι ήταν έτοιμες ν’ αρπαχτούν, ήρθε ο τάδε σαν από μηχανής θεός κι ηρέμησε τα πνεύματα || το λαχείο που του ’πεσε, ήρθε σαν από μηχανής θεός να τον γλιτώσει από την οικονομική καταστροφή». Αναφορά στο σκηνικό μέσο της αρχαίας τραγωδίας, που εφευρέτης του ήταν ο Ευριπίδης, όπου εμφανιζόταν ξαφνικά ο θεός, με σκοπό την απότομη λύση του δράματος, όταν η υπόθεση είχε μπλεχτεί ή είχε περιέλθει σε αδιέξοδο·
- βρίζει θεούς και δαίμονες, βρίζει οργισμένος ακατάσχετα προς όλες τις κατευθύνσεις: «είναι τόσο εκνευρισμένος, που βρίζει θεούς και δαίμονες»·
- κατεβάζει θεούς και δαίμονες, βλ. συνηθέστ. βρίζει θεούς και δαίμονες·
- ο βασιλιάς των θεών, βλ. λ. βασιλιάς·
- τα δώρα και θεούς πείθουν, με τα δώρα, τις ευγένειες και τα καλοπιάσματα, πετυχαίνουμε αυτό που επιδιώκουμε: «πάρ’ του κι ένα δωράκι, όταν θα πας να του ζητήσεις άδεια, γιατί τα δώρα και θεούς πείθουν»·
- τον κυνηγάνε θεοί και δαίμονες, βρίσκεται σε πολύ δεινή κατάσταση, ιδίως οικονομική:  «απ’ τη μέρα που έπεσε έξω η δουλειά του, τον κυνηγάνε θεοί και δαίμονες».

κράτει

κράτει, ρ. [προστακτ. του ρ. κρατώ]. 1. σταμάτα: «κράτει μισό λεπτό στο περίπτερο να πάρω τσιγάρα». 2α. ως επιφών. κράτει! προσταγή σε οδηγό αυτοκινήτου ή άλλου τροχοφόρου να σταματήσει, συνήθως στην περίπτωση που τον καθοδηγούμε πώς να παρκάρει ή σε κάποιον άλλον ελιγμό· βλ. και φρ. κράτει οι μηχανές. β. πάψε να μιλάς: «κράτει, ρε παιδάκι μου, να σου πω κι εγώ αυτό που θέλω!». Συνών. βάστα! (13β, γ) / οπ! (6) / όπα! (5) / στοπ! (3β, γ) / φέρμα! (α, β)·
- κάνω κράτει, δείχνω εγκράτεια, συγκρατιέμαι: «κάνε κράτει, ρε παιδάκι μου, πολύ πίνεις!». (Λαϊκό τραγούδι: για σταθείτε, ρε σεις μάγκες, κάντε κράτει ρε παιδιά, δεν αξίζει μια χαμούρα για δυο μάγκες του ντουνιά
- κράτει οι μηχανές, (στη ναυτική γλώσσα) πρόσταγμα να σταματήσουν να δουλεύουν οι μηχανές του πλοίου. Πρβλ.: μην κάνεις κράτει φορτηγό, έξω ποτέ μου δεν θα βγω. (Λαϊκό τραγούδι).

ρολόι

ρολόι κ. ρολόγι, το, ουσ. [<ρολόγι], το ρολόι· το ταξίμετρο: «για πες μου, πόσα έγραψε το ρολόι να σε πληρώσω;». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- δουλεύει ρολόι, α. (για επιχειρήσεις) δουλεύει χωρίς προβλήματα και πολύ ικανοποιητικά: «το εργοστάσιό του δουλεύει ρολόι». (Λαϊκό τραγούδι: τεκέ, βρε, που σκαρώσανε που δούλευε ρολόι και πήγαινε και φούμερνε όλο το σκυλολόι). β. (για μηχανήματα) που βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και δουλεύει χωρίς προβλήματα: «έκανα σέρβις στ’ αυτοκίνητό μου κι η μηχανή του δουλεύει ρολόι»·
- δουλεύουν μόνο τα ρολόγια και τα κορόιδα ή δουλεύουν μόνο τα ρολόγια κι οι μηχανές, ειρωνική έκφραση σε κάποιον που δουλεύει ή από κάποιον που είναι τεμπέλης, όταν γίνεται αναφορά πάνω σε δουλειά·
- είμαι σαν ξεκούρντιστο ρολόι, η δραστηριότητά μου ή η αντίληψή μου, παρουσιάζει κενά για διάφορους λόγους: «ό,τι και να μου λες τώρα, έχω τέτοια νύστα, που είμαι σαν ξεκούρντιστο ρολόι»·
- έσπασε όλα τα ρολόγια, (ιδίως για δρομέα ταχύτητας) έτρεξε πάρα πολύ γρήγορα, κατέρριψε όλα τα ρεκόρ: «έκανε τέτοια κούρσα ο αθλητής μας, που έσπασε όλα τα ρολόγια»·
- η δουλειά πάει ρολόι, βλ. λ. δουλειά·
- με το ρολόι, α. έκφραση με την οποία επισημαίνουμε σε κάποιον ότι έχουμε υπολογίσει επακριβώς το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφερόμαστε: «το ταξίδι μας είχε διάρκεια τρεις ώρες με το ρολόι || άργησες είκοσι λεπτά με το ρολόι». β. έκφραση με την οποία προσδιορίζουμε σε κάποιον την ακριβή ώρα: «η ώρα είναι εφτά με το ρολόι || θα ’ρθω στο σπίτι σου στις δέκα με το ρολόι»·
- οι δείκτες του ρολογιού δε γυρίζουν πίσω, βλ. λ. δείκτης·
- όλα δουλεύουν ρολόι, α. (για επιχειρήσεις) τα πάντα εξελίσσονται κανονικά, χωρίς προβλήματα ή δυσκολίες και πολύ ικανοποιητικά: «υπάρχει τέτοια εργασιακή σχέση ανάμεσα στην εργοδοσία και τους εργάτες, που στο εργοστάσιο όλα δουλεύουν ρολόι». β. (για μηχανήματα) βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και δουλεύει χωρίς το παραμικρό πρόβλημα: «σ’ ένα τόσο ακριβό αυτοκίνητο όλα δουλεύουν ρολόι»·
-όλα πάνε ρολόι, (γενικά) τα πάντα στη ζωή μου εξελίσσονται με κανονικό, με ικανοποιητικό ρυθμό και χωρίς καθόλου προβλήματα ή δυσκολίες: «είμαι πολύ ευχαριστημένος απ’ τη ζωή μου, γιατί όλα πάνε ρολόι»· βλ. και φρ. όλα δουλεύουν ρολόι·
- πάει ρολόι, βλ. φρ. δουλεύει ρολόι·
- πάει σαν ξεκούρντιστο ρολόι, δεν περπατάει σταθερά, έχει περίεργο βηματισμό: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, πάει σαν ξεκούρντιστο ρολόι». Από την εικόνα του ξεκούρντιστου ρολογιού, που, επειδή δουλεύει προβληματικά, δε μας δείχνει τη σωστή ώρα·
- συγχρόνισαν τα ρολόγια τους, συντόνισαν απόλυτα τις ενέργειές τους για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «μετά το θάνατο του πατέρα τους, τα δυο αδέρφια συγχρόνισαν τα ρολόγια τους και ανέλαβαν τη διεύθυνση του εργοστασίου».

τρακτέρ

τρακτέρ, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. tracteur], το τρακτέρ·
- ζεσταίνουν τα τρακτέρ τους, (για αγρότες) βλ. φρ. ζεσταίνουν τις μηχανές των τρακτέρ·
- ζεσταίνουν τις μηχανές των τρακτέρ, (για αγρότες) ετοιμάζονται για αγροτικές κινητοποιήσεις με κλείσιμο των εθνικών δρόμων: «οι βαμβακοπαραγωγοί δεν τα βρήκαν με την κυβέρνηση και ζεσταίνουν τις μηχανές των τρακτέρ». Από το ότι το κλείσιμο των δρόμων οι αγρότες το πραγματοποιούν με το να τοποθετούν τα τρακτέρ τους πάνω στο κατάστρωμά τους.