Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μετάνοια

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μετάνοια, η, ουσ. [<αρχ. μετάνοια], η μετάνοια·
- κάνω μετάνοιες, α. παρακαλώ κάποιον γονατιστός, ικετεύω κάποιον για κάτι: «έκανα χίλιες μετάνοιες μπροστά του για να με βοηθήσει». β. συμπεριφέρομαι υποτακτικά, δουλικά σε κάποιον: «κάθε φορά που τον βλέπει, του κάνει ένα σωρό μετάνοιες». γ. παρακαλώ κάποιον επίμονα, φορτικά, για να πετύχω κάποιο σκοπό μου: «του ’κανα χίλιες μετάνοιες μέχρι να του πάρω την υπογραφή του». δ. λαχταρώ, ποθώ έντονα να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «κάνω μετάνοιες γι’ αυτή τη γυναίκα || κάνω μετάνοιες γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο».