Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
μαρούλι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

μαρούλι, το, ουσ. [<μσν. μαρούλιν <μτγν. μαρούλιον υποκορ. του λατιν. amarula (lactuca)], το μαρούλι. 1. άνθρωπος πολύ κοντός: «έτσι όπως χώνεται ανάμεσα στα πόδια μου αυτό το μαρούλι, θα το πατήσω καμιά φορά και θα τσιρίζει». Από το ότι το μαρούλι είναι ένα λαχανικό που δεν αναπτύσσεται σε ύψος. 2. ως επιφών. μαρούλια!έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε χωρίζει με τη γυναίκα του. -Μαρούλια!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «ο τάδε χωρίζει με τη γυναίκα του. -Μαρούλια χωρίζει!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «ο τάδε χωρίζει με τη γυναίκα του. -Μαρούλια χωρίζει ο τάδε με τη γυναίκα του». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4)·
- δεν τρώω μαρούλια ή δεν τρώμε μαρούλια, βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
- δεν υπάρχει μαρούλι, (στη νεοαργκό) δεν έχω καθόλου χρήματα: «τον τελευταίο καιρό έκοψα τις νυχτερινές διασκεδάσεις, γιατί δεν υπάρχει μαρούλι»·
- τρώει μαρούλια, βλ. φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.

κουτόχορτο

κουτόχορτο, το, ουσ. [<κουτός + χόρτο], υποθετικό χόρτο που όποιος το τρώει θεωρείται πως γίνεται κουτός· (ειρωνικά) το χασίσι. (Λαϊκό τραγούδι: φύγε από με, κουτόχορτο, χάσου κι εσύ τσιμπούκι, ν’ ανοίξω τα ματάκια μου από το μαστουρλούκι
- δε μασάω κουτόχορτο ή δε μασάμε κουτόχορτο, βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο·
- δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος, δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «νόμιζε πως μπορούσε να με τουμπάρει, αλλά δεν ήξερε ο βλάκας πως δεν τρώω κουτόχορτο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. δεν τρώω άχυρα ή δεν τρώω άχυρο ή δεν τρώμε άχυρα ή δεν τρώμε άχυρο / δεν τρώω βαλανίδια ή δεν τρώμε βαλανίδια / δεν τρώω βλίτα ή δεν τρώμε βλίτα / δεν τρώω βρούβες ή δεν τρώμε βρούβες / δεν τρώω καλαμπόκι ή δεν τρώμε καλαμπόκι / δεν τρώω κανναβούρι ή δεν τρώμε κανναβούρι / δεν τρώω κουκιά ή δεν τρώμε κουκιά / δεν τρώω κούμαρα ή δεν τρώμε κούμαρα / δεν τρώω κριθάρι ή δεν τρώμε κριθάρι / δεν τρώω λάχανα ή δεν τρώμε λάχανα / δεν τρώω λαχανόφυλλα ή δεν τρώμε λαχανόφυλλα / δεν τρώω λουλάκι ή δεν τρώμε λουλάκι / δεν τρώω μαρούλια ή δεν τρώμε μαρούλια / δεν τρώω μαρουλόφυλλα ή δεν τρώμε μαρουλόφυλλα / δεν τρώω μούσμουλα ή δεν τρώμε μούσμουλα / δεν τρώω ξυλοκέρατα ή δεν τρώμε ξυλοκέρατα / δεν τρώω παραμύθι ή δεν τρώμε παραμύθι / δεν τρώω πίτουρα ή δεν τρώμε πίτουρα / δεν τρώω πριονίδια ή δεν τρώμε πριονίδια / δεν τρώω ροκανίδια ή δεν τρώμε ροκανίδια / δεν τρώω σανό ή δεν τρώμε σανό / δεν τρώω φουντούκια ή δεν τρώμε φουντούκια / δεν τρώω χάπια ή δεν τρώμε χάπια / δεν τρώω χαρούπια ή δεν τρώμε χαρούπια / δεν τρώω χόρτα ή δεν τρώω χόρτο ή δεν τρώμε χόρτα ή δεν τρώμε χόρτο·
- μασάει κουτόχορτο, βλ. συνηθέστ. τρώει κουτόχορτο·
- τον ταΐζω κουτόχορτο, τον εξαπατώ, τον ξεγελώ: «έχει βρει έναν λεφτά και κάθε τόσο τον ταΐζει κουτόχορτο και του τα μασάει»·
- του δίνω κουτόχορτο, βλ. συνηθέστ. τον ταΐζω κουτόχορτο·
- τρώει κουτόχορτο, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «ο καθένας μπορεί να τον τουμπάρει, γιατί τρώει κουτόχορτο». Συνών. τρώει άχυρα ή τρώει άχυρο / τρώει βαλανίδια / τρώει βλίτα / τρώει βρούβες / τρώει καλαμπόκι / τρώει κανναβούρι / τρώει κουκιά / τρώει κούμαρα / τρώει κριθάρι / τρώει λάχανα / τρώει λαχανόφυλλα / τρώει λουλάκι / τρώει μαρούλια / τρώει μαρουλόφυλλα / τρώει μούσμουλα / τρώει ξυλοκέρατα / τρώει παραμύθι / τρώει πίτουρα / τρώει πριονίδια / τρώει ροκανίδια / τρώει σανό / τρώει φουντούκια / τρώει χάπια / τρώει χαρούπια / τρώει χόρτα ή τρώει χόρτο.